ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2012) 1 ΑΑΔ 1403

27 Ιουνίου, 2012

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

1.     AVILA MANAGEMENT SERVICES LIMITED,

2.     FLEMMING EDSBERG,

Εφεσείοντες,

v.

1. FRANTISEK STEPANEK,

2. JAROSLAV ROKOS,

3. SOKOLOVSKA UHELNA,

    PRAVNI NASTUPCE A.S.,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 54/2012)

 

Αποφάσεις και διατάγματα ― Διάταγμα Norwich Pharmacal ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Εφαρμοστέες αρχές ― Κατά πόσον ήταν εύλογη η έκδοση διαταγμάτων Norwich Pharmacal από το πρωτόδικο Δικαστήριο με στόχο την ανεύρευση πληροφοριών που αφορούσαν εταιρεία εγεγραμμένη στο νησί Nevis, η διαχείριση ωστόσο της οποίας, γινόταν στην Κύπρο από τους εφεσείοντες ― Επικυρώθηκε κατ' έφεση.

Αποφάσεις και διατάγματα ― Norwich Pharmacal και Anton Piller ―    Στάθμιση παραγόντων ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης ότι στην προκειμένη η έκδοση των διαταγμάτων ήταν εύλογη εφόσον ήταν απαραίτητα πληροφορίες και έγγραφα για τη στοιχειοθέτηση αλυσίδας των γεγονότων ώστε να καταστεί δυνατή η επιτυχής προώθηση  αξιώσεων σε ενδεχόμενα δικαστικά μέτρα εναντίον όλων όσοι ενέχονταν σε αδικοπραξίες ― Εκδίδονται όχι μόνο εναντίον του καθαυτό αδικοπραγήσαντος ― Επιβάλλεται καθήκον σε άτομο που αναμείχθηκε με αδικοπραξίες άλλων ώστε να τις διευκολύνει - παρά το γεγονός ότι μπορεί να μην έχει το ίδιο προσωπική ευθύνη, να παραχωρήσει τη βοήθεια - δίδοντας πλήρεις πληροφορίες.

Αποφάσεις και διατάγματα ― Norwich Pharmacal ― Προϋποθέσεις έκδοσης ― Τελεί πάντοτε υπό την αίρεση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου το οποίο δεν θα ικανοποιήσει το αίτημα εάν οι πληροφορίες μπορούν να ληφθούν με κάποιο άλλο διαθέσιμο τρόπο ή αν το Δικαστήριο δεν πεισθεί ότι υπάρχει πράγματι πρόθεση έγερσης αγωγής εναντίον του αδικοπραγούντος ― Λαμβάνεται υπόψη στάθμιση  παραγόντων όπως η σοβαρότητα της συμπεριφοράς του κατ' ισχυρισμόν αδικοπραγούντος ― Ζητούμενο είναι η αναγκαιότητα του εγχειρήματος και όχι η ευκολία ή η επιθυμία λήψης πληροφοριών ― Δεν υπάρχει κώλυμα ως θέμα αρχής τα διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal να είναι δυνατόν να εκδοθούν και προς υποβοήθηση λήψης στοιχείων και πληροφοριών για έγερση αγωγής εκτός δικαιοδοσίας.

Εφετείο ― Παρατήρηση Εφετείου περί της διάπλασης εξελικτικής σχετικής νομολογίας αναφορικά με τα διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal για την αντιμετώπιση των ραγδαία εξελισσόμενων τοπικών και παγκόσμιων καταστάσεων.

Κανονισμός (ΕΚ) 1260/2001 ― Πεδίο εφαρμογής.

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Mareva ― Δυνατότητα Κυπριακών δικαστηρίων να τα εκδίδουν ακόμα και αν αφορούν περιουσιακά στοιχεία εκτός δικαιοδοσίας ― Η Πλήρης Ολομέλεια υποδεικνύει τη δυνατότητα έκδοσης διαταγμάτων που να λαμβάνουν υπόψη τις σύγχρονες μεταβολές στους τρόπους συναλλαγής, ώστε να επιτρέπεται η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων  εκτός δικαιοδοσίας.

Η ύπαρξη της εφεσίβλητης 1 ως εταιρείας εγγεγραμμένης στην Κύπρο και η εν Κύπρω διαμονή του εφεσίβλητου 2, οδήγησαν τη διαφορά που ανέκυψε, να εκδικαστεί μεταξύ άλλων, και στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Πρόκειτο για περίπλοκες οικονομικές δοσοληψίες για τη διεκπεραίωση των οποίων χρησιμοποιήθηκαν διάφορες νομικές οντότητες κυρίως σε αλλοδαπές χώρες ανά την υφήλιο.

Η αγωγή που ηγέρθη στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού με  ιστορικό δαιδαλώδη ουσιώδη γεγονότα τα οποία παρατίθενται στην απόφαση, είχε ως αντικείμενο της την έκδοση διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal και Anton Piller, με στόχο την ανεύρεση εγγράφων και πληροφοριών που αφορούσαν εταιρεία εγεγραμμένη στο νησί Nevis, η διαχείριση ωστόσο της οποίας, γινόταν στην Κύπρο από την εφεσείουσα 1 που είναι εγεγραμμένη στην Κύπρο και τον Εφεσείοντα 2 που διαμένει στην Κύπρο.

Η αίτηση στη βάση της ένορκης δήλωσης, διατείνετο ότι τα επιδιωκόμενα έγγραφα και πληροφορίες ήταν απαραίτητα για τους ενάγοντες-εφεσίβλητους για διεκδίκηση αποζημιώσεων σε μελλοντική διαδικασία στην Τσεχία, όπου δεν προσφέρεται, συμφώνως του εκεί δικονομικού δικαίου, η δυνατότητα αποκάλυψης εγγράφων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της εξελικτικής της νομολογίας, για την έκδοση διαταγμάτων Norwich Pharmacal θεώρησε ότι διατάγματα μπορούσαν να εκδοθούν όχι μόνο εναντίον του καθαυτό αδικοπραγήσαντος, αλλά και εναντίον κάθε ατόμου που αποδεικνυόταν ότι έλαβε μέρος ή αναμείχθηκε στην παράνομη πράξη, έστω και άθελα του.

Κρίθηκε περαιτέρω πρωτοδίκως ότι οι πληροφορίες και τα έγγραφα που αναζητούνταν ήσαν απαραίτητα για τη στοιχειοθέτηση της αλυσίδας των γεγονότων ώστε να καταστεί δυνατή η επιτυχής προώθηση των αξιώσεων των εφεσιβλήτων-εναγόντων σε ενδεχόμενα δικαστικά μέτρα εναντίον όλων εκείνων που ενέχονται στις διάφορες αδικοπραξίες και τις συνακόλουθες ζημιές. Η επακριβής συμμετοχή και η πιθανή υπαιτιότητα ενός εκάστου θα μπορούσε επίσης να διακριβωθεί με την αποκάλυψη στοιχείων, πληροφοριών και εγγράφων.

Το πρωτόδικο  Δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις των εφεσειόντων ότι οι πληροφορίες και τα ενδεχόμενα έγγραφα μπορούσαν να εξασφαλιστούν από άλλες πηγές, κρίνοντας περαιτέρω ότι δεν υπήρξε κατάχρηση διαδικασίας. Απέρριψε ακόμα  τις αιτιάσεις των εφεσειόντων ως προς την παροχή μέσω της αίτησης ταυτόσημης με την καταχωρηθείσα αγωγή θεραπείας, αλλά και τον ισχυρισμό για παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος των εφεσιβλήτων-εναγόντων στην Τσεχία.

Απορρίφθηκαν επίσης οι θέσεις ότι υπήρξε καθυστέρηση στην καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης ή ότι δεν μπορούσαν να εκδοθούν τα διατάγματα προς υποβοήθηση έγερσης αγωγής εκτός δικαιοδοσίας σε δικαιοδοσία, δηλαδή, άλλη από αυτή εντός της οποίας ζητείται η έκδοση τους.

Κατ' έφεση προβλήθηκαν δεκατρείς λόγοι έφεσης οι οποίοι παρέπεμπαν κυρίως στα όσα ετέθησαν πρωτοδίκως. Μεταξύ άλλων ετέθη ότι:

α) Η ανεύρεση των πληροφοριών ήταν δυνατή με άλλες νόμιμες διεξόδους και τρόπους, δικαστικής και μη συνδρομής.

β) Οι εφεσίβλητοι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το μηχανισμό του Κανονισμού (ΕΚ) 1260/2001.

γ)  Τα διατάγματα Norwich Pharmacal δεν εκδίδονται για υποβοήθηση έγερσης αγωγής εκτός δικαιοδοσίας, δηλαδή, σε δικαιοδοσία άλλη από αυτή στην οποία επιδιώκεται και εκδίδεται το διάταγμα.

Αποφασίστηκε ότι:

1) Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια. Το περίπλοκο των όλων συναλλαγών, η χρήση μεθόδων και ενεργειών που παρέπεμπαν σε ένα μηχανισμό δύσκολα ανιχνεύσιμο με πλείστες όσες δοσοληψίες εμφανείς και μη, με εταιρείες εγγεγραμμένες σε διάφορα μέρη του κόσμου με διαφορετικά δικαιϊκά συστήματα και δικονομικές πρόνοιες, επέβαλλαν τη χρήση του διατάγματος Norwich Pharmacal ως βοηθητικού μέσου για την ανεύρεση και εξιχνίαση εκείνων των πληροφοριών που ήταν αναγκαίες, τόσο για τη διαπίστωση της ταυτότητας του ή των αδικοπραγούντων, όσο και την υποβοήθηση στην ανεύρεση γεγονότων και μαρτυρίας για την ενδεχόμενη έγερση αγωγής στην Τσεχία.

2) Δεν ευσταθούσε η ένσταση των εφεσειόντων ότι η ανεύρεση των πληροφοριών ήταν δυνατή με άλλες νόμιμες διεξόδους και τρόπους, δικαστικής και μη συνδρομής.

3) Δεν αποτελούσε απόκρυψη γεγονότων ή κατάχρηση της διαδικασίας το ότι υπήρξε έφεση από τους εφεσίβλητους εναντίον απόφασης που διέταξε την αναστολή των διαταγμάτων Norwich Pharmacal και Anton Piller, που έλαβαν αρχικά υπέρ τους.

4) Δεν ευσταθούσε η θέση των εφεσειόντων ότι οι εφεσίβλητοι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το μηχανισμό του Κανονισμού (ΕΚ) 1260/2001.Υπεδείχθη ότι ο Κανονισμός προϋποθέτει ότι η λήψη της μαρτυρίας ήταν δυνατή στη χώρα όπου επιζητείται αυτή και μπορεί μεν να κλητευθεί μάρτυρας για δικαστική συνδρομή, αλλά δεν μπορεί να υποχρεωθεί να παρουσιάσει έγγραφα ή να αποκαλύψει οτιδήποτε το οποίο αρνείται ότι έχει στην κατοχή ή φύλαξη του. Αντίθετα, το διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal επιτρέπει τη λήψη των πληροφοριών στη βάση δικαστικής απόφασης, εφαρμοστέας και εκτελεστής στη χώρα όπου εκδίδεται, επί ποινή περιφρόνησης του Δικαστηρίου.

5) Η Διάταξη 32 δεν προσέφερε δικονομική διέξοδο όπως εισηγήθηκαν οι Εφεσείοντες. Σκοπός της κλήτευσης μάρτυρα κάτω από τη Δ.32 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών είναι η παρουσίαση αποδεκτής μαρτυρίας και όχι η εκμαίευση της. Το διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal, επιτελεί το σκοπό που δεν μπορεί να επιτευχθεί με τη Δ.32 σε ότι αφορά την έλλειψη υποχρέωσης τρίτου προσώπου να βοηθήσει τους διαδίκους το οποίο και δεν υπόκειται σε διαδικασία αποκάλυψης.

6) Υπήρχαν διαφορετικά αγώγιμα δικαιώματα με διαφορετικές ημερομηνίες παραγραφής και δεν ετέθη ούτε πρωτοδίκως ούτε ενώπιον του Εφετείου οτιδήποτε το σαφές με μαρτυρία εμπειρογνώμονα περί του ισχυρισμού για παραγραφή με βάση το Τσεχικό δίκαιο. Απερρίφθη ο σχετικός λόγος έφεσης.

7) Πληρούνταν και οι τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου. Εκρίθη ότι ειδικότερα σε περίπτωση μη έκδοσης του διατάγματος, ήταν εύλογη η κρίση του ότι χωρίς τα διατάγματα θα είναι δύσκολη, αν όχι αδύνατη, η προώθηση των διαδικασιών στην Τσεχία.

8) Δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας αποκλεισμού της ουσιαστικής θεραπείας ενδιαμέσως, αν αυτή ορθά και δικαίως ζητείται. Το ανεπιθύμητο όμως δεν εξισούται με απαγόρευση.

9) Δεν είναι ασύνηθης η αρχή της επιδίκασης εξόδων υπέρ του εναγομένου στις υποθέσεις τύπου Norwich Pharmacal. Ενδείκνυται  όταν θεωρείται αμέτοχος στις όλες αδικοπραξίες και είναι αθώο μέρος γεγονός που δεν συνέτρεχε στην παρούσα υπόθεση. Εκρίθη εύλογη υπό τις περιστάσεις η σχετική διαταγή εξόδων.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Παρατήρηση Εφετείου:

«Το κοινοδίκαιο, εύπλαστο και εύκαμπτο, βοηθούμενο πάντοτε από τις αρχές της επιείκειας, δεν σταμάτησε ποτέ να εξελίσσεται, να αναδιπλώνεται και να προσαρμόζεται στις εκάστοτε απαιτήσεις του οικονομικού και κοινωνικού γίγνεσθαι της Αγγλικής κοινωνίας. Μέσα από αποφάσεις εξέχοντων νομικών, διαμορφωνόταν πάντοτε, αργά, προσεκτικά και σταθερά, το υπόβαθρο εκείνο που παρείχε ανάλογα το οπλοστάσιο ή την ασπίδα στην αντιμετώπιση των ραγδαία εξελισσόμενων καταστάσεων, τοπικών και παγκόσμιων. Τα διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal εμπίπτουν σ' αυτή τη διάπλαση του δικαίου, επηρεάζοντας όλες τις χώρες που εφαρμόζουν τη φιλοσοφία του Αγγλοσαξωνικού δικαίου».

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Norwich Pharmacal Co a.o. v. Commissioners and Custom Excise [1973] 2 All E.R. 943,

Upmann v. Elkan [1871] L.R. 12 Eq. 140,

P v. T Ltd [1997] 1 WLR 1309,

Ashworth Hospital Authority v. MGN Ltd [2002] UKHL 29,

Mercantile Group (Europe) AG v. Aiyela [1994] Q.B. 366,

Carlton Film Distributors Ltd v. VCI Plc [2003] EWHC 616,

Mitsui & Co Ltd v. Nexen Petroleum UK Ltd [2005] EWHC 625,

Interbrew SA v. Financial Times Ltd The Times 4.1.2002,

Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1985) 1 Α.Α.Δ. 248,

Χαραλάμπους ν. Petros Michael Exclusif Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 1953,

Ιερά Μητρόπολη Πάφου ν. Aristo Developers Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 1377,

Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ ν. Αλωνεύτη (2002) 1 Α.Α.Δ. 1863,

Re Barlows Clowes Gilt Managers Ltd [1991] 4 All E.R. 385,

Mackinnon v. Donaldson Lufkin & Jenrette Securities Corp. [1986] 1 All E.R. 653,

Smith Kline & French Laboratories Ltd v. Global Pharmaceuticals [1986] RPC 394,

United Company Rusal Plc a.o. v. HSBS Bank Plc a.o. [2011] EWHC 404 (QB),

Seamark Consultancy Services Limited ν. Lasala κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 162,

BP Holdings Ltd v. Κιταλίδη κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694,

Γρηγοριάδη (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1872,

Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217,

Ηλία (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 786,

Εμπεδοκλής κ.ά. (Αρ. 3) (2009) 1 Α.Α.Δ. 529,

Tudor (2011) 1 Α.Α.Δ 1176,

Κυρίσαββα ν. Κίζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245,

Zena Company Ltd v. Demenian Catering Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 1848,

Michael v. Brevinos (1969) 1 C.L.R. 578,

Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co. Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015,

X Ltd v. Morgan Grampian (Publishers) Ltd [1991] 1 AC 1, HL,

Z. Ltd v. A-Z [1982] 1 Q.B. 558.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Πούγιουρου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1043/11), ημερομηνίας 19/12/2011.

Α. Γιωρκάτζης με Ν. Θρασυβούλου, για τους Εφεσείοντες.

Κ. Θεοδωρίδης με Α. Κούμα, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Τα γεγονότα της υπό κρίση έφεσης είναι αποκαλυπτικά της χρησιμοποίησης της δικαιοδοσίας της μικρής Δημοκρατίας της Κύπρου από αλλοδαπούς επιχειρηματίες και ξένα συμφέροντα, οι διαφορές των οποίων ελάχιστη ουσιαστική σχέση έχουν με την Κυπριακή δικαιοδοσία. Η ύπαρξη εδώ της εφεσίβλητης 1 ως εταιρείας εγγεγραμμένης στην Κύπρο και η εν Κύπρω διαμονή του εφεσίβλητου 2, οδήγησαν τη διαφορά που ανέκυψε να εκδικαστεί, μεταξύ άλλων, και στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.

Τα δεδομένα της υπόθεσης καταγράφησαν με ιδιαίτερη επιμέλεια και λεπτομέρεια στην εκτεταμένη απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Πρόκειται για περίπλοκες οικονομικές δοσοληψίες για τη διεκπεραίωση των οποίων χρησιμοποιήθηκαν διάφορες νομικές οντότητες κυρίως σε αλλοδαπές χώρες ανά την υφήλιο. Μια σύνοψη των γεγονότων θα βοηθήσει στην κατανόηση της υπό κρίση έφεσης, χωρίς να παρίσταται αναγκαίο να εκτεθούν οι πραγματικά δαιδαλώδεις λεπτομέρειες ονομάτων φυσικών και νομικών προσώπων και οι εξίσου περίπλοκες συναλλαγές τους.

Οι εφεσίβλητοι 1 και 2, είναι μέτοχοι της εφεσίβλητης 3 εταιρείας, (όλοι ενάγοντες στην πρωτόδικη διαδικασία), εγγεγραμμένης στη Δημοκρατία της Τσεχίας. Τρίτος μέτοχος είναι κάποιος Jan Krouzecky. Δυνάμει συμφωνίας οιοσδήποτε εκ των τριών μετόχων ήθελε να αποχωριστεί τις μετοχές του, θα έπρεπε να τις προσέφερε κατά προτεραιότητα στους άλλους μετόχους.

Ο Krouzecky εκδήλωσε την πρόθεση του για πώληση του δικού του μετοχικού μεριδίου, προσπαθώντας όμως να αποφύγει την τήρηση της συμφωνίας. Σύμφωνα με τους εφεσίβλητους καταστρώθηκε εκ μέρους του σχέδιο παράκαμψης της συμφωνίας, η οποία είχε οδηγήσει σε τροποποίηση του εταιρικού καταστατικού. Στην εξέλιξη των γεγονότων ο Krouzecky παρουσιάζεται να συνήψε μεγάλο δάνειο από κάποια υπεράκτια εταιρεία ονόματι Aqua Investments Ltd, εγγεγραμμένη στο νησί Nevis* κατά τρόπο ώστε η Aqua να είχε άμεσο δικαίωμα επί των περιουσιακών στοιχείων του Krouzecky. Αίτημα του τελευταίου να εγκριθεί από το διοικητικό συμβούλιο της εφεσίβλητης 3, η σύσταση ενεχύρου υπέρ της Aqua επί των μετοχών του, απερρίφθη από το διοικητικό συμβούλιο της πρώτης, το οποίο για πρώτη φορά έμαθε για τη σύναψη του δανείου.

Ακολούθησε η έκδοση απόφασης από Δικαστήριο στο Κάρλοβυ Βάρυ της Τσεχίας, προς το οποίο κατέφυγε η Aqua για εκτέλεση  της συμφωνίας εκποιώντας τα περιουσιακά στοιχεία του Krouzecky προς εξόφληση του προαναφερόμενου δανείου ύψους $30.000.000. Ταυτόχρονα, εκδόθηκε από Επιμελητή Εκτέλεσης διάταγμα εκποίησης των μετοχών του Krouzecky με δημοπρασία, το οποίο όμως ανεστάλη μετά από παρέμβαση του Εφετείου της Τσεχίας. Μετέπειτα, με τροποποιητική συμφωνία Krouzecky - Aqua στη συμφωνία δανείου και εκτέλεσης, δόθηκε δικαίωμα στη Aqua να εκτελέσει σε χρόνο πριν τον ήδη συμφωνηθέντα, ώστε η εκ μέρους του Krouzecky συγκατάθεση του διοικητικού συμβουλίου της εφεσίβλητης 3, να μην ήταν πλέον αναγκαία.

Ηγέρθηκαν συνεπώς υποψίες από την όλη συμπεριφορά και ενέργειες του Krouzecky με την Aqua, η οποία είχε μοναδικό μέτοχο την εφεσείουσα 1, Avila Management Services Ltd, (εφεξής «η Avila»). Εκ μέρους της Avila, μέτοχος της οποίας είναι κάποιος Δανός υπήκοος, ενώ ο εφεσείων 2, επίσης Δανός υπήκοος διαμένων στην Κύπρο υπήρξε προηγουμένως διευθυντής της, υπέγραφε η Altolex Ltd, εταιρεία επίσης εγγεγραμμένη στην Κύπρο. Θεωρήθηκε ότι η Aqua ήταν ένα «κέλυφος» προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων του Krouzecky, ιδιαιτέρως υπό το φως ότι στη νήσο Nevis, όπου ενεγράφη η Aqua, δεν υπήρχαν αρχεία για την εν λόγω εταιρεία, ενώ κάποια άλλα έγγραφα που εξασφαλίστηκαν για αυτήν θεωρήθηκαν πλαστά. Η διαχείριση της φαινόταν εν πάση περιπτώσει να γινόταν από την Κύπρο από την Avila και τον Flemming Edsberg, πρώην εναγομένους 1 και 2 και νυν εφεσείοντες. Τελικά, δικαιούχος, ως άγνωστος μέτοχος, θεωρήθηκε, πιθανώς, κάποιος Pavel Tykac, Τσέχος επιχειρηματίας, ανταγωνιστής της εφεσίβλητης 3 στον τομέα εξόρυξης λιμνίτη στην Τσεχία και ύποπτος για διάφορες αδικοπραξίες.

Η συνέχεια αφορά την απόκτηση μετοχών άνω του 30% στην εφεσίβλητη 3 από τον Krouzecky μέσω μιας άλλης Κυπριακής εταιρείας ονόματι Elizwood Trading Ltd, συνεργάτη του Pavel Tykac. Συμφωνίες και Μνημόνια που αποκαλύφθηκαν ως καταρτισθέντα μεταξύ Krouzecky και Elizwood, με δικαιώματα κατά προτεραιότητα αγοράς μετοχών και δανειοδότησης του πρώτου από τη δεύτερη ύψους $4.000.000, επέτειναν το πρόβλημα της διαπίστωσης της πραγματικής και αυθεντικής βούλησης των συμβαλλομένων στα συμφωνηθέντα. Πρόσθετα, μέρος της πλεκτάνης φαινόταν και ο καταρτισμός Μνημονίου Συνεργασίας μεταξύ Krouzecky και Elizwood για το έργο της εφεσίβλητης 3, με την Elizwood να περιγράφεται ως επενδυτής, χωρίς να θίγονται οι πρόνοιες του καταστατικού της εφεσίβλητης 3.

Της διαδικασίας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού που αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης, προηγήθηκαν τα εξής δύο δεδομένα: (i) Με αγωγή υπ' αρ. 2103/10 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, οι ίδιοι με τους παρόντες εφεσίβλητους ως ενάγοντες και με εναγόμενους τους Elizwood, Ανδρέα Καραπατάκη, Avila, Altolex και Νεόφυτο Γρηγοριάδη, εξασφαλίστηκαν διατάγματα τύπου Anton Piller και Norwich Pharmacal, στη βάση των οποίων εντοπίστηκαν δύο συμβόλαια φύλαξης που φαίνονταν να είχαν καταρτισθεί μεταξύ των Krouzecky, της Elizwood και της Avila, το ένα, και μεταξύ Krouzecky, Elizwood και μιας άλλης εταιρείας ονόματι Asturia Ltd, με έδρα τις Σεϋχέλλες, το άλλο, των συμβολαίων αυτών θεωρούμενων ως μέρος της όλης πλεκτάνης, με απώτερο στόχο τη συμφωνία για τις μετοχές του Krouzecky.  (ii)  Αργότερα, το Ανώτατο Δικαστήριο των νήσων S.T. Christopher and Nevis (που είναι γνωστά και ως Federation of Saint Kitts and Nevis), εξέδωσε παρόμοια διατάγματα εναντίον της Aqua και των εγγεγραμμένων ή φερόμενων αντιπροσώπων της, η εκτέλεση των οποίων όμως δεν έφερε στην επιφάνεια οποιαδήποτε πρόσθετη πληροφορία στους εφεσίβλητους.

Η αγωγή που ηγέρθη στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού είχε ως βάση τα πιο πάνω ουσιώδη γεγονότα και τα όσα καταλόγιζε στους νυν εφεσείοντες και εκεί εναγομένους 1 και 2, ο Petr Malek στη μακροσκελή του ένορκη δήλωση υποστηριζόμενη από μεγάλο αριθμό εγγράφων. Αντικείμενο της αγωγής και του συνακόλουθου διατάγματος που εκδόθηκε στη βάση σχετικής αίτησης, ήταν η έκδοση διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal και Anton Piller, με στόχο την ανεύρεση εγγράφων και πληροφοριών που αφορούν την Aqua και τις δραστηριότητες της, που δεν ανευρέθηκαν στο νησί Nevis, όπου υποτίθεται θα καταβαλλόταν το δάνειο στον Krouzecky. Σύμφωνα με την αίτηση, οι όλες δραστηριότητες του τελευταίου εξέθεσαν την Aqua, ώστε να ήταν πλέον ορατός ο κίνδυνος να μεταβιβάσει την απαίτηση της σε άλλη εταιρεία του Pavel Tykac, όπως την εναγόμενη 3 στην αγωγή, εταιρεία Vumond Investments Ltd, μέτοχοι και διοικητικοί σύμβουλοι της οποίας συνδέονται με άλλες εταιρείες είτε στην Κύπρο, είτε στην Τσεχία, που ανήκουν στον ευρύτερο όμιλο εταιρειών του Tykac.

Η αίτηση στη βάση της ένορκης δήλωσης του P. Malek διατείνετο ότι τα επιδιωκόμενα έγγραφα και πληροφορίες ήταν απαραίτητα για τους ενάγοντες-εφεσίβλητους για διεκδίκηση αποζημιώσεων σε μελλοντική διαδικασία στην Τσεχία, όπου δεν προσφέρεται, συμφώνως του εκεί δικονομικού δικαίου, η δυνατότητα αποκάλυψης εγγράφων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, πέραν της λεπτομερούς παράθεσης των γεγονότων, κατέγραψε με ιδιαίτερη σπουδή και τη σχετική νομολογία  επί των διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal, που έλαβαν το όνομα τους από την ομώνυμη υπόθεση στην Norwich Pharmacal Co and Others v. Commissioners and Custom Excise (1973) 2 All E.R. 943. Αφού παρέθεσε τις νομολογιακές προϋποθέσεις με τα τρία καθιερωμένα κριτήρια του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, το Δικαστήριο εξέδωσε τα αιτηθέντα διατάγματα εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2 (εναγομένων 1 και 2 πρωτοδίκως), ενώ απέρριψε την αίτηση εναντίον της εναγομένης 3, από την οποία επίσης ζητούνταν παρόμοια διατάγματα.  Έκρινε ότι ο Krouzecky ήταν στη βάση της παρουσιασθείσας μαρτυρίας, πιθανώς εμπλεκόμενος σε διάφορες αδικοπραξίες σε βάρος των εφεσιβλήτων, έχοντας υπόψη ότι ο όρος αδικοπραξία περιλαμβάνει πλέον και την περίπτωση παράβασης συμφωνίας.  Στόχος του Krouzecky με την εμπλοκή και σύμπραξη τρίτων προσώπων, φυσικών και νομικών, φαίνεται να ήταν και να είναι η αποφυγή των συμβατικών υποχρεώσεων του έναντι των άλλων μετόχων. Οι εφεσείοντες 1 και 2, είχαν ανάμειξη στις εν λόγω παράνομες δραστηριότητες του Krouzecky, ενώ δικαιολογούνταν τα αιτήματα προς έκδοση των διαταγμάτων εφόσον η διαχείριση της Aqua διεξαγόταν στην Κύπρο, ενώ δεν είχαν εντοπιστεί οποιαδήποτε σχετικά έγγραφα στο νησί Nevis.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της εξελικτικής της Norwich Pharmacal νομολογίας, θεώρησε ότι διατάγματα μπορούσαν να εκδοθούν όχι μόνο εναντίον του καθαυτό αδικοπραγήσαντος, αλλά και εναντίον κάθε ατόμου που αποδεικνύεται ότι έλαβε μέρος ή αναμείχθηκε στην παράνομη πράξη, έστω και άθελα του.  Επομένως, το γεγονός ότι ο εφεσείων 2 σύμφωνα με τη δική του ένορκη δήλωση στην καταχωρηθείσα ένσταση, είχε παύσει από τον Ιούνιο του 2006, να είναι αξιωματούχος ή μέτοχος της Aqua, δεν είχε σημασία. Σημασία είχε ότι η Aqua, ως εταιρεία «κέλυφος», της οποίας η μοναδική συναλλαγή ήταν η σύναψη του συμβολαίου δανείου με τον Krouzecky, ενεργούσε διαχειριστικά μέσω της Avila στην Κύπρο, κατά την περίοδο που διευθυντής ήταν ο εφεσείων 2.  Περαιτέρω, τα συμβόλαια φύλαξης που εξασφαλίστηκαν με διάταγμα τύπου Anton Piller στη Λάρνακα, έφεραν την Avila να είναι συμβαλλόμενο μέρος, με τον εφεσείοντα 2 να υπογράφει εκ μέρους της. Σημειώνεται ότι ο εφεσείων 2 ήταν διευθυντής και της Avila και της Aqua.

Κρίθηκε περαιτέρω πρωτοδίκως ότι οι πληροφορίες και τα έγγραφα που αναζητούνταν ήσαν  απαραίτητα για τη στοιχειοθέτηση της αλυσίδας των γεγονότων ώστε να καταστεί δυνατή η επιτυχής προώθηση των αξιώσεων των εφεσιβλήτων-εναγόντων σε ενδεχόμενα δικαστικά μέτρα εναντίον όλων εκείνων που ενέχονται στις διάφορες αδικοπραξίες και τις συνακόλουθες ζημιές. Η επακριβής συμμετοχή και η πιθανή υπαιτιότητα ενός εκάστου θα μπορούσε επίσης να διακριβωθεί με την αποκάλυψη στοιχείων, πληροφοριών και εγγράφων. Αυτό, ιδιαιτέρως σε σχέση με ενδεχόμενη αγωγή ή άλλων δικαστικών διαβημάτων στην Τσεχία όπου, στη βάση τόσο της ένορκης δήλωσης του Petr Malek, αλλά και τη νομική γνωμάτευση του Professor Ju Dr Petr Hajn, αναγνωρίζεται γενικά καθήκον επιμέλειας προς αποφυγή πρόκλησης ζημιάς και ευθύνης από εσκεμμένη παραβίαση των χρηστών ηθών.  Σύμφωνα δε με το Τσέχικο Δίκαιο είναι δυνατή η απόδοση αποζημίωσης στο θύμα για ζημιές που υπέστη λόγω παραβίασης συμβατικών υποχρεώσεων.

Το Δικαστήριο απέρριψε επίσης τις προς το αντίθετο θέσεις των εφεσειόντων ότι οι πληροφορίες και τα ενδεχόμενα έγγραφα μπορούσαν να εξασφαλιστούν από άλλες πηγές. Αυτό διότι όλες οι άλλες διαδικασίες, δικαστικές ή μη, όπως εκτενώς περιγράφηκαν στην ένορκη δήλωση του P. Malek, δεν απέφεραν καρπούς.  Κρίθηκε επίσης ότι δεν υπήρξε κατάχρηση διαδικασίας εφόσον η ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αγωγή αφορούσε άλλα άτομα από τις υπόλοιπες διαδικασίες είτε στη νήσο Nevis, είτε στην Κύπρο ή την Τσεχία, όπου κινήθηκαν αγωγές και από τον Krouzecky για διάφορα θέματα συνδεδεμένα με τις διαφορές, αλλά άσχετα με την πρωτόδικη διαδικασία.

Εξίσου απορριπτέες κρίθηκαν και οι αιτιάσεις των εφεσειόντων ως προς την παροχή μέσω της αίτησης ταυτόσημης με την καταχωρηθείσα αγωγή θεραπείας και για παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος των εφεσιβλήτων-εναγόντων στην Τσεχία. Απορρίφθηκαν επίσης οι θέσεις ότι υπήρξε καθυστέρηση στην καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης ή ότι δεν μπορούσαν να εκδοθούν τα διατάγματα προς υποβοήθηση έγερσης αγωγής εκτός της δικαιοδοσίας σε δικαιοδοσία, δηλαδή, άλλη από αυτή εντός της οποίας ζητείται η έκδοση τους.

Οι εφεσείοντες στοχεύουν στην ολοκληρωτική αναστροφή της πρωτόδικης κρίσης με λόγους που ουσιαστικά παραπέμπουν στα όσα και πρωτοδίκως έθεσαν. Με 13 λόγους επαναφέρουν τα ίδια θέματα προς συζήτηση και ενώπιον του Εφετείου. Κυρίως, κατά την ενώπιον του Εφετείου αγόρευση τους, εστίασαν την προσοχή τους στους λόγους έφεσης 1, 5, 7, 8 και 9, που αφορούν τη λανθασμένη εκτίμηση από μέρους του Δικαστηρίου και της θέσης του P. Malek περί παραγραφής, της απόρριψης της θέσης τους ότι τα διατάγματα Norwich Pharmacal δεν εκδίδονται για διαδικασίες που θα λάβουν χώραν στο εξωτερικό, καθώς και της μη αναγκαιότητας έκδοσης των διαταγμάτων υπό το φως των γεγονότων και δεδομένων της υπόθεσης.

Το κοινοδίκαιο, εύπλαστο και εύκαμπτο, βοηθούμενο πάντοτε από τις αρχές της επιείκειας, δεν σταμάτησε ποτέ να εξελίσσεται, να αναδιπλώνεται και να προσαρμόζεται στις  εκάστοτε απαιτήσεις του οικονομικού και κοινωνικού γίγνεσθαι της Αγγλικής κοινωνίας. Μέσα από αποφάσεις εξέχοντων νομικών, διαμορφωνόταν πάντοτε, αργά, προσεκτικά και σταθερά, το υπόβαθρο εκείνο που παρείχε ανάλογα το οπλοστάσιο ή την ασπίδα στην αντιμετώπιση των ραγδαία εξελισσόμενων καταστάσεων, τοπικών και παγκόσμιων. Τα διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal εμπίπτουν σ' αυτή τη διάπλαση του δικαίου, επηρεάζοντας όλες τις χώρες που εφαρμόζουν τη φιλοσοφία του Αγγλοσαξωνικού δικαίου.

Από το 1871, με την υπόθεση Upmann v. Elkan [1871] L.R. 12 Eq. 140, αναγνωρίσθηκε η ύπαρξη δικαιοδοσίας που επιβάλλει καθήκον σε άτομο που αναμείχθηκε με αδικοπραξίες άλλων ώστε να τις διευκολύνει, παρά το γεγονός ότι μπορεί να μην έχει το ίδιο προσωπική ευθύνη, να παραχωρήσει τη βοήθεια του δίδοντας πλήρεις πληροφορίες, αποκαλύπτοντας και τα ονόματα των αδικοπραγούντων. Η αρχή αυτή υιοθετήθηκε από τη Βουλή των Λόρδων στη Norwich Pharmacal - ανωτέρω -, η οποία στη συνέχεια εφαρμόστηκε και αναπτύχθηκε σε σειρά άλλων υποθέσεων, όπως την P v. T Ltd [1997] 1 WLR 1309. Σ' αυτήν, η Norwich Pharmacal επεκτάθηκε έτσι ώστε η αποκάλυψη εναντίον εναγομένου να είναι δυνατό να προσφέρει στον ενάγοντα τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τους καρπούς της αποκάλυψης για να εγερθεί αγωγή εναντίον τρίτου προσώπου έστω και αν δεν θα ήταν δυνατό να διακριβωθεί χωρίς τις πληροφορίες, κατά πόσο το τρίτο αυτό πρόσωπο, διέπραξε αστικό αδίκημα εναντίον του ενάγοντα. Περαιτέρω, στην Ashworth Hospital Authority v. MGN Ltd [2002] UKHL 29, η Βουλή των Λόρδων αποφάσισε ότι ως θέμα αρχής δεν χρειάζεται η δικαιοδοσία αποκάλυψης να περιορίζεται στην αποκάλυψη της ταυτότητας του αδικοπραγούντος εναντίον τρίτου προσώπου που αναμείχθηκε στην αδικοπραξία μόνο σε υποθέσεις αστικών αδικημάτων, αλλά η δικαιοδοσία αυτή είναι γενικής φύσεως, στο δίκαιο της επιείκειας, εφαρμόσιμη οποτεδήποτε ένα πρόσωπο, εναντίον του οποίου διατάσσεται η αποκάλυψη, αναμείχθηκε («mixed up») σε παράνομες ενέργειες που επεμβαίνουν και παραβιάζουν τα νόμιμα δικαιώματα του ενάγοντα. Και ενώ αρχικά το διάταγμα εκδιδόταν με αναφορά στην αναγκαιότητα αποκάλυψης της ταυτότητας του αδικοπραγούντος, στην πορεία μετεξελίχθηκε ώστε να είναι δυνατή και η συλλογή διαφόρων σχετικών πληροφοριών, (Mercantile Group (Europe) AG v. Aiyela [1994] Q.B. 366).

Στην Carlton Film Distributors Ltd v. VCI Plc [2003] EWHC 616, η αρχή επεκτάθηκε ακόμη περαιτέρω ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή της σε προτιθέμενη αγωγή παραβίασης συμβατικών υποχρεώσεων. Η υπόθεση αφορούσε την αποκάλυψη πληροφοριών από τρίτο άτομο το οποίο κατασκεύαζε εμπορεύματα εκ μέρους του προτιθέμενου εναγόμενου στην αγωγή που θα εγειρόταν, ώστε ο προτιθέμενος ενάγων να μπορούσε να διαμορφώσει με ακρίβεια την αξίωση του.

Οι προϋποθέσεις εξέτασης και έκδοσης διατάγματος Norwich Pharmacal συνοψίστηκαν στην Mitsui & Co Ltd v. Nexen Petroleum UK Ltd [2005] EWHC 625, όπου λέχθηκε ότι:

«(i) a wrong must have been carried out, or arguably carried out, by an ultimate wrongdoer; (ii) there must be the need for an order to enable action to be brought against the ultimate wrongdoer; and (iii) the person against whom the order is sought must: (a) be mixed up in so as to have facilitated the wrongdoing; and (b) be able or likely to be able to provide the information necessary to enable the ultimate wrongdoer to be sued.»

Σε μετάφραση:

«(i) πρέπει να έχει λάβει χώραν ή κατ' ισχυρισμόν να έχει λάβει χώραν μια αδικοπραξία από ένα τελικό αδικοπραγούντα, (ii) πρέπει να διαπιστώνεται ανάγκη για την έκδοση διατάγματος ώστε να είναι δυνατή η έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος και (iii) το πρόσωπο εναντίον του οποίου επιδιώκεται η έκδοση πρέπει: (α) να έχει αναμειχθεί κατά τρόπο που να έχει διευκολύνει την αδικοπραξία και (β) να είναι σε θέση ή πιθανόν να είναι σε θέση να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες που θα καταστήσουν δυνατή την έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος.»

Βεβαίως, η δυνατότητα έκδοσης του διατάγματος τελεί πάντοτε υπό την αίρεση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου το οποίο δεν θα ικανοποιήσει το αίτημα εάν οι πληροφορίες μπορούν να ληφθούν με κάποιο άλλο διαθέσιμο τρόπο ή το Δικαστήριο δεν πεισθεί ότι υπάρχει πράγματι πρόθεση έγερσης αγωγής εναντίον του αδικοπραγούντος. Περαιτέρω, το Δικαστήριο θα ζυγίσει παράγοντες όπως τη σοβαρότητα της συμπεριφοράς του κατ' ισχυρισμόν αδικοπραγούντος, (Interbrew SA v. Financial Times Ltd The Times 4.1.2002). Το ζητούμενο δεν είναι η ευκολία ή η επιθυμία λήψης των πληροφοριών, αλλά η αναγκαιότητα του όλου εγχειρήματος. Εάν υπάρχουν γεγονότα τα οποία χρήζουν διερεύνησης κατά τη δίκη, δεν θεωρείται πρέπον να εκδοθεί διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal επί αιτήματος πριν την ίδια τη δίκη. Το διάταγμα δεν αποσκοπεί στην απλή ικανοποίηση της λήψης στοιχείων για σκοπούς περιέργειας.

Προσεκτική εξέταση των δεδομένων της υπό αναθεώρηση υπόθεσης αποκαλύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια, η οποία και δεν θα πρέπει να διαταραχθεί. Ακριβώς το περίπλοκο των όλων συναλλαγών, η χρήση μεθόδων και ενεργειών που παραπέμπουν σε ένα μηχανισμό δύσκολα ανιχνεύσιμο με πλείστες όσες δοσοληψίες εμφανείς και μη, με εταιρείες εγγεγραμμένες σε διάφορα μέρη του κόσμου με διαφορετικά δικαιϊκά συστήματα και δικονομικές πρόνοιες, επιτάσσουν τη χρήση του διατάγματος Norwich Pharmacal ως βοηθητικού μέσου για την ανεύρεση και εξιχνίαση εκείνων των πληροφοριών που είναι αναγκαίες, τόσο για τη διαπίστωση της ταυτότητας του ή των αδικοπραγούντων, όσο και την υποβοήθηση στην ανεύρεση γεγονότων και μαρτυρίας για την ενδεχόμενη έγερση αγωγής στην Τσεχία.

Δεν μπορεί βάσιμα να ισχύσει η ένσταση των εφεσειόντων ότι η ανεύρεση των πληροφοριών είναι δυνατή με άλλες νόμιμες διεξόδους και τρόπους, δικαστικής και μη συνδρομής. Έχει διαπιστωθεί μέσα από τη δικαστική αναμέτρηση πρωτόδικα, ότι έγιναν καλόπιστα προσπάθειες εντοπισμού στοιχείων και δεδομένων σε τρεις διαφορετικές και διαθέσιμες δικαιοδοσίες. Οι δικαστικές διαδικασίες στο νησί Nevis δεν απέφεραν οποιουσδήποτε καρπούς εφόσον εμφανιζόταν ότι η διαχείριση των υποθέσεων της Aqua διεξαγόταν από την Κύπρο. Ακόμη και έγγραφα που εντοπίστηκαν πιθανόν να ήταν προϊόν πλαστογραφίας. Η απλή ύπαρξη αγωγών στη δικαιοδοσία των Νήσων St Kitts & Nevis και η έφεση από τους εφεσίβλητους, όπως αναφέρεται στην παρ. 5.13 του περιγράμματος των εφεσειόντων, δεν επαρκούν προς αναχαίτιση της έκδοσης διατάγματος Norwich Pharmacal. Σημασία έχει η διαθεσιμότητα στην εν λόγω δικαιοδοσία των απαραίτητων πληροφοριών. Το ότι υπήρξε έφεση από τους εφεσίβλητους εναντίον απόφασης που διέταξε την αναστολή των διαταγμάτων Norwich Pharmacal και Anton Piller, που έλαβαν αρχικά υπέρ τους, δεν διαφοροποιεί την κατάσταση και ούτε αποτελεί απόκρυψη γεγονότων ή κατάχρηση της διαδικασίας. Δεν διέφυγε του Δικαστηρίου η θέση των εφεσειόντων ότι ενσυνείδητα και με παραπλανητική διάθεση οι εφεσίβλητοι, κατ' ισχυρισμόν, απέκρυψαν το γεγονός ότι εκδόθηκε απόφαση στην αίτηση τους για άδεια καταχώρησης έφεσης εναντίον της απόφασης παραμερισμού του κλητηρίου εντάλματος. Το Δικαστήριο σχολίασε την εισήγηση αυτή και έκρινε ότι το γεγονός ότι ο Malek δεν έκανε αναφορά στην απόφαση, δεν είχε ούτε τη σημασία, ούτε τα κίνητρα που αποδίδονταν σ' αυτόν. Δεν διαπιστώνεται λόγος για ανατροπή αυτής της κρίσης  στην ολότητα των δεδομένων. Η ένορκη δήλωση του P. Malek στις παρ. 64 και 65 δεν περιέχει, κατά τα άλλα, αντιφατικούς ισχυρισμούς, οι δε εφεσείοντες δεν αντιστρατεύονται  τη θέση ότι δεν αποκαλύφθηκαν έγγραφα, άρα και η τυχόν επιτυχία της έφεσης δεν θα αποφέρει καρπούς.

Όσον αφορά τα Τσέχικα Δικαστήρια, οι διαδικασίες αφορούσαν διαφορετικούς διαδίκους. Όπως εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες, δεν θα μπορούσαν να αναμειχθούν στη διαδικασία των Δικαστηρίων της Τσεχίας κατά την εκτέλεση εφόσον δεν ήταν διάδικοι εκεί. Άλλες αγωγές, οι λεπτομέρειες των οποίων δεν ενδιαφέρουν εδώ, αφορούσαν άλλα πρόσωπα σε σχέση με δικαιοπραξίες του Krouzecky, αλλά και εν πάση περιπτώσει η μελλοντική διαδικασία των εφεσιβλήτων σε Δικαστήρια της Τσεχίας θα έχει ως βάση άλλες παραβάσεις από τον Krouzecky. Και ο Krouzecky έχει εγείρει αγωγές στην Τσεχία, σε σχέση με διάφορα μετοχικά δικαιώματα του, άσχετα όμως με τις υπό κρίση διαφορές. Ουσία αποκτά το δεδομένο όπως απορρέει από δηλώσεις του P. Makek, ότι στην Τσεχία δεν αναγνωρίζεται η αποκάλυψη εγγράφων και οι αρχές που εφαρμόζει το κοινοδίκαιο στο θέμα, ισχύει δε μόνο η αρχή ότι οι διάδικοι πρέπει να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους.

Σε σχέση με τις διαδικασίες εν Κύπρω, αναφορά θα γίνει κατωτέρω. Γενικά, όμως, δεν υπάρχουν δεδομένα τα οποία οδηγούσαν σε απόρριψη της αίτησης λόγω παράβασης του κανόνα ότι ένας αιτητής οφείλει να προσέλθει στο Δικαστήριο με ύψιστη καλή πίστη και καθαρά χέρια, (Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1985) 1 Α.Α.Δ. 248, Χαραλάμπους ν. Petros Michael Exclusif Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 1953 και Ιερά Μητρόπολη Πάφου ν. Aristo Developers Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 1377).

Δεν είναι σοφό για τα Δικαστήρια της Κύπρου, πρωτοδίκως ή κατ' έφεση, να εμπλακούν στις διαφορές των διαδίκων ως να τις εκδίκαζαν εδώ. Άλλο είναι το αντικείμενο της διαδικασίας Norwich Pharmacal και επ' αυτών των γραμμών εξετάζεται η εδώ διελκυνστίνδα. Σ' αυτά τα πλαίσια δεν είναι δεκτή η θέση των εφεσειόντων ότι θα ήταν δυνατόν γι' αυτούς σε ενδεχόμενη αγωγή στην Τσεχία να κλητεύσουν το αρμόδιο πρόσωπο για να δώσει τα όσα στοιχεία γνωρίζει και κατέχει. Αυτό προϋποθέτει την ακριβή γνώση των απαραίτητων εκείνων στοιχείων ώστε να ενταχθούν στην προτιθέμενη αγωγή και να αποτελέσουν βάση της. Είναι ακριβώς η συλλογή των πληροφοριών εκείνων που είναι απαραίτητη και που καθίσταται δυνατή διά του διατάγματος Norwich Pharmacal που έχει σημασία ώστε να εγερθεί η αγωγή.

Έχει τεθεί θέμα ότι οι εφεσίβλητοι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το μηχανισμό που προσφέρεται από τον Κανονισμό (ΕΚ) 1260/2001, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε ότι ο Κανονισμός δεν θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να εφαρμοστεί δεδομένου ότι δεν έχει ακόμη καταχωρηθεί αγωγή σε κράτος μέλος ώστε να είναι δυνατή η εκ μέρους άλλου κράτους εξασφάλιση δικαστικής συνδρομής προς παροχή αποδεικτικού υλικού. Ο Κανονισμός που τιτλοφορείται «για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις» ή στα Αγγλικά «on cooperation between the courts of member states in the taking of evidence in civil or commercial matters», έχει βεβαίως ως υπόβαθρο τη βελτίωση της δικαστικής συνδρομής μεταξύ κρατών-μελών και τη ταχύτητα διεκπεραίωσης παρακλήσεων στη λήψη μαρτυρίας εντός 90 ημερών από τη διαβίβαση της παράκλησης.

Η λήψη της μαρτυρίας γίνεται απευθείας στο κράτος-μέλος, χωρίς την καταβολή τελών. Αυτά, μεταξύ άλλων, αναφέρονται στο αιτιολογικό προοίμιο του Κανονισμού. Η εφαρμογή του αναφέρεται στο Άρθρο 1, το οποίο καθορίζει ως πεδίο εφαρμογής τα Δικαστήρια των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με εξαίρεση τη Δανία, το εδάφιο 2 του οποίου προδιαγράφει ότι η παραγγελία («request»), δεν επιτρέπεται για τη λήψη αποδείξεων εάν οι αποδείξεις αυτές δεν προορίζονται να χρησιμοποιηθούν σε δικαστικές υποθέσεις «που έχουν ήδη αρχίσει να εκδικάζονται ή πρόκειται να εκδικαστούν». Εδώ εντοπίζεται μια ουσιώδης διαφορά  μεταξύ του Ελληνικού και του Αγγλικού κειμένου. Στο Ελληνικό, όπως αναφέρθηκε, χρησιμοποιείται η φράση «ή πρόκειται να εκδικαστούν», ενώ στο Αγγλικό κείμενο χρησιμοποιείται η φράση «proceedings commenced or contemplated». Η διαφορά είναι εμφανής. Το «πρόκειται να εκδικαστούν» παραπέμπει ενδεχομένως σε ήδη καταχωρηθείσα αγωγή της οποίας η εκδίκαση θα αρχίσει μελλοντικά, σε αντιδιαστολή με τις αμέσως προηγούμενες λέξεις  του εδαφίου για «υποθέσεις που έχουν ήδη αρχίσει να εκδικάζονται». Η λέξη «contemplated» παραπέμπει σε διαδικασία η οποία βρίσκεται ακόμη υπό σκέψη, ενδέχεται, δηλαδή, ακόμη να καταχωρηθεί η αγωγή. Εάν το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε συμβουλευτεί το Ελληνικό κείμενο, τότε δικαίως αποφάσισε ότι ο Κανονισμός αφορά διαδικασίες που έχουν ήδη καταχωρηθεί.

Εν πάση όμως περιπτώσει ο Κανονισμός δεν θα μπορούσε να έχει εδώ εφαρμογή διότι όπως ορθά εισηγούνται οι εφεσίβλητοι στο περίγραμμα τους, αναμφίβολα πολύ διαφορετικός είναι ο σκοπός του Κανονισμού, όπως προκύπτει από την ολότητα του αιτιολογικού προοιμίου, αλλά και του εντύπου Α που αποτελεί το παρακλητικό έντυπο, όπου πράγματι πρέπει να προσδιορίζονται οι  διάδικοι σε «αγωγή που ασκήθηκε από τον ενάγοντα/αιτούντα» (δέστε το σημείο 5 του εντύπου), και άλλος ο σκοπός του Norwich Pharmacal. Ο Κανονισμός προϋποθέτει ότι η λήψη της μαρτυρίας είναι δυνατή στη χώρα όπου επιζητείται αυτή και στην Κύπρο μπορεί μεν να κλητευθεί μάρτυρας για δικαστική συνδρομή, αλλά δεν μπορεί να υποχρεωθεί να παρουσιάσει έγγραφα ή να αποκαλύψει οτιδήποτε το οποίο αρνείται ότι έχει στην κατοχή ή φύλαξη του και αυτό μπορεί να αποτελέσει και αιτιολογικό άρνησης παροχής οποιασδήποτε πληροφορίας, σύμφωνα με το σημείο 12.2.7. του εντύπου Α. Αντίθετα, το διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal επιτρέπει τη λήψη των πληροφοριών στη βάση δικαστικής απόφασης, εφαρμοστέας και εκτελεστής στη χώρα όπου εκδίδεται, επί ποινή περιφρόνησης του Δικαστηρίου.

Κατά παρόμοιο τρόπο, η Δ.32 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών που επικαλούνται οι εφεσείοντες ως δίδοντας δικονομική διέξοδο στην παρουσίαση μάρτυρα και την προσκόμιση μαρτυρίας, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής. Ορθά οι εφεσίβλητοι παραπέμπουν στα όσα σχετικά με την εμβέλεια της Δ.32, αποφασίστηκαν στην Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ ν. Αλωνεύτη (2002) 1 Α.Α.Δ. 1863, από την Πλήρη Ολομέλεια, ότι σκοπός της κλήτευσης μάρτυρα κάτω από τη Δ.32 είναι η παρουσίαση αποδεκτής μαρτυρίας και όχι η εκμαίευση της στα πλαίσια του αντιπαραθετικού συστήματος, όπου δεν παρέχεται η δυνατότητα κλήσης μάρτυρα εκ μέρους του ενός των διαδίκων για να καταθέσει εναντίον του άλλου. Άλλωστε, μεταξύ διαδίκων ισχύει διαφορετικός κανόνας περί αποκάλυψης εγγράφων με βάση τις ορθόδοξες διαδικασίες κάτω από τη Δ.28. Όπως λέχθηκε και στη Re Barlows Clowes Gilt Managers Ltd [1991] 4 All E.R. 385, ένα τρίτο πρόσωπο δεν υπέχει υποχρέωση να βοηθήσει τους διαδίκους και δεν υπόκειται σε διαδικασία αποκάλυψης.  Αυτόν ακριβώς, όμως, το σκοπό επιτελεί το διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal, που δεν μπορεί να επιτευχθεί με το μηχανισμό της Δ.32.

Απασχόλησε εκτενώς τους διαδίκους και ενώπιον του Εφετείου το ζήτημα της παραγραφής οποιωνδήποτε αγώγιμων δικαιωμάτων στη Τσεχία με το σκεπτικό βεβαίως ότι αφαιρείται το πραγματικό και νομικό υπόβαθρο για έκδοση διατάγματος Norwich Pharmacal εφόσον δεν θα ήταν εν πάση περιπτώσει δυνατή η έγερση αγωγής στη Τσεχία. Είναι όμως ορθή η θέση των εφεσιβλήτων και αυτό πιστοποιείται και από την ανάγνωση των ενστάσεων που είχαν καταχωρηθεί πρωτοδίκως στην αίτηση των εφεσιβλήτων για την έκδοση του υπό κρίση διατάγματος, ότι ουδέποτε ηγέρθηκε ζήτημα παραγραφής ώστε να εξεταστεί με βάση το νόμο που ισχύει στην Τσεχία. Όπως το Δικαστήριο πρωτοδίκως ανέφερε, ήταν η ένορκη δήλωση του P. Malek που έθεσε θέμα παραγραφής, εάν η προθεσμία μπορούσε να θεωρηθεί ότι άρχιζε από τα τέλη Οκτωβρίου του 2009, όταν οι εφεσίβλητοι έμαθαν για πρώτη φορά την ύπαρξη του φερόμενου δανείου προς την Aqua. Η δήλωση Malek, όμως, όπως ορθά προσέγγισε το θέμα το Δικαστήριο, δεν είχε την έννοια ότι το αγώγιμο δικαίωμα ήδη παρεγράφη, αλλά ήταν απλώς ένδειξη της ανάγκης επείγουσας λήψης των εγγράφων και των πληροφοριών που οι εφεσίβλητοι επεδίωκαν.

Αναμφίβολα, εάν υπάρχει παραγεγραμμένη ήδη διαφορά κατά τον Τσεχικό Νόμο, σίγουρα δεν θα ήταν δυνατή η έκδοση του υπό κρίση διατάγματος. Όμως κατέστη σαφές κατά τη διαδικασία ενώπιον του Εφετείου ότι δεν υπήρχε ζήτημα πλήρους παραγραφής όλων των πιθανών αξιώσεων των εφεσιβλήτων εναντίον του Krouzecky και των υπολοίπων εμπλεκομένων ατόμων διότι επικρατούν διαφορετικές πρόνοιες περί παραγραφής, ανάλογα με την συγκεκριμένη αξίωση που θα επιδιωχθεί ενώπιον των Δικαστηρίων στη Τσεχία. Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2.21.1 του περιγράμματος των εφεσιβλήτων υπάρχουν διαφορετικά αγώγιμα δικαιώματα και διαφορετικές περίοδοι παραγραφής μετρήσιμες από διάφορες ημερομηνίες έναρξης αγώγιμου δικαιώματος. Εν πάση περιπτώσει δεν έχει τεθεί είτε του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, είτε ενώπιον του Εφετείου, οτιδήποτε το σαφές με βάση μαρτυρία από εμπειρογνώμονα στο Τσέχικο δίκαιο ώστε να είναι δυνατό να γίνει κρίση επί τέτοιου ζητήματος που αναμφίβολα έχει διαφορετικές πτυχές. Άλλωστε, σε περίπτωση έγερσης αγωγής στην Τσεχία που έχει παραγραφεί της οποίας ο χρόνος για καταχώρηση θα έχει ήδη παρέλθει, το ζήτημα θα τεθεί προς επίλυση από τα αρμόδια Δικαστήρια από τους εφεσείοντες ή τους εναγομένους στην καταχωρηθησόμενη αγωγή.

Άλλο ουσιαστικό ζήτημα το οποίο εγείρεται με την έφεση και τέθηκε και πρωτοδίκως ήταν ότι τα διατάγματα Norwich Pharmacal δεν εκδίδονται για υποβοήθηση έγερσης αγωγής εκτός δικαιοδοσίας, δηλαδή, σε δικαιοδοσία άλλη από αυτή στην οποία επιδιώκεται και εκδίδεται το διάταγμα. Τα διατάγματα Norwich Pharmacal εμπίπτουν στη γενικότερη δυνατότητα της παροχής πληροφοριών και αποκάλυψης εγγράφων και στοιχείων. Όπως κάθε διάταγμα αποκάλυψης και παρουσίασης εγγράφων, όπως για παράδειγμα διάταγμα που εκδίδεται κάτω από το Bankers' Books Evidence Act 1879, έτσι και το διάταγμα Norwich Pharamacal χρειάζεται τη συνδρομή των αρμοδίων αρχών, συνήθως των Πρωτοκολλητών των Δικαστηρίων, για την εκτέλεση του. Γι' αυτό και το Δικαστήριο δεν εκδίδει κατά κανόνα τέτοιο διάταγμα επί αλλοδαπού ή επί αλλοδαπής τράπεζας που είναι ή μπορεί να είναι μέρος της επί Δικαστηρίω αγωγής και που βρίσκεται εκτός δικαιοδοσίας.  Ιδιαιτέρως, όταν η επιχείρηση διεξάγεται στο εξωτερικό (Mackinnon v. Donaldson Lufkin & Jenrette Securities Corp. [1986] 1 All E.R. 653).

Δεν υπάρχει όμως κώλυμα ως θέμα αρχής τα διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal να είναι δυνατόν να εκδοθούν και προς υποβοήθηση λήψης στοιχείων και πληροφοριών για έγερση αγωγής εκτός δικαιοδοσίας. Με την πολυπλοκότητα των σύγχρονων εμπορικών δραστηριοτήτων,  κατά τη διεξαγωγή των οποίων δυνατό να εμπλέκονται διάφορα φυσικά και νομικά πρόσωπα εντός και εκτός δικαιοδοσίας, θα ήταν πολύ περιοριστική η εμβέλεια του διατάγματος εάν αποφασιζόταν να ισχύει μόνο για τις εντός της δικαιοδοσίας προτιθέμενες αγωγές. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί πάνω σε οποιαδήποτε νομική ή ακόμη και λογική βάση. Στη Smith Kline & French Laboratories Ltd v. Global Pharmaceuticals [1986] RPC 394, η οποία αναφέρθηκε με επιδοκιμασία στην United Company Rusal Plc and others v. HSBS Bank Plc and others [2011] EWHC 404 (QB), αναγνωρίστηκε ότι τα διατάγματα αυτού του τύπου εναντίον ενός εναγομένου έχουν σκοπό να δώσουν τη δυνατότητα σε ενάγοντα να εντοπίσει τον αδικοπραγούντα ακόμη και σε ξένη χώρα, ώστε να εγερθεί εκεί σχετική διαδικασία χρησιμοποιώντας τα έγγραφα και τις πληροφορίες που αποκαλύφθηκαν σε άλλη δικαιοδοσία. Αρκεί το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει αδικοπραξία από άτομο ή άτομα τρίτα προς τη διαφορά ή τους διαδίκους σε μια αγωγή ώστε ο αιτούμενος το διάταγμα να εγείρει την αγωγή του ακόμη και στο εξωτερικό, (Steven Gee: Commercial Injunctions 5η έκδ. σελ. 689). 

Στην Κύπρο, έχει αναγνωριστεί μέσα από την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Seamark Consultancy Services Limited ν. Joseph P. Lasala κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 162, η δυνατότητα για τα Κυπριακά Δικαστήρια να εκδίδουν διατάγματα τύπου Mareva, ακόμη και αν αφορούν περιουσιακά στοιχεία εκτός δικαιοδοσίας. Κρίθηκε, υπό το φως της ευρύτατης εξουσίας που παρέχεται από το Άρθρο 32 του Νόμου αρ. 14/60, ότι είναι δυνατή η έκδοση διαταγμάτων που να λαμβάνουν υπόψη «... τις σύγχρονες μεταβολές στους τρόπους συναλλαγής των ανθρώπων», ώστε να επιτρέπεται η έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων δεσμευόντων και περιουσιακά στοιχεία εναγομένων εκτός δικαιοδοσίας.  Σημειώθηκε ότι το Άρθρο 32, δεν θέτει οποιουσδήποτε περιορισμούς εκτός από τις τρείς προϋποθέσεις που εκεί αναφέρονται.  Επομένως, η ευρύτητα της εξουσίας που παρέχει το Άρθρο 32, όπως αναγνωρίσθηκε και επεξηγήθηκε στην BP Holdings Ltd v. Ανδρέα Κιταλίδη κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694, μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά περίπτωση  ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη με την έκδοση εκείνου του διατάγματος που θεωρείται αναγκαίο υπό τις περιστάσεις.

Περαιτέρω, ο λόγος που κατά κανόνα τα Δικαστήρια δεν εκδίδουν με ευκολία ένα διάταγμα το οποίο πιθανώς να αφορά ξένους υπηκόους, είναι η πρακτική δυσκολία εφαρμογής του. Στην υπό κρίση υπόθεση, όμως, η αγωγή που ηγέρθηκε από τους εφεσίβλητους εναντίον των εφεσειόντων αφορά την έκδοση διατάγματος Norwich Pharmacal επιδιώκοντας τη λήψη των σχετικών πληροφοριών από εναγομένους που κατοικούν ή έχουν τη διεύθυνση του εγγεγραμμένου εταιρικού γραφείου τους στην Κύπρο. Η εφαρμογή επομένως του διατάγματος μπορεί κάλλιστα να επιτευχθεί με  διαδικασία καταφρόνησης του Δικαστηρίου εναντίον των εναγομένων-εφεσειόντων, σε περίπτωση που αυτοί δεν συμμορφωθούν με το διάταγμα, εφόσον υπόκεινται στην Κυπριακή δικαιοδοσία. 

Οι υπόλοιπες αιτιάσεις των εφεσειόντων για ακύρωση της πρωτόδικης κρίσης που καλύπτονται από τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, επίσης δεν κρίνονται ορθές. Τα διατάγματα που εκδόθηκαν πρωτοδίκως όχι μόνο δεν ήταν ασαφή και αόριστα, αλλά, αντίθετα, ήταν συγκεκριμένα, λεπτομερή και εκτεταμένα όπως αποκαλύπτεται από  απλή αναδρομή στα αιτητικά της πρωτόδικης αίτησης στα πλαίσια της γενικής οπισθογράφησης της ίδιας της αγωγής. Περαιτέρω, δεν τίθετο θέμα κατάχρησης διαδικασίας επειδή εκδόθηκαν άλλα διατάγματα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στην αγωγή 2103/09, εφόσον η διαφορά στη Λάρνακα αφορούσε άλλους διαδίκους, με διαφορετικές θεραπείες και με διαφορετικό αντικείμενο. Εν πάση περιπτώσει τα εκεί διατάγματα ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο με προνομιακό ένταλμα στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Νεόφυτου Γρηγοριάδη για έκδοση Διατάγματος Certiorari (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1872. Τα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης δεν εντάσσουν την αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην κατηγορία της κατάχρησης της δικαιοδοσίας, εφόσον η κλασσική τοποθέτηση για την απόδειξη τέτοιας κατάχρησης συναρτάται από την επιδίωξη ομοίων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων, (δέστε Διευθυντής των Φυλακών ν. Περέλλα Τζεννάρο (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, Ηλία (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 786, Εμπεδοκλής κ.ά. (Αρ. 3) (2009) 1 Α.Α.Δ. 529 και Αναφορικά με την Luchian Marina Tudor (2011) 1 Α.Α.Δ. 1176).

Όσον αφορά την εφαρμογή των κριτηρίων του Άρθρου 32, τα οποία και έχουν κατά κόρον επεξηγηθεί και αναλυθεί από τη νομολογία, θεωρείται ότι έχουν ικανοποιηθεί και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο ενέταξε την ενώπιον του διαφορά στο Άρθρο 32. Έχουν προηγουμένως καταγραφεί τα δεδομένα πίσω από την έκδοση του διατάγματος τα οποία είχε την ευκαιρία το πρωτόδικο Δικαστήριο να εξετάσει. Πλείστα όσα ήταν πράγματι τα στοιχεία εκείνα που δικαιολογούσαν την ικανοποίηση τόσο της ύπαρξης σοβαρής ενώπιον του Δικαστηρίου διαφοράς προς εκδίκαση, όσο και της ύπαρξης ορατής πιθανότητας δικαιώματος σε επιτυχή θεραπεία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε εκτεταμένη καταγραφή των λόγων για τους οποίους ικανοποιούνται τα δύο πρώτα κριτήρια και ουδέν λάθος είναι δυνατόν να εντοπισθεί στην κρίση του.

Όσον αφορά ιδιαιτέρως το ζήτημα της μη ικανοποίησης του τρίτου κριτηρίου για την ύπαρξη πιθανότητας πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς σε περίπτωση μη έκδοσης του διατάγματος, εύλογη ήταν η κρίση του ότι χωρίς τα διατάγματα θα είναι δύσκολη, αν όχι αδύνατη, η προώθηση των διαδικασιών στην Τσεχία. Κατά συνέπεια, θα είναι δύσκολο και να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Προς τούτο ευστόχως παρέπεμψε στην Κυρίσαββα ν. Κίζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245, ως νομολογία που λαμβάνει υπόψη προς ικανοποίηση του τρίτου κριτηρίου και παράγοντες άλλους από χρηματικούς, όπως τυχόν εκδηλωθείσα παρανομία.  Σχετική επίσης είναι και η πιο πρόσφατη απόφαση στη Zena Company Ltd v. Demenian Catering Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 1848). Με την ικανοποίηση των τριών κριτηρίων και το ισοζύγιο της ευχέρειας ή καλύτερα των αναγκών  της δικαιοσύνης, σαφέστατα η πλάστιγγα έκλινε υπέρ της έκδοσης των διαταγμάτων.

Τέθηκε επίσης ζήτημα ότι δεν ήταν ορθή η χορήγηση των αιτούμενων διαταγμάτων εφόσον μ' αυτά ουσιαστικά αποφασιζόταν και η ίδια η αγωγή. Δεν χορηγείται με άλλα λόγια η ουσιαστική θεραπεία από το ενδιάμεσο στάδιο με αίτηση για προσωρινό μέτρο (Michael v. Brevinos (1969) 1 C.L.R. 578). Το ανεπιθύμητο όμως δεν εξισούται με απαγόρευση. Δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας αποκλεισμού της θεραπείας ενδιαμέσως, αν αυτή ορθά και δικαίως ζητείται, επειδή και η αγωγή ουσιαστικά επιδιώκει το ίδιο πράγμα. Κατ' αρχάς η ενδιάμεση θεραπεία παραμένει ενδιάμεση, αναθεωρήσιμη ανά πάσα στιγμή θεωρηθεί ότι οι περιστάσεις έχουν διαφοροποιηθεί προς τροποποίηση ή ακόμη και ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος. Πρόσθετα, ενώ το εκδοθέν διάταγμα παραχωρείται ως λύση επείγουσας και παρεμπίπτουσας μορφής, οι ίδιες οι θεραπείες που ζητούνται με το κλητήριο, εάν επιτύχουν, χορηγούνται τελεσίδικα και στο διηνεκές, (δέστε και Zena Company Ltd v. Demenian Catering Ltd - ανωτέρω -). Εξαρτάται από την κρίση του Δικαστηρίου, αναλόγως των περιστάσεων (Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co. Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015).

Στην X Ltd v. Morgan Grampian (Publishers) Ltd (1991) 1 AC 1, HL, αποφασίστηκε ότι δεν απαγορεύεται ή αντενδείκνυται η απόδοση quia timet injunction προς εμποδισμό της κυκλοφορίας πληροφοριών που δόθηκαν στον εναγόμενο κατά παράβαση σχέσης εμπιστευτικότητας, έστω και αν η κυρίως αγωγή έχει σκοπό την αποκάλυψη της ταυτότητας του πληροφοριοδότη που κατά παράβαση αυτής της εμπιστευτικότητας διοχέτευσε πληροφορίες στον εναγόμενο.

Τέλος, οι εφεσείοντες παραπονούνται για τη διαταγή εξόδων.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα έξοδα της αίτησης θα ήταν έξοδα δίκης. Οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι η ορθή πρακτική που ακολουθείται από τη νομολογία, αρχής γενομένης από την ίδια την υπόθεση Norwich Pharmacal, είναι ότι οι αιτητές υποχρεώνονται να καταβάλουν τα έξοδα στους καθ' ων, ως τρίτα πρόσωπα, στη διαφορά που ήδη υπάρχει ή που ενδέχεται να υπάρξει, τα δε έξοδα των ιδίων των αιτητών - εδώ εφεσιβλήτων - είναι ανακτήσιμα από τον αδικοπραγούντα. Στο Civil Litigation 2006-2007 των Inns of Court School of Law, αναφέρονται τα εξής, στη σελ. 212, παρ. 21.2.8:

«A claimant will normally be required to pay the legal costs and any other expenses incurred by a blameless defendant in complying with a Norwich Pharmacal order. It may be possible to recover such costs and expenses from the wrongdoer if liability is eventually established, provided it was foreseeable that the claimant would need to make a Norwich Pharmacal application before bringing the substantive proceedings (Totalise plc v. Motley Fool Ltd (No. 2) The Times, 10 January 2002).»

Σε μετάφραση:

«Θα ζητηθεί κατά κανόνα από τον ενάγοντα να καταβάλει τα δικαστικά και άλλα έξοδα τα οποία θα υποστεί ο αναίτιος εναγόμενος συμμορφούμενος με τη διαταγή Norwich Pharmacal.  Πιθανόν να είναι δυνατή η ανάκτηση των δικαστικών και άλλων εξόδων από τον αδικοπραγούντα υπό την προϋπόθεση ότι ήταν προβλεπτό ότι ο ενάγων θα αναγκαζόταν να προωθήσει αίτηση για Norwich Pharmacal προτού εγείρει την ουσιαστική διαδικασία (Totalise plc v. Motley Fool Ltd (No. 2) The Times, 10 Ιανουαρίου 2012).»

Η αρχή της επιδίκασης εξόδων υπέρ του εναγομένου στις υποθέσεις τύπου Norwich Pharmacal, ακόμη και της παροχής ασφάλειας για τυχόν έξοδα και απώλειες που θα υποστούν οι εναγόμενοι για την εξασφάλιση των στοιχείων και των πληροφοριών, δεν είναι ασυνήθης. Εφαρμόζεται επίσης, τουλάχιστον σ' ό,τι αφορά την παροχή ασφάλειας για τα έξοδα, διοικητικά, δικαστικά και άλλα, που θα υποστούν τρίτα πρόσωπα τα οποία θα πρέπει να συμμορφωθούν με το διάταγμα του Δικαστηρίου και σε υποθέσεις Mareva, όπου συνήθως τράπεζες, ως τρίτα πρόσωπα, πρέπει να ελέγξουν διάφορους λογαριασμούς για να διαπιστώσουν κατά πόσο ο εναγόμενος έχει τραπεζικούς λογαριασμούς στο όνομα του ή σε συνδεδεμένες μ' αυτόν εταιρείες, στοιχεία τα οποία οφείλουν να παρουσιάσουν στο Δικαστήριό επί ποινή περιφρόνησης σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Τέτοιοι όροι είναι συνήθεις και επιβάλλονται από το Δικαστήριο κατά την έκδοση Mareva Injunctions (δέστε Z. Ltd v. A-Z [1982] 1 Q.B. 558).

Η διαταγή εξόδων ως ανωτέρω ενδείκνυται όμως όταν ο εναγόμενος θεωρείται αμέτοχος στις όλες αδικοπραξίες («blameless defendant») και είναι αθώο μέρος. Εδώ, όμως, οι εφεσείοντες θεωρούνται για τους λόγους που έχουν επεξηγηθεί ενδεχόμενοι συμμέτοχοι στις ενέργειες του Krouzecky και των υπόλοιπων εμπλεκομένων. Η πρωτόδικη διαταγή εξόδων λοιπόν ήταν κατ' ελάχιστον εύλογη υπό τις περιστάσεις, έστω και αν το Δικαστήριο δεν έδωσε γι' αυτό κάποια ιδιαίτερη αιτιολογία.

Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο