ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 492
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 453/2012)
22 Φεβρουαρίου, 2013
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ,
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΚΡΑΣΟΠΟΥΛΗ
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ 2 ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 19325/10
ΠΟΥ ΕΚΔΙΚΑΖΕΤΑΙ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΙΜΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ
ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΩΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ
CERTIORARI ΚΑΙ MANDAMUS
Εφεσείοντας/Αιτητής,
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΙΜΟΥ
ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 25/10/2012
ΕΚΘΕΣΗ ΓΕΝΟΜΕΝΗ ΣΥΜΦΩΝΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ
ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1965 ΩΣ
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ 1883, Θ.59, Κ.3(2) (ORDER 59, R.3(2))
Μ. Γεωργίου και Μ. Αγγελίδου (κα), για τον Εφεσείοντα.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα απόφασης αδελφού Δικαστή (η εκκαλούμενη απόφαση), με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του εφεσείοντα για να του χορηγηθεί άδεια με απώτερο σκοπό την καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, τύπου Certiorari και Mandamus.
Το ιστορικό της υπόθεσης είναι απλό και συνοψίζεται με περισσή λεπτομέρεια στην εκκαλούμενη απόφαση. Το παραθέτουμε:
"Συνοπτικά τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση σύμφωνα με το υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι ότι ο αιτητής-κατηγορούμενος 2 στην ποινική υπόθεση αρ. 19325/10 αντιμετωπίζει αριθμό σοβαρών κατηγοριών όπως συνωμοσία προς διάπραξη φόνου εκ προμελέτης. Η εκδίκαση της υπόθεσης ευρίσκεται σε εξέλιξη και αυτός κάλεσε μάρτυρα εμπειρογνώμονα (Μ.Υ.17) τον Γιάννη Παπαϊωάννου για να καταθέσει έκθεση του ώστε να φανεί η γεωγραφική θέση του κατόχου του τηλεφώνου αρ. 97796767 προκειμένου να καταρρεύσει η θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι η συνάντηση για συνωμοσία έλαβε χώρα σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Η Κατηγορούσα Αρχή είχε υποβάλει ένσταση στην παρουσίαση της ως άνω μαρτυρίας και το Μόνιμο Κακουργιοδικείο, αφού άκουσε επιχειρηματολογία και από τα δύο μέρη με ενδιάμεση απόφαση ημερ. 25/10/12 απέρριψε το αίτημα για παρουσίαση της άνω μαρτυρίας.
Σύμφωνα με την απόφαση απερρίφθηκε το αίτημα καθότι η προτιθέμενη να προσφερθεί μαρτυρία δεν αφορούσε μόνο τα δεδομένα (γεωγραφικής θέσης) όπως ήταν η εισήγηση της υπεράσπισης αλλά και δεδομένα κίνησης άμεσα συνυφασμένα με τον αριθμό του τηλεφώνου και τον τελικό χρήστη ή συνδρομητή που είναι το υποκείμενο και ο φορέας του δικαιώματος που προστατεύεται από το Νόμο. Επίσης ότι εάν επιτρέπετο η προσαγωγή της μαρτυρίας αυτής θα προηγείτο η αποκάλυψη προσωπικών δεδομένων χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση του συνδρομητή ή χρήστη που είναι ο φορέας του δικαιώματος. Έκρινε ουσιαστικά ότι εάν επέτρεπε τη μαρτυρία (έκθεση) του άνω μάρτυρα θα παραβιάζοντο οι πρόνοιες των περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου, Ν. 112(1)/04 και περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμος, Ν. 138(1)/01. Επίσης απέρριψε το αίτημα κρίνοντας ότι η ως άνω μαρτυρία δεν είναι σχετική «αφού το πρόσωπο φορέας του δικαιώματος παραμένει άγνωστο και ως εκ τούτου άγνωστη παραμένει και η σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα των υπό κρίση κατηγοριών»."
Για σκοπούς συμπλήρωσης του ιστορικού της υπόθεσης, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε και τα εξής γεγονότα, τα οποία, μαζί με τα πιο πάνω γεγονότα, αποτελούν κοινή βάση. Η πρόσβαση σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα εξασφαλίστηκε με διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, που εκδόθηκε στις 3/2/2010, στην Αίτηση 25/10, η οποία καταχωρήθηκε από τις ανακριτικές αρχές στα πλαίσια διερεύνησης της υπόθεσης, με βάση τον περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων και Δικτύων την Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμο του 2007 (Ν. 183(Ι)/07). Δυνάμει του εν λόγω διατάγματος, οι ανακριτικές αρχές εξασφάλισαν τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, μεταξύ άλλων, του εφεσείοντα, των τριών συγκατηγορουμένων του και των Φάνου Χατζηγεωργίου, στην κατοχή του οποίου βρισκόταν, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, ο αριθμός τηλεφώνου 97796767, και Κώστα Προεστού. Ο φάκελος της Αίτησης 25/10 κατατέθηκε στο δικαστήριο από τον Πρωτοκολλητή του Ποινικού Τμήματος.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού παρέθεσε το ιστορικό της υπόθεσης, συνόψισε τις θέσεις του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα και αναφέρθηκε σε νομολογία[1], έθεσε το θέμα που εγειρόταν για εξέταση από την ενώπιον του αίτηση ως εξής:
"Στην υπό εξέταση υπόθεση το θέμα που εγείρεται για εξέταση από την αίτηση είναι κατά πόσο «η απόφαση του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας ημερ. 25/10/12 λήφθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας ενεργώντας ως Εφετείο ακυρώνοντας προηγούμενη αυτοτελή απόφαση στην αίτηση αρ. 25/10 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 3/2/10».
Λυπούμαι να παρατηρήσω ότι όλα τα άλλα «παράπονα» του αιτητή ως έχουν αναφερθεί πιο πάνω υπό τον μανδύα κατάδειξης εξαιρετικών συνθηκών δεν βοηθούν αλλά προκαλούν σύγχυση και μια αλγεινή εικόνα αχρείαστη για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας. Ο αιτητής για όσα παραπονείται τώρα για θέματα του παρελθόντος, μπορούσε και μπορεί στον κατάλληλο χρόνο με το κατάλληλο ένδικο μέσο να προσβάλει τις αποφάσεις και/ή άλλες ενέργειες του Μόνιμου Κακουργιοδικείου αλλά όχι στην παρούσα διαδικασία που αφορά ένα συγκεκριμένο καθαρά νομικό θέμα."
Στη συνέχεια παραπέμποντας σε σχετική νομολογία[2], ο πρωτόδικος Δικαστής υπενθύμισε την αρχή ότι ένα πρωτόδικο δικαστήριο στερείται εξουσίας να αναθεωρεί και να αναιρεί αποφάσεις άλλου δικαστηρίου, κατέληξε ως εξής απορρίπτοντας την αίτηση:
"Εκείνο όμως που συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση δεν είναι αυτό. Ο Δικαστής στην αίτηση αρ. 25/10 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας διέταξε τους Γενικούς Διευθυντές της εταιρείας ΜΤΝ και CYTA όπως (κατά το μέρος που ενδιαφέρει την παρούσα διαδικασία) σύμφωνα με το νόμο παράσχουν στην Αστυνομία δεδομένα που αφορούν τους συνδρομητές που αναφέρονται στην αίτηση της Αστυνομίας και ειδικότερα τα ονόματα και τις διευθύνσεις των συνδρομητών ή εγγεγραμμένων χρηστών των καρτών κινητής τηλεφωνίας με αριθμό (μεταξύ άλλων) και του 97796767 όπως και αριθμό άλλων πληροφοριών (βλ. τεκμ. 2 παραγρ. Β(1)-(14).
Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας με την προσβαλλόμενη ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 25/10/12 απέρριψε αίτημα της υπεράσπισης (κατηγορουμένου 2) να παρουσιάσει ο Μ.Υ.17 Γιάννης Παπαϊωάννου έκθεση που ετοίμασε αναφορικά με την γεωγραφική θέση του τηλεφώνου αρ. 97796767 μεταξύ 1-18 Δεκεμβρίου 2009 και ωρών 7.30 π.μ.-9.00 μ.μ. με την αιτιολογία που έχει αναφερθεί.
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας δεν ακύρωσε σε καμιά περίπτωση την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 3/2/10 στην αίτηση αρ. 25/10. Το Κακουργιοδικείο μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του και αφού άκουσε τις δυο πλευρές εξέδωσε την ως άνω απόφαση του περί μη αποδοχής της προσφερόμενης μαρτυρίας για τους λόγους που ανέφερε. Εάν υιοθετηθεί η εισήγηση του αιτητή τότε το Κακουργιοδικείο όπως και το εκάστοτε δικαστήριο που εκδικάζει ποινική υπόθεση θα στερείτο της εξουσίας του σύμφωνα με το νόμο να αποφασίζει περί την αποδεκτότητα μαρτυρίας που προέκυψε από διαταγή σύμφωνα με τις πρόνοιες του Ν. 183(Ι)/07.
Τα στοιχεία ενώπιον του Δικαστηρίου υποδεικνύουν ότι το αίτημα αναφέρεται στην ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και όχι στη νομιμότητα της. Με λίγα λόγια επιζητείται να υπαγορευθεί στο πρωτόδικο δικαστήριο ο τρόπος με τον οποίο θα αποφασίζει ένα θέμα που εμπίπτει μέσα στη δικαιοδοσία του, μια δυνατότητα που δεν εμπίπτει στις προεκτάσεις του εντάλματος certiorari. (Mareware Shipping and Trading Company Ltd. (1992) 1 C.L.R. 116, 121)."
Στο στόχαστρο και των πέντε λόγων λόγων έφεσης βρίσκεται ουσιαστικά η κρίση του αδελφού Δικαστή να θεωρήσει ότι εκείνο που ο εφεσείων με την αίτηση του επιζητούσε ήταν «να υπαγορευθεί στο πρωτόδικο δικαστήριο ο τρόπος με τον οποίο θα αποφασίζει ένα θέμα που εμπίπτει μέσα στη δικαιοδοσία του ...» και συνεπώς εκείνο που ο εφεσείων αμφισβητούσε ήταν την «ορθότητα» της απόφασης του Κακουργιοδικείου, «.... μια δυνατότητα που δεν εμπίπτει στις προεκτάσεις του εντάλματος Certiorari» και όχι, όπως ήταν η θέση του εφεσείοντα, τη «νομιμότητα» της.
Η θέση του κ. Γεωργίου εστιάζεται στο ότι το Κακουργιοδικείο δεν είχε άλλη επιλογή από του να κάμει δεκτή τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα της υπεράσπισης του εφεσείοντα, εφόσον επρόκειτο για νόμιμα ληφθείσα μαρτυρία και παράλληλα για μαρτυρία σχετική με τα επίδικα θέματα. Επρόκειτο, σύμφωνα με το συνήγορο, για νόμιμα ληφθείσα μαρτυρία, εφόσον αυτή λήφθηκε δυνάμει έγκυρου δικαστικού διατάγματος, το οποίο ουδέποτε ανετράπη και σχετική με τα επίδικα θέματα, εφόσον «έδειχνε ότι σε καμία από τις μέρες της περιόδου που ισχυρίζεται η Κατηγορούσα Αρχή δεν έγινε συνάντηση στην οικία του κατηγορούμενου 2 αφού φαίνεται από τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα ότι ο μάρτυρας κατηγορίας Φάνος Χ" Γεωργίου δεν βρισκόταν στο σπίτι του κατηγορούμενου οποιαδήποτε από τις ημέρες που ισχυρίστηκε ότι έγινε η συνάντηση. Ουσιαστικά καταρρίπτει τη μόνη μαρτυρία εναντίον του κατηγορούμενου 2 και άρα οδηγεί στην αθώωση του .....». Αρνούμενο να αποδεχθεί την επίμαχη μαρτυρία, το Κακουργιοδικείο υπερέβη τις εξουσίες του και/ή ενήργησε, σύμφωνα με το συνήγορο, έξω από τη δικαιοδοσία του, ενώ παράλληλα παραβίασε θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα του εφεσείοντα, αφού απέκλεισε στην ουσία εντελώς τη μαρτυρία, λειτουργώντας έτσι κατά παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Οι λόγοι αυτοί δικαιολογούν, σύμφωνα με το συνήγορο, τη χορήγηση, σε πρώτο στάδιο, της άδειας για καταχώριση Certiorari και σε τελικό στάδιο την έκδοση ενός τέτοιου προνομιακού εντάλματος.
Η επιχειρηματολογία του κ. Γεωργίου, ο οποίος για σκοπούς επίρρωσης της πιο πάνω θέσης του παρέπεμψε σε νομολογία[3] τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, περιστρεφόταν γύρω από τους πιο κάτω άξονες.
Ανεξάρτητα από το αν η επίμαχη μαρτυρία δεν έγινε αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο, γιατί αυτή συνιστούσε προϊόν παραβίασης συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, ή γιατί αυτή συνιστούσε προϊόν παραβίασης Νόμου άλλου από το Σύνταγμα, το γεγονός παραμένει ένα∙ και στη μια και στην άλλη περίπτωση, με την άρνηση του να αποδεχτεί την εν λόγω μαρτυρία, το Κακουργιοδικείο λειτούργησε ως Εφετείο και συνεπώς, λειτούργησε καθ' υπέρβαση των εξουσιών του και έξω από τη δικαιοδοσία του, εφόσον με την ενδιάμεση απόφαση του στην ουσία ανέτρεψε, «έμμεσα ή άμεσα», την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου στην Αίτηση 25/10. Στην περίπτωση μάλιστα που η επίμαχη μαρτυρία κρίθηκε ότι παραβίαζε νομοθετικές, όχι όμως συνταγματικές πρόνοιες, το Κακουργιοδικείο έσφαλε διπλά γιατί, ενώ, σε μια τέτοια περίπτωση, όφειλε αφού αντισταθμίσει την αποδεικτική αξία της με το δυσμενή επηρεασμό του εφεσείοντα, να ασκήσει, δεδομένου μάλιστα ότι πρόκειται για «αποδεικτική της αθωότητας του εφεσείοντα» μαρτυρία, την επί του προκειμένου διακριτική εξουσία του υπέρ της δεκτότητας της μαρτυρίας, δεν το έπραξε, παραβιάζοντας με αυτό τον τρόπο τα απορρέοντα από τα άρθρα 11, 12, 15, 17 και 30.2 του Συντάγματος δικαιώματα του εφεσείοντα, όπως και τα απορρέοντα από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δικαιώματα του. Η εν λόγω παράβαση «αποτελεί», σύμφωνα με τον κ. Γεωργίου, «παράβαση των Κανόνων Φυσικής Δικαιοσύνης αλλά και .... παράδειγμα παραβίασης και/ή υπέρβασης δικαιοδοσίας που δικαιολογεί την παραχώρηση άδειας για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση». Τέλος, ο κ. Γεωργίου, αντιπαραβάλλοντας την εσφαλμένη, όπως την θεωρεί, διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι δεν υπήρχε μαρτυρία σε ποιόν ανήκε ο τηλεφωνικός αριθμός 97796767 και συνεπώς η επίμαχη μαρτυρία δεν είναι σχετική με άλλες πτυχές της μαρτυρίας, ισχυρίστηκε ότι πρόκειται για περίπτωση πραγματικού σφάλματος, ουσιαστικού και εμφανούς στην όψη του πρακτικού, το οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο απέτυχε να εντοπίσει.
Με τους λόγους έφεσης 3 και 5, αμφισβητείται επίσης η ορθότητα της διαπίστωσης του πρωτόδικου δικαστηρίου περί απουσίας «εξαιρετικών περιστάσεων», η ύπαρξη των οποίων θα δικαιολογούσε τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης Certiorari και Mandamus, και παράλληλα προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, στην ουσία, αγνόησε τα όσα περί μεροληπτικής σε βάρος του εφεσείοντα συμπεριφοράς από πλευράς του Κακουργιοδικείου, τέθηκαν ενώπιον του, αποφαινόμενο ότι τα σχετικά με την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων και μεροληπτικής συμπεριφοράς, στοιχεία, «δεν βοηθούν αλλά προκαλούν σύγχυση και μια αλγεινή εικόνα αχρείαστη», και ότι η επί του προκειμένου κρίση του Κακουργιοδικείου θα μπορούσε να αμφισβητηθεί στον κατάλληλο χρόνο και στα πλαίσια του κατάλληλου ένδικου μέσου, το οποίο δεν είναι η αίτηση για Certiorari. Προς επίρρωση των εν λόγω δύο πρόσθετων θέσεων του ο κ. Γεωργίου επικαλείται τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντα, το μακρό χρονικό διάστημα - τρία και πλέον χρόνια - που αυτός τελεί υπό κράτηση, τη σοβαρότητα του αδικήματος το οποίο αντιμετωπίζει, την ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου 27/3/2012 και την άρνηση του να κάμει δεκτή την επίμαχη μαρτυρία αφαιρώντας έτσι, σύμφωνα με το συνήγορο, από τον εφεσείοντα τη δυνατότητα να «αποδείξει την αθωότητα του».
Αποτελεί πάγια αρχή της νομολογίας μας ότι στόχος του διατάγματος Certiorari δεν είναι η διόρθωση λανθασμένης απόφασης, ούτε και η διαδικασία έκδοσης του μπορεί να αποτελέσει υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας ή μέσο ελέγχου της διαδικασίας των επαρχιακών δικαστηρίων ή της πρακτικής που ακολουθήθηκε. Στόχος του είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της απόφασης. Η χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, η οποία όμως ασκείται με πολλή φειδώ. Για να χορηγηθεί δε τέτοια άδεια ο αιτητής θα πρέπει να ικανοποιήσει το δικαστήριο για την ύπαρξη «εκ πρώτης όψεως υπόθεσης» και/ή την ύπαρξη «συζητήσιμης υπόθεσης». Όμως, σύμφωνα με την ίδια πάγια νομολογιακή αρχή εκεί όπου στη διάθεση του αιτητή υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο, όπως αυτό της έφεσης, τότε ο παράγοντας αυτός επιδρά καταλυτικά στην άσκηση της επί του προκειμένου διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Με άλλα λόγια, η ύπαρξη ενός τέτοιου ένδικου μέσου εκμηδενίζει τις οποιεσδήποτε πιθανότητες υπάρχουν για έγκριση της αίτησης εκτός και αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ορθά κατά τη γνώμη μας ο αδελφός Δικαστής απέρριψε την αίτηση για τους λόγους που παραθέτει στην απόφαση του και στους οποίους έχουμε ήδη αναφερθεί πιο πάνω. Τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του δεν υποστηρίζουν τη θέση ότι, εκείνο που στην ενώπιον του διαδικασία τελούσε υπό αμφισβήτηση ήταν η νομιμότητα και όχι η ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου. Αντίθετα, εκείνο που το σύνολο των στοιχείων αναδεικνύει, ήταν ότι ο πραγματικός στόχος της αίτησης, ήταν η υπαγόρευση στο Κακουργιοδικείο του τρόπου με τον οποίο θα πρέπει να αποφασιστεί ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του ή ακόμα ο τρόπος που θα ασκήσει τη διακριτική εξουσία του. Με άλλα λόγια, εκείνο επί του οποίου το πρωτόδικο δικαστήριο καλείτο να ασκήσει την κρίση του, στην ουσία ήταν έφεση καμουφλαρισμένη με το μανδύα της διαδικασίας του Certiorari, πράγμα ανεπίτρεπτο. Όπως πολύ ορθά στην πρωτόδικη απόφαση επισημαίνεται, στην υπό κρίση περίπτωση, στη διάθεση του αιτητή υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο, το ένδικο μέσο της έφεσης, στα πλαίσια του οποίου ο αιτητής θα μπορούσε να προσβάλει την επίμαχη ενδιάμεση απόφαση, όπως και άλλες ενέργειες του Κακουργιοδικείου.
Πρόσθετα, η αίτηση στρέφεται κατά απόφασης η οποία σχετίζεται με το παραδεκτό μαρτυρίας. Αυτή η πτυχή της απόφασης, καθώς έχει νομολογηθεί, δεν ελέγχεται με ένταλμα Certiorari (Moustakas Shipping Agencies Ltd., Αίτηση 53/2003, ημερομηνίας 2/7/2003 και Stefanos & Andreas Cold Stores Trading Ltd., Αίτηση 45/98, ημερομηνίας 22/6/1998).
Ο εφεσείων επικαλείται την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων. Εξαιρετικές περιστάσεις στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχουν. Τα όσα ο εφεσείων επί του προκειμένου επικαλείται και στα οποία έχουμε ήδη αναφερθεί πιο πάνω, ουδόλως συνιστούν εξαιρετικές περιστάσεις με την έννοια που ο συγκεκριμένος όρος χρησιμοποιείται στα πλαίσια της νομολογίας, την οποία έχουμε ήδη παραθέσει.
Ο εφεσείων εγείρει βέβαια θέμα δικαιοδοσίας και ισχυρίζεται ότι το Κακουργιοδικείο ενήργησε καθ' υπέρβαση των εξουσιών του. Επομένως, εισηγείται ότι το ένταλμα Certiorari, χορηγείται δικαιωματικά. Υπενθυμίζουμε ότι επί του θέματος αυτού το Ανώτατο Δικαστήριο έχει διατυπώσει τη σαφή θέση του και ως εκ τούτου το θέμα αυτό δεν πρέπει να συνεχίζει να εγείρεται. Στην πολύ πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Αναφορικά με την Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ και του Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας, Πολιτική Έφεση 2/2009, ημερομηνίας 14 Μαΐου 2012, η επί του προκειμένου θέση της νομολογίας μας επαναλήφθηκε με αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, σελ. 1536, 1537:
"Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ. μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State (1986) 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 247). Στην Hellenger Trading Ltd (2000) 1 A.AΔ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή «ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα». Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ. επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης."
Τέλος, θα πρέπει να υποδείξουμε ότι ο εφεσείων δεν έχει μόνο το εναλλακτικό ένδικο μέσο της έφεσης στη διάθεση του. Η ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου ήταν και το προϊόν ερμηνείας νομοθετικών διατάξεων, ήτοι των Νόμων περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών, Ν. 112(1)/04 και περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου), Ν. 138(1)/01. Σε τέτοια περίπτωση, ο εφεσείων θα μπορούσε να ζητήσει από το Κακουργιοδικείο να «επιφυλάξει για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο νομικό ζήτημα που εγείρεται κατά τη διάρκεια της δίκης», κατ' επίκληση του άρθρου 148(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Πλην όμως, δεν έκαμε χρήση αυτής της δυνατότητας. Επί του προκειμένου το Κακουργιοδικείο είχε διακριτική ευχέρεια να επιφυλάξει νομικό ζήτημα ακόμα και μετά την έκδοση της ενδιάμεσης απόφασής του (Republic v. Kallis (1961) C.L.R. 266).
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΔΓ
[1] Άκης Φάντης και Γενικός Εισαγγελέας (αρ. 2) (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 925, Γενικός Εισαγγελέας (2003) 1 Α.Α.Δ. 108 και Χρίστου (1996) 1 Α.Α.Δ. 398.
[2] Papademetriou v. Christofi (1988) 1 C.L.R. 101 και Παπαχριστοφόρου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 906.
[3] Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33, Δημήτρης Σιάμισης ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 135/2008, ημερομηνίας 21/7/2011, David Paris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186, Papademetriou v. Christofi (1988) 1 C.L.R. 101, Παπαχριστοφόρου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 906 και In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250.