ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 78
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Εφέσεις Αρ. 3/2011 και 4/2011)
15 Ιανουαρίου 2013
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΔΔ.]
(Έφεση Αρ. 3/2011)
ΕΛΕΝΑΣ ΑΜΒΡΟΣΙΑΔΟΥ
Εφεσείουσας
ν.
MARTIN COWARD
Εφεσίβλητου
_________________
(Έφεση Αρ. 4/2011)
MARTIN COWARD
Εφεσείοντα
ν.
ΕΛΕΝΑΣ ΑΜΒΡΟΣΙΑΔΟΥ
Εφεσίβλητης
_________________
Π. Πολυβίου με Α. Αρακελιάν και Γ. Μίτλεττον, για την Εφεσείουσα στην Έφεση αρ. 3/2011.
Γ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Παρτασίδου (κα), για τον Εφεσίβλητο στην Έφεση αρ. 3/2011.
Γ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Παρτασίδου (κα), για τον Εφεσείοντα στην Έφεση αρ. 4/2011.
Π. Πολυβίου με Α. Αρακελιάν και Γ. Μίτλεττον, για την Εφεσίβλητη στην Έφεση αρ. 4/2011.
_________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από το Δικαστή Δ. Χατζηχαμπή
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Οι διάδικοι τέλεσαν γάμο το 1983 από τον οποίο έχουν ένα υιό. Έκτοτε δημιούργησαν μία τεράστια περιουσία η οποία είναι το αντικείμενο διαφοράς τους μετά από την κατάρρευση του γάμου τους. Την 18.1.2010 ο κ. Coward κατεχώρησε στο Οικογενειακό Δικαστήριο εναρκτήρια αίτηση για ρύθμιση των εν λόγω περιουσιακών διαφορών τους, ζητώντας το 60% της αύξησης της περιουσίας της κας Αμβροσιάδου. Την ίδια μέρα κατεχώρησε και μονομερή αίτηση με την οποία την επομένη 19.1.2010 εξασφάλισε παρεμπίπτον διάταγμα απαγορεύον στην κα Αμβροσιάδου να αποξενώσει, μεταβιβάσει, επιβαρύνει ή άλλως διαθέσει το 60%:
«(α) των περιουσιακών στοιχείων που εμφαίνονται στο Μέρος Ι του Παραρτήματος Α το οποίο επισυνάπτεται στην παρούσα, και
(β) οποιωνδήποτε κινητών περιουσιακών στοιχείων, εκτός αυτών που εμφαίνονται στο Παράρτημα Α το οποίο επισυνάπτεται στην παρούσα, που κατέχονται από την Καθ΄ης η Αίτηση με οποιονδήποτε τρόπο και/ή σε οποιαδήποτε μορφή περιλαμβανομένων αλλά μη περιοριζόμενων σε:
(i) μετρητά, μετοχές ή άλλους τίτλους που ανήκουν στην Καθ΄ης η Αίτηση ή σε εταιρείες και/ή άλλες οντότητες που ανήκουν και/ή ελέγχονται από την Καθ΄ης η Αίτηση, και
(ii) οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν και/ή ελέγχονται από ή μέσω εταιρειών, εμπιστευμάτων ή εταιρειών που ανήκουν και/ή ελέγχονται από εμπιστεύματα, συμπεριλαμβανομένων αλλά όχι περιοριστικά, των εμπιστευμάτων με τις επωνυμίες Hestia Trust και Eclestic Trust, σε κάθε περίπτωση κάτω από τις οδηγίες και/ή προς όφελος και/ή για λογαριασμό της Καθ΄ης η Αίτηση.»
Στο Μέρος Ι του Παραρτήματος εκτίθενται ονομαστικά τα αναφερόμενα περιουσιακά στοιχεία υπό τέσσερις κατηγορίες:
1. Hudson Investors.
2. Ikos Funds.
3. Hedge Funds.
4. Fixed Assets.
Η κα Αμβροσιάδου αμφισβήτησε την αίτηση, η οποία και οδηγήθηκε έτσι σε ακρόαση. Η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής στην απόφασή της αποφάσισε να ακυρώσει το διάταγμα στην έκταση που αυτό αφορούσε περιουσιακά στοιχεία της κας Αμβροσιάδου εγγεγραμμένα στο όνομα εταιρειών. Αναφερόμενη σε προηγούμενη δική της απόφαση, την Ιωάννου ν. Αποστόλου, 36/2009, 18.5.2010, έκρινε ότι οι εν λόγω εταιρείες δεν μπορούσαν να ήσαν διάδικοι σε διαδικασία ρύθμισης περιουσιακών διαφορών ως η σχετική νομολογία (Ανδρέου ν. Ανδρέου κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ 896), ώστε ούτε να ήταν δυνατό να δεσμευθεί περιουσία εγγεγραμμένη επ΄ονόματί τους. Αυτή η κατάληξη επηρέαζε τα περιουσιακά στοιχεία της κατηγορίας Fixed Assets πλην τριών ακινήτων (τα 13, 14, 17) τα οποία εθεωρήθησαν εγγεγραμμένα επ΄ονόματι της κας Αμβροσιάδου. (Το διάταγμα ακυρώθηκε και ως προς ένα άλλο περιουσιακό στοιχείο των fixed Assets (το 12) για άλλο λόγο - ότι δεν υπήρχε επαρκής συγκεκριμενοποίηση του, λόγος για τον οποίο ακυρώθηκε και ως προς το (β) του που αφορούσε τη δέσμευση κινητών περιουσιακών στοιχείων της κας Αμβροσιάδου πέραν των αναφερομένων στο (α) του διατάγματος). Η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής ακύρωσε το διάταγμα και ως προς τα περιουσιακά στοιχεία της κατηγορίας Ikos Funds εφ΄όσον και αυτά εκρατούντο μέσω της εταιρείας Anaxilea της οποίας η κα Αμβροσιάδου ήταν ο τελικός δικαιωματικός ιδιοκτήτης. Διατηρήθηκε λοιπόν το διάταγμα μόνον όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία εθεωρήθησαν ότι ήσαν εγγεγραμμένα στο όνομα της κας Αμβροσιάδου, και δη:
1. Οι μετοχές στη Hudson Investors.
2. Τα τρία ακίνητα περιουσιακά στοιχεία 13, 14, 17, των Fixed Assets.
3. Οι λογαριασμοί των Hedge Funds.
Η κατάληξη αυτή δεν ικανοποίησε καμία πλευρά και η αντίδραση ήταν η καταχώρηση των εκατέρωθεν εφέσεων που είναι ενώπιον μας. Ο κ. Coward στην έφεση του 4/2011 παραπονείται για την ακύρωση του διατάγματος όσον αφορά τα Fixed Assets και τα Ikos Funds με αναφορά στο λόγο ότι τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία είναι εγγεγραμμένα στο όνομα εταιρειών και όχι στο όνομα της κας Αμβροσιάδου. Η έφεση επεκτείνεται και στην ακύρωση του διατάγματος όσον αφορά το περιουσιακό στοιχείο 12 για το λόγο ότι αυτό δεν είχε συγκεκριμενοποιηθεί. Άλλη διάσταση της έφεσης αφορά την αυτεπάγγελτη ενασχόληση του πρωτοδίκου δικαστηρίου με το θέμα της δικαιοδοσίας, και δη την κατάληξη του ότι, αν και είχε δικαιοδοσία, δεν εμποδίζετο να επανεξετάσει το θέμα κατά την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης.
Η έφεση της κας Αμβροσιάδου αφορά άλλες πτυχές της απόφασης. Η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής είχε απορρίψει εισηγήσεις της κας Αμβροσιάδου ότι δεν υπήρχε το στοιχείο του κατεπείγοντος και ότι δεν υπήρξε πλήρης αποκάλυψη. Επί της ουσίας, είχε επίσης απορρίψει εισηγήσεις ότι δεν ικανοποιούντο οι προϋποθέσεις του άρθρου 32. Οι επί των θεμάτων αυτών διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου προσβάλλονται με την έφεση. Ακόμα, η έφεση προσβάλλει την παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να επιληφθεί εισήγησης της κας Αμβροσιάδου ότι το αναφερόμενο στο διάταγμα Μέρος Ι του Παραρτήματος Α ουδέποτε αποτέλεσε μέρος της ένορκης δήλωσης που υποστήριζε τη μονομερή αίτηση, ώστε να μπορούσε να αποτελούσε τη βάση αναφοράς του διατάγματος. Η έφεση εκφράζει επίσης παράπονο ως προς τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία παρέμειναν δεσμευμένα, με αναφορά στο ότι δεν απεδείχθη ότι αυτά ανήκαν στην κα Αμβροσιάδου. Και, τέλος, ως προς το περιουσιακό στοιχείο 17 των Fixed Assets, το οποίο είναι ακίνητο στη Θεσσαλονίκη, ότι κακώς το διάταγμα διατηρήθηκε ως προς αυτό αφού το εν λόγω ακίνητο περιήλθε στην ιδιοκτησία της κας Αμβροσιάδου δυνάμει κληρονομίας και έτσι δεν εμπίπτει στα πλαίσια του νόμου ως προς απαίτηση συνεισφοράς.
Προέχει βεβαίως να εξετασθούν οι λόγοι έφεσης που αφορούν το κατεπείγον και την αποκάλυψη ως προηγούμενα της ουσίας την οποία αφορούν κατά τα λοιπά οι δύο εφέσεις.
Ως προς το θέμα του κατεπείγοντος, η σχετική αναφορά που είχε γίνει στην ένορκη δήλωση του κ. Coward ήταν στις παραγράφους 16 και 18:
«16. In view of my separation from the Respondent and the disputes which have arisen between us, there exists obvious and imminent danger that the Respondent may dispose or otherwise enter into such arrangements of legal holding of the assets in question through companies, trust and otherwise in a way that it will not be possible or it will be extremely difficult to trace such assets, particularly following the service of the Main Application on the Respondent.»
«18. I verily believe that the issue of a prohibitive order as applied for in my application for such an order is urgently necessary, so that the property in which I have legal right and which is the subject matter of the Main Application is preserved. Unless the order applied there exists apparent and imminent danger that for the property in question will be disposed in such a way that the it will be not possible or it will be extremely difficult to trace the same and at the later stage it will not be possible for justice to be administered and I will suffer irreparable damage.»
Η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής, επιλαμβανόμενη, μετά που αποφάσισε επί της ουσίας, της εισήγησης της κας Αμβροσιάδου ότι δεν είχε καταδειχθεί το κατεπείγον που θα δικαιολογούσε την έκδοση του διατάγματος επί μονομερούς αίτησης, θεώρησε κατά πρώτον ότι έπρεπε να περιορίσει την εξέταση της μόνο ως προς το μέρος του διατάγματος που είχε διατηρήσει σε ισχύ. Έπειτα, κάνοντας αναφορά στην υπόθεση Σάββα ν. Τηλεμάχου (2001) 1 ΑΑΔ 2081, παρέθεσε απόσπασμα από την απόφαση ότι για σκοπούς του κατεπείγοντος ο χρόνος «αρχίζει να προσμετρά από την ημερομηνία καταχώρισης της εναρκτήριας αίτησης και όχι από το χρόνο που επήλθε η διάσταση», ώστε και το πότε ο κ. Coward απεχώρησε από τις οικογενειακές επιχειρήσεις να ήταν επίσης αδιάφορο. Είπε δε τα ακόλουθα:
«Εκείνο που μετρά για ικανοποίηση του στοιχείου του κατεπείγοντος είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή επιβάρυνση, εφ΄όσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδέχεται να εκδοθεί. Ο κίνδυνος, δηλαδή να μην ικανοποιηθεί η δικαστική απόφαση αν μεταβιβαστεί ή επιβαρυνθεί η περιουσία. Δεν είναι αναγκαία η προσαγωγή μαρτυρίας για πρόθεση του εναγομένου για αποξένωση ή επιβάρυνση (βλ C. Phasarias (Automotive Centre) Ltd v. Σκυροποιΐα «ΛΕΩΝΙΚ» Λτδ, (2001) 1 Α.Α.Δ. 785.
Κρίθηκε περαιτέρω στη Νομολογία (βλ. Resola (Cyprus) Ltd ν. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598, 604) ότι το κατεπείγον αποτελεί δικαιοδοτικό όρο και μόνο στην περίπτωση που καταδεικνύεται, δικαιολογείται η άσκηση δικαστικής εξουσίας στην απουσία του εναγομένου, παρεκκλίνοντας από την αρχή να ακούονται και τα δύο μέρη πριν τη δικαστική κρίση.
Κρίθηκε επίσης (βλ. Μ. & Ch. Mitsingas Trading Ltd κ.α. ν. The Timberland Co (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791, 1798) ότι στην περίπτωση που υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση από το διάδικο που ζητά το επίδικο διάταγμα με ορατή την πιθανότητα επιτυχίας, η προστασία των δικαιωμάτων του καθίσταται επείγον ζήτημα λόγω της φύσης της υπόθεσης και του κινδύνου αποξένωσης της περιουσίας που αποτελεί αντικείμενο του αιτούμενου διατάγματος.»
Η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής δεν εξέτασε περαιτέρω το θέμα αυτό καθ΄αυτό λέγοντας ότι:
«Θα αναφερθώ στα θέματα αυτά στη συνέχεια κατά την εξέταση της πλήρωσης των προϋποθέσεων του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60).»
Αφού εξέτασε στη συνέχεια τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 για να καταλήξει ότι αυτές ικανοποιούντο, είπε τα ακόλουθα:
«Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω, κρίνω ότι είναι επείγον και εύλογο να διασφαλιστεί μέρος της δεσμευθείσας περιουσίας, αφού διαπίστωσα ότι ικανοποιούνται όλες οι προϋποθέσεις έκδοσης του επίδικου διατάγματος ως προς το μέρος αυτό.»
Είναι σαφές στη νομολογία ότι το κατεπείγον συνιστά δικαιοδοτικό όρο για την έκδοση διατάγματος επί μονομερούς αίτησης. Η παροχή θεραπείας χωρίς να ακουσθεί η πλευρά εναντίον της οποίας αυτή στρέφεται συνιστά παρέκκλιση από τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και τα ευρύτερα συνταγματικά θέσμια και δικαιολογείται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις όπου η ανάγκη είναι τόσο επείγουσα ώστε να μην παρέχεται χρόνος για ειδοποίηση της άλλης πλευράς χωρίς να διακινδυνεύεται η όλη εξασφάλιση η οποία επιδιώκεται. Εξ ου και η αναφορά σε «κατεπείγον». Επανειλημμένα το Εφετείο έχει κατακρίνει την ευκολία με την οποία εκδίδονται διατάγματα επί μονομερούς αίτησης ως θέμα συνήθους τακτικής χωρίς τον ιδιαίτερο προβληματισμό που η φύση του θέματος απαιτεί για την κατάδειξη του όντως κατεπείγοντος του πράγματος, έτσι που να παραγνωρίζεται η θεμελιακή σημασία του κατεπείγοντος ως δικαιοδοτικού όρου. Η τακτική αυτή μάλιστα απολήγει συχνά σε εξευτελισμό της διαδικασίας αφού, με δεδομένη πλέον την έκδοση του διατάγματος ex parte, η τελική κρίση παρατείνεται αδικαιολογήτως, όπως συνέβη και στην προκειμένη περίπτωση που, ενώ το διάταγμα εξεδόθη ex parte την 19.1.2010, η τελική κρίση επήλθε την 21.1.2011, δηλαδή ένα ολόκληρο χρόνο μετά. Και δεν είναι δικαιολογία το ότι η καθυστέρηση μπορεί να οφείλεται σε ανετοιμότητα των δικηγόρων, αφού το δικαστήριο έχει τον έλεγχο και τη διαρκή υποχρέωση της ταχείας διεκπεραίωσης που δεν μπορεί να μεταθέτει. Επαναλαμβάνουμε το τι υποδείξαμε επανειλημμένως, ότι σε περίπτωση ex parte αίτησης για έκδοση διατάγματος είναι απείρως ορθότερο, εκτός βεβαίως αν όντως καταδεικνύεται το κατεπείγον, να δίδεται η ελάχιστη προνοούμενη ειδοποίηση στην άλλη πλευρά και η αίτηση να ακούεται εντός των ελαχίστων ημερών που είναι δυνατό αφού καταχωρηθεί η ένσταση. Αυτό θα αποφεύγει και την ανάγκη εκ των υστέρων κρίσης επί του κατεπείγοντος αλλά και θα διασφαλίζει ότι το δικαστήριο θα είναι πιο πληροφορημένο και ως προς ενδεχόμενη παράλειψη πλήρους αποκάλυψης (που και πάλι αν άλλως διεφαίνετο εκ των υστέρων θα καταργούσε το διάταγμα του) και ως προς την όλη εικόνα της υπόθεσης. Η απόφαση του δικαστηρίου, εκδιδόμενη έτσι και τελικώς και οριστικώς, αλλά και συντόμως ως θα όφειλε, θα εξυπηρετούσε ορθώς τις ανάγκες της δικαιοσύνης.
Με αυτές τις παρατηρήσεις, που απευθύνονται και γενικώς προς την πρωτόδικη άσκηση δικαιοδοσίας επί μονομερούς αιτήσεως για έκδοση διατάγματος, επανερχόμεθα στην ενώπιον μας έφεση για να παρατηρήσουμε ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο, αν και αναφερθέν στην αρχή ότι το κατεπείγον συνιστά δικαιοδοτικό όρο, φαίνεται να μην εξέτασε το θέμα με αυτό τον τρόπο αφού, αντί να επιληφθεί αυτού κατά προτεραιότητα, επελήφθη αυτού μετά που απεφάσισε τον περιορισμό του διατάγματος ως θέματος ουσίας με αναφορά στην έκταση της δεσμευθείσας περιουσίας, και τότε σε συνάρτηση μάλλον με τις προϋποθέσεις του άρθρου 32, και δη τις συνέπειες ενδεχόμενης αποξένωσης, στη δυνατότητα ικανοποίησης ενδεχόμενης απόφασης. Εξίσωσε έτσι ουσιαστικά το θέμα του κατεπείγοντος, ως δικαιοδοτικού όρου, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 επί της ουσίας και ιδιαιτέρως με την τρίτη προϋπόθεση της δυσκολίας ή αδυναμίας απονομής πλήρους δικαιοσύνης στο τέλος της ημέρας, χωρίς πραγματικά να αποφαίνεται επί του κατεπείγοντος αυτού καθ΄αυτού.
Κατά την ακρόαση, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον κ. Coward μας παρέπεμψε σε νομολογία για να εισηγηθεί ότι, καθ΄όσον η έφεση προσβάλλει την απόφαση της 21.1.2011 και όχι εκείνη της 19.1.2010, δεν μπορεί να εγείρει το θέμα του κατεπείγοντος. Παρέπεμψε προς τούτο στην πρόσφατη απόφαση Αποστόλου v Ιωάννου, Έφεση 20/2010 και Ιωάννου v Αποστόλου, Έφεση 21/2010, 3.4.2012, στην οποία έγινε παραπομπή και στην απόφαση Κασπαρή κ.ά. v Ανδρέου (2004) 1ΑΑΔ 784. Οι αποφάσεις αυτές όμως δεν καταργούν την αρχή, όπως προκύπτει από την διαχρονική νομολογία, ότι το θέμα του κατεπείγοντος, ως θέμα δικαιοδοτικό, μπορεί να εγερθεί κατ΄έφεση εφόσον μάλιστα ήταν επίδικο θέμα και πρωτοδίκως. Τα λεχθέντα στην Κασπαρή ήσαν σε συνάρτηση με το ότι η έφεση εκεί εθεωρήθη ότι προσέβαλλε μόνο την οριστικοποίηση του διατάγματος σε σχέση με τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 και όχι την ίδια την προηγηθείσα απόφαση για έκδοση του διατάγματος μονομερώς. Εξ ου και η αναφορά ότι το διάταγμα που οριστικοποιήθηκε δεν εξεδόθη μονομερώς αλλά ουσιαστικά μέσω διαδικασίας δια κλήσεως στην οποία η Εφεσείουσα είχε καταχωρήσει ένσταση και ακουσθεί. Η διάσταση αυτή δεν αναδείχθηκε στην Αποστόλου, στην οποία η Κασπαρή αναφέρεται με όρους που ενδεχομένως να την καθιστούσαν ευρύτερης εμβέλειας. Τούτο όμως, ίσως διότι και στην Αποστόλου εξελήφθη ότι η Έφεση αφορούσε μόνο την οριστικοποίηση του προηγουμένως μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος, εξ ου και οι αναφορές ότι η ένσταση την οποία είχε καταχωρήσει ο Εφεσείων ήταν «κατά της συνέχισης της ισχύος του εκδοθέντος διατάγματος» και ότι η έφεση προσέβαλλε την ορθότητα της απόφασης με την οποία το διάταγμα κατέστη απόλυτο.
Η διαχρονική νομολογία όμως, καταδεικνύει ότι το κατεπείγον, ως δικαιοδοτικός όρος, μπορεί να κρίνεται στα πλαίσια έφεσης κατά της απόφασης οριστικοποίησης του διατάγματος, εφόσον μάλιστα είχε εγερθεί ως θέμα πρωτοδίκως και εγείρεται κατ΄έφεση. Στη Vuitton v Δέρμοσακ Λτδ και άλλης 1992 1ΑΑΔ 1453, εκρίθη ότι (σελίς 1462):
«Η έκδοση προσωρινού διατάγματος εξ πάρτε, συνιστά εξαιρετικό μέτρο εφόσο παρέχεται κατά παρέκκλιση του κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης που αποκλείει την παροχή θεραπείας χωρίς την παροχή ευκαιρίας στον αντίδικο να ακουστεί».
Σε αυτή τη βάση, εθεωρήθη μάλιστα ότι διάδικος που βρίσκεται σε παρακοή διατάγματος εκδοθέντος μονομερώς μπορεί να ακουστεί σε διαδικασία αμφισβήτησης του διατάγματος εφ΄όσον, εγείροντας το θέμα του κατεπείγοντος, ουσιαστικά αμφισβητεί τη νομιμότητα της έκδοσής του σε συνάρτηση με το θέμα του κατεπείγοντος ως δικαιοδοτικού όρου.
Στην In Re Stavros Hotel Apartments Ltd (1994) 1 ΑΑΔ 836, με την παρατήρηση ότι «το στοιχείο του κατεπείγοντος ή οποιασδήποτε άλλης ιδιαίτερης περίστασης αποτελεί όρο για την ύπαρξη εξουσίας προς έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος μετά από ex parte αίτηση», απεφασίσθη ότι συνιστούσε λόγο ακύρωσης τέτοιου διατάγματος η έλλειψη υποβάθρου καταδεικνύοντος το κατεπείγον. Ομοίως στην In Re B.P. Cyprus Ltd (1996) 1 ΑΑΔ 861. Στην M & Ch. Mitsingas Trading Ltd κ.α. ν. The Timberland Co of USA (1997) 1 ΑΑΔ 1791 μάλιστα υπεδείχθη ότι (σ. 1797) «. σε μονομερείς αιτήσεις, ουσιώδη είναι και τα γεγονότα που σχετίζονται με το επείγον του ζητήματος», ώστε η υποχρέωση για πλήρη αποκάλυψη να επεκτείνεται και σε αυτά, καταδεικνύοντας έτσι την άρρηκτη σχέση μεταξύ του κατεπείγοντος και της υποχρέωσης για πλήρη αποκάλυψη που επίσης αφορά την όλη υπόσταση της μονομερούς αίτησης ως δικαιοδοτικού όρου. Στην καθοδηγητική υπόθεση Resola (Cyprus) Ltd ν. Χρίστου (1998) 1 ΑΑΔ 598 ο διάδικος εναντίον του οποίου είχε εκδοθεί μονομερές διάταγμα έφερε ένσταση στην παράταση του όταν αυτό ήταν επιστρεπτέο ισχυριζόμενος ακριβώς ότι δεν είχε, κατά την έκδοση του διατάγματος μονομερώς, στοιχειοθετηθεί το κατεπείγον. Η εισήγηση αυτή επανελήφθη στα πλαίσια της έφεσης και έγινε δεκτή από το Εφετείο, με τα ακόλουθα να συνιστούν το rationale της απόφασης (Πικής, Π., σ. 604):
«Το επείγον για την παροχή θεραπείας αποτελεί δικαιοδοτικό όρο. Μόνο, εφόσο καταδεικνύεται το κατεπείγον του αιτήματος, δικαιολογείται, όλως εξαιρετικά, η άσκηση δικαστικής εξουσίας στην απουσία του εναγομένου. Μόνο τότε μπορεί να συγχωρηθεί η παρέκκλιση από το θεμελιώδη κανόνα της δικαιοσύνης, να ακούσει και τα δύο μέρη πριν εκφέρει κρίση.»
Η Resola και η Vuitton ακολουθήθησαν στη Χριστοδούλου ν. Antonious M.F.M. Vraets (1999) 1 AAΔ 1475, στην οποία παρετέθησαν με επιδοκιμασία τα ως άνω αποσπάσματα, όπως ομοίως και στη Zein κ.α. ν. Παράσχου Κ. Καμπανέλλας Λτδ (2000) 1 ΑΑΔ 606.
Με τις παρατηρήσεις λοιπόν στις οποίες έχουμε προβεί ως προς τις Κασπαρή και Αποστόλου, καταλήγουμε ότι οι αποφάσεις εκείνες, εδραζόμενες στα δικά τους πλαίσια, δεν επηρεάζουν την ευρύτερη γενική αρχή ότι το θέμα του κατεπείγοντος μπορεί να εξετάζεται, ως δικαιοδοτικός όρος, εφ΄όσον εγείρεται στην ένσταση κατά του διατάγματος και επ΄εφέσει.
Στην προκειμένη περίπτωση παρατηρούμε κατά πρώτον ότι η ίδια η ένσταση της κας Αμβροσιάδου ανεφέρετο ως «Ειδοποίηση για πρόθεση ένστασης στην Αίτηση του αιτητή ημερ. 18.1.2010», δηλαδή ανεφέρετο ευθέως στην ίδια την αρχική μονομερή αίτηση με την οποία το διάταγμα εζητήθη. Έπειτα, περιλάμβανε ρητή και σαφή αναφορά, ως λόγο ακύρωσης του διατάγματος, ότι δεν είχε στοιχειοθετηθεί το κατεπείγον στην έκδοση του και δη ως προς πρόθεση αποξένωσης. Περαιτέρω, το θέμα εξετάσθηκε πρωτοδίκως και εγείρεται κατ΄έφεση. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν βλέπουμε πώς η υπόθεση θα μπορούσε να θεωρηθεί ανάλογη των Κασπαρή και Αποστόλου, παρά ως ευθέως αφορώσα το κατεπείγον το οποίο σε όλα τα στάδια απετέλεσε επίδικο θέμα και το οποίο οφείλουμε καθηκόντως να εξετάσουμε ως δικαιοδοτικό όρο στη βάση της πάγιας νομολογίας μας.
Έχουμε ήδη παρατηρήσει και εξηγήσει γιατί η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής ουσιαστικά δεν εξέτασε το θέμα του κατεπείγοντος ως τέτοιο παρά μόνο σε συνάρτηση με τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 και δη τον κίνδυνο μη ικανοποίησης ενδεχόμενης απόφασης. Τα δύο όμως είναι χωριστά πράγματα. Ούτε αποφασίζεται πρώτα αν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 ικανοποιούνται και έπειτα αν συνέτρεχε το κατεπείγον. Το κατεπείγον εξετάζεται πρώτο, εφ΄όσον αφορά δικαιοδοτικό όρο, και ανεξάρτητα από την ικανοποίηση των ουσιαστικών εκείνων προϋποθέσεων. Παρερμηνεύθησαν δε τα λεχθέντα στην Mitsingas ότι «Δοθείσας της αποκάλυψης συζητήσιμης υπόθεσης από τους εφεσίβλητους με ορατή την πιθανότητα επιτυχίας η προστασία των δικαιωμάτων τους καθίστατο επείγον ζήτημα λόγω της φύσης των παραβιάσεων και των ζημιογόνων επιδράσεων στα δικαιώματα τους.», αναφορά που αφορούσε ακριβώς την ίδια τη φύση των παραβιάσεων και επιπτώσεων (εμπορικό σήμα) στην υπόθεση εκείνη και δεν δικαιολογούσε αντίληψη ευρύτερης αρχής όπως την αντελήφθη η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής. Στην προκειμένη περίπτωση το κατεπείγον είχε αναφορά όχι σε τέτοια παραβίαση αλλά στον κίνδυνο αποξένωσης, οπότε και σαφώς πρέπει να γίνεται τέτοια αναφορά σε συγκεκριμένα δεδομένα που να δικαιολογούν το κατεπείγον. Αυτό όμως δεν είχε γίνει. Οι αναφορές στις παραγράφους 16 και 18 αφορούσαν όχι το κατεπείγον αλλά το ότι, δοθείσας της προκύψασας συζυγικής διάστασης των μερών και των διαφορών που προέκυψαν μεταξύ τους, υπήρχε γενικά κίνδυνος αποξένωσης ώστε να προέκυπτε και κίνδυνος μη ικανοποίησης ενδεχόμενης απόφασης υπέρ του κ. Coward και έτσι ανάγκη διατήρησης του status quo, με μόνο γενική κατά τα άλλα αναφορά στο κατεπείγον εν όψει τούτου.
Απεναντίας, τα ενώπιον του Δικαστηρίου τεθέντα αντιστρατεύοντο το κατεπείγον. Ο ίδιος ο κ. Coward στην ένορκη δήλωσή του ανέφερε ότι η διάσταση του από την κα Αμβροσιάδου είχε επέλθει από τον Αύγουστο 2009. Φαίνεται δε, πράγμα που δεν απεκαλύφθη, ότι η διάσταση ήταν και παλαιότερη αφού, όπως προέκυψε, η κα Αμβροσιάδου είχε ήδη καταχωρήσει αίτηση διαζυγίου στην Ελλάδα την 23.4.2009. Εν πάση περιπτώσει, ουδεμία εξήγηση εδόθη γιατί ο κ. Coward εκαθυστέρησε μέχρι την 18.1.2010 για να ζητήσει το εν λόγω διάταγμα. Στην εναρκτήρια αίτησή του μάλιστα ο κ. Coward αναφέρει ότι είναι από το τέλος του 2008 που προέκυψαν σημαντικές διαφορές ως προς τη λειτουργία του Ikos Funds, με την κα Αμβροσιάδου να επιδιώκει ουσιαστικά αποκλειστικό έλεγχο και, παρά την αντίδραση του κ. Coward, να συνεχίζει να ενεργεί με τον ίδιο τρόπο, με κατάληξη και την τελική αποχώρηση του κ. Coward από τη θέση του την 11.12.2009. Από δε τον Αύγουστο του 2009, αναφέρει ο κ. Coward στην εναρκτήρια αίτησή του, η κα Αμβροσιάδου ασκούσε «αφόρητες πιέσεις και εκβιασμούς» σε αυτόν και στον οικογενειακό και στον επιχειρηματικό τομέα των σχέσεων τους, που μάλιστα οδήγησαν και σε άλλες δικαστικές διαδικασίες συνιστάμενες σε αγωγή της κας Αμβροσιάδου και έπειτα αγωγή του κ. Coward.
Όλο αυτό το υπόβαθρο επισημαίνει ότι δεν υπήρξε έγκαιρη αντίδραση του κ. Coward, με αποτέλεσμα να αναιρείτο το όποιο κατεπείγον θα μπορούσε να ισχυρίζετο προς θεμελίωση της όλης υπόστασης της μονομερούς αίτησής του. Η νομολογία είναι σαφής και βεβαία επί του προκειμένου. Στη Resola, υποδεικνύοντας ότι υπήρξε καθυστέρηση 4½ μηνών, παρατηρήθη ότι (σ. 605), «Η μη λήψη οποιουδήποτε διαβήματος στο ενδιάμεσο, απογυμνώνει, αφ΄εαυτής, το αίτημα του κατεπείγοντος .». Η κα Αμβροσιάδου παραπέμπει και στη σχετική Αγγλική νομολογία επ΄αυτού. Είναι δε πεπλανημένη η αντίληψη του πρωτοδίκου δικαστηρίου, με αναφορά στη Σάββα ν. Τηλεμάχου, ότι, καθ΄όσον η εναρκτήρια αίτηση κατεχωρήθη εντός της προθεσμίας του νόμου, ο υπολογισμός του χρόνου για σκοπούς του κατεπείγοντος μετρούσε από την ημερομηνία της εναρκτήριας αίτησης και όχι από την ημέρα της διάστασης. Τα προς τούτο λεχθέντα δεν μπορούν να αναιρούν την πάγια διάσταση του κατεπείγοντος στη νομολογία όπως ανωτέρω εξηγήθηκε σε σχέση με την καθυστέρηση δράσης. Η μόνη δε εξήγηση τους είναι με αναφορά στο ότι στην υπόθεση εκείνη ο ίδιος ο ισχυρισμός του κατεπείγοντος συνίστατο ακριβώς στο ότι ήταν μόλις την προηγούμενη της μονομερούς αίτησης εβδομάδα που η σύζυγός του Αιτητή είχε επιδιώξει να πωλήσει το ακίνητο το οποίο αφορούσε το διάταγμα, με αποτέλεσμα το κατεπείγον ως προς το εν λόγω ακίνητο να μην είχε προκύψει προηγουμένως. Το όλο υπόβαθρο εδώ είναι εντελώς διαφορετικό.
Η κατάληξή μας επί του θέματος του κατεπείγοντος καθιστά μη αναγκαίο να αποφανθούμε επί των υπολοίπων θεμάτων των εφέσεων αφού τούτο θα ήταν περιττό ως προς την έφεση της κας Αμβροσιάδου ενώ ως προς την έφεση του κ. Coward, με την εξαφάνιση του όλου διατάγματος ως μη δικαιοδοτικώς εκδοθέντος, δεν υφίσταται πλέον υπόβαθρο ως προς το οποίο να συζητείται θέμα ορθότητας του περιορισμού του διατάγματος. Θα θέλαμε όμως να παρατηρήσουμε, ως προς το θέμα της αποκάλυψης, αφού και αυτό συνιστά δικαιοδοτικό όρο, ότι δεν είναι χωρίς βάση η θέση της κας Αμβροσιάδου ότι δεν υπήρξε αποκάλυψη του γεγονότος της καταχώρισης από την ίδια αίτησης διαζυγίου στην Ελλάδα την 23.4.2009. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι αυτό δεν συνιστούσε ουσιώδες γεγονός καθ΄όσον ήταν παραδεκτή η διακοπή της συμβίωσης και το μόνο αμφισβητούμενο ήταν η έναρξη της, με την μεν κα Αμβροσιάδου να την τοποθετεί τον Απρίλιο τον δε κ. Coward να την τοποθετεί τον Αύγουστο. Δεν είναι αυτό όμως που είχε σημασία, αφού εδώ δεν ενδιέφερε το πότε διεκόπη η συμβίωση ως γεγονός που αφορούσε τη θεμελίωση της εναρκτήριας αίτησης, αλλά το ότι η αίτηση διαζυγίου, αν είχε καταχωρηθεί τον Απρίλιο, θα έδειχνε ότι τα προβλήματα είχαν αρχίσει πολύ πριν τον Αύγουστο και αυτό θα αντανακλούσε ευθέως στο κατεπείγον.
Ήδη αναφερθήκαμε στη νομολογία ότι η υποχρέωση αποκάλυψης επεκτείνεται και στα γεγονότα που αφορούν το κατεπείγον. Θα παρατηρήσουμε περαιτέρω ότι, καθ΄όσον στην αίτησή του ο κ. Coward είχε τοποθετήσει τη διάσταση στον Αύγουστο 2009, ως εναρκτήριο χρόνο και των ευρύτερων περιουσιακών διαφορών, το γεγονός της αίτησης διαζυγίου τον Απρίλιο θα είχε ακόμα ευρύτερες επιπτώσεις στην όλη του θέση. Συναφώς, να αναφέρουμε επίσης ότι, αν και στην εναρκτήρια αίτηση του ο κ. Coward τοποθέτησε, όπως υποδείξαμε, την έναρξη σημαντικών διαφορών ως προς τη λειτουργία του Ikos Funds στο τέλος του 2008, στην ένορκη του δήλωση στη μονομερή αίτησή του δεν επαναλαμβάνει τις αναφορές αυτές παρά μόνο σηματοδοτεί την έναρξη των διαφορών τον Αύγουστο 2009 και τονίζει τη δική του αποχώρηση την 11.12.2009.
Δεν θα μας απασχολήσουν οι υπόλοιπες εισηγήσεις που γίνονται, πρωτίστως επί της ουσίας, στην έφεση της κας Αμβροσιάδου, ούτε, όπως ήδη εξηγήσαμε, θα επιληφθούμε της έφεσης του κ. Coward.
Η έφεση της κας Αμβροσιάδου γίνεται δεκτή και το εκδοθέν την 19.1.2010 διάταγμα παραμερίζεται στην ολότητά του, όπως βεβαίως και κάθε ακόλουθη οριστικοποίησή του. Η έφεση του κ. Coward απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της κας Αμβροσιάδου και εναντίον του κ. Coward όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο πλέον ΦΠΑ όσον αφορά και τις δύο εφέσεις, όπως επίσης και πρωτοδίκως.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Κ. Κληρίδης, Δ.
/ΚΧ»Π