ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2012) 1 ΑΑΔ 1493

3 Ιουλίου, 2012

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΜΑΡΚΟΣ ΜΑΡΚΑΡΗ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

ΜΑΡΚΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 390/2006)

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Παραμερισμός πρωτόδικης απόφασης σε υπόθεση ιατρικής αμέλειας λόγω γενικότητας αντιφατικότητας και πλημμελούς τρόπου προσέγγισης μαρτυρίας ― Διαταγή για επανεκδίκαση ― Πότε προκύπτουν επισφαλή ευρήματα σε βαθμό που καθίσταται αδύνατη η διόρθωση κατ' εφαρμογή των εξουσιών του Εφετείου.

Αστικά αδικήματα ― Αμέλεια ― Res ipsa loquitur ― Eπίκληση του res ipsa loquitur είναι παραδεκτή μόνο εκεί όπου το γεγονός ή γεγονότα τα οποία προκάλεσαν τη ζημία τελούσαν υπό τον έλεγχο του εναγόμενου ― Όπου τα γεγονότα τα οποία επέφεραν τη βλάβη (ζημία) είναι γνωστά, η εξωτερική τους υφή δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο υποθέσεων και συμπερασμάτων ― Προϋπόθεση για την εφαρμογή του αποτελεί η αιτιώδης σχέση μεταξύ του συμβάντος και της ζημίας η οποία προκαλείται ― Δεν τυγχάνει εφαρμογής όπου ο ενάγων επιχειρεί με την προσαγωγή μαρτυρίας πραγματογνωμόνων να αποδείξει την ιατρική αμέλεια.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο, εφόσον, εξ αντικειμένου, τα πρωτογενή ευρήματα φαίνονται ανυπόστατα ― Δεν επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, εκτός εάν ο εφεσείων το ικανοποιήσει ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής ή ότι τα ευρήματα δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρουμένης στο σύνολό της.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία επιδικάστηκαν υπέρ του εφεσίβλητου αποζημιώσεις υπό μορφή ειδικών και γενικών αποζημιώσεων, για βλάβες που αυτός υπέστη ως αποτέλεσμα χειρουργικής επέμβασης.

Σύμφωνα με τη θέση του εφεσίβλητου όπως προβλήθηκε πρωτοδίκως ο τελευταίος υπέστη σοβαρή βλάβη στο γόνατο συνεπεία αμελών πράξεων και/ή παραλείψεων του εφεσείοντα, όταν χειρουργήθηκε από τον εφεσείοντα στο δεξιό γόνατο.

Ο εφεσείων, με την Υπεράσπισή του, αρνήθηκε όλες τις λεπτομέρειες της αμέλειας που του καταλόγισε ο εφεσίβλητος. Απέδωσε τη βλάβη, εάν υπήρχε, σε τραυματισμό και/ή συμπίεση και/ή φυσιολογικό και/ή παθολογικό εκφυλισμό των νεύρων και, γενικά, των μορίων, που οφείλονταν στα δυστυχήματα που αυτός είχε.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου αξιόπιστη και βοηθητική στον καθορισμό της προεγχειρητικής και μετεγχειρητικής του κατάστασης, μη βοηθητική, όμως, σε σχέση με την αμέλεια του εφεσείοντα, για την οποία καθοριστικής σημασίας εντόπισε ότι  ήταν η μαρτυρία των ειδικών. Αποδέχτηκε περαιτέρω ως καθ' όλα αξιόπιστη, τη μαρτυρία ιατρών αφού, ως διαπίστωσε, η υπόλοιπη μαρτυρία για τον εφεσίβλητο, καίτοι αξιόπιστη, δε βοηθούσε.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντα αφού όπως έκρινε αυτή ήταν έντεχνα προσανατολισμένη στο να δείξει ότι κατά την εγχείρηση ακολούθησε κατά γράμμα όλες τις διαδικασίες, ώστε να απαλλαγεί τυχόν ευθύνης. Ανέφερε μεταξύ άλλων   για παράδειγμα ότι η περιγραφή του για το πώς έγινε η εγχείρηση ήταν ως περιγραφή, εντυπωσιακή. Όμως, όπως έκρινε, στην πραγματικότητα εκείνο που περιέγραφε δεν ήταν ο τρόπος που ο ίδιος έκαμε την εγχείρηση αλλά για το πώς θα έπρεπε να είχε γίνει η εγχείρηση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη μεταξύ άλλων  σε εύρημα ότι ο εφεσείων προσπάθησε με την τροποποίηση δικογράφων στην οποία προέβη, να διευρύνει αδικαιολόγητα τα επίδικα θέματα, γεγονός που επίσης έπληττε την αξιοπιστία του.

Απέρριψε δε, τη θέση ότι οι βλάβες οφείλονταν σε διάφορα δυστυχήματα που είχε ο εφεσίβλητος. Απορρίπτοντας τη θέση του εφεσείοντα ότι αυτός διενήργησε την επέμβαση με τον ενδεδειγμένο τρόπο, ανέφερε, συγκεκριμένα, ότι ήταν έντονη η εντύπωση ότι τα όσα ανέφερε δεν ήταν τίποτε άλλο από μια θεωρητική περιγραφή της μεθόδου που χρησιμοποιήθηκε.

Απέρριψε ακόμα, τόσο τη θέση του εφεσίβλητου ότι η μέθοδος που ακολούθησε ο εφεσείων δεν ήταν η κατάλληλη όσο και τη θέση του εφεσείοντα ότι αυτή ήταν απόλυτα ασφαλής.

Κατέληξε, ότι δεν αποδείχτηκαν οι δικογραφημένες λεπτομέρειες αμέλειας που ο εφεσίβλητος απέδιδε στον εφεσείοντα, έκρινε, όμως, τον εφεσείοντα υπεύθυνο στη βάση της δικογραφημένης αρχής του res ipsa loquitur.

Διαπίστωσε περαιτέρω, ότι η βλάβη δεν μπορούσε να συμβεί, αν δεν υπήρχε αμέλεια από τον εφεσείοντα κατά την εγχείρηση και ότι ο ίδιος απέτυχε να δώσει εξήγηση γι' αυτήν.

Ο εφεσείων, με δώδεκα λόγους έφεσης, υποστήριξε μεταξύ άλλων τα εξής:

α) Λόγω της αποτυχίας του εφεσίβλητου να αποδείξει τις δικογραφημένες λεπτομέρειες της αμέλειάς του, δεν παρεχόταν στο πρωτόδικο Δικαστήριο η δυνατότητα εφαρμογής της αρχής res ipsa loquitur.

β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καίτοι επιφυλάχθηκε να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους αυτό δεν αποδεχόταν τη μαρτυρία των μαρτύρων του εφεσείοντα, δεν το έπραξε σε οποιοδήποτε στάδιο.

γ)  Δεν έλαβε υπόψη του την αξιόπιστη μαρτυρία του φυσιοθεραπευτή.

δ) Αντί να αξιολογήσει τα επιστημονικά στοιχεία που οι μάρτυρες ειδικοί κατέθεσαν, χωρίς να τους κρίνει αναξιόπιστους, δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία τους, με γενικές και αόριστες αναφορές.

ε)  Η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου  ότι ο εφεσείων προσπάθησε να το αποπροσανατολίσει, επειδή τροποποίησε την Υπεράσπισή του, την οποία το ίδιο ενέκρινε, ήταν αντινομική.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η εφαρμογή της  αρχής res ipsa loquitur δεν μπορούσε να αποκλεισθεί, δεδομένου ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να γνωρίζει τα γεγονότα που επέφεραν τη βλάβη. Η ορθότητα, βέβαια, εφαρμογής της από το πρωτόδικο Δικαστήριο προϋπόθετε την ορθότητα της κρίσης της αξιοπιστίας των μαρτύρων και των συνακόλουθων αυτής διαπιστώσεων.

2.    Η αξιολόγηση της μαρτυρίας τους χαρακτηριζόταν από γενικότητα και αντιφατικότητα. Ήταν ενδεικτικό ότι το Δικαστήριο κατέληξε, χωρίς να δίδει οποιαδήποτε εξήγηση, ότι η περιγραφή του τρόπου διεξαγωγής της εγχείρησης ήταν εντυπωσιακή μόνο ως περιγραφή.

3.  Ο εφεσείων, στη μαρτυρία του, περιέγραψε πώς ο ίδιος προβαίνει σ' αυτού του είδους τις εγχειρήσεις και διευκρίνισε ότι η συγκεκριμένη εγχείρηση δεν παρουσίασε οποιαδήποτε επιπλοκή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε την τελευταία αναφορά του μάρτυρα.

4.  Η τροποποίηση του δικογραφήματος του εφεσείοντα ήταν δικαίωμά του και έγινε ύστερα από άδεια του Δικαστηρίου. Δεν μπορούσε, εκ των υστέρων, να ενταχθεί στους λόγους απόρριψης της μαρτυρίας του, θεωρώντας το προσπάθεια αποπροσανατολισμού του και διεύρυνσης των επίδικων θεμάτων από τον ίδιο και τους μάρτυρές του.

5.  Γενικά, ο τρόπος αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσείοντα και των μαρτύρων Υπεράσπισης, οι οποίοι στο σύνολό τους ήταν ειδικοί και διετύπωναν άποψη από τις γνώσεις και την πείρα τους, ήταν πλημμελής.

6.  Η μαρτυρία τους προσεγγίστηκε και απορρίφθηκε, χωρίς να συσχετιστεί και να αξιολογηθεί με το σύνολο της μαρτυρίας και, ειδικότερα, με μαρτυρία της πλευράς του εφεσίβλητου που κρίθηκε αξιόπιστη.

7.  Σε σχέση με συγκεκριμένο ιατρικό θέμα το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε όσα ο εφεσείων και οι μάρτυρές του κατέθεσαν, τα οποία, σε κάποιο βαθμό, φαινόταν να υποστηρίζονταν από τους μάρτυρες του εφεσίβλητου, που κρίθηκαν αξιόπιστοι.

8.  Τα όσα ενδεικτικά αναφέρθησαν, καθιστούσαν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επισφαλή, σε βαθμό που ήταν αδύνατο να διορθωθούν, κατ' εφαρμογή των εξουσιών του εφετείου. Διατάχθηκε επανεκδίκαση. Δεν κατέστη αναγκαία η εξέταση των λόγων αντέφεσης.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992) 1 Α.Α.Δ. 836,

Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,

Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35,

Νικολάου κ.ά. ν. Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 938.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Ερωτοκρίτου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 6185/01), ημερομηνίας 28/9/2006.

Ρ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Κυπριανού, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, στα πλαίσια της Αγωγής Αρ. 6185/01, την οποία καταχώρισε ο εφεσίβλητος - ενάγοντας εναντίον του εφεσείοντα - εναγομένου, επιδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου το συνολικό ποσό των £20.384,00, πλέον τόκο 8% ετησίως, από 24/9/2001, υπό μορφή ειδικών και γενικών αποζημιώσεων, για βλάβες που αυτός υπέστη ως αποτέλεσμα χειρουργικής επέμβασης.

Δικογραφημένη θέση του εφεσίβλητου ήταν ότι αυτός, στις 25/11/1998, χειρουργήθηκε από τον εφεσείοντα στο δεξιό γόνατο και, συνεπεία αμελών πράξεων και/ή παραλείψεων του τελευταίου, τις οποίες εξειδίκευσε, υπέστη σοβαρή βλάβη στο γόνατο και, συγκεκριμένα, στο κνημιαίο και το αισθητικό νεύρο και παράλυση του μυός. Η βλάβη, ανέφερε, εντοπίστηκε στις 25/11/1999, κατά την επίσκεψή του στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής. Αναφέρθηκε, επίσης, σε διάφορες επεμβάσεις, στις οποίες ο ίδιος υποβλήθηκε σε νοσοκομεία του εξωτερικού, με σκοπό τη διόρθωση ή βελτίωση της κατάστασής του, και σε γνωμάτευση ειδικού γιατρού του εξωτερικού, σύμφωνα με την οποία η βλάβη που υπέστη δεν είναι θεραπεύσιμη, ούτε η αίσθηση στο πέλμα του ποδιού του μπορεί να επανέλθει. Για τα τραύματά του αξίωνε ποσό £940,00 υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων και γενικές αποζημιώσεις για τον πόνο, την ταλαιπωρία, μελλοντικά έξοδα και δαπάνες για εγχειρήσεις και μελλοντική απώλεια εισοδημάτων. Διαζευκτικά, στήριξε την αξίωσή του στη νομική αρχή του res ispa loquitur.

Ο εφεσείων, με την Υπεράσπισή του, αρνήθηκε όλες τις λεπτομέρειες της αμέλειας που του καταλόγισε ο εφεσίβλητος, παραδέχτηκε, όμως, ότι τον υπέβαλε σε χειρουργική επέμβαση οπίσθιου χιαστού συνδέσμου και έσω μηνίσκου, λόγω μεγάλης αστάθειας του δεξιού γόνατος, αποτέλεσμα τροχαίων δυστυχημάτων, που αυτός είχε στο παρελθόν. Ισχυρίστηκε ότι, προτού προχωρήσει στην επέμβαση, τον υπέβαλε σε όλες τις απαραίτητες εξετάσεις, διενήργησε την επέμβαση και τον περιέθαλψε με κάθε επιμέλεια και σύμφωνα με τις σύγχρονες μεθόδους της συγκεκριμένης επέμβασης. Ο εφεσίβλητος, τόσο κατά την επέμβαση όσο και μετά από αυτή, δεν παρουσίασε συμπτώματα, πέραν αυτών που φυσιολογικά αναμένονταν. Μέχρι τις 3/3/1999, που αυτός ακολουθούσε τις οδηγίες του, δεν παρουσίασε ιδιαίτερα προβλήματα, τα δε αποτελέσματα του ηλεκτρομυογραφήματος και της μαγνητικής τομογραφίας, στα οποία υπεβλήθη με οδηγίες του, ήταν καλά. Απέδιδε τη βλάβη, εάν υπήρχε, σε τραυματισμό και/ή συμπίεση και/ή φυσιολογικό και/ή παθολογικό εκφυλισμό των νεύρων και, γενικά, των μορίων, που οφείλονταν στα δυστυχήματα που αυτός είχε.

Ο εφεσίβλητος απέρριψε, ως εκ των υστέρων σκέψεις, τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα ότι τα τραύματά του οφείλονταν σε τροχαία δυστυχήματα και ισχυρίστηκε ότι, εάν πράγματι αυτός, στις 25/11/1998, παρουσίαζε τη συγκεκριμένη βλάβη, ο εφεσείων είχε καθήκον να τον πληροφορήσει για την ύπαρξή της και τις περιορισμένες δυνατότητες βελτίωσης της κατάστασής του και να αρνηθεί να τον χειρουργήσει.

Από πλευράς εφεσίβλητου, κατέθεσαν, για απόδειξη της υπόθεσης, εκτός από τον ίδιο, ο οποίος περιέγραψε αυτά που αφορούσαν την υπόθεσή του τόσο πριν όσο και μετά τη χειρουργική επέμβαση, ακόμη πέντε μάρτυρες:-

Ο φυσιοθεραπευτής Γιώργος Ασπρογένους - Μ.Ε.2, τον οποίο επισκέφτηκε ο εφεσίβλητος μετά την εγχείρηση, για σκοπούς φυσιοθεραπείας.

Η Ελένη Ζαμπά - Μ.Ε.3, νευρολόγος, με ειδίκευση στη νευροφυσιολογία, η οποία, ένα χρόνο μετά την εγχείρηση, διαπίστωσε ότι ο εφεσίβλητος είχε  σοβαρή βλάβη στο κνημιαίο και το σαφηνές νεύρο, που του προκαλούσε πόνο και μούδιασμα στην πελματική περιοχή και στην πρόσθια κνημιαία περιοχή του δεξιού ποδιού. Η βλάβη δεν ήταν πρόσφατη, δηλαδή εντός των τελευταίων τριών εβδομάδων. Η μάρτυς αυτή εξέτασε τον εφεσίβλητο και στις 14/3/2000, διαπιστώνοντας ότι υπήρχε βελτίωση μόνο στο σαφηνές νεύρο.

Ο Χρίστος Κατσιάμης - Μ.Ε.4, ορθοπεδικός, ο οποίος εξέδωσε, για σκοπούς Κοινωνικών Ασφαλίσεων, βεβαίωση σε σχέση με την κατάσταση του εφεσίβλητου.

Ο Νίκος Ιωάννου - Μ.Ε.5, χειρουργός ορθοπεδικός, ο οποίος εξέτασε τον εφεσίβλητο στις 22/11/2004 και εξέδωσε σχετική Έκθεση - Τεκμήριο 18.

Η Αγγέλα Κατωδρύτου - Μ.Ε.6, ακτινολόγος, με ειδίκευση στη μαγνητική τομογραφία. Εξήγησε ότι το ηλεκτρομυογράφημα, το οποίο αποτελεί λειτουργική εξέταση, είναι πιο κατάλληλο για εντοπισμό βλάβης στο κνημιαίο νεύρο από τη μαγνητική τομογραφία, η οποία αποτελεί μια ανατομική απεικόνιση των ιστών του σώματος. Η μάρτυς αυτή εξέτασε τον εφεσίβλητο το 1998, πριν από την εγχείρηση, και το 2000 και εξέδωσε σχετικές Εκθέσεις - Τεκμήρια 19 και 12. Το 2000 διαπίστωσε, από τη μαγνητική τομογραφία, ότι δεν υπήρχε απόδειξη συγκεκριμένης παθολογίας που να εκτόπιζε ή να πίεζε τα αγγεία και τα νεύρα του ιγνυακού βόθρου.

Από πλευράς εφεσείοντα, κατέθεσαν, εκτός από τον ίδιο, αριθμός άλλων ιατρών. Ο εφεσείων περιέγραψε όσα διαπίστωσε όταν εξέτασε για πρώτη φορά τον εφεσίβλητο, όπως και όσα οι εξετάσεις, στις οποίες τον παρέπεμψε και στις οποίες αυτός υποβλήθηκε, κατέδειξαν. Τα αποτελέσματα της μαγνητικής τομογραφίας επαλήθευσαν, είπε, τη διάγνωσή του ότι ο εφεσίβλητος είχε παλιά ρήξη του οπίσθιου χιαστού, αρχόμενη οστεοαρθρίτιδα και πρόσφατη εκτεταμένη ρήξη του έσω μηνίσκου. Εξήγησε τη μέθοδο Arthrex, με την οποία διενήργησε τη συγκεκριμένη εγχείρηση διά μέσου της κνήμης, με εργαλεία της εταιρείας Arthrex και απέκλεισε, κατηγορηματικά, η βλάβη να προκλήθηκε κατά την εγχείρηση, η οποία έγινε χωρίς οποιαδήποτε επιπλοκή. Δεν μπορούσε, είπε, να τραυματιστεί το κνημιαίο νεύρο, χωρίς να προηγηθεί ζημιά στην ιγνυακή φλέβα και στην ιγνυακή αρτηρία, οι οποίες, βλέποντας ένας το γόνατο από μπροστά, είναι πρώτες. Ήταν βέβαιος ότι η βλάβη στο κνημιαίο νεύρο δεν ήταν το αποτέλεσμα της εγχείρησης, αλλά οφειλόταν σε αυτό που ονομάζεται «πιεστικό σύνδρομο».  Αναφερόμενος στο μεγάλης έκτασης νεύρωμα, μήκους 25 εκ., το οποίο, σύμφωνα με τον εφεσίβλητο, διαπιστώθηκε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, είπε ότι αυτό ήταν αδύνατο να προκλήθηκε κατά την εγχείρηση, αφού η αρίδα που ο ίδιος χρησιμοποίησε ήταν πάχους ενός εκατοστού και τα αγγεία έχουν τη μισή διάμετρό της. Εάν η αρίδα έφτανε στο κνημιαίο νεύρο, θα έπρεπε πρώτα να καταστρέψει σχεδόν ολοκληρωτικά τη φλέβα και την αρτηρία. Εξήγησε, επίσης, ότι στον ιγνυακό βόθρο, πάχους δύο και μήκους τριών εκατοστών, βρίσκονται συμπιεσμένα, το ένα δίπλα στο άλλο, ο μυς και τα αγγεία. Συνεπώς, δεν μπορούσε να μπει μια αρίδα του συγκεκριμένου πάχους και να τραυματίσει μόνο το κνημιαίο νεύρο.

