ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Constantin Hasan ν. Γεώργιου Αντωνιάδη (2004) 1 ΑΑΔ 1701
Metaxas Loizides Syrimis & Co και Άλλη ν. L. K. Globalsoft Com. Ltd (2007) 1 ΑΑΔ 54
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2012) 1 ΑΑΔ 1752
20 Ιουλίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ,
Εφεσείων-Ενάγων,
v.
F. W. WOOLWORTH & CO (CYPRUS) LTD,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 18/2009)
Χρηματιστήριο ― Αποζημιώσεις ― Κατά πόσον ήταν βάσιμη αξίωση του Ενάγοντα για ζημίες που ισχυριζόταν ότι υπέστη λόγω μη έγκαιρης αποστολής τίτλων μετοχών σχετικά με δικαιώματα αγοράς μετοχών τα οποία κατείχε, ισχυριζόμενος ότι δεν μπόρεσε λόγω μη έκδοσης τίτλων να πωλήσει σε χρόνο που οι μετοχές παρουσίαζαν άνοδο ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης ότι η απώλειά του παρέμεινε σε θεωρητικό επίπεδο, αφού αυτός εξακολουθούσε κατά τη δίκη να τους κατέχει ― Δεν νοείτο να εξακολουθούσε κατά την καταχώρηση της αγωγής να κατείχε τα Δ.Α.Μ., η αξία των οποίων μπορούσε ανά πάσα στιγμή να μεταβληθεί προς τα άνω και ταυτόχρονα να αξιώνει τη διαφορά της αξίας τους σε συγκεκριμένη ημερομηνία στο παρελθόν, την οποία ο ίδιος επέλεγε.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε πρωτόδικη απορριπτική απόφαση σε αγωγή που είχε εγείρει για απώλεια ποσού £183.483,00, λόγω παραλείψεων των εφεσιβλήτων να του αποστείλουν έγκαιρα τους τίτλους 53.650 Δικαιωμάτων Αγοράς Μετοχών τους, («Δ.Α.Μ.»), ("warrants").
Δικογραφημένη θέση του εφεσείοντα, ήταν ότι, ενώ αυτός, στις 3/9/1999, κατείχε 53.650 Δ.Α.Μ., που είχε αγοράσει από τους εφεσίβλητους, οι τελευταίοι παρέλειψαν και/ή αμέλησαν και/ή αρνήθηκαν να εκδώσουν και να του παραδώσουν τους σχετικούς τίτλους σύμφωνα με το σχετικό Νόμο και Κανονισμούς και/ή, εν πάση περιπτώσει, εντός ευλόγου χρόνου.
Λόγω της ως άνω καθυστέρησης ήταν η θέση του ότι υπέστη ζημία καθ' ότι δεν μπόρεσε να τα πωλήσει κατά τον χρόνο που είχε εκφράσει τέτοια πρόθεση και ότι κατά το χρόνο που οι εφεσίβλητοι τους εξέδωσαν ήτοι στις 24/2/2000 η μέση σταθμική τιμή των πιο πάνω Δ.Α.Μ. διαφοροποιήθηκε προς τα κάτω και η αξία τους μειώθηκε από £299.367,00 σε £115.884,00, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί τη διαφορά, την οποία και αξίωσε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, απεφάνθη μεταξύ άλλων ότι μέχρι τις 3.9.1999 ήταν δυνατόν να πωληθούν αξίες χωρίς ο πωλητής να κατέχει τον τίτλο. Από 3.9.1999 μέχρι 15.10.1999 ήταν δυνατή η πώληση χωρίς τίτλο αν υπήρχε σχετική βεβαίωση και οι αξίες είχαν αποκτηθεί εντός των προηγουμένων 10 εργάσιμων ημερών.
Μετά τις 15.10.1999 ο χρόνος αυτός μειώθηκε στις 7 εργάσιμες ημέρες. Υπήρχε επίσης η δυνατότητα να ζητηθεί η έκδοση αντιγράφων, με την διαδικασία που παρουσιάστηκε στη δικάσιμο.
Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων, κατέληξε ότι οι τίτλοι εκδόθηκαν και διαβιβάστηκαν στον εφεσείοντα μέσω του Χ.Α.Κ. και των χρηματιστών του, για άγνωστο, όμως, λόγο δεν παραλήφθηκαν από αυτόν.
Υπήρχε, σημείωσε, το πρωτόδικο Δικαστήριο σαφής μαρτυρία από πλευράς εφεσιβλήτων ως προς τον τρόπο έκδοσης και αποστολής τους, όχι, όμως, θετική μαρτυρία ως προς την ακριβή ημερομηνία ετοιμασίας και αποστολής τους.
Σε σχέση με το αδίκημα της αστικής αμέλειας, έκρινε ότι ο εφεσείων δεν ικανοποίησε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν έναντί του καθήκον επιμέλειας το οποίο παρέβησαν ή ότι υπήρχαν περιστάσεις που δημιουργούσαν τέτοιο καθήκον, ιδιαίτερα εφόσον η απαίτησή του ήταν αποκλειστικά οικονομικής φύσης και ο ίδιος δεν απέδειξε ότι είχε υποστεί ζημιά.
Απέρριψε την, κατ' ισχυρισμό, παράβαση του Άρθρου 22(6) του Νόμου, καίτοι δέχτηκε ότι αυτό παρέχει αγώγιμο δικαίωμα σε πρόσωπο που υφίσταται ζημιά από παράβαση των κανονισμών και των αποφάσεων του Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου, επειδή δεν μπορούσε να διαπιστωθεί με ακρίβεια ο χρόνος έκδοσης των επίδικων τίτλων.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:
Λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 12 και 13.
Το λανθασμένο της διαπίστωσης ότι η μαρτυρία των μερών συνέκλινε και ότι η ημερομηνία που έφεραν τα αντίγραφα των τίτλων δεν ήταν η ημερομηνία έκδοσής τους για πρώτη φορά, της λήψης υπόψη από το Δικαστήριο μαρτυρίας εκτός δικογράφων, της εξέτασης γεγονότων που δεν αποτελούσαν αντικείμενο της αντιδικίας και της ερμηνείας του Κ. 45 των Κανονισμών.
Αποφασίστηκε ότι:
Η ημερομηνία 24/2/2000 που αναγραφόταν στους επίδικους τίτλους ήταν η ημερομηνία έκδοσης των αντιγράφων και όχι η ημερομηνία έκδοσής τους για πρώτη φορά.
Η αναφορά από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε αποστολή των τίτλων αντί παράδοσή τους, όπως προνοεί ο Κ. 45 των Κανονισμών, δε αποτελούσε παρερμηνεία του.
Ούτε η θέση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε «αδικαιολόγητη καθυστέρηση» ευσταθούσε. Ανεξάρτητα από το ότι η αδικαιολόγητη καθυστέρηση ήταν δικός του ισχυρισμός, που δεν έγινε δεκτός, από το σύνολο της μαρτυρίας που το Δικαστήριο αποδέχτηκε, διαπιστώθηκε αδυναμία έκδοσης των επίδικων τίτλων εντός της προθεσμίας των πέντε εργάσιμων ημερών που προβλέπεται από τους Κανονισμούς, λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν στο Χ.Α.Κ.
Για την δε κατάσταση που επικρατούσε στο Χ.Α.Κ. το Σεπτέμβριο του 1999, η μαρτυρία των δύο πλευρών δεν ήταν διαφορετική.
Λόγοι έφεσης 8, 10 και 11.
Εφόσον έγινε δεκτό, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι αυτός είχε πρόθεση να πωλήσει τους επίδικους τίτλους το πρώτο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου του 1999 και, από τους εφεσίβλητους, ότι η αξία τους μειώθηκε το πρώτο τριήμερο του Μαρτίου του 2000, που ο ίδιος τους απέκτησε, αυτό ήταν αρκετό για την απόδειξη της ζημιάς του.
Αποφασίστηκε ότι:
Ούτε αυτοί οι λόγοι ευσταθούσαν. Οι πιο πάνω διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν οδηγούσαν σε απόδειξη οικονομικής ζημιάς, όπως ισχυρίστηκε ο εφεσείων. Η πρόθεσή του να πωλήσει τους επίδικους τίτλους, από μόνη της, δεν ήταν αρκετή. Η απώλειά του παρέμεινε σε θεωρητικό επίπεδο, αφού αυτός εξακολουθούσε κατά τη δίκη να τους κατέχει.
Δεν νοείτο να εξακολουθούσε κατά την καταχώρηση της αγωγής να κατείχε τα Δ.Α.Μ., η αξία των οποίων μπορεί ανά πάσα στιγμή να μεταβληθεί προς τα άνω και ταυτόχρονα να αξιώνει τη διαφορά της αξίας τους σε συγκεκριμένη ημερομηνία στο παρελθόν, την οποία ο ίδιος επιλέγει.
Με την απόρριψη των λόγων έφεσης που αφορούσαν στην απόδειξη της, κατ' ισχυρισμό, οικονομικής απώλειας του εφεσείοντα, ο λόγος έφεσης 9 δεν ήταν απαραίτητο να εξεταστεί.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Constantin v. Αντωνιάδη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1701,
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Ζωμενής, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 12152/00), ημερομηνίας 18/12/2008.
Μ. Κιτρομηλίδης, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Ηλιάδης με Γ. Καραμανώλη, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Αγωγή του εφεσείοντα για απώλεια ποσού £183.483,00, λόγω παραλείψεων των εφεσιβλήτων να του αποστείλουν έγκαιρα τους τίτλους 53.650 Δικαιωμάτων Αγοράς Μετοχών τους, («Δ.Α.Μ.»), ("warrants"), απορρίφθηκε, με έξοδα εναντίον του. Αποτέλεσμα ήταν η καταχώριση της παρούσας έφεσης.
Δικογραφημένη θέση του εφεσείοντα, ιατρικού επισκέπτη, ασχολούμενου, ταυτόχρονα, με την αγορά και πώληση μετοχών στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, (το «Χ.Α.Κ.»), με σκοπό το κέρδος, ήταν ότι, ενώ αυτός, στις 3/9/1999, κατείχε 53.650 Δ.Α.Μ., που είχε αγοράσει από τους εφεσίβλητους, οι τελευταίοι παρέλειψαν και/ή αμέλησαν και/ή αρνήθηκαν να εκδώσουν και να του παραδώσουν τους σχετικούς τίτλους σύμφωνα με τον περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμο του 1993, (Ν. 14(Ι)/93), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»), και τους περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμούς του 1995, (Κ.Δ.Π. 214/95), (όπως τροποποιήθηκαν), (οι «Κανονισμοί»), και/ή, εν πάση περιπτώσει, εντός ευλόγου χρόνου. Τους εξέδωσαν στις 24/2/2000 και ο ίδιος τους παρέλαβε αρχές Μαρτίου του 2000. Επειδή, ισχυρίστηκε, η μέση σταθμική τιμή των πιο πάνω Δ.Α.Μ. το πρώτο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου του 1999, που εξέφρασε και γραπτώς την πρόθεσή του να τα πωλήσει, σε σχέση με τη μέση σταθμική τιμή τους το πρώτο τριήμερο του Μαρτίου του 2000, διαφοροποιήθηκε προς τα κάτω, η αξία τους μειώθηκε από £299.367,00 σε £115.884,00, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί τη διαφορά, την οποία και αξίωσε.
Οι εφεσίβλητοι, με την Υπεράσπισή τους, αρνήθηκαν την οποιαδήποτε καθυστέρηση στην έκδοση και αποστολή των Δ.Α.Μ. Ισχυρίστηκαν ότι όλα τα δικαιώματα (warrants) που ο εφεσείων αγόρασε μέχρι τις 3/9/1999 εκδόθηκαν και αποστάληκαν σ' αυτόν και/ή τους αντιπροσώπους του - Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ. - ή τους ενεχυροδανειστές του, χωρίς οποιαδήποτε καθυστέρηση. Περαιτέρω, ανέφεραν ότι ο εφεσείων μπορούσε κατά την περίοδο Ιουλίου 1999 - Οκτωβρίου 1999 και χωρίς την κατοχή τίτλων να προβαίνει σε πωλήσεις αξιών.
Κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας, δηλώθηκαν παραδεκτά γεγονότα, τα οποία καταγράφονται στην απόφαση ως εξής:-
«Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι η εναγόμενη εταιρεία είναι δημόσια εταιρεία με βάση τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113 και ότι οι μετοχές και τα δικαιώματα αγοράς μετοχών της ήταν εισηγμένα στο Χ.Α.Κ. και τύγχαναν διαπραγμάτευσης στην αίθουσα συναλλαγών. Ο ενάγων σε διάφορες ημερομηνίες από τον Ιούνιο 1999 μέχρι 3.9.1999 αγόρασε στο Χ.Α.Κ. μέσω των χρηματιστών του 'Ελληνική Τράπεζα Επενδύσεις Λτδ' δικαιώματα αγοράς μετοχών (warrants) της εναγομένης. Στις 3.9.1998 κατείχε 73.245 δικαιώματα αγοράς μετοχών της εναγόμενης. Για 21.000 ΔΑΜ οι τίτλοι εκδόθηκαν τον Οκτώβριο του 1999 και παρέμειναν 52.245 για τα οποία δεν παραλήφθηκαν τίτλοι. (Τα πιστοποιητικά των 52.245 Δ.Α.Μ. κατατέθηκαν εκ συμφώνου ως τεκμήριο 1 και αριθμήθηκαν 1-1 μέχρι 1-17). Είναι ακόμα παραδεκτό γεγονός ότι το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ανέστειλε τις εργασίες του από 6.9.1999 μέχρι 3.10.1999 με σκοπό να γίνει εκκαθάριση των εγγράφων και πράξεων που εκκρεμούσαν για όλες τις μετοχές. Η μέση σταθμική τιμή των δικαιωμάτων αγοράς μετοχών της εναγομένης το πρώτο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου 1999 ήταν £5,58, ενώ το πρώτο τριήμερο του Μαρτίου 2000 ήταν £2,16. Η διακύμανση στον αριθμό των τιμών των δικαιωμάτων αγοράς μετοχών φαίνεται σε επιστολή του Χ.Α.Κ. η οποία γίνεται δεκτή αναφορικά με το σύνολο των πληροφοριών που περιέχει (Τεκμήριο 2). Τέλος αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι στις 12.11.1999 ο ενάγων, μέσω των δικηγόρων του, απέστειλε επιστολή στην 'Ελληνική Τράπεζα Επενδύσεις Λτδ' η οποία κοινοποιήθηκε στην εναγομένη (Τεκμήριο 3).»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε τη μαρτυρία των δύο πλευρών - κατέθεσαν: για τον εφεσείοντα, εκτός από τον ίδιο, οι Παναγιώτης Χριστοφόρου, Λειτουργός Εκκαθάρισης Συναλλαγών στο Χ.Α.Κ., Γιώργος Γρουτίδης, Προϊστάμενος του Τμήματος Χρηματιστηριακών Συναλλαγών της Ελληνικής Τράπεζας (Επενδύσεις) Λτδ., με την οποία ο εφεσείων διατηρούσε επενδυτικό λογαριασμό, Γιώργος Τρυπάτσας, Διευθυντής της Ελληνικής Τράπεζας (Επενδύσεις) Λτδ. μέχρι το Δεκέμβριο του 1999 και ΄Αντρη Μιχαηλίδου, υπάλληλος στο Τμήμα Εκκαθάρισης του Χ.Α.Κ. από το 1999 και, για τους εφεσίβλητους, η Μαρία Μιχαήλ, υπάλληλός τους στο Τμήμα Μετοχών - και σημείωσε ότι αυτή, ως προς τα ουσιώδη, συνέκλινε, διαπίστωσε ότι:-
«... τον Σεπτέμβριο 1999 στο Χ.Α.Κ. επικρατούσε μια χαώδης κατάσταση λόγω του αυξημένου όγκου συναλλαγών και της συσσώρευσης προβληματικών συναλλαγών, ενώ υπήρχε το ενδεχόμενο να πραγματοποιηθούν συναλλαγές χωρίς ο πωλητής να κατέχει τον αριθμό μετοχών που πωλούσε. Για αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης το Χ.Α.Κ. εξέδωσε διάφορες εγκυκλίους σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης προβληματικών συναλλαγών από τις εταιρείες ενώ ο αποδεκτός τρόπος χειρισμού των διαφόρων εγγράφων μεταβλήθηκε αρκετές φορές. Βρίσκω επίσης ότι μέχρι 3.9.1999 ήταν δυνατόν να πωληθούν αξίες χωρίς ο πωλητής να κατέχει τον τίτλο. Από 3.9.1999 μέχρι 15.10.1999 ήταν δυνατή η πώληση χωρίς τίτλο αν υπήρχε σχετική βεβαίωση και οι αξίες είχαν αποκτηθεί εντός των προηγουμένων 10 εργάσιμων ημερών. Μετά τις 15.10.1999 ο χρόνος αυτός μειώθηκε στις 7 εργάσιμες ημέρες. Υπήρχε επίσης η δυνατότητα να ζητηθεί η έκδοση αντιγράφων, με την διαδικασία που φαίνεται στο τεκμήριο 13.»
Σε σχέση με το κατά πόσο οι εφεσίβλητοι εξέδωσαν και απέστειλαν τους τίτλους 52.245 Δ.Α.Μ., (οι «επίδικοι τίτλοι», όπως είχε δηλωθεί από τους συνηγόρους), στον εφεσείοντα και πότε το έπραξαν ή κατά πόσο αυτοί εκδόθηκαν για πρώτη φορά στις 24/2/2000, όπως ισχυριζόταν ο εφεσείων, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων, κατέληξε ότι οι τίτλοι εκδόθηκαν και διαβιβάστηκαν στον εφεσείοντα μέσω του Χ.Α.Κ. και των χρηματιστών του, για άγνωστο, όμως, λόγο δεν παραλήφθηκαν από αυτόν. Υπήρχε, σημείωσε, σαφής μαρτυρία από πλευράς εφεσιβλήτων ως προς τον τρόπο έκδοσης και αποστολής τους, όχι, όμως, θετική μαρτυρία ως προς την ακριβή ημερομηνία ετοιμασίας και αποστολής τους. Στις 24/2/2000, μετά από αίτηση του εφεσείοντα μέσω της Ελληνικής Τράπεζας (Επενδύσεις) Λτδ., όπου δηλώθηκε ότι οι τίτλοι απωλέστηκαν, εκδόθηκαν αντίγραφα αυτών. Έκρινε ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα δεν μπορούσε να αποκλείσει την αποστολή των επίδικων τίτλων από τους εφεσίβλητους και την απώλειά τους είτε από το Χ.Α.Κ. είτε από τους χρηματιστές του. Ο ισχυρισμός του ότι η 24/2/2000 είναι η ημερομηνία έκδοσης για πρώτη φορά των επίδικων τίτλων δεν ήταν παρά απλή εικασία.
Σε σχέση με το κατά πόσο ο εφεσείων, περί τα μέσα Οκτωβρίου του 1999 - αρχές Νοεμβρίου του 1999, είχε πρόθεση να πωλήσει τους επίδικους τίτλους, δέχτηκε ότι αυτός, πράγματι, είχε τέτοια πρόθεση, αφού, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα και με βάση έγγραφα που κατατέθηκαν ως τεκμήριο ενώπιόν του, προέβαινε όχι μόνο σε αγορές αλλά και σε πωλήσεις.
Στη συνέχεια, αφού καθοδηγήθηκε από τις νομικές αρχές σε σχέση με τη νομική βάση της αγωγής - αστικό αδίκημα της αμέλειας και παράβαση καθήκοντος εκ του νόμου - κατέληξε ότι δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για επιτυχία της.
Σε σχέση με το αδίκημα της αστικής αμέλειας, έκρινε ότι ο εφεσείων δεν ικανοποίησε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν έναντί του καθήκον επιμέλειας το οποίο παρέβησαν ή ότι υπήρχαν περιστάσεις που δημιουργούσαν τέτοιο καθήκον, ιδιαίτερα εφόσον η απαίτησή του ήταν αποκλειστικά οικονομικής φύσης και ο ίδιος δεν απέδειξε ότι είχε υποστεί ζημιά.
Απέρριψε την, κατ' ισχυρισμό, παράβαση του Άρθρου 22(6) του Νόμου*, καίτοι δέχτηκε ότι αυτό παρέχει αγώγιμο δικαίωμα σε πρόσωπο που υφίσταται ζημιά από παράβαση των κανονισμών και των αποφάσεων του Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου, επειδή δεν μπορούσε να διαπιστωθεί με ακρίβεια ο χρόνος έκδοσης των επίδικων τίτλων.
Ο εφεσείων, με δεκατρείς λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης καθ' όλην της την έκταση. Θα τους εξετάσουμε όχι με τη σειρά που αυτοί αναπτύσσονται από το συνήγορό του αλλά όπως εμείς αντιλαμβανόμαστε ότι είναι πιο ορθό για τους σκοπούς της έφεσης και ανάλογα με τη συνάφειά τους.
Λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 12 και 13.
Οι λόγοι αυτοί αφορούν στο λανθασμένο της διαπίστωσης ότι η μαρτυρία των μερών συνέκλινε και ότι η ημερομηνία που φέρουν τα αντίγραφα των τίτλων δεν είναι η ημερομηνία έκδοσής τους για πρώτη φορά, της λήψης υπόψη από το Δικαστήριο μαρτυρίας εκτός δικογράφων, της εξέτασης γεγονότων που δεν αποτελούσαν αντικείμενο της αντιδικίας και της ερμηνείας του Κ. 45 των Κανονισμών.
Ο εφεσείων υποστήριξε ότι, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αίτηση των εφεσιβλήτων για τροποποίηση της Έκθεσης Υπεράσπισής τους, ώστε αυτή να συνάδει με τις θέσεις που οι ίδιοι προώθησαν με τη μαρτυρία, τελικά στηρίχτηκε σ' αυτή. Συγκεκριμένα, υπέβαλε, οι εφεσίβλητοι, ενώ, με την ΄Εκθεση Υπεράσπισής τους, ισχυρίζονταν ότι εξέδωσαν και απέστειλαν έγκαιρα τους επίδικους τίτλους, με τη μαρτυρία που παρουσίασαν, πρόβαλαν διαφορετική θέση, δηλαδή ότι μπορεί αυτοί να εκδόθηκαν με κάποια καθυστέρηση, λόγω προβληματικών συναλλαγών και των συνθηκών που επικρατούσαν στο Χ.Α.Κ. Ούτε, ισχυρίστηκε, η διαπίστωση ότι δεν μπορούσε να αποκλειστεί η αποστολή των τίτλων και η απώλειά τους, σε κάποιο στάδιο, είτε από το Χ.Α.Κ. είτε από τους χρηματιστές του είναι ορθή, αφού αυτό δεν καλύπτεται από τη δικογραφημένη θέση των εφεσιβλήτων. Πρόβαλε, επίσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη διαπίστωσή του ότι αυτός δεν απέδειξε τον ισχυρισμό του ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην έκδοση των επίδικων τίτλων, λανθασμένα αναφέρθηκε σε «αδικαιολόγητη καθυστέρηση». Ο Κ. 45 των Κανονισμών, υπέβαλε, προβλέπει για παράδοση των τίτλων εντός πέντε ημερών από την έκδοση του πιστοποιητικού μεταβίβασης και όχι παράδοση τους εντός ευλόγου χρόνου. Περαιτέρω, εισηγήθηκε ότι αυθαίρετη είναι και η διαπίστωση ότι οι επίδικοι τίτλοι εκδόθηκαν και εστάλησαν πριν από τις 20/2/2000. Ο Κ. 45 των Κανονισμών προνοεί για «παράδοση» τίτλων στο Χ.Α.Κ. και όχι για έκδοση και αποστολή τους, όπως εσφαλμένα ερμηνεύτηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο, στην απόφασή του, αναφέρει ότι οι τίτλοι απεστάλησαν. Παρέβλεψε, ισχυρίστηκε, την ύπαρξη μαρτυρίας από λειτουργούς του Χ.Α.Κ. ότι οι εφεσίβλητοι δεν επισύναψαν στα πιστοποιητικά μεταβίβασης τους επίδικους τίτλους, αφήνοντας, έτσι, να νοηθεί ότι αυτοί κρατήθηκαν για τη διεκπεραίωση επόμενων συναλλαγών, κάτι που δεν ευσταθούσε. Η δε μαρτυρία της Μ.Υ.1 Μαρίας Μιχαήλ, η οποία λήφθηκε υπόψη, ήταν και εκτός δικογράφων και αντιφατική.
Οι εφεσίβλητοι, με αναφορά σε νομολογία, απέρριψαν τις θέσεις του εφεσείοντα. Επικαλούμενοι την απουσία ένστασης από πλευράς του κατά την παρουσίαση της μαρτυρίας και την αντεξέταση των μαρτύρων, ισχυρίστηκαν ότι αυτός κωλύεται να προβάλλει ότι η μαρτυρία που λήφθηκε υπόψη είναι εκτός δικογράφων. Υποστήριξαν δε ότι, σε περίπτωση, ακόμη, που ήθελε κριθεί ότι δόθηκε τέτοια μαρτυρία, αυτό δε θα επηρέαζε τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αφού θα μπορούσε να θεραπευθεί με διαταγή τροποποίησης της Έκθεσης Υπεράσπισης.
Για πληρότητα της εικόνας σε σχέση με το ζήτημα της απόρριψης αίτησης των εφεσιβλήτων για τροποποίηση της Υπεράσπισής τους, σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθώς προκύπτει, ενώ κατέθεταν μάρτυρες του εφεσείοντα, με τη σύμφωνη γνώμη του συνηγόρου του, ενέκρινε αίτημα των εφεσιβλήτων για τροποποίηση της Υπεράσπισής τους και εξέδωσε σχετικό Διάταγμα, η ισχύς του οποίου, όμως, εξέπνευσε, χωρίς αυτοί να συμμορφωθούν. Μετά την ολοκλήρωση της υπόθεσης και την επιφύλαξη της απόφασης, οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν, εκ νέου, αίτηση με το ίδιο περιεχόμενο, η οποία, όμως, συνάντησε την ένσταση του εφεσείοντα, λόγω της καθυστέρησης στην υποβολή της, και απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αιτιολογημένη απόφαση, πριν από την εκφώνηση της υπό έφεση απόφασης.
Εξέταση της Έκθεσης Υπεράσπισης των εφεσιβλήτων αποκαλύπτει ότι δικογραφημένη θέση τους ήταν ότι αυτοί εξέδωσαν έγκαιρα και χωρίς καθυστέρηση στον εφεσείοντα ή τους αντιπροσώπους του τους επίδικους τίτλους. Εκείνο που δεν είχε δικογραφηθεί ήταν ότι, σε περίπτωση που ήθελε φανεί ότι η έκδοση των τίτλων καθυστέρησε πέραν της υπό του νόμου προβλεπόμενης προθεσμίας, αυτό οφειλόταν όχι στους ιδίους αλλά στην κατάσταση που επικρατούσε στο Χ.Α.Κ. και σε προβληματικές συναλλαγές.
Έχουμε εξετάσει τη μαρτυρία στο σύνολό της. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την κατάσταση που επικρατούσε στο Χ.Α.Κ. κατά τον ουσιώδη χρόνο προέκυψε στη βάση του συνόλου της μαρτυρίας και, ιδιαίτερα, των μαρτύρων του εφεσείοντα. Δικογράφηση, άλλωστε, τέτοιου ισχυρισμού δεν ήταν απαραίτητη. Συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα λήψης μαρτυρίας εκτός δικογράφου και εξέτασης γεγονότων που δεν αποτελούσαν αντικείμενο της αντιδικίας. Τα γεγονότα και οι περιστάσεις του ουσιώδους χρόνου ήταν απόλυτα σχετικά με το ζήτημα της όποιας παράλειψης των εφεσιβλήτων να παραδώσουν τους επίδικους τίτλους εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των πέντε ημερών, ή εντός ευλόγου χρόνου, όπως ο ίδιος ο εφεσείων το έθεσε στην Έκθεση Απαίτησής του. Όμως, και να διαπιστώναμε ότι η μαρτυρία αυτή δεν καλυπτόταν από τα δικόγραφα των εφεσιβλήτων, αυτό θα μπορούσε να θεραπευθεί με διαταγή για τροποποίηση της Έκθεσης Υπεράσπισης, εφόσον η μαρτυρία αυτή δόθηκε χωρίς ένσταση και κρίθηκε αξιόπιστη - (βλ. Constantin v. Αντωνιάδη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1701). Ούτε η μαρτυρία της Μ.Υ.1, την οποία έχουμε εξετάσει, βρίσκουμε να είναι αντιφατική, όπως εισηγείται ο εφεσείων. Οι όποιες αντιφάσεις υπάρχουν δεν είναι ουσιώδεις. Επομένως, η ημερομηνία 24/2/2000 που αναγράφεται στους επίδικους τίτλους είναι η ημερομηνία έκδοσης των αντιγράφων και όχι η ημερομηνία έκδοσής τους για πρώτη φορά.
Η αναφορά από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε αποστολή των τίτλων αντί παράδοσή τους, όπως προνοεί ο Κ. 45 των Κανονισμών, δε βρίσκουμε να αποτελεί παρερμηνεία του. Η μαρτυρία ενώπιόν του από τη Μ.Υ.1 ήταν σαφής. Οι τίτλοι, ανέφερε η μάρτυς, αποστέλλονταν στο Χ.Α.Κ. με κλητήρα. Συνεπώς, η χρησιμοποίηση της λέξης «αποστολή» από το Δικαστήριο δεν είναι τίποτε άλλο παρά αποστολή με κλητήρα, δηλαδή παράδοση. Ούτε η θέση ότι εσφαλμένα αυτό αναφέρθηκε σε «αδικαιολόγητη καθυστέρηση» ευσταθεί. Ανεξάρτητα από το ότι η αδικαιολόγητη καθυστέρηση ήταν δικός του ισχυρισμός, που δεν έγινε δεκτός, από το σύνολο της μαρτυρίας που το Δικαστήριο αποδέχτηκε, διαπιστώθηκε αδυναμία έκδοσης των επίδικων τίτλων εντός της προθεσμίας των πέντε εργάσιμων ημερών που προβλέπεται από τους Κανονισμούς, λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν στο Χ.Α.Κ..
Τέλος, τα περί μη συγκλίνουσας μαρτυρίας των δύο πλευρών ως προς τα ουσιώδη, επίσης, δεν ευσταθούν. Για την κατάσταση που επικρατούσε στο Χ.Α.Κ. το Σεπτέμβριο του 1999, η μαρτυρία των δύο πλευρών δεν ήταν διαφορετική.
Λόγοι έφεσης 8, 10 και 11.
Ο εφεσείων πρόβαλε ότι, εφόσον έγινε δεκτό, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι αυτός είχε πρόθεση να πωλήσει τους επίδικους τίτλους το πρώτο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου του 1999 και, από τους εφεσίβλητους, ότι η αξία τους μειώθηκε το πρώτο τριήμερο του Μαρτίου του 2000, που ο ίδιος τους απέκτησε, αυτό ήταν αρκετό για την απόδειξη της ζημιάς του.
Ούτε αυτοί οι λόγοι ευσταθούν. Οι πιο πάνω διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν οδηγούν σε απόδειξη οικονομικής ζημιάς, όπως ισχυρίστηκε ο εφεσείων. Η πρόθεσή του να πωλήσει τους επίδικους τίτλους, από μόνη της, δεν ήταν αρκετή. Η απώλειά του παρέμεινε σε θεωρητικό επίπεδο, αφού αυτός εξακολουθούσε κατά τη δίκη να τους κατέχει. Όπως εύστοχα το έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο:-
«Χωρίς όμως να υπάρχει μαρτυρία ότι ο ενάγων πώλησε τις αξίες σε συγκεκριμένη τιμή δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει υποστεί οποιαδήποτε απώλεια. Δεν νοείται δηλαδή να εξακολουθούσε κατά την καταχώρηση της αγωγής να κατέχει τα ΔΑΜ, η αξία των οποίων μπορεί ανά πάσα στιγμή να μεταβληθεί προς τα άνω και ταυτόχρονα να αξιώνει τη διαφορά της αξίας τους σε συγκεκριμένη ημερομηνία στο παρελθόν, την οποία ο ίδιος επιλέγει. Μέχρι την πώληση των ΔΑΜ η ισχυριζόμενη απώλεια παραμένει σε θεωρητικό επίπεδο. Τότε μόνο αποκρυσταλλώνεται, με την πώληση σε συγκεκριμένη τιμή. (Βλ. Metaxas Loizides Syrimis & Co κ.ά. v. L. K. Globalsoft Com Ltd (2007) 1 Α.Α.Δ. 54). Το στοιχείο αυτό, από μόνο του, επαρκεί για την απόρριψη της αγωγής.»
Με την απόρριψη των λόγων έφεσης που αφορούν στην απόδειξη της, κατ' ισχυρισμό, οικονομικής απώλειας του εφεσείοντα, ο λόγος έφεσης 9, που αφορά τη διαπίστωση ότι η διαδικασία απόκτησης αντιγράφων των τίτλων ήταν πάντα διαθέσιμη και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ανά πάσα στιγμή, δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.