ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 2614
28 Νοεμβρίου, 2012
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΑΡ. 2) ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Η MANDAMUS,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 30/10/12 ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 14513/12.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 178/2012)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Mandamus ― Απορρίφθηκε αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα για παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης Certiorari προς ακύρωση ενδιάμεσης απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου σε ποινική υπόθεση και για παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης Mandamus με το οποίο να διατασσόταν το Επαρχιακό Δικαστήριο να επιληφθεί και/ή αποφασίσει ζητήματος της δικαιοδοσίας του και να εκδικάσει συγκεκριμένη κατηγορία σε ποινική υπόθεση.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Όταν πάντοτε εκ πρώτης όψεως, η διαδικασία είναι κανονική και το κατώτερο δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας, το Δικαστήριο που εξετάζει την αίτηση για Certiorari δεν θα εκδώσει σχετικό διάταγμα στην περίπτωση που το κατώτερο δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα ένα νομικό σημείο.
Προνομιακά εντάλματα ― Αρχές που εφαρμόζονται ― Εκτός αν υπάρχουν εξαιρετικές συνθήκες δε δικαιολογείται η έκδοση προνομιακού διατάγματος, αν προηγουμένως δεν έχουν εξαντληθεί όλα τα άλλα ένδικα μέσα.
Προνομιακά εντάλματα ― Prohibition ― Διάταγμα Prohibition δεν μπορεί να εκδοθεί για απλή παρατυπία στη διαδικασία εκτός και αν αυτή και πάλι συνιστά υπέρβαση δικαιοδοσίας.
Ποινική Δικονομία ― Ειδικές απαντήσεις ― Αποδοχή της ειδικής απάντησης που προβλέπει το Άρθρο 69(1)(β) θέτει αφ' εαυτής τέρμα στη δίκη.
Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα καταχωρήθηκε αίτηση για παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης Certiorari προς ακύρωση ενδιάμεσης απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου σε ποινική υπόθεση και για παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης Mandamus με το οποίο να διατασσόταν το Επαρχιακό Δικαστήριο να επιληφθεί και/ή αποφασίσει ζητήματος της δικαιοδοσίας του και να εκδικάσει συγκεκριμένη κατηγορία σε ποινική υπόθεση. Με τις ίδιες θεραπείες επιδιωκόταν και η αναστολή της εκδίκασης στην εν λόγω ποινική υπόθεση του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Σύμφωνα με τα γεγονότα επί των οποίων εδραζόταν η αίτηση, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας είχε εκδώσει σε ποινική υπόθεση απόφαση, με βάση την οποία έκρινε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει το αδίκημα κατηγορίας η οποία αφορούσε πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση των Άρθρων 210, 211 και 213 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 κρίνοντας ότι με βάση το Άρθρο 5 του Ν. 40/64 αποκλειστική καθ' ύλην δικαιοδοσία και αρμοδιότητα είχε το Στρατιωτικό Δικαστήριο.
Για τις υπόλοιπες δυο κατηγορίες έκρινε ότι είχε δικαιοδοσία. Αργότερα ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε αναστολή ποινικής δίωξης σε σχέση με όλες τις κατηγορίες. Το Δικαστήριο απάλλαξε τον κατηγορούμενο από τη 2η και 3η κατηγορία ενώ για την πρώτη κατηγορία παρέπεμψε στην απόφαση του ημερ. 27/4/12.
Η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ημερ. 27/4/12 για έλλειψη δικαιοδοσίας δεν προσεβλήθη με οποιονδήποτε ένδικο μέσο.
Ακολούθησε η καταχώρηση νέας ποινικής υπόθεσης εναντίον του κατηγορουμένου με τις ίδιες κατηγορίες.
Κατόπιν ειδικής απάντησης στο κατηγορητήριο, το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε κατά πόσο δεσμευόταν από την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (με άλλη σύνθεση) και κατέληξε ότι δεν μπορούσε να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης σε σχέση με την πρώτη κατηγορία.
Με την αίτηση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:
(α) Υπήρχε πλάνη νόμου πρόδηλη στο πρακτικό του Δικαστηρίου και η σχετική απόφαση ήταν λανθασμένη.
(β) Εσφαλμένα υπήρξε άρνηση εξέτασης του ζητήματος της δικαιοδοσίας.
(γ) Υπήρξε πρωτοδίκως εσφαλμένη ερμηνεία των αρχών του δεδικασμένου με τρόπο που εφαρμόζονται μόνο σε αστικής φύσεως υποθέσεις.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η σχετική απόφαση περί έλλειψης δικαιοδοσίας δεν προσεβλήθη με κανένα ένδικο μέσο.
2. Με την καταχώρηση νέας υπόθεσης εναντίον του ιδίου κατηγορουμένου και με τις ίδιες κατηγορίες, το πρωτόδικο δικαστήριο τέθηκε και πάλιν αντιμέτωπο προ της ίδιας κατάστασης δηλαδή, ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την πρώτη κατηγορία, θέμα που απεφασίστηκε ήδη με προηγούμενη απόφαση από το ίδιο δικαστήριο με άλλη σύνθεση.
3. Η όλη επιχειρηματολογία της συνηγόρου του αιτητή είχε ως βάση το δόγμα autrefois convict ή autrefois acquit του Άρθρου 69(1)(β) του Κεφ. 155. Δια τις νομικές συνέπειες της προηγούμενης απόφασης του επαρχιακού Δικαστηρίου, ουδέν αναφέρθη, με προβολή μόνο της θέσης ότι στις ποινικές υποθέσεις δεν έχει θέση το δεδικασμένο.
4. Μια πρωτόδικη απόφαση περί έλλειψης δικαιοδοσίας δεν μπορεί να υποστηρίξει επίκληση δεδικασμένου για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Το δεδικασμένο ήταν η έλλειψη δικαιοδοσίας.
5. Με τα πιο πάνω προστατεύεται και η δικαιοσύνη από αέναες διαδικασίες στις οποίες θα πρωταγωνιστούσε η εφευρηματικότητα του διαδίκου» όπως ευφυώς ανέφερε και ο Νικήτας, Δ, στην υπόθεση Ευαγγέλου (αρ. 3) (2000)1 Α.Α.Δ. 920.
6. Με γνώμονα όλα τα πιο πάνω και της μη θεμελίωσης οιωνδήποτε των λόγων που επικαλέστηκε ο αιτητής, η αίτηση θα έπρεπε να αποτύχει.
Η αίτηση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 649,
Γενικός Εισαγγελέας (Aρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442,
Χρίστου (1996) 1 Α.Α.Δ. 398,
Komurgu & a.o. v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 83,
Γενικός Εισαγγελέας (1989) 1(Ε) 105,
Πουλλαούας ν. Αστυνομίας (2001)2 Α.Α.Δ. 494,
Ευαγγέλου (Aρ. 3) (2000) 1 Α.Α.Δ. 913.
Αίτηση.
Μ. Πασιαρδή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Aιτητή.
Cur. adv. vult.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Ο έντιμος Γενικός Εισαγγελέας με την υπό εξέταση αίτηση αιτείται άδειας του Δικαστηρίου για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari γι' ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 30/10/12 στην ποινική υπόθεση αρ. 14513/12. Επίσης αιτείται άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος mandamus με το οποίο να διατάσσεται το άνω Δικαστήριο να επιληφθεί και/ή αποφασίσει του ζητήματος της δικαιοδοσίας του να εκδικάσει την πρώτη κατηγορία στην ποινική υπόθεση αρ. 14513/12 και όπως μέχρι την τελική εκδίκαση της παρούσας αίτησης ανασταλεί η εκδίκαση της ποινικής υπόθεση αρ. 14513/12 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Τα γεγονότα επί των οποίων εδράζεται η αίτηση είναι σε συντομία τα ακόλουθα:
Ο κατηγορούμενος Μάριος Λοϊζου αντιμετώπισε αρχικά στην ποινική υπόθεση Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αρ. 32171/10 τις ακόλουθες τρεις (3) κατηγορίες:
1η κατηγορία: Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση των Άρθρων 210, 211 και 213 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 181(Ι)/2000 και των Άρθρων 19 και 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου Ν. 86/72 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 80(Ι)/2000 και την ΚΔΠ 312/07.
2η κατηγορία: Αλόγιστη ή επικίνδυνη οδήγηση κατά παράβαση των Άρθρων 2, 7, 19 και 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου Ν. 86/72, όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους Ν. 166/87 και Ν. 80(Ι)/2000 και την ΚΔΠ 312/2007.
3η κατηγορία: Υπέρβαση του ορίου ταχύτητας κατά παράβαση των Άρθρων 2, 6(2)(3), 19 και 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου Ν. 86/72, όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους Ν. 72/85, Ν. 166/87 και Ν. 80(Ι)/2000 και των περί Μέτρων και Σταθμών Νόμων (1974-1985) Ν. 1974, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 48/85 και τις ΚΔΠ 257/1986 και 312/2007.
Στις 5/5/11 ο Γενικός Εισαγγελέας ανέστειλε την ποινική δίωξη εναντίον του κατηγορουμένου σ' όλες τις κατηγορίες με σκοπό την καταχώρηση της ενώπιον του Στρατιωτικού Δικαστηρίου στη βάση της απόφασης Γενικός Εισαγγελέας (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 649. Γι' άγνωστους λόγους αυτή δεν καταχωρήθηκε στο Στρατιωτικό Δικαστήριο αλλά αντίθετα και πάλιν καταχωρήθηκε την 4/8/11 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας η υπόθεση αρ. 29792/11 εναντίον του κατηγορουμένου με τις ίδιες 3 κατηγορίες ως άνω. Με απόφαση του ημερ. 27/4/12 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αποφάσισε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει το αδίκημα της πρώτης κατηγορίας. Έκρινε ότι βάσει του Άρθρου 5 του Ν. 40/64 αποκλειστική καθ' ύλην δικαιοδοσία και αρμοδιότητα είχε το Στρατιωτικό Δικαστήριο. Για τις υπόλοιπες δυο κατηγορίες έκρινε ότι είχε δικαιοδοσία. Στις 15/5/12 ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε αναστολή ποινικής δίωξης σε σχέση με όλες τις κατηγορίες. Το Δικαστήριο απάλλαξε τον κατηγορούμενο από τη 2η και 3η κατηγορία ενώ για την πρώτη κατηγορία παρέπεμψε στην απόφαση του ημερ. 27/4/12.
Ακολούθησε την 21/5/12 η καταχώρηση της υπ' αρ. 14513/12 υπόθεσης εναντίον του κατηγορουμένου με τις ίδιες κατηγορίες που έχουν αναφερθεί νωρίτερα. Ο κατηγορούμενος στις 14/9/12 όταν ήταν ορισμένη η υπόθεση προέβη σε παραδοχή στην δεύτερη και Τρίτη κατηγορία ενώ για την πρώτη κατηγορία προέβη σε ειδική απάντηση ότι υπήρχε δεδικασμένο σε σχέση με το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Παράλληλα υποβλήθηκε ότι η καταχώρηση της νέας αυτής υπόθεσης αποτελούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.
Να σημειωθεί ότι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ημερ. 27/4/12 για έλλειψη δικαιοδοσίας δεν προσεβλήθη με οποιονδήποτε ένδικο μέσο.
Το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε κατά πόσο δεσμευόταν από την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (με άλλη σύνθεση) ημερ. 27/4/12 στην υπόθεση 29792/11. Η κατάληξη του ήταν ότι
«... με βάση τα όσα αναφέρονται πιο πάνω, αποτελεί κατάληξή μου ότι με δεδομένη την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 27.4.2012 στην υπόθεση με αριθμό 29792/2011 ως προς το ζήτημα της δικαιοδοσίας, η οποία είναι δεσμευτική και καταλυτική επί του ζητήματος αυτού, το Δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης σε σχέση με την πρώτη κατηγορία.»
Εν όψει αυτού δεν εξέτασε το θέμα κατά πόσο η καταχώρηση της νέας υπόθεσης αρ. 14513/12 συνιστούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.
Παρενθετικά αναφέρεται ότι το μέγιστο υλικό ως άνω αντλήθηκε από την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ημερ. 30/10/12 που βρίσκεται στο φάκελο της παρούσας αίτησης.
Οι λόγοι που επικαλείται ο αιτητής είναι:
(α) Πλάνη νόμου πρόδηλη στο πρακτικό του Δικαστηρίου και/ή η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ημερ. 30/10/12 είναι λανθασμένη.
(β) Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αρνήθηκε να εξετάσει το ίδιο το ζήτημα της δικαιοδοσίας αναφορικά με την πρώτη κατηγορία και άρα να εξασκήσει τα νόμιμα καθήκοντα και εξουσίες που του παρέχονταν από το νόμο επειδή θεώρησε ότι δεσμευόταν από την απόφαση ημερ. 27/4/12.
Ειδικότερα γίνεται εισήγηση ότι το δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα τις αρχές του δεδικασμένου με τρόπο που εφαρμόζονται μόνο σε αστικής φύσεως υποθέσεις. Στην παρούσα ενόψει της μη αθώωσης του κατηγορουμένου στην ίδια κατηγορία δεν τίθετο θέμα επίκλησης της αρχής του δεδικασμένου υπό την έννοια διπλής υποβολής κινδύνου καταδίκης και ποινής για το ίδιο αδίκημα. Η απόφαση του δικαστηρίου ημερ. 27/4/12 αφορούσε το ζήτημα δικαιοδοσίας σε σχέση με την συγκεκριμένη κατηγορία και δεν δέσμευε το δικαστήριο στη νέα υπόθεση αρ. 14513/12. Το δικαστήριο όφειλε να εξετάσει από μόνο του το ζήτημα της δικαιοδοσίας και ν' αποφασίσει εξασκώντας τα νομιμα καθήκοντα και εξουσίες που παρέχονται από το νόμο.
Τέλος αναφέρεται ότι η παρούσα διαδικασία είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο μπορεί να κριθεί η νομιμότητα της εν λόγω απόφασης.
Η συνήγορος για τον αιτητή με την αγόρευση της και με αναφορά σε νομικά συγγράμματα και νομολογία προώθησε το αίτημα.
Η τυχόν χορήγηση άδειας και αργότερα ενδεχομένως του προνομιακού εντάλματος, αποτελούν προνόμιο γι' αυτό και εγκρίνεται με φειδώ. Η ορθότητα των πρωτόδικων αποφάσεων ελέγχεται κατά κανόνα στα πλαίσια της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου η δυνατότητα έκδοσης προνομιακού εντάλματος δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο της άνω δικαιοδοσίας και ασφαλώς ούτε ως μέσο εποπτείας της διαδικασίας ή πρακτικής των Επαρχιακών Δικαστηρίων (βλ. Γενικός Εισαγγελέας (αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442.
Στην Χρίστου (1996) 1 Α.Α.Δ. 398, 401 αναφέρθηκαν τ' ακόλουθα:
«Κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το Δικαστήριο θα πρέπει να απαντήσει το ερώτημα κατά πόσο από την ενώπιόν του μαρτυρία προκύπτει εκ πρώτης όψεως υπόθεση που να δικαιολογεί την έκδοση άδειας για καταχώρηση αίτησης για Certiorari (In re Mobil Oil Cyprus Ltd (1985) 1 C.L.R. 781, 787. Βλέπε επίσης In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250). Έχει επίσης επανειλημμένα τονισθεί ότι εκτός αν υπάρχουν εξαιρετικές συνθήκες δε δικαιολογείται η έκδοση προνομιακού διατάγματος, αν προηγουμένως δεν έχουν εξαντληθεί όλα τα άλλα ένδικα μέσα (βλέπε Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, 48).
Είναι ορθό ότι όταν από την εκ πρώτης όψεως εξέταση της διαδικασίας εμφαίνεται ότι η απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου είναι εσφαλμένη κατά νόμο μπορεί να δικαιολογείται η έκδοση διατάγματος Certiorari που να ακυρώνει την απόφαση (R. v. Northumberlan Compensation Appeal Tribunal, Ex parte Shaw [1952] 1 All E.R. 122). Όταν όμως, πάντοτε εκ πρώτης όψεως, η διαδικασία είναι κανονική και το κατώτερο δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας, το Δικαστήριο που εξετάζει την αίτηση για Certiorari δεν θα εκδώσει σχετικό διάταγμα επειδή το δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα ένα νομικό σημείο (R. v. Christian [1842], 12 L.J. M.C. 26, R. v. Murphy [1921] 2 I.R. 190, R. (Limerick Corpn.) v. Local Government Board [1922] 2 I.R. 76, C.A. R. v. Healy [1923] 57 I.L. T. 21). Όταν το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αποφασίσει ένα θέμα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερέβη ή έκανε κατάχρηση της δικαιοδοσίας του, απλά και μόνο γιατί παρεμπιπτόντως ερμήνευσε λανθασμένα νομοθέτημα, αποδέκτηκε παράνομη μαρτυρία, απέρριψε νόμιμη μαρτυρία, προέβη σε λανθασμένη εκτίμηση της βαρύτητας της μαρτυρίας ή ακόμα και αν καταδικάσει χωρίς μαρτυρία. (Βλέπε σχετικά Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση, Τόμος ΙΙ, παραγρ. 119). Ούτε διάταγμα Prohibition μπορεί να εκδοθεί για νομικό σφάλμα (error of law), εκτός αν υπάρχει υπέρβαση δικαιοδοσίας. Διάταγμα Prohibition επίσης δεν μπορεί να εκδοθεί για απλή παρατυπία στη διαδικασία εκτός και αν αυτή και πάλι συνιστά υπέρβαση δικαιοδοσίας»
(Βλ. επίσης Βιολάρη (1996) 1 Α.Α.Δ. 1327)
Το Άρθρο 69(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 προβλέπει:
«69(1)(α) Ο κατηγορούμενος δύναται, προτού απαντήσει στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο, να ισχυριστεί -
(α) ότι το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου αυτός καλείται να απαντήσει δεν έχει δικαιοδοσία και ότι άλλο Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία σε σχέση με αυτόν ή για το ποινικό αδίκημα για το οποίο αυτός κατηγορείται, και, αν ο ισχυρισμός γίνει αποδεκτός, το Δικαστήριο παραπέμπει την υπόθεση για να εκδικαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου της Δημοκρατίας το οποίο έχει δικαιοδοσία για τον υπαίτιο ή για το ποινικό αδίκημα.
(β) ότι έχει προηγουμένως καταδικαστεί ή αθωωθεί ανάλογα με την περίπτωση, βάσει των ιδίων γεγονότων για το ίδιο ποινικό αδίκημα.
(γ) ότι έτυχε χάριτος για το ποινικό του αδίκημα..»
Στην Komurgu & Another v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 83, 88, αποφασίστηκε ότι ο όρος «πριν απολογηθεί στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριον το καταχωρηθέν στο Κακουργιοδικείο» που βρίσκεται στο Άρθρο 69(1)(α) του Νόμου, Κεφ. 155, ρυθμίζει την διαδικασία κατά τη δίκη, ....»
Στο σύγγραμμα των Α. Λοΐζου και Γ. Πική Criminal Procedure in Cyprus σελ. 91 αναφέρεται:
«A plea to jurisdiction must be made before the accused pleads to the charge"
(βλ. R. v. Ali Ahmet Reis and Others 12 C.L.R. 8)."
Να σημειωθεί ότι ο παράτιτλος του Άρθρου 69 του Νόμου, Κεφ. 155 αναφέρεται σε «ειδικές απαντήσεις».
Στην Γενικός Εισαγγελέας (1989) 1 (Ε) 105, λέχθηκε ότι αποδοχή της ειδικής απάντησης που προβλέπει το Άρθρο 69(1)(β) θέτει αφ' εαυτής τέρμα στη δίκη (βλ. επίσης το σύγραμμα «Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας» του Α. Λοΐζου σελ. 84,85.)
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης το πρωτόδικο δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 27/4/12 στην υπόθεση 29792/11 απεδέχθη την ειδική απάντηση του κατηγορουμένου περί έλλειψης δικαιοδοσίας να εκδικάσει την πρώτη κατηγορία που αντιμετώπιζε. Η απόφαση ημερ. 27/4/12 δεν προσεβλήθη με κανένα ένδικο μέσο.
Με την καταχώρησης της νέας υπόθεση αρ. 14513/12, τρίτης στη σειρά εναντίον του ιδίου κατηγορουμένου και με τις ίδιες κατηγορίες, το πρωτόδικο δικαστήριο τέθηκε και πάλιν αντιμέτωπο προ της ίδιας κατάστασης δηλαδή, ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την πρώτη κατηγορία, θέμα που απεφασίσθη ήδη με την απόφαση ημερ. 27/4/12 από το ίδιο δικαστήριο με άλλη σύνθεση. Το πρωτόδικο δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα ως ακολούθως: (σελ. 13 της απόφασης)
«Παρόλα αυτά, όμως, κρίνω ότι με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην υπόθεση με αριθμό 29792/2011 ημερομηνίας 27.4.2012, η ποινική δίωξη εναντίον του Κατηγορούμενου σε σχέση με την πρώτη κατηγορία είχε λήξει, κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται και από το πρακτικό του Δικαστηρίου ημερομηνίας 15.5.2012. Συνεπώς, με αυτά τα δεδομένα, η αναστολή της ποινικής δίωξης εναντίον του Κατηγορούμενου στην εν λόγω υπόθεση και η συνεπαγόμενη απαλλαγή του σε σχέση με την δεύτερη και Τρίτη κατηγορία δεν θα μπορούσε να καταστήσει την απόφαση ημερομηνίας 27.4.2012 μη δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο σε σχέση με το ζήτημα της δικαιοδοσίας. Διαφορετική αντιμετώπιση θα απέληγε στην παροχή ευκαιρίας στον Γενικό Εισαγγελέα να παρακάμπτει δικαστικές αποφάσεις με τις οποίες ενδεχομένως διαφωνεί (πλην όμως δεν αμφισβητεί με οποιοδήποτε τρόπο), και να ζητεί από το ίδιο Δικαστήριο (με άλλη σύνθεση) να αποφασίσει εκ νέου ζήτημα που έχει ήδη κριθεί και να ενεργήσει ως εφετείο του προηγούμενου Δικαστηρίου.»
Τα γεγονότα της Γεώργιος Χαρ. Πουλλαούας ν. Αστυνομίας (2001)2 Α.Α.Δ. 494, που παρετέθη από τη συνήγορο του αιτητή ήταν εντελώς διαφορετικά και αφορούσε το δόγμα του autrefois acquit που δημιουργήθηκε μετά την αθώωση και απαλλαγή του κατηγορούμενου από κατηγορία.
Επίσης όλη η επιχειρηματολογία της συνηγόρου του αιτητή είχε ως βάση το δόγμα autrefois convict ή autrefois acquit του Άρθρου 69(1)(β) του Κεφ. 155. Δια τις νομικές συνέπειες της απόφασης ημερ. 27/4/12 ουδέν αναφέρθη με προβολή μόνο της θέσης ότι στις Ποινικές Υποθέσεις δεν έχει θέση το δεδικασμένο.
Στο σύγγραμμα Spencer Bower and Handley Res Judicata, 4η εκδοση, σελ. 19 παραγρ. 2.15, που παραπέμπει και η πρωτόδικη απόφαση με πολλή καθαρότητα αναφέρεται:
«2.15 A decision by a tribunal that it has no jurisdiction will not support a plea of res judicata on any other reason ..
The res judicata was the lack of jurisdiction.."
«Με τα πιο πάνω προστατεύεται και η δικαιοσύνη από αέναες διαδικασίες στις οποίες θα πρωταγωνιστούσε η εφευρηματικότητα του διαδίκου» όπως ευφυώς ανέφερε και ο Νικήτας, Δ, στην υπόθεση Ευαγγέλου (αρ. 3) (2000) 1 Α.Α.Δ. 913, 920.
Με γνώμονα όλα τα πιο πάνω και της μη θεμελίωσης οιωνδήποτε των λόγων που επικαλείται ο αιτητής, η αίτηση θα πρέπει να αποτύχει και απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.