Ο ορθοπεδικός Δρ. Κυριάκος Ανδρέου - Μ.Υ.1, ο οποίος τα τελευταία δέκα χρόνια ασχολείται, όπως είπε, με εγχειρήσεις οπίσθιων χιαστών, αναφέρθηκε και αυτός στις μεθόδους διενέργειας της συγκεκριμένης επέμβασης και στη χρησιμοποίηση και από τον ίδιο για τη συγκεκριμένη εγχείρηση εργαλείων της εταιρείας Arthrex. Απέκλεισε την πιθανότητα νεύρωμα μήκους 25 εκ. να προκλήθηκε από αρίδα. Σε περίπτωση, είπε, που η αρίδα που χρησιμοποιείται κατά την εγχείρηση περάσει στην άλλη πλευρά του γόνατος και πληγωθεί η ιγνυακή αρτηρία, η βλάβη πρέπει να διορθωθεί αμέσως, διαφορετικά είναι θέμα τεσσάρων έως πέντε ωρών ο ασθενής να χάσει το πόδι του. Ο μάρτυρας, ως ο θεράπων ιατρός του εφεσίβλητου μετά το δυστύχημά του το 1979, αναφέρθηκε στον τραυματισμό που αυτός υπέστη τότε στο γόνατο και στα κατάλοιπά του. Ο ίδιος τότε δε διέγνωσε ρήξη μηνίσκου.

Ο Αλκιβιάδης Αλκιβιάδους - Μ.Υ.2 - χειρουργός ορθοπεδικός, με ειδικότητα στη μικροχειρουργική, αναφέρθηκε στο τι ο ίδιος διαπίστωσε μετά από εξέταση της μαγνητικής τομογραφίας και των ηλεκτρομυογραφημάτων του εφεσίβλητου, τον οποίο δεν εξέτασε, αφού αυτός, όταν τον επισκέφτηκε, δε συνεργαζόταν. Αναφερόμενος στο νεύρωμα το οποίο δημιουργείται μετά από τραυματισμό του νεύρου, είπε ότι αυτό φαίνεται στη μαγνητική τομογραφία και μπορεί, ακόμη, να εντοπιστεί και με ηλεκτρομυογράφημα. Ήταν και του ιδίου η γνώμη ότι η βλάβη δεν μπορούσε να είχε προκληθεί κατά την εγχείρηση, γιατί, αν η αρίδα ήταν 10 χιλιοστομέτρων, θα καταστρεφόταν πρώτα η φλέβα και μετά το νεύρο.  Ως πιθανά αίτια πρόκλησης βλάβης στην ιγνυακή περιοχή ανέφερε το κτύπημα και την άσκηση πίεσης στο νεύρο.

Άλλοι μάρτυρες για τον εφεσείοντα ήταν οι: Δρ. Ανδρέας Μενελάου - Μ.Υ.3, Δρ. Ανδρέας Πετρίδης - Μ.Υ.4, Δρ. Κώστας Χ" Βασίλης - Μ.Υ.6 - αναφέρθηκε στα αποτελέσματα δύο ηλεκτρομυογραφημάτων - Τεκμήρια 14 και 15, Δρ. Κυριάκος Τσαγγαρίδης - Μ.Υ.7, ιδιοκτήτης της κλινικής όπου έγινε η εγχείρηση - μίλησε για την απώλεια του φακέλου του εφεσίβλητου από την κλινική του - Δρ. Στέλιος Παναγιώτου - Μ.Υ.8 - αναφέρθηκε και αυτός στη σημασία του νευρώματος - και Δρ. Ντίνος Γεωργίου - Μ.Υ.9.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε τη μαρτυρία, έκρινε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου αξιόπιστη και βοηθητική στον καθορισμό της προεγχειρητικής και μετεγχειρητικής του κατάστασης, μη βοηθητική, όμως, σε σχέση με την αμέλεια του εφεσείοντα, για την οποία καθοριστικής σημασίας ήταν η μαρτυρία των ειδικών. Αποδέχτηκε, ως καθ' όλα αξιόπιστη, τη μαρτυρία των Δρ/ος Ε. Ζαμπά και Δρ/ος Α. Κατωδρύτου, αφού, ως διαπίστωσε, η υπόλοιπη μαρτυρία για τον εφεσίβλητο, καίτοι αξιόπιστη, δε βοηθούσε. 

Δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Όπως έκρινε, αυτή ήταν:-

«... έντεχνα προσανατολισμένη στο να δείξει ότι κατά την εγχείρηση ακολούθησε κατά γράμμα όλες τις διαδικασίες, ώστε να απαλλαγεί τυχόν ευθύνης. Γι' αυτό στα κύρια σημεία που αφορούν την εγχείρηση διατηρώ σοβαρή αμφιβολία κατά πόσο έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τα πραγματικά γεγονότα.

... Για παράδειγμα, η περιγραφή του για το πώς έγινε η εγχείρηση ήταν ως περιγραφή, εντυπωσιακή. Όμως στην πραγματικότητα εκείνο που περιέγραφε δεν ήταν ο τρόπος που ο ίδιος έκαμε την εγχείρηση αλλά για το πώς έπρεπε να είχε γίνει η εγχείρηση. Το άλλο που θα πρέπει να σημειωθεί ως γενικό σχόλιο είναι ότι προσπάθησε να διευρύνει αδικαιολόγητα τα επίδικα θέματα, γεγονός που επίσης πλήττει την αξιοπιστία του*. Η προσπάθεια αυτή αποπροσανατολισμού του Δικαστηρίου ξεκίνησε με την τροποποίηση της Έκθεσης Υπεράσπισης του. Εκεί που ο ίδιος δεν είχε διατυπώσει από την αρχή εκδοχή ότι οι βλάβες του ενάγοντα στο κνημιαίο και σαφηνές νεύρο προϋπήρχαν της εγχείρησης, διατύπωσε τέτοια εκδοχή μετά που ακούστηκαν οι μάρτυρες του ενάγοντα.  Διατύπωσε επίσης ισχυρισμό ότι οι βλάβες οφείλονταν σε διάφορα τροχαία δυστυχήματα χωρίς να υπάρχει τέτοια μαρτυρία.  Το ίδιο έκανε με τη διατύπωση ισχυρισμού ότι η βλάβη προήλθε από διερευνητικές επεμβάσεις που έγιναν στο γόνατο του ενάγοντα μετά την εγχείρηση. Η προσπάθεια διεύρυνσης των επιδίκων θεμάτων συνέχισε και από τους μάρτυρες υπεράσπισης. Όλοι ακολούθησαν την ίδια γραμμή της στοχευμένης διατύπωσης διαφόρων θεωριών οι οποίες στο τέλος αν και διαφώτισαν το Δικαστήριο για τα συγκεκριμένα ζητήματα, ελάχιστα βοήθησαν στο να απαντηθούν τα  κύρια ερωτήματα που αφορούν στα επίδικα θέματα.»

Σε ό,τι αφορά τους μάρτυρες της Υπεράσπισης, αυτοί, κατέληξε, άλλοι σε μικρότερο και άλλοι σε μεγαλύτερο βαθμό, κατέθεσαν με σκοπό να βοηθήσουν τον εφεσείοντα και σημείωσε ότι, στη μαρτυρία τους, θα επανερχόταν για να εξηγήσει με λεπτομέρεια γιατί αυτή, στα κρίσιμα σημεία, δεν μπορούσε να γίνει δεκτή και επί της ουσίας της.

Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού καθοδηγήθηκε από νομολογία και, συγκεκριμένα, από την Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, όπου συνοψίζονται οι αρχές σε σχέση με το καθήκον ιατρού, εξέτασε το ζήτημα της αμέλειας του εφεσείοντα, υπό το φως των δικογραφημένων θέσεων και της μαρτυρίας που το ίδιο αποδέχτηκε ως αξιόπιστη.

Απέρριψε τη θέση ότι οι βλάβες οφείλονταν σε διάφορα δυστυχήματα που είχε ο εφεσίβλητος, όπως και ότι ήταν είτε το άμεσο είτε το έμμεσο αποτέλεσμα του δυστυχήματος του 1979 ή της εξελικτικής πορείας των τραυμάτων του από αυτό. Καίτοι δέχτηκε, στηριζόμενο στην κοινή Ιατρική Έκθεση των Δρ/ος Κ. Ανδρέου και Δρ/ος Ηλία Γεωργίου - Τεκμήριο 1 - ότι το δυστύχημα εκείνο του άφησε διάφορα προβλήματα στο δεξιό γόνατο, όπως πόνο και αστάθεια μετά από βαθύ κάθισμα και περπάτημα, έκρινε ότι σημασία είχε η διάγνωση του εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος παρουσίαζε ρήξη μηνίσκου και χρόνια ρήξη οπίσθιου χιαστού συνδέσμου, διάγνωση που επιβεβαιώθηκε από τη μαγνητική τομογραφία στην οποία αναφέρθηκε η Δρ. Α. Κατωδρύτου - (βλ. Έκθεση - Τεκμήριο 19). Απέκλεισε οι βλάβες να προϋπήρχαν της εγχείρησης, αφού η μαρτυρία του εφεσείοντα σε σχέση με αυτό το θέμα δεν ήταν παρά εικασίες και, σύμφωνα με το Τεκμήριο 19, αυτές δεν προϋπήρχαν.  Τα μειονεκτήματα της μαγνητικής τομογραφίας, ως ανατομική απεικόνιση συγκεκριμένου σημείου, σε σύγκριση με το ηλεκτρομυογράφημα, στα οποία αναφέρθηκε η Δρ. Α. Κατωδρύτου, ήταν χωρίς σημασία, κατέληξε, αφού το νεύρωμα, εάν  είχε πλάτος μεγαλύτερο του ενός - ενάμισι εκατοστού, θα απεικονιζόταν στη μαγνητική τομογραφία που έγινε πριν από την εγχείρηση.  Δε δέχτηκε, επίσης, τη θέση των μαρτύρων του εφεσείοντα ότι η βλάβη μπορούσε να προκληθεί από παρατεταμένη περίσφιξη των ιμάντων μετά την εγχείρηση, γιατί κάτι τέτοιο, σύμφωνα με το Δρ/α Κ. Χ" Bασίλη είναι πολύ σπάνιο φαινόμενο. Ελλείψει μαρτυρίας, απέρριψε τη θέση ότι οι βλάβες προξενήθηκαν από τους καθαρισμούς του νευρώματος που έγιναν στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τον εφεσίβλητο, τα ενοχλήματα ξεκίνησαν πολύ πριν τις εκεί επισκέψεις του, ενώ η Δρ. Ε. Ζαμπά διαπίστωσε το νεύρωμα στις 25/11/1999, δηλαδή μήνες πριν τη μετάβασή του στην Ελλάδα. Κατέληξε ότι οι βλάβες στο κνημιαίο και το σαφηνές νεύρο υπήρχαν και προκλήθηκαν κατά την εγχείρηση. Απορρίπτοντας τη θέση του εφεσείοντα ότι αυτός διενήργησε την επέμβαση με τον ενδεδειγμένο τρόπο, ανέφερε, συγκεκριμένα, τα εξής:-

«Ήταν έντονη η εντύπωση μου ότι τα όσα ανέφερε δεν ήταν τίποτε άλλο από μια θεωρητική περιγραφή της μεθόδου Artherx.»

Απέρριψε τόσο τη θέση του εφεσίβλητου ότι η μέθοδος που ακολούθησε ο εφεσείων δεν ήταν η κατάλληλη όσο και τη θέση του εφεσείοντα ότι αυτή ήταν απόλυτα ασφαλής. Σημείωσε ότι τόσο ο εφεσείων όσο και οι μάρτυρές του δε διενήργησαν μελέτη, για να διατυπώσουν την άποψη ότι, ανά τον κόσμο, δεν έτυχε να τραυματισθεί το κνημιαίο νεύρο με τη συγκεκριμένη μέθοδο, το δε εγχειρίδιο της μεθόδου προειδοποιεί ότι αυτή είναι απαιτητική από τεχνικής πλευράς.

Για λόγους που καταγράφονται στην απόφασή του, κατέληξε ότι δεν αποδείχτηκαν οι δικογραφημένες λεπτομέρειες αμέλειας που ο εφεσίβλητος απέδιδε στον εφεσείοντα, έκρινε, όμως, τον εφεσείοντα υπεύθυνο στη βάση της δικογραφημένης αρχής του res ipsa loquitur.  Δεδομένων των πιο πάνω, διαπίστωσε ότι η βλάβη δεν μπορούσε να συμβεί, αν δεν υπήρχε αμέλεια από τον εφεσείοντα κατά την εγχείρηση και ότι ο ίδιος απέτυχε να δώσει εξήγηση γι' αυτήν. Έκρινε, συγκεκριμένα, ότι όσα ο εφεσείων και οι μάρτυρές του κατέθεσαν:-

«... δεν έπεισαν ότι έγινε ορθή τοποθέτηση και χρήση των εργαλείων. Ούτε έπεισε ότι η βλάβη θα μπορούσε να αποδοθεί σε άλλη αιτία ή ότι ήταν εντελώς αδύνατος ο τραυματισμός μόνο του συγκεκριμένου νεύρου χωρίς να τραυματιστούν και άλλα παραπλήσια αγγεία.»

Ο εφεσείων, με δώδεκα λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα των πρωτόδικων διαπιστώσεων, ουσιαστικά, καθ' όλη τους την έκταση. Οι λόγοι μπορούν να χωρισθούν σε δύο ενότητες. Στην πρώτη, περιλαμβάνονται αυτοί που αφορούν στη δυνατότητα εφαρμογής της αρχής του res ipsa loquitur, δεδομένης της παράθεσης στην Έκθεση Απαίτησης του εφεσίβλητου λεπτομερειών αμέλειας του εφεσείοντα και της παρουσίασης μαρτυρίας προς το σκοπό απόδειξής της και, στη δεύτερη, αυτοί που αφορούν στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας και στα συμπεράσματα του Δικαστηρίου.

Υποστηρίζει ο συνήγορός του ότι, λόγω της αποτυχίας του εφεσίβλητου να αποδείξει τις δικογραφημένες λεπτομέρειες της αμέλειάς του, δεν παρεχόταν στο πρωτόδικο Δικαστήριο η δυνατότητα εφαρμογής της πιο πάνω αρχής. Ενώπιόν του υπήρχε αναντίλεκτη μαρτυρία ειδικών ότι η συγκεκριμένη βλάβη δεν μπορούσε να προκληθεί κατά τη διάρκεια της εγχείρησης χωρίς να τραυματιστούν, εφ' όσον προηγούνται ανατομικά, ο ιγνυακός μυς, η ιγνυακή αρτηρία και η ιγνυακή φλέβα, η οποία, όμως, αντινομικά, δεν έγινε αποδεκτή. Η μαρτυρία του εφεσείοντα και των μαρτύρων του, χωρίς να απορριφθεί για συγκεκριμένους λόγους ως αναξιόπιστη, δεν έγινε δεκτή, επειδή θεωρήθηκε έντεχνα προσανατολισμένη να δείξει ότι, κατά την εγχείρηση, ο εφεσείων ακολούθησε τις νόμιμες διαδικασίες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καίτοι επιφυλάχθηκε να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους αυτό δεν αποδεχόταν τη μαρτυρία των μαρτύρων του εφεσείοντα, δεν το έπραξε σε οποιοδήποτε στάδιο. Ο συνήγορος του εφεσείοντα, με αναφορά σε μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη - (Δρ/ος Ε. Ζαμπά) -  και η οποία τοποθετούσε η βλάβη να προκλήθηκε σε διάστημα μεγαλύτερο των τριών εβδομάδων πριν τις 25/11/1999 και μικρότερο των δύο χρόνων προς τα πίσω, δυνητικά, δηλαδή, σε χρόνο προγενέστερο της εγχείρησης, υπέβαλε ότι αυτή δεν εξετάστηκε σε συνάρτηση με τη μαρτυρία του Δρ/ος Κ. Ανδρέου, θεράποντα ιατρού του εφεσίβλητου μετά το δυστύχημα του 1979, ο οποίος κατέθεσε ότι αυτός, λόγω του δυστυχήματος είχε προσθιοπίσθια αστάθεια στο δεξί γόνατο, που δεν είχε αποκατασταθεί και ότι ήταν δυνατό η βλάβη να προκλήθηκε από αυτή. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι, καίτοι στην Ιατρική ΄Εκθεση - Τεκμήριο 1, η οποία έγινε αποδεκτή, αναφερόταν η προσθιοπίσθια αστάθεια, η μαρτυρία του Δρ/ος Κ. Ανδρέου, όπως και εκείνη του εφεσείοντα, απορρίφθηκαν, χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία.

Σε ό,τι αφορά το μεγάλης έκτασης νεύρωμα, μήκους 25 εκ., το οποίο διαπιστώθηκε από τους Δρ/α Ξενάκη και Δρ/α Δαούτη στο εξωτερικό, ο εφεσείων υπέβαλε ότι παραβλέφθηκε μαρτυρία ειδικών ότι αυτό δεν μπορούσε να προκληθεί με τραυματισμό από χειρουργική αρίδα. Επίσης, παραβλέφθηκε αναντίλεκτη μαρτυρία του Δρ/ος Στ. Παναγιώτου ότι νεύρωμα τέτοιου μεγέθους δεν μπορεί, ταυτόχρονα, να αποτελεί μετατραυματικό νεύρωμα και νεύρωμα συνεχείας, λόγω διαφορετικών κριτηρίων και μορφολογίας, που το κάθε ένα πρέπει να πληροί. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την αξιόπιστη μαρτυρία του Γ. Ασπρογένους, ο οποίος ανέφερε ότι υπέβαλε τον εφεσίβλητο σε φυσιοθεραπεία και δεν παρατήρησε οποιαδήποτε παράλυση του δεξιού ποδιού, αλλά ούτε και ο εφεσίβλητος του παραπονέθηκε για οτιδήποτε. Αντί να αξιολογήσει τα επιστημονικά στοιχεία που οι μάρτυρες ειδικοί κατέθεσαν, απόρροια της πολυετούς εμπειρίας τους στον τομέα της ιατρικής επιστήμης, χωρίς να τους κρίνει αναξιόπιστους, δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία τους, με γενικές και αόριστες αναφορές. Συγκεκριμένα, δεν έλαβε υπόψη του τη μαρτυρία του Δρ/ος Κ. Χ" Βασίλη, ειδικού νευρολόγου, ο οποίος, για συγκεκριμένους λόγους, απέκλεισε το ενδεχόμενο η βλάβη να προκλήθηκε κατά την εγχείρηση, ούτε την εξέτασε σε συσχετισμό με τη μαρτυρία της Δρ/ος Ε. Ζαμπά, η οποία κατέθεσε ότι τα ηλεκτρομυογραφήματα, εφόσον δε συνοδεύτηκαν από την αναγκαία νευρολογική εξέταση, δεν απέδωσαν την πλήρη εικόνα για την κατάσταση του κνημιαίου νεύρου μετά την εγχείρηση. Επίσης, δεν εξέτασε την αξιόπιστη μαρτυρία της Δ/ρος Α. Κατωδρύτου, η οποία κατέθεσε ότι οι βλάβες που αυτή διαπίστωσε στη μαγνητική τομογραφία πριν την εγχείρηση, από μόνες τους, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε βλάβη του κνημιαίου νεύρου, λόγω συμπιέσεων, τραυματισμών, ανεξάρτητων της επέμβασης, σε συσχετισμό με τη μαρτυρία των μαρτύρων της Υπεράσπισης, όπως δεν έλαβε υπόψη τη μαρτυρία της ότι το νεύρωμα του συγκεκριμένου μήκους ήταν πολύ παράξενο να είναι αποτέλεσμα εγχείρησης και ότι μόνο ιστοπαθολόγος θα μπορούσε να εξηγήσει εάν αυτό ήταν δυνατό. Η απόλυτα σχετική μαρτυρία του Παθολογοανατόμου Δ/ρος Στέλιου Παναγιώτου, αδικαιολόγητα, δεν έγινε δεκτή.

Τέλος, ο εφεσείων, με χωριστό λόγο έφεσης, παραπονείται ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ότι αυτός, επειδή τροποποίησε την Υπεράσπισή του, την οποία το ίδιο ενέκρινε, προσπάθησε να το αποπροσανατολίσει, είναι αντινομική.

Ο εφεσίβλητος, υποστηρίζοντας την πρωτόδικη απόφαση, εκτός του μέρους που αφορά το ποσό των αποζημιώσεων, για το οποίο διατύπωσε αντέφεση, χαρακτηρίζοντάς το ως έκδηλα χαμηλό, εισηγήθηκε ότι οι διαφορετικές εκδοχές που πρόβαλε ο εφεσείων φανερώνουν, από μόνες τους, την κακοπιστία του, σε αντίθεση με τον ίδιο, ο οποίος πρόβαλε μία και μόνη εκδοχή. Σχολιάζοντας τους λόγους έφεσης σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας, ο συνήγορος του εφεσίβλητου, με αναφορά και αυτός σε σημεία της μαρτυρίας του εφεσείοντα, ο οποίος, υπέβαλε, ούτε κατά το στάδιο της έφεσης τοποθετήθηκε κατά πόσο ο εφεσίβλητος έχει υποστεί τη συγκεκριμένη βλάβη, εισηγήθηκε ότι δε συντρέχει λόγος επέμβασης. Η έλλειψη συγκεκριμένης εκδοχής εκ μέρους του εφεσείοντα και η σωρεία των αντιφάσεων στη μαρτυρία του καθιστούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας απόλυτα ορθή.

Σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της αρχής του res ipsa loquitur, αυτή, υπέβαλε ο συνήγορος του εφεσίβλητου, είναι απόλυτα ορθή.  Εφαρμόστηκε μετά την απόρριψη των εκδοχών του εφεσείοντα σε σχέση με τα αίτια που προκάλεσαν τη βλάβη. Η δε μαρτυρία που ο εφεσίβλητος παρουσίασε δεν αποσκοπούσε στο να αποδείξει την αμέλεια του εφεσείοντα, αλλά ότι αυτός υπέστη τη συγκεκριμένη βλάβη, πότε κατά προσέγγιση την υπέστη, ποια ήταν η κατάστασή του και, σε γενικές γραμμές, τι συνεπαγόταν η συγκεκριμένη επέμβαση. Συμφώνησε ότι δεν ήταν ορθή η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η τροποποίηση της Έκθεσης Υπεράσπισης του εφεσείοντα αποτελούσε προσπάθεια αποπροσανατολισμού του, αφού είναι δικαίωμα ενός διαδίκου η τροποποίηση των δικογράφων του, με άδεια του δικαστηρίου, εισηγήθηκε, όμως, ότι η εν λόγω αναφορά δεν επηρέασε, καθ' οιονδήποτε τρόπο, την τελική απόφαση.

Στην Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη, (πιο πάνω), σε σχέση με την αρχή του res ipsa loquitur, αναφέρθηκαν τα εξής:- (σελ. 628-630)

«Η Κυπριακή νομολογία δέχεται την αρχή ή κανόνα res ipsa loquitur και την εφαρμογή του κατά τρόπο ανάλογο προς εκείνο που ισχύει στο Αγγλικό δίκαιο. Αυτό συνάγεται ευθέως από την απόφαση Achilleas Morides v. Chrystalla Ioannou (1973) 1 C.L.R. 117. Το Ανώτατο Δικαστήριο επέτρεψε την έφεση του ενάγοντα κρίνοντας ότι η κατάρρευση της οροφής παρακείμενης κατοικίας και η πτώση της στο σπίτι του συνιστούσε αφενός, συμβάν το οποίο τελούσε υπό τον αποκλειστικό έλεγχο του εναγομένου και αφετέρου, ομιλούσε αφ' εαυτού ως προς τα πιθανά αίτια, συμβατά στην απουσία αντίθετης εξήγησης από τον εναγόμενο, με την ύπαρξη αμέλειας εκ μέρους του. Οι ίδιες αρχές υιοθετούνται και στη Savvides v. Mesaritis (1985) 1 C.L.R. 261, ...

.........................................................................................................

Κατ' αρχή πρέπει να τονιστεί ότι επίκληση του res ipsa loquitur είναι παραδεκτή μόνο εκεί όπου το γεγονός ή γεγονότα τα οποία προκάλεσαν τη ζημία τελούσαν υπό τον έλεγχο του εναγόμενου.

Όπου τα γεγονότα τα οποία επέφεραν τη βλάβη (ζημία) είναι γνωστά, η εξωτερική τους υφή δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο υποθέσεων και συμπερασμάτων, όπως υποδεικνύεται στην απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής των Λόρδων στην Barkway v. South Wales Transport [1950] 1 All E.R. 392. Η λύση συναρτάται με την απόδειξη των γεγονότων, τα οποία προβάλλει ο ενάγων, και τις κατά νόμο συνέπειές τους, δηλαδή, κατά πόσο στοιχειοθετούν αμέλεια.

Προϋπόθεση για την εφαρμογή του res ipsa loquitur αποτελεί η αιτιώδης σχέση μεταξύ του συμβάντος και της ζημίας η οποία προκαλείται. (Βλ. Fish v. Kapur and Another [1948] 2 All E.R. 176.)

Οι παρατηρήσεις του δικαστηρίου στην Garner v. Morrell, The Times, October 31, 1953, άπτονται άμεσα του θέματος το οποίο εξετάζουμε. Υποδεικνύεται, ότι το res ipsa loquitur δεν τυγχάνει εφαρμογής όπου ο ενάγων επιχειρεί με την προσαγωγή μαρτυρίας πραγματογνωμόνων να αποδείξει την ιατρική αμέλεια.»

Στην παρούσα περίπτωση, ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι η βλάβη την οποία υπέστη ήταν αποτέλεσμα της εγχείρησης, κατά την οποία αυτός τελούσε υπό νάρκωση. Συνεπώς, η εφαρμογή της πιο πάνω αρχής δεν μπορεί να αποκλεισθεί, δεδομένου ότι ο ίδιος δεν μπορεί να γνωρίζει τα γεγονότα που επέφεραν τη βλάβη. Η ορθότητα, βέβαια, εφαρμογής της από το πρωτόδικο Δικαστήριο προϋποθέτει την ορθότητα της κρίσης της αξιοπιστίας των μαρτύρων και των συνακόλουθων αυτής διαπιστώσεων. Προέχει, συνεπώς, να εξετάσουμε κατά πόσο οι λόγοι έφεσης της δεύτερης ενότητας ευσταθούν.

Το πότε επεμβαίνει το εφετείο σε θέματα αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι καλά νομολογημένο. Επέμβασή του δικαιολογείται μόνο, εφόσον, εξ αντικειμένου, τα πρωτογενή ευρήματα φαίνονται ανυπόστατα. Δεν επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, εκτός εάν ο εφεσείων το ικανοποιήσει ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής ή ότι τα ευρήματα δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρουμένης στο σύνολό της - (βλ. Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35 και Νικολάου κ.ά. ν. Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 938, 942).

Έχουμε παραθέσει αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα και των μαρτύρων Υπεράσπισης. Σε συμφωνία με το συνήγορο του εφεσείοντα, διαπιστώνουμε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας τους χαρακτηρίζεται από γενικότητα και αντιφατικότητα. Ενδεικτικά, αναφέρουμε, ότι το Δικαστήριο καταλήγει, χωρίς να δίδει οποιαδήποτε εξήγηση, ότι η περιγραφή του τρόπου διεξαγωγής της εγχείρησης ήταν εντυπωσιακή μόνο ως περιγραφή. Ο εφεσείων, στη μαρτυρία του, περιέγραψε πώς ο ίδιος προβαίνει σ' αυτού του είδους τις εγχειρήσεις και διευκρίνισε ότι η συγκεκριμένη εγχείρηση δεν παρουσίασε οποιαδήποτε επιπλοκή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε την τελευταία αναφορά του μάρτυρα. Για την απόρριψη της μαρτυρίας του, περιορίστηκε, κατά τρόπο γενικό, να αναφέρει ότι την βρήκε προσανατολισμένη στο να δείξει ότι αυτός, κατά την εγχείρηση, ακολούθησε όλες τις απαραίτητες διαδικασίες. Η τροποποίηση της Έκθεσης Υπεράσπισης μετά που ακούστηκαν οι μάρτυρες του εφεσίβλητου και η προσθήκη με αυτή νέων ισχυρισμών σε σχέση με τους λόγους που προκάλεσαν τη βλάβη, έστω και αν δεν αναφέρεται ρητά ότι επηρέασαν την κρίση του σε σχέση με την αξιοπιστία του εφεσείοντα, είναι φανερό ότι την επηρέασαν. Όπως ορθά έγινε αποδεκτό από το συνήγορο του εφεσίβλητου, η τροποποίηση του δικογραφήματος του εφεσείοντα ήταν δικαίωμά του και έγινε μετά από άδεια του Δικαστηρίου. Συνεπώς, αυτό δεν μπορούσε, εκ των υστέρων, να εντάξει το πιο πάνω διαδικαστικό διάβημα του εφεσείοντα στους λόγους απόρριψης της μαρτυρίας του, θεωρώντας το προσπάθεια αποπροσανατολισμού του και διεύρυνσης των επίδικων θεμάτων από τον ίδιο και τους μάρτυρές του. Γενικά, ο τρόπος αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσείοντα και των μαρτύρων Υπεράσπισης, οι οποίοι στο σύνολό τους ήταν ειδικοί και διετύπωναν άποψη από τις γνώσεις και την πείρα τους, ήταν πλημμελής, για τους λόγους που προβάλλει ο εφεσείων και, ενδεικτικά, έχουμε, ήδη, αναφέρει μερικούς. Η μαρτυρία τους προσεγγίστηκε και απορρίφθηκε, χωρίς να συσχετιστεί και να αξιολογηθεί με το σύνολο της μαρτυρίας και, ειδικότερα, με μαρτυρία της πλευράς του εφεσίβλητου που κρίθηκε αξιόπιστη.

Σε σχέση με την έκταση του νευρώματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε όσα ο εφεσείων και οι μάρτυρές του κατέθεσαν, τα οποία, σε κάποιο βαθμό, φαίνεται να υποστηρίζονταν από τους μάρτυρες του εφεσίβλητου, που κρίθηκαν αξιόπιστοι. Όχι μόνο δεν σχολίασε τη σχετική μαρτυρία, αλλά ούτε καν έδωσε ένδειξη, ως όφειλε, πώς την αξιολόγησε, προτού προβεί στις διαπιστώσεις του ως προς τα αμφισβητούμενα γεγονότα, ώστε να υπάρχει στη δικαστική απόφαση η απαραίτητη δικαστική κρίση επί θεμάτων ουσιαστικών για τα επίδικα.

Τα όσα έχουμε ενδεικτικά αναφέρει καθιστούν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επισφαλή, σε βαθμό που είναι αδύνατο να διορθωθούν, κατ' εφαρμογή των εξουσιών του εφετείου. Η αδυναμία αυτή οδηγεί, αναπόφευκτα, σε παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης και στην έκδοση διατάγματος επανεκδίκασης της αγωγής από άλλο Δικαστή.

Η έφεση επιτυγχάνει.

Η επιτυχία της έφεσης καθιστά αχρείαστη την ενασχόλησή μας με την αντέφεση, η οποία αφορά στο ύψος των αποζημιώσεων.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης επί όλων των επιδίκων θεμάτων από άλλο Δικαστή.

Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου. Τα έξοδα πρωτοδίκως θα είναι έξοδα της υπόθεσης.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο