ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 354
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 398/12 )
13 Φεβρουαρίου, 2013
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΥΚΚΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ
ΠΑΝ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΚΥΚΚΟΥ & ΤΥΛΛΗΡΙΑΣ
Κ.Κ. ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ,
Εφεσείοντες,
ν.
WHITE MOON SERVICES LTD,
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Κ. Βελάρης, για τους Εφεσείοντες.
Ρ. Μαππουρίδης, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η Ιερά Μονή Κύκκου, διά του Ηγουμένου της Παν. Μητροπολίτη Κύκκου & Τυλληρίας κ.κ. Νικηφόρου, με αγωγή που καταχώρησε στις 16.2.2011 εναντίον της White Moon Services Ltd εκ Λευκωσίας καταλογίζει στην εναγόμενη εταιρεία παραβάσεις συμβατικών της υποχρεώσεων οι οποίες απορρέουν από τη μεταξύ τους γραπτή συμφωνία ενοικίασης ημερ. 30.1.2001 του περιγραφόμενου στην αγωγή κτήματος της Ιεράς Μονής Κύκκου προς την εναγόμενη εταιρεία. Η ενοικίαση του κτήματος είναι για περίοδο 16 ετών από 1.1.2001 μέχρι 31.12.2016 και το ενοίκιο πληρωτέο προκαταβολικά την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους ενοικίασης.
Η εναγόμενη εταιρεία, ενασκώντας συμβατικό της δικαίωμα, ανήγειρε κτήρια στο κτήμα τα οποία εκμεταλλεύεται. Η Μονή Κύκκου ισχυρίζεται ότι η εταιρεία, κατά παράβαση της συμφωνίας, παρέλειψε να πληρώσει τα ενοίκια για τα έτη 2010 και 2011 συμποσούμενα στο ποσό των €748.180. Λέγει επίσης ότι η εταιρεία παρέλειψε να καταβάλει και άλλα ποσά της απαίτησης σε σχέση με μικρότερες οφειλές. Από το ίδιο δικόγραφο προκύπτει επίσης ότι η Ιερά Μονή Κύκκου στις 14.2.2011 τερμάτισε τη συμφωνία ενοικίασης λόγω παράβασης ουσιωδών όρων της εν λόγω συμφωνίας από την εταιρεία και ότι οι επιδιωκόμενες με την αγωγή αξιώσεις και θεραπείες, στηρίζονται στις έννομες συνέπειες που προέκυψαν εξ υπαιτιότητας της εναγόμενης εταιρείας. Οι αξιώσεις της Ιεράς Μονής Κύκκου όπως εκτίθενται στο παρακλητικό της αγωγής είναι οι ακόλουθες:
«Α. Δήλωση του σεβαστού Δικαστηρίου ότι η ενοικίαση του κτήματος που είχε δημιουργηθεί με τη συμφωνία ημερ. 30.01.2001, έχει τερματιστεί και/ή παύσει να υφίσταται ένεκα παράβασης ουσιωδών ορών της εκ μέρους των Εναγομένων και ότι οποιαδήποτε κτήρια τυχόν να έχουν ανεγερθεί στο κτήμα ή που δυνατόν να υφίστανται σήμερα σ΄ αυτό ανήκουν στους Ενάγοντες.
Β. Διάταγμα του σεβαστού Δικαστηρίου διατάσσον τους Εναγομένους ή οποιοδήποτε πρόσωπο δυνατόν να έλκει απ΄ αυτούς οποιοδήποτε δικαίωμα ή συμφέρον να εκκενώσουν το κτήμα καθώς και οποιαδήποτε κτήρια καθώς και οποιαδήποτε κτήρια ή εγκαταστάσεις που τυχόν να βρίσκονται σ΄ αυτό και να τα παραδώσουν στους Ενάγοντες.
Γ. Διάταγμα του σεβαστού Δικαστηρίου απαγορεύον στους Εναγομένους, τους αντιπροσώπους ή υπηρέτες τους, καθώς και σ΄ οποιοδήποτε πρόσωπο που τυχόν να έλκει οποιοδήποτε δικαίωμα ή συμφέρον απ΄ αυτούς από του να επεμβαίνουν, είτε με την παρουσία τους, είτε με οποιοδήποτε τρόπο στο κτήμα ή οποιοδήποτε μέρος του ή σ΄ οποιοδήποτε κτήριο ή εγκατάσταση που τυχόν να βρίσκεται σ΄ αυτό.
Δ. €748.180 που αντιστοιχούν σε καθυστερημένα ενοίκια που κατέστησαν οφειλόμενα, απαιτητά και απαιτηθέντα.
Ε. Ενδιάμεσα κέρδη ή αποζημιώσεις μέχρι την παράδοση ελεύθερης κατοχής του κτήματος προς τους Ενάγοντες, ίσα με €500 για κάθε μέρα ή οποιοδήποτε άλλο ποσό το Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει δίκαιο και εύλογο.
Στ. €12,77.80 για φόρους και αποχετευτικά ως η Παράγραφος 15 ανωτέρω.
Ζ. Αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση και/ή οχληρία και/ή για παράβαση σύμβασης και/ή διαφορετικά.
Η. Κάθε άλλη θεραπεία που το Δικαστήριο ήθελε κρίνει δίκαιη και εύλογη.
Θ. Νόμιμο τόκο, έξοδα και ΦΠΑ.»
Στις 16.6.2011 η εναγόμενη εταιρεία καταχώρησε Εκθεση Υπεράσπισης. Iσχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η συμφωνία ενοικίασης κατέστη άκυρη εξ υπαιτιότητας της Ιεράς Μονής Κύκκου. Παράλληλα αρνείται τις υπόλοιπες αξιώσεις και κατ΄ επίκληση προφορικής συνεννόησης, λέγει ότι η Ιερά Μονή Κύκκου υποσχέθηκε ότι τα ενοίκια θα ήταν πληρωτέα μετά το δεύτερο εξάμηνο του 2012.
Στις 24.6.2011 η Ιερά Μονή Κύκκου καταχώρησε Απάντηση με την οποία αρνείται όλο το φάσμα της υπεράσπισης της εναγόμενης εταιρείας.
Λίγους μήνες μετά την καταχώρηση της αγωγής, η Ιερά Μονή Κύκκου με αίτηση διά κλήσεως ζήτησε την έκδοση διαφόρων συντηρητικών διαταγμάτων με στόχο, μεταξύ άλλων, την παγοποίηση περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας πριν και μετά την εκδίκαση της αγωγής προς ικανοποίηση απόφασης που τυχόν θα εκδοθεί υπέρ της.
Τα συντηρητικά διατάγματα υπό στοιχεία Α, Β, Γ, Δ, Ε, Στ, Ζ, Η και Θ στην αίτηση, καλύπτουν ευρύ φάσμα ενδιάμεσων θεραπειών που σε αδρές γραμμές αφορούν στην αποκάλυψη από την εναγόμενη εταιρεία όλης της περιουσίας της και ταυτόχρονα στη δέσμευση περιουσιακών της στοιχείων η αξία των οποίων να μην υπερβαίνει το ποσό του €1.500.000. Ζητήθηκε επίσης η αποκάλυψη στοιχείων που αφορούν στη λειτουργία και εκμετάλλευση του κτηρίου που η εταιρεία ανήγειρε στο κτήμα με έμφαση στο εισόδημα που έχει η εταιρεία από τη διαχείριση του κτηρίου καθώς και στη σχέση της εταιρείας με τρίτους που κατέχουν τμήματα του κτηρίου. Ζητήθηκε επίσης ο διορισμός ενδιάμεσου παραλήπτη σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας και ειδικά τη διαχείριση του υπό αναφορά κτήματος.
Η αίτηση στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, στο άρθρο 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 και στις γενικές εξουσίες του δικαστηρίου. Συνοδεύεται επίσης από ένορκη δήλωση του υπεύθυνου του λογιστηρίου της Ιεράς Μονής κ. Γεώργιου Παύλου. Στην ένορκη δήλωση του κ. Παύλου βρίσκεται επισυνημμένη ως τεκμήριο 1 η γραπτή συμφωνία ενοικίασης ημερομηνίας 30.1.2001. Ο κ. Παύλου στην ένορκη δήλωση του μεταξύ άλλων αναφέρει,
«2.2. Αφ΄ ετέρου η Υπεράσπιση των Εναγομένων ενώ δεν αρνείται σε κανένα ουσιαστικό σημείο την απαίτηση των Εναγόντων που περιστρέφεται γύρω από προδικαστικές ενστάσεις και τον Νόμο που όπως με συμβουλεύουν ακόμη και αν ευσταθούσαν δεν θα νομιμοποιούσαν τους Εναγόμενους στην εκ μέρους τους συνέχιση της κατοχής του επιδίκου κτήματος ή στην μη καταβολή ενοικίου ή αντιτίμου για την κατοχή και εκμετάλλευσή του.
2.3. Σημειώνεται ότι πουθενά στην Υπεράσπιση δεν αναφέρεται οποιοδήποτε δικαίωμα που θα νομιμοποιούσε τους Εναγόμενους στην κατοχή του κτήματος με τρόπο άλλο από το Τεκμήριο 1 το οποίο εν πάση περιπτώσει θεωρούν εξ υπαρχής άκυρο αλλ΄ ούτε και προβάλλουν έστω και ισχυρισμό ότι έχουν καταβάλει τα ενοίκια ή ανταλλάγματα που έχουν αναλάβει να καταβάλουν για την κατοχή ή χρήση του κτήματος ή οποιοδήποτε άλλο.
........................................................................
4. Από της έναρξης της σχετικής ενοικίασης οι Εναγόμενοι υπήρξαν προβληματικοί. Ποτέ δεν ήσαν τακτικοί στην τήρηση των συμβατικών ή άλλων υποχρεώσεών τους αλλ΄ ούτε και στην καταβολή των εκάστοτε οφειλόμενων ενοικίων. Προς διασφάλιση των δικαιωμάτων τους και την είσπραξη των δεδουλευμένων ενοικίων οι Ενάγοντες είχαν κατ΄ επανάληψη αναγκαστεί κατά το παρελθόν να προσφύγουν στα δικαστήρια. Ειδικότερα θα ήθελα να αναφέρω ότι:
α. Στις 21/2/04 οι Ενάγοντες καταχώρησαν εναντίον των Εναγομένων στο Επαρχ. Δικαστήριο Λ/σίας την υπ΄ αρ. 11830/04 αγωγή για καθυστερήσεις ενοικίων μέχρι 31/12/04 ανερχόμενα σε £250.216. Η αγωγή συμβιβάστηκε με την καταβολή εκ μέρους των Εναγομένων £112.520 ενώ για το υπόλοιπο εξ £137.500 εξέδωσαν προς όφελος των Εναγόντων γραμμάτιο συνήθους τύπου για £137.700.
β. Λόγω άρνησης ή παράλειψης των Εναγομένων να εξοφλήσουν το εν λόγω γραμμάτιο οι Ενάγοντες καταχώρησαν στο ίδιο πιο πάνω Δικαστήριο στις 28/11/2006 την υπ΄ αρ. 7789/06 για το πιο πάνω ποσό πλέον τόκους την οποία οι Ενάγοντες απέσυραν στις 31/3/07 ύστερα από ρητές υποσχέσεις των Εναγομένων ότι εφεξής θα διασφαλίζουν πλήρως την έγκαιρη καταβολή όλων των δεδουλευμένων ενοικίων.
Το αντικείμενο του εν λόγω γραμματίου δεν έχει καταβληθεί ποτέ.
........................................................................
6.1. Οι Εναγόμενοι από ότι οι Ενάγοντες έχουν πληροφορηθεί έχουν υπενοικιάσει το πλείστο μέρος του κτήματος σε διάφορα πρόσωπα έναντι ενοικίων κατά πολύ υψηλότερο από ότι οι ίδιοι όφειλαν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο να καταβάλλουν στους Ενάγοντες τα οποία από ότι οι Ενάγοντες πληροφορούνται και/ή συνάγουν εξακολούθησαν και εξακολουθούν να εισπράττουν και να νέμονται ακόμη και μετά τον εκ μέρους των εναγόντων τερματισμό της αρχικής ενοικίασης αρνούμενοι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις των Εναγόντων να δώσουν επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με: .»
Η εναγόμενη εταιρεία καταχώρησε ειδοποίηση ένστασης υποστηριζόμενη από μακροσκελή ένορκη δήλωση του διευθυντή της κ. Κίκη Χαννίδη ο οποίος επαναλαμβάνει την έκθεση υπεράσπισης της εναγόμενης εταιρείας και επιπλέον προβάλλει ισχυρισμούς και γεγονότα σε απάντηση των ισχυρισμών του κ. Παύλου.
Το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 περιέχει πρόνοιες ουσιαστικού δικαίου οι οποίες διέπουν το θέμα των προσωρινών διαταγμάτων. Οι δικονομικές ρυθμίσεις που αφορούν στο ίδιο θέμα, καλύπτονται από τις πρόνοιες του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 και τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς. Στη διαδικασία του προσωρινού διατάγματος το έργο του Δικαστηρίου συνίσταται στη διαπίστωση κατά πόσο ικανοποιούνται οι τρεις προϋποθέσεις που ο νόμος απαιτεί να συντρέχουν και στη συνέχεια, στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας με σκοπό την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Οι τρεις προϋποθέσεις που ο νόμος απαιτεί να συντρέχουν είναι:
(α) ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση,
(β) ότι υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής,
(γ) ότι είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση του διατάγματος.
Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδίκασε την υπόθεση αφού διαπίστωσε την ύπαρξη της πρώτης προϋπόθεσης δηλαδή, την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, εξέτασε στη συνέχεια κατά πόσο η Ιερά Μονή Κύκκου πέτυχε να καταδείξει την ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας της αγωγής δηλαδή, αν η ενάγουσα Ιερά Μονή Κύκκου δικαιούται στις αξιούμενες θεραπείες. Ο πρωτόδικος δικαστής υπέδειξε ότι προς ικανοποίηση αυτής της προϋπόθεσης απαιτείται όπως ο αιτητής προσκομίσει μαρτυρία, συνήθως με ένορκη δήλωση, η οποία να αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη της προβαλλόμενης αιτίας αγωγής και της απαίτησης. Αφού ενδιέτριψε αρκετά επί του θέματος, διαπίστωσε ότι η μαρτυρία που προσκόμισε η Ιερά Μονή Κύκκου μέσω της ένορκης δήλωσης του υπευθύνου του λογιστηρίου της δεν είναι ικανοποιητική για να καταδείξει στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας την ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται στις αξιούμενες θεραπείες. Κρίθηκε ότι η μαρτυρία που προσκομίστηκε είναι ελλιπής και δεν καταδεικνύει αιτία αγωγής δηλαδή, κατά πόσο η συμφωνία έχει τερματιστεί από την ενάγουσα Ιερά Μονή ή και αν ακόμη έχει όντως τερματιστεί, κατά πόσο ο τερματισμός είναι νόμιμος ενόψει των προνοιών της. Στην ενδιάμεση απόφαση γίνεται εκτενής αναφορά στη μαρτυρία που προσκομίστηκε και σημειώνονται οι ελλείψεις που κατά την κρίση του δικαστηρίου παρουσιάζονται. Για το ίδιο θέμα έγινε αναφορά σε μη αμφισβητούμενα γεγονότα από πλευράς ενάγουσας τα οποία, σε συνάρτηση προς τις ουσιώδεις ελλείψεις και αδυναμίες της μαρτυρίας, οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής είναι τόσο αμυδρή, όπως διαφαίνεται στο στάδιο αυτό της διαδικασίας, ώστε να μην είναι δίκαιη η έκδοση των αιτουμένων συντηρητικών διαταγμάτων. Κρίθηκε επίσης ότι μια σημαντική πτυχή της υπόθεσης που αφορούσε σε προγενέστερο τερματισμό της συμφωνίας ενοικίασης, παρασιωπήθηκε από την ενάγουσα γεγονός το οποίο ενέχει, καθώς κρίθηκε, ιδιαίτερη σημασία ένεκα των εννόμων συνεπειών και των ουσιωδών μεταβολών που επέφερε ο τερματισμός και που αλλοιώνουν ουσιαστικά τη φύση της ενοικίασης και συνάμα επηρεάζουν τον τρόπο τερματισμού της.
Η Ιερά Μονή Κύκκου άσκησε την υπό κρίση έφεση με την οποία αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης ενδιάμεσης απόφασης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το συμπέρασμα ότι η Ιερά Μονή Κύκκου απέτυχε να στοιχειοθετήσει τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου και ειδικότερα την ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας.
Η θέση της εφεσείουσας είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε περί το νόμο ως προς τις εφαρμοστέες αρχές και κριτήρια, παραπλανήθηκε ως προς τα γεγονότα και ενώ παραγνώρισε την ενώπιόν του μαρτυρία, προέβη αυτεπάγγελτα σε ευρήματα στερούμενα ερείσματος. Η εφεσείουσα λέγει επίσης πως έστω και υπό το πρίσμα των ευρημάτων του, το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και αναιτιολόγητα παραγνώρισε το μέρος της αγωγής που αφορούσε χρηματικές οφειλές ως οι παράγρ. Δ, Ε και Στ της αξίωσης τις οποίες οι εφεσίβλητοι δεν έχουν αρνηθεί.
Το πρωτόδικο δικαστήριο προκειμένου να προσδιορίσει την πραγματική και νομική βάση της αγωγής επί της οποίας στηρίζονται οι ζητούμενες θεραπείες και αξιώσεις προέβη σε εκ πρώτης όψεως διαπιστώσεις με αναφορά βεβαίως στη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του. Θεώρησε ως ουσιώδες το γεγονός του τερματισμού της συμφωνίας ενοικίασης από την εφεσείουσα στις 15.12.2004 πράγμα που αποκάλυψε με μαρτυρία η εφεσίβλητη εταιρεία πλην όμως αποσιώπησε η εφεσείουσα. Στη βάση του εν λόγω τερματισμού, η εφεσείουσα κίνησε εναντίον των εφεσιβλήτων την αγωγή αρ. 11830/2004 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με την οποία αξίωσε ανάλογες προς τις εδώ αξιούμενες θεραπείες. Η εν λόγω αγωγή αποσύρθηκε στη βάση κάποιου συμβιβασμού. Επισημαίνεται πρωτοδίκως ότι για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας η παρά πάνω αγωγή δεν είναι σημαντική. Ωστόσο, η προσοχή του δικαστηρίου επικεντρώθηκε στις έννομες συνέπειες που επέφερε ο τερματισμός στη νομική σχέση των διαδίκων ενόψει της ενεργοποίησης του όρου 11 της συμφωνίας.
Στο βαθμό που κρίθηκε ότι ο όρος αυτός ενδιαφέρει, παρατίθεται στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση από την οποία η πιο κάτω περικοπή:
«Στο βαθμό που ενδιαφέρει εδώ ο όρος αυτός προνοεί τα εξής «Αν η ενοικιάστρια (οι εναγόμενοι) συνεχίσει να κατέχει το Ενοικιαζόμενο Κτήμα ή οποιοδήποτε μέρος αυτού μετά .... τον τερματισμό αυτής (της ενοικίασης) υπό της ιδιοκτήτριας (τους ενάγοντες) και η τελευταία αποδεχθεί ενοίκιον μετά .... (τον) τερματισμό, η οποιαδήποτε ενοικίασις η οποία δυνατόν να προκύψει εκ της τοιαύτης εισπράξεως, τούτο θα είναι ενοικίασης από μήνα εις μήνα και ουδέν περισσότερο.»
Το πρωτόδικο δικαστήριο, με αναφορά στη μαρτυρία, διαπίστωσε ότι μετά τον πιο πάνω τερματισμό και στη συνέχεια το συμβιβασμό της αγωγής αρ. 11830/2004, οι εφεσίβλητοι συνέχισαν να κατέχουν το κτήμα και να καταβάλλουν ενοίκιο. Το δικαστήριο, ενόψει των προνοιών του όρου 11, αναφέρει ότι προκύπτουν ερωτήματα όσον αφορά τη φύση και τους όρους της ενοικίασης η οποία συνεχίστηκε μετά το 2004 και η οποία ήταν καθοριστική της σχέσης των διαδίκων. Ενα τέτοιο ερωτήματα είναι το κατά πόσο ο τερματισμός του 2004 ήταν νόμιμος ή παράνομος και ανάλογα με την απάντηση κατά πόσο η σχέση μεταβλήθηκε, κατ΄ εφαρμογή του όρου 11 ή κατά πόσο παρέμεινε αμετάβλητη και συνεπώς διεπόμενη από τη συμφωνία.
Η αρχική έννομη σχέση των διαδίκων περνώντας μέσα από σειρά γεγονότων υπέστη ενδεχομένως μεταβολές οι οποίες δεν αποκλείεται να δημιούργησαν μια νέα κατάσταση πραγμάτων και μια άλλη έννομη σχέση μεταξύ των διαδίκων από την οποία απορρέουν κυρίως νομικά ζητήματα προς επίλυση και τα οποία σε τελευταία ανάλυση συνθέτουν τα επίδικα θέματα της υπόθεσης. Σαφώς δεν είναι σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας που θα αναζητηθούν οι απαντήσεις που θα οδηγήσουν στην επίλυση της διαφοράς. Τα θέματα με τα οποία ασχολήθηκε εκτενώς το πρωτόδικο δικαστήριο άπτονται της ουσίας της υπόθεσης και η εξέτασή τους θα ήταν καλύτερα να αφήνετο κατά την ακρόαση της αγωγής. Ο πρωτόδικος δικαστής, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο ικανοποιείται η δεύτερη προϋπόθεση για την έκδοση συντηρητικών διαταγμάτων φαίνεται ότι ακολούθησε αυστηρή προσέγγιση, περισσότερη από όση νομίζουμε ότι χρειαζόταν υπό τις περιστάσεις για τους σκοπούς της συγκεκριμένης διαδικασίας. Η προσοχή του δικαστηρίου στράφηκε κυρίως σε θέματα που αφορούν στον προσδιορισμό της έννομης σχέσης των διαδίκων κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής χωρίς να δοθεί ταυτόχρονα ανάλογη σημασία και στο γεγονός ότι μεταξύ των απαιτήσεων της Ιεράς Μονής Κύκκου συμπεριλαμβάνεται και αξίωση για μεγάλο ποσό ενοικίου που κατ΄ ισχυρισμό οφείλουν οι εφεσίβλητοι καθώς και στην άλλη αξίωση για τα μικρότερα ποσά. Γι΄ αυτές ακριβώς τις αξιώσεις οι εφεσίβλητοι φαίνεται πως δεν αντέταξαν με μαρτυρία ο,τιδήποτε που θα μπορούσε για τους σκοπούς της συγκεκριμένης διαδικασίας να θεωρηθεί ότι τα κατ΄ ισχυρισμόν οφειλόμενα ενοίκια και τα άλλα μικρότερα ποσά έχουν εξοφληθεί ή ότι ουδέποτε κατέστησαν οφειλόμενα.
Το ποσό της αξίωσης για τα κατ΄ ισχυρισμό οφειλόμενα ενοίκια είναι αρκετά μεγάλο οι δε εφεσίβλητοι εξακολουθούν να κατέχουν το επίδικο κτήμα χωρίς εκ πρώτης όψεως να φαίνεται ότι εκπληρώνουν τις εκ της ενοικιάσεως απορρέουσες υποχρεώσεις τους. Αυτή η κατάσταση πραγμάτων αναδύεται μέσα από τα δικόγραφα και κυρίως μέσα από τη μαρτυρία που έχει προσκομισθεί. Με βάση αυτά ακριβώς τα στοιχεία θεωρούμε ότι ικανοποιείται και η δεύτερη προϋπόθεση, ότι δηλαδή υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής. Εχουμε την άποψη πως αν δεν εκδοθεί απαγορευτικό διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται στους εφεσίβλητους η αποξένωση κλπ περιουσίας η οποία τους ανήκει θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.
Ο κ. Βελάρης με δήλωσή του ενώπιόν μας εγκατέλειψε τις θεραπείες υπό στοιχεία Ζ, Η και Θ της αίτησης. Θεωρούμε ότι από τις υπόλοιπες θεραπείες που ζητούνται με την αίτηση ήτοι, οι θεραπείες υπό στοιχεία Β, Γ, Δ, Ε και ΣΤ είναι υπέρμετρα υπερβολικές με κίνδυνο, αν δοθούν, να αποβούν άδικες και επαχθείς για τους εφεσίβλητους.
Ενόψει των πιο πάνω και αφού σταθμίσαμε όλους τους παράγοντες και τα στοιχεία που έχουμε ενώπιον μας θεωρούμε δίκαιο τον παραμερισμό της πρωτόδικης ενδιάμεσης απόφασης και αποφασίζουμε την έκδοση διατάγματος με το οποίο απαγορεύεται στους εφεσίβλητους να αποξενώσουν, διαθέσουν ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο επιβαρύνουν ή περαιτέρω επιβαρύνουν οποιαδήποτε περιουσία την οποία κατέχουν ή στην οποία δικαιούνται άμεσα ή έμμεσα ή στην οποία έχουν συμφέρον εφόσον η καθαρή αξία της δεν θα υπερβαίνει αθροιστικά το ποσό του €1.000.000 μέχρι τελικής ακρόασης της υπό αναφορά αγωγής αρ. 1068/2011 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ή μέχρι νεώτερης διαταγής του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της εν λόγω αγωγής. Νοείται ότι το παρόν διάταγμα δεν θα εμποδίζει λογικές δαπάνες προς κάλυψη των απαραίτητων μόνο λειτουργικών αναγκών των εφεσιβλήτων.
Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας Ιεράς Μονής Κύκκου και εναντίον των εφεσιβλήτων.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.
Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.
ΣΦ.