ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
LOIZOS CHR. KANARIS ν. OSMAN TOSOUN (1969) 1 CLR 637
Γεωργίου Γεώργιος N. ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων (1999) 1 ΑΑΔ 384
Καλλής Ξενοφών ν. Alpha Bank Ltd (2002) 1 ΑΑΔ 793
LOUKIS PILAVAKIS ν. CYPRUS INLAND TELECOMMUNICATIONS AUTHORITY (1963) 2 CLR 429
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πειθαρχική Έφεση Αρ. 1/2012)
22 Φεβρουαρίου, 2013
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΥ
Εφεσείοντας,
ν.
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
------------------------------------
Α. Ευτυχίου, για τον Αιτητή.
Ελ. Γαβριήλ (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσιβλήτους.
-----------------------------------
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
--------------------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, ο οποίος είναι δικηγόρος, καταδικάστηκε σε πρόστιμο €750, μετά που κρίθηκε ένοχος κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, από το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων (το Πειθαρχικό Συμβούλιο) για το πειθαρχικό παράπτωμα της «επονείδιστης ή ασυμβίβαστης» προς το επάγγελμα του δικηγόρου, διαγωγής, κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 17(2)[1] του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2 (ο Νόμος) και των περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμών, σχετικών Κανονισμών, (οι Κανονισμοί).
Στην καταγγελία που οδήγησε στην πειθαρχική δίωξη του εφεσείοντα, προέβη Πρωτοκολλητής Επαρχιακού Δικαστηρίου, ο οποίος με οδηγίες του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκδικαζόταν ποινική υπόθεση με συνήγορο υπεράσπισης τον εφεσείοντα, διαβίβασε στο Γενικό Εισαγγελέα, υπό την ιδιότητα του τελευταίου ως Προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου, το σχετικό πρακτικό του Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τις «λεπτομέρειες του πειθαρχικού παραπτώματος», ο εφεσείων, ενώ ήταν δικηγόρος εγγεγραμμένος στο Μητρώο των Δικηγόρων και ασκούσε δικηγορία, σε συγκεκριμένη ημερομηνία και στα πλαίσια ανοικτής ακροαματικής διαδικασίας σε συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, επέδειξε ασυμβίβαστη προς το επάγγελμα του δικηγόρου συμπεριφορά, όταν απευθυνόμενος προς την έδρα ανέφερε ότι «το Δικαστήριο μεροληπτούσε υπέρ της Κατηγορούσας Αρχής και γενικά η συνολική συμπεριφορά του (του εφεσείοντα), δεν χαρακτηριζόταν από τιμιότητα, ευθύτητα, σεβασμό και ευγένεια προς το Δικαστήριο».
Η καταδικαστική απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου απαγγέλθηκε στις 3/11/2010, ενώ η ποινή του προστίμου του επιβλήθηκε αργότερα σε άλλη ημερομηνία. Σύμφωνα με την κα Ελ. Γαβριήλ, η ποινή επιβλήθηκε στις 25/1/2012 και κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα από το Γενικό Εισαγγελέα με την επιστολή του τελευταίου ημερομηνίας 15/2/2012. Σύμφωνα με τον κ. Α. Ευτυχίου, η ποινή επιβλήθηκε στον εφεσείοντα με την εξαγγελία της από το Γενικό Εισαγγελέα με την επιστολή του τελευταίου 15/2/2012.
Στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της απαγγελίας της καταδικαστικής απόφασης και της επιβολής της ποινής, η υπόθεση αναβλήθηκε επανειλημμένα, βασικά ως αποτέλεσμα σχετικών αιτημάτων του εφεσείοντα για να του παρασχεθεί χρόνος να ετοιμαστεί για να αγορεύσει για σκοπούς μετριασμού της ποινής, δικαίωμα όμως το οποίο ο εφεσείων τελικά επέλεξε να μην ασκήσει.
Η σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου που εκδίκασε την υπόθεση ήταν διαφορετική από τη σύνθεση του που στις 25/1/2012 επέβαλε, σύμφωνα με την ευπαίδευτη συνήγορο των εφεσιβλήτων, ποινή στον εφεσείοντα.
Στις 12/4/2012 ο εφεσείων άσκησε έφεση κατά της πιο πάνω απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Πέραν των ενστάσεων της επί της ουσίας των προβαλλόμενων λόγων έφεσης, η κα Γαβριήλ, εγείρει την προδικαστική ένσταση ότι η έφεση είναι εκπρόθεσμη και ως τέτοια θα πρέπει να απορριφθεί χωρίς να εξεταστεί η ουσία της. Προχωρούμε να εξετάσουμε πρώτα την εν λόγω προδικαστική ένσταση, εφόσον επιτυχία της θα σφραγίσει και τη μοίρα της έφεσης, σε αυτό το προδικαστικό στάδιο.
Νομικό υπόβαθρο της πιο πάνω προδικαστικής ένστασης, συνιστούν οι πρόνοιες του άρθρου 17(4)[2] του Νόμου, οι οποίες καθορίζουν την προθεσμία για καταχώριση έφεσης από απόφαση του Πειθαρχικού σε «δύο μήνες από την έκδοση της απόφασης». Σχετικές με το θέμα που εξετάζουμε είναι και οι πρόνοιες του Κανονισμού 3[3] των περί Δικηγόρων (Εφέσεις εις Πειθαρχικάς Υποθέσεις) Διαδικαστικών Κανονισμών του 1980 (ο Κανονισμός). Σύμφωνα με τον εν λόγω Κανονισμό, η Ειδοποίηση Έφεσης παραδίδεται στον Αρχιπρωτοκολλητή «εντός δύο μηνών από της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου».
Στην κρινόμενη περίπτωση δεν εκδηλώθηκε οποιαδήποτε διαφωνία ως προς την ερμηνεία που οι πρόνοιες του άρθρου 17(4) του Νόμου επιδέχονται. Συνιστά κοινή και για τις δύο πλευρές θέση, θέση με την οποία και συμφωνούμε, εξάλλου η θέση αυτή υποστηρίζεται και από τη νομολογία, ότι η έφεση εναντίον απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου θα πρέπει να ασκείται, σύμφωνα με τις συγκεκριμένες νομοθετικές πρόνοιες, εντός δύο μηνών από την έκδοση της απόφασης και σε περιπτώσεις, όπως η παρούσα, όπου η ποινή επιβάλλεται σε μεταγενέστερη ημερομηνία, εντός δύο μηνών από την ημερομηνία επιβολής της ποινής. Αναφορικά με την ερμηνεία που επιδέχονται οι συγκεκριμένες πρόνοιες, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Γεωργίου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων (1999) 1 Α.Α.Δ. 384, 389, με το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, δεν διαφώνησε η μειοψηφία:
"Όπου το λεκτικό του Νόμου είναι καθαρό και σαφές πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με τη φυσική και συνηθισμένη του έννοια γιατί αυτό το λεκτικό εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την πρόθεση του Νομοθέτη (Maxwell on the Interpretation of Statutes, 10η έκδοση, σελ. 2, Income Tax Commissioners v. Pemsel [1891] A.C. 531, 543, Pilavakis v. Cyprus Inland Telecommunications Authority (1963) 2 C.L.R. 429). Εφόσον το νόημα ενός νόμου είναι απλό το δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να διερευνήσει την σοφία του. Δεν είναι καθήκο του δικαστηρίου να καταστήσει τον Νόμο λογικό αλλά να τον ερμηνεύσει όπως έχει σύμφωνα με το ορθό νόημα του λεκτικού του (Sutters v. Briggs [1922] 1 A.C. 1, 8, Kanaris v. Tosoun (1969) 1 C.L.R. 637, 643). Δεν είναι επιτρεπτή η προσθήκη λέξεων στο κείμενο του Νόμου και η παρεμβολή επεκτάσεων οι οποίες δεν βρίσκονται στο Νόμο (Papaneophytou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 191, 204).
....................................................................................
Στην κρινόμενη περίπτωση το λεκτικό της σχετικής νομοθετικής διάταξης είναι απλό, καθαρό και σαφές. Είναι καθήκον του δικαστηρίου να το ερμηνεύσει και εφαρμόσει σύμφωνα με τη φυσική και συνήθη έννοια του. Είναι τόσο καθαρό που δεν είναι επιδεικτικό οποιασδήποτε άλλης ερμηνείας. Έχουμε, επομένως, την άποψη πως η έφεση πρέπει να ασκείται εντός δύο μηνών από την έκδοση της απόφασης."
Η διαφωνία η οποία προέκυψε μεταξύ των δύο πλευρών στην παρούσα περίπτωση, εστιάζεται στον καθορισμό της ημερομηνίας επιβολής της ποινής, η οποία είναι και η ημερομηνία που σηματοδοτεί, όπως πολύ ορθά και οι δύο πλευρές επισημαίνουν, την αφετηρία έναρξης της δίμηνης προθεσμίας που ο Νόμος τάσσει για σκοπούς καταχώρισης της έφεσης. Πότε επεβλήθη η ποινή στον εφεσείοντα; Αυτό είναι το ερώτημα στο οποίο το Δικαστήριο καλείται να απαντήσει, από την απάντηση του οποίου εξαρτάται και η έκβαση της προδικαστικής ένστασης.
Σύμφωνα με την κα Γαβριήλ, η ποινή επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στις 25/1/2012 και του κοινοποιήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα με την επιστολή του τελευταίου ημερομηνίας 15/2/2012. Με δοσμένο αυτό το γεγονός, η παρούσα έφεση η οποία καταχωρήθηκε στις 12/4/2012 είναι, εκπρόθεσμη και ως τέτοια θα πρέπει, σύμφωνα με τη συνήγορο, να απορριφθεί.
Στην αντίπερα όχθη ο κ. Ευτυχίου ισχυρίζεται ότι η ημερομηνία επιβολής της ποινής δεν είναι η 25/1/2012, ως οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται, αλλά η 15/2/2012. Διαφοροποιώντας την παρούσα υπόθεση από την υπόθεση Γεωργίου (πιο πάνω) ως προς τα γεγονότα τους, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ισχυρίστηκε ότι η εν λόγω υπόθεση θα τύγχανε εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση «εάν η απόφαση της 25/1/2012 δεν ήταν άκυρη εξ' υπαρχής». Συγκεκριμένα ο κ. Ευτυχίου, υποστήριξε ότι στις 25/1/2012, δεν εκδόθηκε εφέσιμη απόφαση, εφόσον η σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά την εν λόγω ημερομηνία ήταν διαφορετική από τη σύνθεση του στις 3/11/2010, ημερομηνία κατά την οποία έκδωσε την καταδικαστική απόφασή του. Η ποινή επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, σύμφωνα με τον κ. Ευτυχίου, από το Γενικό Εισαγγελέα στις 15/2/2012, όταν εξαγγέλθηκε από τον τελευταίο με την επιστολή του ημερομηνίας 15/2/2012. Η εν λόγω επιστολή «συνιστά», σύμφωνα με το συνήγορο, «είδος πρακτικού όπου εκδηλώνεται η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων για την ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα». Επομένως, κατέληξε ο κ. Ευτυχίου, η έφεση είναι εμπρόθεσμη.
Ανεξάρτητα από την πιο πάνω θέση του, ο κ. Ευτυχίου παραπέμποντας στις πρόνοιες του άρθρου 17(5) του Νόμου, όπως και στις πρόνοιες του Κανονισμού 9 των Κανονισμών, ισχυρίστηκε επίσης ότι τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης είναι τέτοια ώστε, έστω και αν η έφεση ήθελε κριθεί εκπρόθεσμη, το Εφετείο, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από τις εν λόγω πρόνοιες, θα πρέπει να επιληφθεί της παρούσας υπόθεσης αυτεπάγγελτα, χωρίς περιορισμό ως προς την προθεσμία καταχώρισης έφεσης και αφού παράσχει στις δύο πλευρές την ευκαιρία να ακουστούν, είτε να αναθεωρήσει την απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου δυνάμει των εξουσιών που του παρέχονται από το άρθρο 17(5) του Νόμου, είτε γιατί υπήρξε «ουσιωδώς πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης».
Εξετάσαμε τις αντίστοιχες θέσεις έχοντας κατά νου την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία. Η θέση του κ. Ευτυχίου ότι η ποινή επιβλήθηκε στον εφεσείοντα από το Γενικό Εισαγγελέα στις 15/2/2012 και όχι από το Πειθαρχικό Συμβούλιο στις 25/1/2012, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Είναι αρκετό να διεξέλθει ένας τόσο το πρακτικό της συνεδρίας του Πειθαρχικού Συμβουλίου της 25/1/2012, όσο και το περιεχόμενο της επιστολής του Γενικού Εισαγγελέα ημερομηνίας 15/2/2012, για να διαπιστώσει, διαπίστωση στην οποία και καταλήγουμε, ότι η ποινή του προστίμου €750 επιβλήθηκε στον εφεσείοντα από το Πειθαρχικό Συμβούλιο στις 25/1/2012 και όχι από το Γενικό Εισαγγελέα στις 15/2/2012. Με τη συγκεκριμένη επιστολή του ο Γενικός Εισαγγελέας απλά κοινοποιεί στον εφεσείοντα την επιβληθείσα από το Πειθαρχικό Συμβούλιο στις 25/1/2012, ποινή. Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο. Για του λόγου το ασφαλές παραθέτουμε το περιεχόμενο του πρακτικού ημερομηνίας 25/1/2012, όπως και της επιστολής 15/2/2012:
Πρακτικό ημερομηνίας 25/1/2012:
"Καταγγελία εναντίον του κ. Παναγιώτη Κλεοβούλου, δικηγόρου, από τη Λεμεσό. Παραπονούμενος: Πρωτοκολλητής Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (143/39/2264)
κ. Ιωαννίδης: Ο κ. Κλεοβούλου εμφανίστηκε ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου στις 25 Μαϊου 2011 και ζήτησε όπως υποβάλει γραπτώς την αγόρευσή του για μετριασμό της ποινής. Το Συμβούλιο αποφάσισε εκείνη την ημέρα να του εγκρίνει την απαιτούμενη άδεια.
Έκτοτε δεν έχει υποβάλει καμία αγόρευση.
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του αδικήματος και το ότι ο εγκαλούμενος δικηγόρος δεν έχει προηγούμενα από τον καιρό που ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου, αποφάσισε να του επιβάλει ποινή προστίμου €750."
Επιστολή Γενικού Εισαγγελέα ημερομηνίας 15/2/2012:
"Αγαπητέ κ. Κλεοβούλου,
Καταγγελία του Πρωτοκολλητή Α΄ Επαρχ. Δικαστηρίου Λεμεσού,
εναντίον σας
------------------
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Σώματος, κατά τη συνεδρία του στις 25 Ιανουαρίου 2012, αποφάσισε, σχετικά με την πιο πάνω καταγγελία να σας επιβάλει την ποινή του προστίμου των €750.
Αντίγραφο της απόφασης επισυνάπτεται.
Με τιμή,
Πέτρος Κληρίδης
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας
Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου"
Εφόσον η παρούσα έφεση έχει ασκηθεί μετά την εκπνοή της δίμηνης προθεσμίας, αυτή είναι εκπρόθεσμη.
Η πιο πάνω κατάληξη μας αναπόφευκτα μας οδηγεί στη δεύτερη από τις πιο πάνω δύο εισηγήσεις του κ. Ευτυχίου. Υπενθυμίζουμε ότι ήταν επίσης η θέση του κ. Ευτυχίου ότι έστω και αν η έφεση ήθελε κριθεί εκπρόθεσμη, τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης επιβάλλουν την παρέμβαση του Εφετείου αυτεπάγγελτα δυνάμει των εξουσιών οι οποίες του παρέχονται είτε από τις πρόνοιες του άρθρου 17(5)[4] του Νόμου είτε από τις πρόνοιες του Κανονισμού 9[5] των Κανονισμών του 1980.
Κατ' αρχήν θεωρούμε σκόπιμο να υπομνήσουμε τη θεμελιακή αρχή, ότι οι τασσόμενες υπό των Διαδικαστικών Κανονισμών προθεσμίες, αποτελούν βασικό υποστήριγμα του νομικού μας συστήματος για την πιο αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. (Κληρίδης ν. Σταυρίδη (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1348). Η τήρηση τους είναι συνυφασμένη με το δημόσιο συμφέρον εφόσον η τελεσιδικία των διαδικασιών άπτεται των διαδίκων. (Ξ. Καλλής ν. Alpha Bank Ltd. (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 793).
Στο βαθμό και την έκταση που η συγκεκριμένη θέση του κ. Ευτυχίου αφορά στις πρόνοιες του Κανονισμού 9, αυτή η θέση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Είναι πιστεύουμε αρκετό να διεξέλθει ένας τις εν λόγω πρόνοιες για να διαπιστώσει, διαπίστωση στην οποία και καταλήγουμε, ότι η άσκηση των παρεχομένων δυνάμει των εν λόγω προνοιών εξουσιών στο Εφετείο, προϋποθέτει την ύπαρξη έγκυρης και νομότυπης έφεσης, προϋπόθεση που στην παρούσα περίπτωση δεν πληρούται, εφόσον η έφεση για τους λόγους που έχουμε ήδη αναφέρει, έχει κριθεί εκπρόθεσμη.
Στο βαθμό και την έκταση που η συγκεκριμένη θέση του κ. Ευτυχίου αφορά στις πρόνοιες του άρθρου 17(5) του Νόμου, παρατηρούμε τα πιο κάτω. Η δυνάμει του εν λόγω άρθρου εξουσία για αυτεπάγγελτη παρέμβαση για σκοπούς αναθεώρησης απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, παρέχεται στο Εφετείο ανεξάρτητα της εξουσίας που του παρέχεται από τις πρόνοιες του εδαφίου 4 του άρθρου 17 να επιλαμβάνεται και να αποφασίζει επί εφέσεων που ασκούνται δυνάμει του εν λόγω εδαφίου εναντίον αποφάσεων του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Με άλλα λόγια, παρά το γεγονός ότι το Εφετείο έχει εξουσία, σύμφωνα με το εδάφιο 4 του άρθρου 17 να επιλαμβάνεται και να αποφασίζει επί εφέσεων που καταχωρούνται δυνάμει του εν λόγω εδαφίου, του παρέχεται παράλληλα και εξουσία από το εδάφιο 5 του ίδιου άρθρου, εκεί και όπου το εν λόγω εδάφιο προβλέπει, να επεμβαίνει αυτεπάγγελτα και να αναθεωρεί τέτοιες αποφάσεις. Η άσκηση της εξουσίας αυτής αποτελεί ευχέρεια του Εφετείου και εναπόκειται στο ίδιο το Εφετείο να αποφασίσει για την άσκηση της. Σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί συμπληρωματική της άσκησης έφεσης από διάδικο. Αν η θέση του κ. Ευτυχίου γινόταν δεκτή, η αυτεπάγγελτη εξουσία του Εφετείου θα πρόσφερε διέξοδο στον εφεσείοντα σε περίπτωση που η έφεση του αποδεικνυόταν αβάσιμη ή δικονομικά πλημμελής και/ή θα λειτουργούσε ως υποστύλωση της έφεσης, κάτι που κατά την άποψη μας εκφεύγει οριστικά της πρόθεσης και της βούλησης του νομοθέτη.
Στην κρινόμενη περίπτωση η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου αφορά μεν πειθαρχικό παράπτωμα που τελέστηκε εντός του δικαστικού κτιρίου, πλην όμως η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου έχει εφεσιβληθεί. Επομένως, δεν εγείρεται θέμα αυτεπάγγελτης επέμβασης του Εφετείου δυνάμει των προνοιών του εδαφίου 5 του άρθρου 17. Ως εκ τούτου, ούτε η δεύτερη πτυχή της συγκεκριμένης θέσης του κ. Ευτυχίου μας βρίσκει σύμφωνους.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η προδικαστική ένσταση, δοθέντος ότι η έφεση έχει κριθεί εκπρόθεσμη, επιτυγχάνει. Η εν λόγω κατάληξη μας σφραγίζει και τη μοίρα της παρούσας έφεσης, η οποία απορρίπτεται ως εκπρόθεσμη σ' αυτό το προδικαστικό στάδιο, με έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ. Δ. Δ.
[1] 17.-(2) Έναρξη της διαδικασίας για επιβολή οποιασδήποτε από τις ποινές που προνοούνται στο εδάφιο (1) δύναται να γίνει-
(α) από το Πειθαρχικό Συμβούλιο αυτεπάγγελτα∙
(β) από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας∙
(γ) κατόπιν καταγγελίας προς το Πειθαρχικό Συμβούλιο από οποιοδήποτε δικαστήριο ή Πρόεδρο Επιτροπής Τοπικού Δικηγορικού Συλλόγου∙
(δ) με αίτηση οποιουδήποτε προσώπου που έχει παράπονα από τη διαγωγή του δικηγόρου, κατόπιν άδειας του Πειθαρχικού Συμβουλίου.
[2] 17.-(4) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ο καταδικασθείς ή ο παραπονούμενος δύναται εντός δύο μηνών από την έκδοση της απόφασης από το Πειθαρχικό Συμβούλιο να εφεσιβάλει στο Ανώτατο Δικαστήριο σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται γι' αυτό από διαδικαστικό κανονισμό που εκδίδεται από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο σύμφωνα με τον αναφερόμενο διαδικαστικό κανονισμό προβαίνει σε ακρόαση της έφεσης και έχει εξουσία είτε να επικυρώσει την απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου είτε να ακυρώσει ή να τροποποιήσει αυτή ή να εκδώσει άλλο διάταγμα ως ήθελε θεωρήσει πρέπον.
[3] 3. Οσάκις πρόσωπον, δικαιούμενον να ασκήση έφεσιν ως προβλέπεται εν τω άρθρω 17(4) του Νόμου, επιθυμεί να ασκήσει έφεσιν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου δίδει ειδοποίησιν εφέσεως παραδίδων αυτήν εις τον Αρχιπρωτοκολλητήν του Ανωτάτου Δικαστηρίου εντός δύο μηνών από της αποφάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου.
[4] 17.-(5) Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (4) το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξουσία να αναθεωρεί αυτεπάγγελτα, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται γι' αυτό από οποιοδήποτε διαδικαστικό κανονισμό, οποιαδήποτε απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου για πειθαρχικό αδίκημα που τελέστηκε εντός του δικαστικού κτιρίου ή που αφορά μέλος οποιουδήποτε δικαστηρίου και έχει εξουσία είτε να επικυρώσει την απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου είτε να ακυρώσει ή τροποποιήσει αυτή ή να εκδώσει άλλο διάταγμα ως ήθελε θεωρήσει πρέπον.
[5] 9. Το Ανώτατον Δικαστήριον ακούει και κρίνει την έφεσιν μόνον επί των εν τη ειδοποιήσει εφέσεως εκτιθεμένων λόγων:
Νοείται ότι αι διατάξεις του παρόντος Κανονισμού δεν εφαρμόζονται οσάκις, επί τη ακροάσει εφέσεως, το Ανώτατον Δικαστήριον είναι της γνώμης ότι υπήρξεν ουσιωδώς πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης.