ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 2148
3 Oκτωβρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
JANET MOORE,
Εφεσείουσα-Ενάγουσα,
v.
1. FRIXOS EVAGOROU WATER SPORTS LTD,
2. ΦΡΙΞΟΥ ΕΥΑΓΟΡΟΥ,
3. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟY ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 241/2011)
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση αναστολής διαδικασίας ― Κατά πόσον ορθά εκδόθηκε σε αγωγή για αμέλεια, διάταγμα αναστολής της διαδικασίας μέχρις ότου η Ενάγουσα συμφωνούσε να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση ― Απόφανση πλειοψηφίας Εφετείου περί ορθής άσκησης της σχετικής διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ― Απόφανση μειοψηφίας περί επέμβασης στο αναφαίρετο δικαίωμα της ενάγουσας να μην καταθέσει.
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση αναστολής διαδικασίας μέχρις ότου ο ενάγων σε αγωγή για αμέλεια συμφωνήσει να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση ― Πότε επιτρέπεται ― Εφαρμοστέες αρχές ― Η σχετική διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου θα πρέπει να ασκείται με φειδώ ενώ το Δικαστήριο θα πρέπει να ισοζυγίσει την ανάγκη διασφάλισης της ελευθερίας του ατόμου με το συμφέρον της δικαιοσύνης ― Σε αιτήσεις αυτού του είδους ο αιτητής φέρει το βάρος να αποκαλύψει τους λόγους επί των οποίων στηρίζεται το αίτημα του ενώ παράλληλα η πλευρά του ενάγοντα θα πρέπει να αποκαλύψει τους λόγους πάνω στους οποίους στηρίζει την άρνηση της να αποδεχθεί.
Η εφεσείουσα η οποία κατόπιν ατυχήματος που υπέστη, είχε εγείρει αγωγή για αμέλεια διεκδικώντας αποζημιώσεις από τους εφεσίβλητους, αμφισβήτησε την ορθότητα ενδιάμεσης απόφασης η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της εν λόγω αγωγής σε αίτηση που είχαν προωθήσει οι εφεσίβλητοι/εναγόμενοι.
Με την εκκαλούμενη ενδιάμεση απόφαση το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα αναστολής της διαδικασίας, εκτός εάν σε περίοδο 21 ημερών η εφεσείουσα υποβαλλόταν σε ιατρική εξέταση από γιατρό της επιλογής των εφεσιβλήτων.
Στην ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου έγινε ευρεία αναφορά στους λόγους ένστασης της εφεσείουσας/ενάγουσας η οποία προέβαλε μεταξύ άλλων ειδικότερα το θέμα της ακαταλληλότητας του χρόνου υποβολής της αίτησης (μια ημέρα πριν η ενάγουσα/εφεσείουσα κλείσει την υπόθεση της) συνδυαζόμενο με το γεγονός ότι η αναγκαιότητα αντεξέτασης της έπαυσε να υφίσταται αφού η ίδια δεν θα εμφανιζόταν στο δικαστήριο για να καταθέσει.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:
α) Η σχετική διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, ασκήθηκε εσφαλμένα δεδομένου ότι η εφεσείουσα δεν θα κατέθετε.
β) Η έκδοση διαταγής για υποβολή της εφεσείουσας (μονίμου κατοίκου Βρετανίας) σε ιατρική εξέταση, εντός της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας, έγινε καθ' υπέρβαση εξουσίας.
γ) Στην εκκαλούμενη απόφαση υπήρχε η παραδοξότητα, να έχει διαταχθεί μεν η αναστολή της διαδικασίας, αλλά να μην έχει δοθεί η δυνατότητα στην εφεσείουσα να προσκομίσει περαιτέρω μαρτυρία σε περίπτωση που θα πραγματοποιείτο η ιατρική εξέταση.
Αποφασίστηκε:
Α. Υπό Παμπαλλή Δ., συμφωνούντος και του Νικολάτου Δ.:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τα γεγονότα που εξάγονταν από την ανταλλαγείσα, μεταξύ των δικηγόρων των δύο πλευρών, αλληλογραφία, και ιδιαιτέρως την επιστολή των συνηγόρων των εφεσιβλήτων, η οποία στάληκε σχεδόν δύο χρόνια πριν από τον επίδικο χρόνο, με την οποία οι εφεσίβλητοι ζητούσαν την εξέταση της εφεσείουσας. Ταυτόχρονα έγινε πρωτοδίκως αναφορά και σε προγενέστερη αίτηση για το ίδιο θέμα, η οποία κατατέθηκε μεν αλλά αποσύρθηκε.
2. Από τη μια η ίδια η εφεσείουσα αποφάσισε να κλείσει την υπόθεση της και από την άλλη παραπονείτο ότι δεν της δόθηκε η δυνατότητα προσκόμισης περαιτέρω μαρτυρίας ενώπιον του δικαστηρίου. Το σχετικό προβληθέν με την έφεση επιχείρημα, ήταν οξύμωρο.
3. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξήγησε επαρκώς γιατί, παρ' όλη την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε, άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια και επέτρεψε την αίτηση, λόγω ακριβώς των ιδιαίτερων γεγονότων που προηγήθηκαν και της αποδοχής του σχετικού αιτήματος σε προγενέστερο στάδιο, εκ μέρους των συνηγόρων της εφεσείουσας.
4. Είναι σύνηθες να υποβάλλεται κάποιος σε ιατρική εξέταση στην επικράτεια της χώρας στην οποία εκδικάζεται η υπόθεση. Θα έπρεπε το σχετικό επιχείρημα για το που θα εξεταζόταν η εφεσείουσα να είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και να υπήρχε η δική του θέση, κάτι το οποίο όμως δεν έγινε.
5. Το παράπονο για παροχή δυνατότητας στην εφεσείουσα για προσκόμιση περαιτέρω μαρτυρίας ήταν εντελώς εκτός του πλαισίου συζήτησης της έφεσης, από τη στιγμή που κάτι τέτοιο δεν είχε με οποιονδήποτε τρόπο αποτελέσει αντικείμενο σκέψης κανενός από τους παράγοντες της δίκης, έτσι ώστε να υπήρχε απόφανση του πρωτόδικου δικαστηρίου επί του προκειμένου.
6. Η σχετική διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου ασκήθηκε ορθώς.
Β. Υπό Ναθαναήλ Δ.:
1. Από τη στιγμή που η ενάγουσα δήλωσε ότι έκλεισε την υπόθεση της και δεν θα ερχόταν η ίδια στην Κύπρο για να καταθέσει στο Δικαστήριο (λέχθηκε προφορικώς ότι κατέστη τετραπληγική και ήταν ιδιαιτέρως δύσκολη η κάθοδος της ), εξέλιπε το υπόβαθρο της ιατρικής εξέτασης. Δεν θα τίθετο η όποια ιατρική εξέταση ενώπιον της ίδιας της ενάγουσας-εφεσείουσας για να αντικρούσει τα όσα θα ετίθεντο σε αντεξέταση.
2. Αντίθετα, η έκδοση διαταγής ιατρικής εξέτασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο επενέβαινε, υπό το φως του προαναφερθέντος δεδομένου, στο αναφαίρετο δικαίωμα της εφεσείουσας να μην καταθέσει.
3. Εξαναγκαζόταν στην ουσία η εφεσείουσα να υποστεί ιατρική εξέταση επί ποινή απώλειας ή απόρριψης της υπόθεσης της.
4. Εφαρμόζοντας το κριτήριο του ευλόγου, ότι πέραν της καθυστέρησης από πλευράς των εφεσιβλήτων να υποβάλουν την αίτηση, η αίτηση δεν ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις, ενώ η άρνηση της εφεσείουσας, ούσα στο εξωτερικό είτε μη δυνάμενη να δώσει μαρτυρία, είτε μη επιθυμούσα να το πράξει, δεν ήταν παράλογη.
5. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στην μη εμφάνιση της εφεσείουσας στο πρωτόδικο Δικαστήριο για σκοπούς μαρτυρίας, ενώ έδωσε μεγάλη έμφαση στο δικαίωμα των εφεσίβλητων να εξετάσουν την εφεσείουσα, δικαίωμα όμως που, δεν υφίστατο ως ανεξάρτητο και αυτόνομο, άνευ ετέρου. Ενώ, παράλληλα, είχαν ήδη αντεξετάσει τον ιατρό της εφεσείουσας που είχε καταθέσει και σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό.
6. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας υπέπεσε επίσης και στην αντινομία, να εκδώσει, πέραν της διαταγής για αναστολή, και διάταγμα «αυτόματης» απόρριψης της αγωγής με έξοδα εναντίον της, εάν η προθεσμία των 21 ημερών που έδωσε για την υποβολή της εφεσείουσας σε ιατρική εξέταση (ξεχνώντας τη φυσική κατάσταση της εφεσείουσας και το γεγονός ότι ήταν στο εξωτερικό), παρερχόταν άπρακτη.
7. Το πιο πάνω σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναμφίβολα κατεδείκνυε ότι ενήργησε κατ' εφαρμογή λανθασμένης αρχής και σίγουρα κατά κακή άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας.
8. Το ορθό θα ήταν, να μην εκδώσει την αιτούμενη διαταγή και να αφήσει την υπόθεση της εφεσείουσας να προχωρήσει, μη αποστερώντας την έτσι από το δικαίωμα της να προωθήσει την αγωγή της όπως η ίδια καλύτερα έκρινε, με το Δικαστήριο να διατηρεί την ευχέρεια να προβεί σε ανάλογη αξιολόγηση της μαρτυρίας συνολικά, στο τέλος της υπόθεσης.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Demosthenous v. Antoniou (1975) 1 C.L.R. 1,
Kyriakou a.o. v. Stylianou (1982) 1 C.L.R. 524,
Αριστοδήμου ν. Πετάση (1990) 1 Α.Α.Δ. 112,
Thanos Hotels Ltd v. Ιωάννου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1036,
Χατζησάββα ν. Διονυσίου (2006) 1 Α.Α.Δ. 1301,
Edmeades v. Thames Board Mills Ltd [1969] 2 Q.B. 67,
Jackson v. Mirror Group Newspapers Ltd a.o. (The Times, 17th March 1994),
Lane v . Willis [1972] 1 W.L.R. 326,
Hookham v. Wiggins Teape Fine Papers Limited [1995] PIQR 392,
Kyriakou ν. Stylianou (1982) 1 C.L.R. 524,
Li Siu Lun v. Looi Kok Poh a.o. [2012] 5 GHCR 4.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας-Αμμοχώστου (Δαυΐδ, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 560/07), ημερομηνίας 7/6/2011.
Γ. Τριλλίδης, για Π.Σαρρή & Σία, για την Εφεσείουσα.
Μ. Χ"Κωνσταντή, (κα.), για Γ. Φ. Πιττάτζη & Σία για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση μας δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας με την οποία συμφωνώ, θα δώσει ο Δικαστής Παμπαλλής. Την απόφαση της μειοψηφίας θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα είναι αγγλίδα υπήκοος, μόνιμη κάτοικος Αγγλίας. Βρισκόμενη στην Κύπρο για διακοπές και συμμετέχοντας σε θαλάσσιο άθλημα στην περιοχή Πρωταρά, υπέστη, κατά τον ισχυρισμό της, τραυματισμό τον οποίο αποδίδει σε αμέλεια ή έλλειψη προσοχής εκ μέρους των εφεσιβλήτων.
Καταχώρησε σχετικώς πολιτική αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, από το 2007, και για λόγους που δεν είναι του παρόντος, τελικώς η ακρόαση άρχισε στις 18 Φεβρουαρίου 2011. Στις 4 Μαΐου 2011 η εφεσείουσα είχε δηλώσει, μέσω των δικηγόρων της, ότι έκλεινε την υπόθεσης της χωρίς, όπως είναι κοινώς αποδεχτό, η ιδία να καταθέσει ως μάρτυρας. Στο μεταξύ στις 3 Μαΐου 2011, οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν αίτηση με την οποία ζητούσαν την αναστολή της διαδικασίας μέχρις ότου η εφεσείουσα εξεταστεί, για τα τραύματα που υπέστη, από γιατρό ή γιατρούς των εφεσιβλήτων. Η αίτηση αντίκρισε την ένσταση της εφεσείουσας, οδηγήθηκε σε ακρόαση και στις 7 Ιουνίου 2011 εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα αναστολής της διαδικασίας, εκτός εάν σε περίοδο 21 ημερών η εφεσείουσα υποβαλλόταν σε ιατρική εξέταση από γιατρό της επιλογής των εφεσιβλήτων.
Στην ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου γίνεται ευρεία αναφορά στους προβληθέντες λόγους ένστασης και ιδιαιτέρως στο θέμα της ακαταλληλότητας του χρόνου υποβολής της αίτησης. Τούτο συνδυαζόμενο με το γεγονός ότι η αναγκαιότητα αντεξέτασης της εφεσείουσας έπαυσε να υφίσταται αφού η εφεσείουσα δεν θα εμφανιζόταν στο δικαστήριο για να καταθέσει.
Η παρεχόμενη δυνατότητα αναστολής της διαδικασίας επαφίεται στην άσκηση της διακρατικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Η κυπριακή νομολογία που παρατίθεται στην πρωτόδικη απόφαση είναι ενδεικτική. Demosthenous v. Antoniou (1975) 1 C.L.R. 1, Kyriakou a.o. v. Stylianou (1982) 1 C.L.R. 524, Αριστοδήμου ν. Πετάση (1990) 1 Α.Α.Δ. 112, Thanos Hotels Ltd v. Ιωάννου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1036 και Χατζησάββα ν. Διονυσίου (2006) 1 Α.Α.Δ. 1301.
Από το πιο κάτω απόσπασμα από την εκκαλούμενη απόφαση, το περιεχόμενο του οποίου υιοθετούμε, καταδεικνύεται με καθαρότητα ο τρόπος αντίκρισης θεμάτων όπως το εξεταζόμενο.
«Ουσιαστικά το στοιχείο της δίκαιης και ισορροπημένης μεταχείρισης των διαδίκων βρίσκεται στον πυρήνα της άσκησης αυτής της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου. Διακριτική ευχέρεια που θα πρέπει να ασκείται με φειδώ ενώ το Δικαστήριο θα πρέπει να ισοζυγίσει την ανάγκη διασφάλισης της ελευθερίας του ατόμου με το συμφέρον της δικαιοσύνης. Η εξισορρόπηση των δύο θα πρέπει να ξεκινά από τη βάση ότι τόσο η ελευθερία όσο και η δικαιοσύνη είναι εξίσου σημαντικές αρχές και έννοιες που υπηρετούν τον πολίτη αλλά και την κοινωνία γενικότερα. Η ιατρική εξέταση δεν επιβάλλεται με διαταγή του Δικαστηρίου, εξέλιξη που θα συνιστούσε απαράδεκτη επέμβαση στην ατομική ακεραιότητα και ελευθερία του διαδίκου, αλλά έμμεσα με την αναστολή της δίκης μέχρις ότου ο διάδικος συμφωνήσει να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση. Σε αιτήσεις αυτού του είδους ο αιτητής φέρει το βάρος να αποκαλύψει τους λόγους επί των οποίων στηρίζεται το αίτημα του ενώ παράλληλα η πλευρά του ενάγοντα θα πρέπει να αποκαλύψει τους λόγους πάνω στους οποίους στηρίζει την άρνηση του να αποδεχτεί τούτο.»
Με την παρούσα έφεση και τους τρεις λόγους που περιλαμβάνει, η εφεσείουσα ουσιαστικώς επικαλείται τους ίδιους λόγους που πρόβαλε πρωτοδίκως. Ασκήθηκε λανθασμένα, όπως προβλήθηκε, η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, έχοντας υπόψη ότι η εφεσείουσα δεν θα καταθέσει και η έκδοση διαταγής για υποβολή της σε ιατρική εξέταση, εντός της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας, έγινε καθ' υπέρβαση εξουσίας.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα παραπονείται για την παραδοξότητα, όπως αναφέρθηκε, που περιλαμβάνεται στην εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία είχε διαταχθεί μεν η αναστολή της διαδικασίας, αλλά δεν δόθηκε η δυνατότητα στην εφεσείουσα να προσκομίσει περαιτέρω μαρτυρία σε περίπτωση που θα πραγματοποιηθεί η ιατρική εξέταση.
Προσπάθησε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας να καταδείξει ότι, ο κύριος λόγος για τον οποίο οι εφεσίβλητοι ζήτησαν την εξέταση της εφεσείουσας από γιατρό της δικής τους επιλογής, ήταν για να έχουν μελλοντικά τη δυνατότητα προσκόμισης ιατρικής μαρτυρίας. Τούτο εξέλιπε, ισχυρίστηκε ο κ. Τριλλίδης, από τη στιγμή που η ιδία δεν έδωσε μαρτυρία. Το άλλο σκέλος της επιχειρηματολογίας του συνήγορου, εδραζόταν στο γεγονός ότι η αίτηση αυτή ουσιαστικώς εκδικάστηκε μετά που η εφεσείουσα έκλεισε την υπόθεση της.
Πρέπει να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι το δικαστήριο στην απόφαση του ασχολείται σε έκταση, με τα γεγονότα που προηγήθηκαν της υποβολής της αίτησης για ιατρική εξέταση, η οποία καταχωρήθηκε μια ημέρα πριν η εφεσείουσα κλείσει την υπόθεση της. Το δικαστήριο παραθέτει τα γεγονότα που εξάγονται από την ανταλλαγείσα, μεταξύ των δικηγόρων των δύο πλευρών, αλληλογραφία, και ιδιαιτέρως την επιστολή των συνηγόρων των εφεσιβλήτων, η οποία στάληκε από τις 19 Φεβρουαρίου 2009, δηλαδή σχεδόν δύο χρόνια πριν τον επίδικο χρόνο, με την οποία οι εφεσίβλητοι ζητούσαν την εξέταση της εφεσείουσας. Ταυτοχρόνως, το δικαστήριο κάνει αναφορά και σε προγενέστερη αίτηση για το ίδιο θέμα, η οποία κατατέθηκε μεν αλλά αποσύρθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2009. Επομένως θεωρούμε το προβληθέν επιχείρημα του συνήγορου ως ανεδαφικό.
Ένα άλλο θέμα που ηγέρθη από πλευράς εφεσείουσας είναι το γεγονός ότι το δικαστήριο στέρησε την εφεσείουσα από τη δυνατότητα να προσκομίσει περαιτέρω μαρτυρία σε περίπτωση που το διάταγμα για ιατρική εξέταση θα εφαρμοζόταν. Στο σημείο αυτό θεωρούμε ότι το προβληθέν επιχείρημα είναι οξύμωρο. Από τη μια η ίδια η εφεσείουσα αποφάσισε να κλείσει την υπόθεση της και από την άλλη παραπονείται ότι δεν της δόθηκε η δυνατότητα προσκόμισης περαιτέρω μαρτυρίας ενώπιον του δικαστηρίου.
Ούτε το επιχείρημα περί παρανόησης του εξ ακοής κανόνα από πλευράς πρωτόδικου δικαστηρίου είναι βάσιμο. Το θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και της στάθμισης της βαρύτητας της, όπως ορθώς επισημαίνεται από το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν είναι του παρόντος.
Αναφορικά με τη καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην υποβολή της παρούσας αίτησης, το πρωτόδικο δικαστήριο εξήγησε επαρκώς γιατί, παρ' όλη την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε, άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια και επέτρεψε την αίτηση, λόγω ακριβώς των ιδιαίτερων γεγονότων που προηγήθηκαν και της αποδοχής, σε κάποιο προγενέστερο στάδιο, εκ μέρους των συνηγόρων της εφεσείουσας, ότι αυτή θα υποβληθεί σε ιατρική εξέταση, ερχόμενη στην Κύπρο. Από τη στιγμή που δεν ήλθε, υπέβαλε ο συνήγορος της, εξέλειπε και η αναγκαιότητα υποβολής της σε ιατρική εξέταση. Ο χαρακτηρισμός που έδωσε στην ενέργεια των εφεσιβλήτων ότι ήταν μια προμελετημένη μεθόδευση, είναι τουλάχιστον, κατά την άποψη μας, ατυχής. Συνεπώς θεωρούμε ότι ο 1ος λόγος έφεσης δεν είναι βάσιμος.
Ο συνήγορος της εφεσείουσας παραπονείται γιατί το δικαστήριο αποφάσισε να υποχρεώσει την εφεσείουσα να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση εντός της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Διερωτήθηκε ο συνήγορος γιατί αυτό να μη γίνει στην Αγγλία, αφού η υποχρέωση να έλθει στην Κύπρο παραβιάζει την ελευθερία του ατόμου, όπως είπε. Θεωρούμε ατυχή την παρομοίωση για παραβίαση της ατομικής ελευθερίας του ατόμου, όταν η εφεσείουσα για λόγους που βεβαίως δεν ευθύνεται, υπέστη κατά τον ισχυρισμό της, ένα τραυματισμό στην Κύπρο και ορθώς επέλεξε να προχωρήσει, διεκδικώντας το δικαίωμα της για αποζημίωση, ενώπιον των κυπριακών δικαστηρίων. Είναι σύνηθες να υποβάλλεται κάποιος σε ιατρική εξέταση στην επικράτεια της χώρας στην οποία εκδικάζεται η υπόθεση. Εν πάση περιπτώσει, δεν φαίνεται από τα πρακτικά της υπόθεσης, να τέθηκε οποτεδήποτε ενώπιον του δικαστηρίου που να υποδηλοί εξέταση θέματος της εφεσείουσας σε άλλη χώρα, εκτός Κύπρου. Αφήνουμε που εγείρεται θέμα εξόδων σε περίπτωση που αυτό θα είχε επισυμβεί. Βεβαίως θα έπρεπε να είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και να είχαμε τη δική του θέση, κάτι το οποίο όμως δεν έγινε. Συνεπώς, 2ος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.
Το τελευταίο παράπονο που υποβάλλεται με τον 3ο λόγο έφεσης είναι η έλλειψη οδηγιών εκ μέρους του δικαστηρίου για συνέχιση της υπόθεσης με την παροχή δυνατότητας στην εφεσείουσα να προσκομίσει περαιτέρω μαρτυρία, ενόψει της εκδοθείσας διαταγής για ιατρική εξέταση.
Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο θεωρούμε το παράπονο του αυτό εντελώς εκτός του πλαισίου συζήτησης της παρούσας έφεσης, από τη στιγμή που κάτι τέτοιο δεν είχε με οποιονδήποτε τρόπο αποτελέσει αντικείμενο σκέψης κανενός από τους παράγοντες της δίκης, πόσον μάλλον της εφεσείουσας, η οποία είχε κλείσει την υπόθεση της, έτσι ώστε να έχουμε και την απόφανση του πρωτόδικου δικαστηρίου επί του προκειμένου.
Με γνώμονα τα πιο πάνω, θεωρούμε ότι η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου ασκήθηκε ορθώς και συνακόλουθα, η έφεση αποτυγχάνει με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η δυνατότητα αναστολής διαδικασίας ώστε ο ενάγων να τύχει ιατρικής εξέτασης από ιατρό της επιλογής του αντιδίκου του, η δε διαδικασία να παραμείνει υπό αναστολή μέχρις ότου επιτευχθεί η εξέταση, έχει έρεισμα στη νομολογιακή ανάπτυξη του κοινοδικαίου. Για πρώτη φορά η δυνατότητα αυτή εξερευνήθηκε και αποφασίστηκε στην υπόθεση Edmeades v. Thames Board Mills Ltd [1969] 2 Q.B. 67, όπου ο Λόρδος Denning διαπιστώνοντας την απουσία σχετικής νομοθετικής ρύθμισης, εξέφρασε την άποψη ότι τέτοια νομοθεσία δεν ήταν αναγκαία, με δεδομένο το ότι το Δικαστήριο διατηρεί και έχει «ample jurisdiction to grant a stay whenever it is just and reasonable to do so».
Η δυνατότητα αυτή ουδέποτε αμφισβητήθηκε έκτοτε. Όπως το έθεσε ο Steyn L .J. στην Jackson v. Mirror Group Newspapers Ltd and another (The Times, 17th March 1994), το κοινοδίκαιο βρήκε τη λύση («but the common law has found a solution»), ότι, δηλαδή, ενυπάρχει σύμφυτη εξουσία να διαταχθεί αναστολή στις κατάλληλες περιπτώσεις. Κατά τη νομολογιακή εδραίωση των ορίων της σύμφυτης αυτής δικαιοδοσίας, αναγνωρίστηκε ότι η ιατρική εξέταση μπορεί να λάβει χώραν κατά δύο τρόπους: ο ένας είναι με άμεση διαταγή του Δικαστηρίου και ο άλλος με έμμεση, εκδίδοντας διάταγμα αναστολής εκτός εάν ο ενάγων, συγκατατεθεί να υποστεί την ιατρική εξέταση. Προτιμήθηκε ο δεύτερος τρόπος υπό το φως του γεγονότος ότι ο πρώτος θα επέφερε δραστικές συνέπειες στον ενάγοντα, εφόσον αν αρνείτο να υποβληθεί στην ιατρική εξέταση θα ήταν υπόλογος για καταφρόνηση διαταγής Δικαστηρίου (Edmeades - ανωτέρω - κατά τον Widgery L. J.).
Αναγνωρίστηκε όμως ταυτόχρονα ότι και η δεύτερη επιλογή οδηγεί σε έμμεσο εξαναγκασμό του ενάγοντα ο οποίος οφείλει πλέον να επιλέξει ανάμεσα στο δίλημμα να αποκλειστεί εφεξής από το δίκαιο της υπόθεσης του ή να αναγκαστεί να υποστεί την ιατρική εξέταση ενάντια στη θέληση του, παραβιαζομένης έτσι της ατομικής του ελευθερίας (Lane v . Willis [1972] 1 W.L.R. 326). Αυτή η παραβίαση της ελευθερίας απασχόλησε και την Κυπριακή νομολογία, (Αριστοδήμου ν. Πετάση (1990) 1 Α.Α.Δ. 112 και Χατζησάββα ν. Διονυσίου (2006) 1 Α.Α.Δ. 1301). Η νομολογία έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο ενάγων ο οποίος επιλέγει να εγείρει αγωγή, μη αφήνοντας στον εναγόμενο επιλογή από του να υπερασπιστεί τον εαυτό του, οφείλει να δώσει στον εναγόμενο τη λογική ευκαιρία να τον εξετάσει ιατρικώς, εφόσον επιλέγοντας την έγερση αγωγής, ο ενάγων «.. forgoes his right to protest at the invasion of his privacy which a medical examination involves.», (Hookham v. Wiggins Teape Fine Papers Limited [1995] PIQR 392). Συνυπολογίζεται όμως η επέμβαση στο σώμα και την προσωπικότητα του ενάγοντος ως ένα στοιχείο υπέρ ή εναντίον της έκδοσης της διαταγής.
Το κριτήριο για την έκδοση διαταγής αναστολής για σκοπούς ιατρικής εξέτασης είναι κατά βάση αυτό του ευλόγου της αίτησης («reasonableness test»). Αυτό σημαίνει κατά την Edmeades - ανωτέρω - κατά πόσο «the defendant' s request that the plaintiff submit to medical examination was reasonable» και κατά την Lane v. Wills - ανωτέρω - κατά πόσο:
«...... In the circumstances was the defendant' s request for a further psychiatric examination reasonable; or was the plaintiff' s refusal to submit himself to it reasonable?»
Σ' όλες τις υποθέσεις που μνημονεύονται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά και σ' όλες όσες κατάφερα να εντοπίσω κατά την έρευνα μου, ο ενάγων είχε ήδη δώσει μαρτυρία ή πρόκειτο να δώσει μαρτυρία ή είχε ήδη υποστεί τουλάχιστον μια ιατρική εξέταση, επιδιωκόταν δε η έκδοση εναντίον του διατάγματος για δεύτερη ή και τρίτη εξέταση. Το κριτήριο του ευλόγου («test of reasonableness»), τέθηκε σε εφαρμογή σε κάθε υπόθεση υπό το φως αυτών των δεδομένων.
Εδώ, η υπό κρίση υπόθεση παρουσιάζει την εξής ιδιαιτερότητα. Η ενάγουσα δεν έδωσε μαρτυρία, επιλέγοντας να μην καταθέσει η ίδια. Μια ημέρα μετά την καταχώρηση της αίτησης για αναστολή και προφανώς προτού επιδοθεί και οριστεί για πρώτη εμφάνιση, (ώστε να μπορεί να γίνεται λόγος για εσκεμμένη καταστρατήγηση της υπόθεσης των εναγομένων), η ενάγουσα στις 4.5.2011 έκλεισε την υπόθεση της. Αυτό ήταν απόλυτο δικαίωμα της στα πλαίσια της άλλης καλώς καθιερωμένης αρχής ότι στο αντιπαραθετικό σύστημα που ακολουθείται στον Κυπριακό χώρο της δικαιοσύνης, κατ' εφαρμογή του Αγγλοσαξωνικού μοντέλου εκδίκασης υποθέσεων, ο κάθε διάδικος είναι ελεύθερος κατά την παρουσίαση της υπόθεσης του στο αστικό δίκαιο να καλέσει εκείνους τους μάρτυρες που επιθυμεί, συμπεριλαμβανομένου και του ιδίου του διαδίκου, ο οποίος για αποδεικτικούς σκοπούς είναι ένας άλλος μάρτυρας. Καίριας βεβαίως σημασίας αφού είναι εκείνος που επιλέγει να φέρει την υπόθεση στο Δικαστήριο, γνωρίζει κατ' εξοχήν τα γεγονότα και φέρει το βάρος απόδειξης της υπόθεσης του. Δεν υπάρχει όμως κανόνας που υπαγορεύει την άνευ ετέρου κατάθεση του στο Δικαστήριο ή αντίθετα που απαγορεύει τη μη παρουσίαση του. Αν επιθυμεί, ή, επιλέγει να μην καταθέσει προς υποστήριξη της υπόθεσης του, αποδυναμώνει ενδεχομένως το βάσιμο της. Το Δικαστήριο οφείλει να αξιολογήσει τη δύναμη της υπόθεσης του, στην απουσία της δικής του μαρτυρίας. Οι λόγοι απουσίας του από το εδώλιο του μάρτυρα λαμβάνονται επίσης υπόψη. Η υπόθεση όμως δυνατόν να αποδειχθεί, είτε εν όλω, είτε εν μέρει, με άλλους μάρτυρες ή και με διάφορα υποστηρικτικά έγγραφα. Είναι θέμα αξιολόγησης της εκατέρωθεν δύναμης της υπόθεσης των αντιστοίχων διαδίκων.
Η δικαιολογητική βάση της αίτησης για ιατρική εξέταση και αναστολή της υπόθεσης στο μεσοδιάστημα, παρουσιάζεται στην παρ. 7 της υποστηρικτικής ένορκης δήλωσης του εναγόμενου-εφεσίβλητου 2. Αναφέρεται ότι η πλευρά των εναγομένων-εφεσιβλήτων θα είναι «.. σε μειονεκτική θέση αν δεν δοθεί η ευκαιρία να εξετάσουν την ενάγουσα γιατροί τους οποίους θα διορίσουμε εμείς. Έτσι θα μπορέσουμε να έχουμε τα επιστημονικά ευρήματα τους για να μπορέσουν οι δικηγόροι μας να αντεξετάσουν την ενάγουσα και να εργαστούν για την απονομή της δικαιοσύνης.».
Από τη στιγμή που η ενάγουσα δήλωσε ότι έκλεισε την υπόθεση της και δεν θα ερχόταν η ίδια από την Αγγλία στην Κύπρο για να καταθέσει στο Δικαστήριο (λέχθηκε προφορικώς ότι κατέστη τετραπληγική και ήταν ιδιαιτέρως δύσκολη η κάθοδος της στην Κύπρο), εξέλιπε το υπόβαθρο της ιατρικής εξέτασης. Δεν θα τίθετο η όποια ιατρική εξέταση ενώπιον της ίδιας της ενάγουσας-εφεσείουσας για να αντικρούσει τα όσα θα της τίθονταν σε αντεξέταση. Αντίθετα, η έκδοση διαταγής ιατρικής εξέτασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο επεμβαίνει υπό το φως του προαναφερθέντος δεδομένου, στο αναφαίρετο δικαίωμα της εφεσείουσας να μην καταθέσει. Εξαναγκάζεται στην ουσία η εφεσείουσα να υποστεί ιατρική εξέταση επί ποινή απώλειας ή απόρριψης της υπόθεσης της, κάτι στο οποίο θα γίνει αναφορά κατωτέρω.
Στην Αριστοδήμου ν. Πετάση (1990) 1 Α.Α.Δ. 112, λέχθηκε ότι:
«.. το αίτημα του εναγομένου για την ιατρική εξέταση του ενάγοντα ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και όχι στην ύπαρξη ανεξαρτήτου δικαιώματος του εναγομένου. Συνεπώς η άσκηση διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου είναι, σε κάθε περίπτωση, αλληλένδετη με τα γεγονότα της υπόθεσης τα οποία στην προκειμένη περίπτωση, επέβαλλαν την απόρριψη του αιτήματος.» (έμφαση προστέθηκε).
Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, σ' όλες τις σχετικές υποθέσεις, ο ενάγων είχε δώσει μαρτυρία στο Δικαστήριο ή ήταν παρών έτοιμος προς μαρτυρία. Εξάγεται από το σκεπτικό στην Αριστοδήμουν. Πετάση, ότι ο ενάγων είχε ήδη δώσει μαρτυρία και είχε κλείσει την υπόθεση του. Η έφεση επετράπη διότι καθυστερημένα και μετά το πέρας της υπόθεσης του ενάγοντα είχε καταχωρηθεί η αίτηση για εξέταση χωρίς βάσιμο λόγο για την καθυστέρηση, ώστε να παρίστατο ανάγκη για ανακοπή της διαδικασίας προς εκδίκαση της αγωγής του ενάγοντα. Εσφαλμένη, ως διαπιστώθηκε, εκτίμηση του δικηγόρου του εναγομένου ως προς την πιθανότητα απόδειξης των ισχυρισμών που προβάλλονται στην απαίτηση, δεν αποτελεί λόγο έγκρισης της αίτησης. Και εδώ το αίτημα υπεβλήθη καθυστερημένα, ενώ κατά κανόνα, υποβάλλεται κατά την αρχή της υπόθεσης, στο προκαταρκτικό στάδιο και ή στο στάδιο της έκδοσης οδηγιών.
Στην Kyriakou ν. Stylianou (1982) 1 C.L.R. 524, απορρίφθηκε η έφεση εναντίον της απόρριψης της αίτησης για υποβολή του ενάγοντα σε δεύτερη ιατρική εξέταση, χωρίς να είχε μεσολαβήσει οτιδήποτε το ουσιαστικό. Θεωρήθηκε ότι μια δεύτερη ιατρική εξέταση θα ισοδυναμούσε με ανεπίτρεπτη επέμβαση στην ελευθερία και δικαίωμα ιδιωτικής ζωής του ενάγοντα.
Στην Χατζησάββα ν. Διονυσίου - ανωτέρω - επετράπη η έφεση ακυρώνοντας την πρωτόδικη διαταγή για αναστολή της διαδικασίας μέχρι την ιατρική εξέταση, έκτη στη σειρά, υπό το φως του ότι ο ενάγων είχε ήδη καταθέσει και, μεταξύ άλλων, θα του αποστερείτο το δικαίωμα εμμέσως να αμφισβητήσει τα όσα πιθανόν να ανέφερε ο ιατρός που θα διενεργούσε την εξέταση, η οποία έτσι και αλλιώς, βασιζόταν σε αδιευκρίνιστα ιατρικά δεδομένα. Τονίσθηκε δε ότι αυτού του είδους οι ιατρικές εξετάσεις ζητούνται και ρυθμίζονται κατά την έκδοση οδηγιών συμφώνως της Δ.30, ώστε να μην παρακωλύεται, εκ των υστέρων, η προώθηση της υπόθεσης του ενάγοντα.
Στην υπόθεση Li Siu Lun v. Looi Kok Poh and another [2012] 5 GHCR 4, του High Court της Σιγκαπούρης, όπου έγινε ευρεία ανασκόπηση της Αγγλικής νομολογίας και της νομολογίας της Σιγκαπούρης (όπου αντίθετα με την Κύπρο, υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση για την έκδοση διαταγής για ιατρική εξέταση), λέχθηκε επίσης ότι ο διάδικος που επιδιώκει την ιατρική εξέταση «... would do well to apply for such an order as soon as possible after they become aware of the new allegation, and should do so before trial dates have been set. This will promote proper and efficient administration of justice.».
Όπως αποφασίστηκε στην πιο πάνω υπόθεση, η ιατρική εξέταση δεν περιορίζεται μόνο σε υποθέσεις προσωπικών ζημιών, αλλά επεκτείνεται και σε υποθέσεις όπου η αξίωση είναι για μη προσωπικές ζημιές, όπως στην Jackson v. Mirror Group Newspapers Ltd - ανωτέρω - όπου η αξίωση του γνωστού αστέρα της ποπ μουσικής ήταν για αποζημιώσεις για δυσφήμιση, στην Lane v. Willis - ανωτέρω - όπου επιδιωκόταν εξέταση ψυχιατρικής φύσης για τον ενάγοντα και στην ίδια την Li Siu Lun, όπου τέθηκε ως ζήτημα αυξημένων αποζημιώσεων και η αξίωση του ενάγοντα για κατάθλιψη ως αποτέλεσμα της κατ' ισχυρισμόν συνομωσίας μεταξύ του εναγόμενου νοσοκομείου με τον ιατρό που περίθαλψε τον ενάγοντα να αλλοιώσουν ιατρικά έντυπα ώστε να αποκρυβεί η αμέλεια του ιατρού. Και στις τρεις αυτές υποθέσεις, ο ενάγων ήταν διαθέσιμος, αν και απρόθυμος, να υποστεί ιατρική ή ψυχιατρική εξέταση.
Επανερχόμενος στα γεγονότα της υπόθεσης είναι πιστεύω φανερό, εφαρμόζοντας το κριτήριο του ευλόγου που αναφέρθηκε προηγουμένως, ότι πέραν της καθυστέρησης από πλευράς των εφεσιβλήτων να υποβάλουν την αίτηση, καθυστέρηση που ορθώς εντόπισε και το Δικαστήριο αν και κρίθηκε μη καταλυτική, η αίτηση δεν ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις, ενώ η άρνηση της εφεσείουσας, ούσα στο εξωτερικό είτε μη δυνάμενη να δώσει μαρτυρία, είτε μη επιθυμούσα να το πράξει, δεν ήταν παράλογη. Με όλη την εκτίμηση στο πρωτόδικο Δικαστήριο, η διακριτική του ευχέρεια ασκήθηκε λανθασμένα. Δεν δόθηκε η δέουσα σημασία στην μη εμφάνιση της εφεσείουσας στο πρωτόδικο Δικαστήριο για σκοπούς μαρτυρίας, ενώ έδωσε μεγάλη έμφαση στο δικαίωμα των εφεσίβλητων να εξετάσουν την εφεσείουσα, δικαίωμα όμως που, όπως σημειώθηκε ανωτέρω, δεν υφίσταται ως ανεξάρτητο και αυτόνομο, άνευ ετέρου. Ενώ, παράλληλα, είχαν ήδη αντεξετάσει τον ιατρό της εφεσείουσας που είχε καταθέσει και σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας υπέπεσε επίσης σε αντινομία, που πιστοποιεί και επιβεβαιώνει το λανθασμένο του όλου χειρισμού του και του τρόπου άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας. Ενώ στη σελ. 9 της απόφασης του ασχολείται και απορρίπτει την εισήγηση της εφεσείουσας ότι τυχόν έγκριση της αίτησης θα επέφερε και το τέλος της αγωγής, με το σκεπτικό ότι δεν δόθηκε προς τούτο οποιαδήποτε δικαιολογία που να υποστηρίζει τη θέση η οποία παρέμεινε «... γενική και αόριστη .. μετέωρη και έκθετη σε απόρριψη ...», στο τέλος της απόφασης του και χωρίς να το ζητήσουν οι εφεσίβλητοι με την αίτηση τους, πράττει ακριβώς αυτό το οποίο προηγουμένως θεώρησε ως ανυπόστατη εισήγηση εκ μέρους της εφεσείουσας. Προχωρεί, πέραν της διαταγής για αναστολή, και σε διάταγμα «αυτόματης» απόρριψης της αγωγής με έξοδα εναντίον της, εάν η προθεσμία των 21 ημερών που έδωσε για την υποβολή της εφεσείουσας σε ιατρική εξέταση (ξεχνώντας τη φυσική κατάσταση της εφεσείουσας και το γεγονός ότι ήταν στο εξωτερικό), παρέλθει άπρακτη.
Το πιο πάνω σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναμφίβολα δείχνει ότι ενήργησε κατ΄ εφαρμογή λανθασμένης αρχής και σίγουρα κατά κακή άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Ενώ το ορθό θα ήταν, όπως εξηγήθηκε πριν, να μην εκδώσει την αιτούμενη διαταγή και να αφήσει την υπόθεση της εφεσείουσας να προχωρήσει, μη αποστερώντας την έτσι από το δικαίωμα της να προωθήσει την αγωγή της όπως η ίδια καλύτερα έκρινε, με το Δικαστήριο να διατηρεί την ευχέρεια να προβεί σε ανάλογη αξιολόγηση της μαρτυρίας συνολικά, στο τέλος της υπόθεσης. Αντ' αυτού, αποστέρησε εντελώς την εφεσείουσα από του να τύχει διάγνωσης των αστικών της δικαιωμάτων.
Για τους πιο πάνω λόγους, θα επέτρεπα την έφεση και θα ακύρωνα την πρωτόδικη διαταγή εξ ολοκλήρου συμπεριλαμβανομένης και της διαταγής εξόδων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.