ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Aλπάν (Aδελφοί Tάκη) Λτδ και Άλλοι ν. Θέλμας Tρυφωνίδου (1996) 1 ΑΑΔ 679
Φραντζής Ανδρέας και Άλλη ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 254
Κουρίδη Αφροδίτη A. και Άλλος ν. G.P.C. Fortune Insurance & Investment Ltd (2011) 1 ΑΑΔ 2014
Oμήρου Όμηρος Σάββα ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2012) 1 ΑΑΔ 1265
13 Ιουνίου, 2012
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
SHARE LINK SECURITIES LTD,
Εφεσείουσα-Εναγομένη,
v.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΩΤΗΡΙΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 105/2008)
Συμβάσεις ― Συμφωνία για αγορά δικαιωμάτων αγοράς μετοχών ― Κατά πόσο η εφεσείουσα χρηματιστηριακή εταιρεία, ήταν δικαιολογημένη υπό τις περιστάσεις τις οποίες η ίδια επικαλέστηκε, να αρνηθεί να δεχθεί και να εκτελέσει τις εντολές του εφεσίβλητου ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης με την οποία εκρίθη ότι η εφεσείουσα όφειλε να ακολουθήσει συγκεκριμένη διαδικασία προτού αρνηθεί να δεχθεί οδηγίες για πώληση αξιών ― Επέμβαση Εφετείου ως προς τον τρόπο υπολογισμού των αποζημιώσεων.
Η εφεσείουσα αμφισβήτησε την εκκαλούμενη απόφαση που εκδόθηκε στα πλαίσια αγωγής που είχε καταχωρίσει ο εφεσίβλητος εναντίον της και με την οποία επιδικάστηκαν υπέρ του εφεσίβλητου αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας, ύψους €61.168, πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής, μέχρι εξοφλήσεως.
Το αγώγιμο δικαίωμα του εφεσίβλητου εδραζόταν σε συμφωνία που συνήψε με την εφεσείουσα μεταξύ της 30/6/1999 και 3/9/1999, όταν ο εφεσίβλητος αγόρασε μέσω του χρηματιστηριακού γραφείου της εφεσείουσας, για λογαριασμό και εκ μέρους της οποίας ενεργούσε χρηματιστής υπάλληλος της, μεταξύ άλλων αξιών και 12.000 Δικαιώματα Αγοράς Μετοχών (ΔΑΜ) της εταιρείας F.W. Woolworth & Co. (Cyprus) Ltd.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που έκανε δεκτά το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπήρξε επανειλημμένη άρνηση του χρηματιστή των εφεσειόντων να λάβει και στη συνέχεια να εκτελέσει τις οδηγίες που του έδωσε ο εφεσίβλητος για πώληση των συγκεκριμένων δικαιωμάτων.
Με την έκθεση απαίτησης αξιώθηκαν αποζημιώσεις, οι οποίες προωθήθηκαν κατά τρόπο διαζευκτικό σε δύο αιτίες αγωγής, ήτοι αυτή της παράβασης συμφωνίας, την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε δεκτή και αυτή της παράβασης οφειλόμενου σε αυτόν από την εφεσείουσα, θεσμοθετημένου καθήκοντος, την οποία απέρριψε.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού διαπίστωσε ότι μεταξύ εφεσείουσας και εφεσίβλητου συνομολογήθηκε έγκυρη και δεσμευτική συμφωνία και δέχθηκε ότι τα γεγονότα στις 19/11/1999 εκτυλίχθηκαν όπως τα είχε παραθέσει ο εφεσίβλητος, κατέληξε ότι η άρνηση της εφεσείουσας να δεχθεί και να εκτελέσει τις εντολές που ο εφεσίβλητος έδωσε στις 19/11/1999, συνιστούσε παράβαση της εν λόγω συμφωνίας, παράβαση που παρείχε στον εφεσίβλητο το δικαίωμα να την τερματίσει, δικαίωμα το οποίο και άσκησε στις 9/12/1999.
Οδηγήθηκε στη συγκεκριμένη κατάληξη του στη βάση του συμπεράσματος ότι υπήρχε, συγκεκριμένη διαδικασία την οποία η εφεσείουσα όφειλε να ακολουθήσει προτού αρνηθεί να δεχθεί οδηγίες για πώληση αξιών και ότι στην περίπτωση του εφεσίβλητου η εφεσείουσα, προτού απορρίψει τις εντολές του, παρέλειψε να ακολουθήσει την εν λόγω διαδικασία.
Με την έφεση υποστηρίχθηκαν τα εξής:
α) Το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλλε, αναφέροντας ότι η εφεσείουσα εταιρεία είχε αποδεχθεί στην υπεράσπιση της τη θέση του εφεσίβλητου ότι είχε δώσει στον υπάλληλο της εφεσείουσας συγκεκριμένες εντολές πώλησης δικαιωμάτων.
β) Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου ως αληθινή χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε αξιολόγηση της, θεωρώντας, λανθασμένα, ότι η μαρτυρία του χρηματιστή Χασάπη δεν αντίκρουσε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου.
γ) Αποδέχθηκε μαρτυρία του εφεσιβλήτου παρόλο που αυτή ήταν εκτός δικογράφων.
δ) Λανθασμένα αποφάσισε ότι η άρνηση της Εναγόμενης εταιρείας (εφεσείουσας) να αποδεχθεί εντολή του Ενάγοντα (εφεσιβλήτου) αποτελούσε παράβαση ουσιώδους όρου της μεταξύ τους προφορικής συμφωνίας.
ε) Λανθασμένα θεώρησε (i) ότι υπήρχε συγκεκριμένη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθήσουν οι υπάλληλοι της Εναγόμενης εταιρείας πριν αρνηθούν να λάβουν εντολές πώλησης αξιών και (ii) ότι επομένως υπήρξε παράλειψη τήρησης της ορθής διαδικασίας αναφορικά με τις ισχυριζόμενες εντολές του Ενάγοντα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο δικαστήριο οδηγήθηκε στην συγκεκριμένη κατάληξη του στη βάση του περιεχομένου της Υπεράσπισης, όπως και στη βάση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου την οποία όχι μόνο δέχθηκε ως αξιόπιστη, αλλά και επί της συγκεκριμένης πτυχής της υπόθεσης τη θεώρησε αναντίλεκτη.
2. Ήταν αρκετό να διεξέλθει ένας το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου για να διαπιστώσει ότι η όντως λανθασμένη κατάληξη του επί της επίπτωσης της αντίστοιχης δικογραφίας περί «πασιφανούς αποδοχής» από πλευράς εφεσείουσας της επί του προκειμένου εκδοχής του εφεσίβλητου, στην οποία οδηγήθηκε το δικαστήριο με βάση το περιεχόμενο των συγκεκριμένων υποπαραγράφων του δικογράφου της εφεσείουσας, ουδόλως συνέτεινε και με κανένα τρόπο δεν συνέβαλε στη διαμόρφωση της ίδιας κατάληξης στην οποία το πρωτόδικο δικαστήριο οδηγήθηκε με βάση τη μαρτυρία του εφεσίβλητου.
3. Δεν διαπιστώνονταν λόγοι που θα αιτιολογούσαν επέμβαση είτε στον τρόπο προσέγγισης του πρωτόδικου δικαστηρίου της μαρτυρίας του εφεσίβλητου, είτε στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του υπέρ της αποδοχής ως αξιόπιστης του συγκεκριμένου μέρους της μαρτυρίας του.
4. Ήταν ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η επίμαχη εκδοχή του εφεσίβλητου παρέμεινε αναντίλεκτη, και συνιστούσε πρόσθετο στοιχείο που συνηγορούσε υπέρ της ορθότητας της κατάληξης του ότι η εκδοχή του εφεσιβλήτου σε σχέση με τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν ήταν αληθής. Συνιστούσε στοιχείο ανεξάρτητο από το πραγματικό υπόβαθρο επί του οποίου το πρωτόδικο δικαστήριο εδράζει τη συγκεκριμένη κατάληξη του και που ήταν η μαρτυρία του εφεσιβλήτου.
5. Παρά την έλλειψη δικογράφισης τα όσα προέκυψαν στη μαρτυρία του εφεσίβλητου για τηλεφωνική επικοινωνία, ήταν αποτέλεσμα συγκεκριμένων ερωτήσεων που υποβλήθηκαν στην αντεξέταση και έγιναν δεκτά από πλευράς εφεσείουσας χωρίς ένσταση. Όπως πολύ ορθά επισημαίνεται από το πρωτόδικο δικαστήριο, παρέμειναν ασχολίαστα, από την εν λόγω πλευρά.
6. Αναφορικά με τη θέση της εφεσείουσας ότι ο «ουσιώδης όρος» δεν συγκεκριμενοποιείτο στην εκκαλούμενη απόφαση, ούτε και διευκρινιζόταν κατά πόσο πρόκειτο για ρητό ή εξυπακουόμενο όρο, αρκούσε η επισήμανση ότι εκείνο που με τον εν λόγω όρο, υποδηλωνόταν και αναγνωριζόταν ήταν η φύση αυτής καθ' αυτής, της θεμελιακής διαπιστωθείσας δικαστικά συμβατικής υποχρέωσης της εφεσείουσας να αποδέχεται εντολές του εφεσίβλητου για τη διενέργεια εκ μέρους του και για λογαριασμό του, συναλλαγών στο χρηματιστήριο. Δεν δικαιολογείτο παρέμβαση στο συγκεκριμένο θέμα.
7. Ήταν ορθή η πρωτόδικη κρίση ότι υπήρχε, συγκεκριμένη διαδικασία την οποία η εφεσείουσα όφειλε να ακολουθήσει προτού αρνηθεί να δεχθεί οδηγίες για πώληση αξιών, όπως και ότι στην περίπτωση του εφεσίβλητου η εφεσείουσα, προτού απορρίψει τις εντολές του, παρέλειψε να ακολουθήσει την εν λόγω διαδικασία.
8. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά υιοθέτησε το σύνηθες μέτρο υπολογισμού αποζημιώσεων για παράβαση συμφωνίας με βάση την ημερομηνία παράβασης της συμφωνίας, που ήταν η 19/11/1999. Ωστόσο σαν δεύτερη βάση θα έπρεπε για τις 9.000 ΔΑΜ να είχε ληφθεί υπόψη η τιμή που ίσχυε στο χρηματιστήριο στις 5/1/2000 (Λ.Κ.3.060 ανά ΔΑΜ), που είναι ψηλότερη από την αντίστοιχη που καθορίζεται στην έκθεση απαίτησης και συνεπώς πιο συμφέρουσα για την εφεσείουσα. Προβαίνοντας στις ανάλογες μαθηματικές πράξεις το ποσό των Λ.Κ.30.400, ήταν το ορθό ποσό των αποζημιώσεων στις οποίες δικαιούτο ο εφεσίβλητος.
Η έφεση επιτράπηκε μερικώς με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Αριστείδου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 32,
Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633,
Φραντζής κ.ά. ν. Φιλικής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 254,
Κουρίδη κ.ά. ν. G.P.C. Fortune Insurance & Investment Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 2014,
Magistrato Gardens Ltd ν. Γενικού Εισαγγελέα (2012) 1 Α.Α.Δ. 220,
Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506.
Αλπάν (Α/φοί Τάκη) Λτδ v. Τρυφωνίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 679.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Γιασεμή, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 11173/01), ημερομηνίας 28/2/2008.
Γ. Σαζεϊδου (κα) εκ μέρους Γεωργιάδης & Πελίδης, για την Εφεσείουσα.
Αντ. Σωτηρίου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση του - την εκκαλούμενη απόφαση - την οποία έδωσε στα πλαίσια αγωγής που είχε καταχωρίσει ο εφεσίβλητος εναντίον της εφεσείουσας, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας επιδίκασε υπέρ του εφεσιβλήτου αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας, ύψους €61.168, πλέον νόμιμο τόκο από τις 6/11/2001, ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής, μέχρι εξοφλήσεως. Υπέρ του εφεσιβλήτου επιδικάσθηκαν επίσης τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας.
Η εκδοχή του εφεσιβλήτου, όπως αυτή προκύπτει από τα δικόγραφα του και έχει τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου από τον ίδιο και τους μάρτυρες του είναι, σε πολύ αδρές γραμμές, η εξής:
Κατά την περίοδο της μεγάλης ακμής του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Χ.Α.Κ.) και συγκεκριμένα, μεταξύ της 30/6/1999 και 3/9/1999, ο εφεσίβλητος αγόρασε μέσω του χρηματιστηριακού γραφείου της εφεσείουσας, για λογαριασμό και εκ μέρους της οποίας ενεργούσε ο χρηματιστής υπάλληλος της Κ. Χασάπης, μεταξύ άλλων αξιών και 12.000 Δικαιώματα Αγοράς Μετοχών (ΔΑΜ) της εταιρείας F.W. Woolworth & Co. (Cyprus) Ltd., αντί του συνολικού ποσού των Λ.Κ.18.775,31.
Στις 19/11/1999 ο εφεσίβλητος, ο οποίος εξακολουθούσε να κατέχει τα ΔΑΜ, πληροφορήθηκε ότι επίκειτο η αναστολή διαπραγμάτευσης της μετοχής της συγκεκριμένης εταιρείας από το Χ.Α.Κ. Ως αποτέλεσμα της εν λόγω πληροφορίας, τηλεφώνησε στο Χασάπη στον οποίο και έδωσε εντολή να πωλήσει και τις 12.000 ΔΑΜ που κατείχε στην εν λόγω εταιρεία. Ο συγκεκριμένος χρηματιστής όμως αρνήθηκε να λάβει την εντολή του, με τη δικαιολογία ότι ο προϊστάμενος του και διευθύνων σύμβουλος της εφεσείουσας, του είχε δώσει οδηγίες να μην δέχεται εντολές για πώληση αξιών της εν λόγω εταιρείας.
Θα πρέπει να πούμε πως η εντολή της 19/11/1999 ήταν, σύμφωνα με την εκδοχή του εφεσιβλήτου, η τρίτη στη σειρά εντολή που έδωσε στο Χασάπη για πώληση ΔΑΜ στην εταιρεία Woolworth. Είχαν προηγηθεί παρόμοιες εντολές, αρχικά στις 3/11/1999 και ακολούθως στις 5/11/1999, οι οποίες αφορούσαν την πώληση μικρότερου αριθμού ΔΑΜ, οι οποίες όμως, όπως και η εντολή της 19/11/1999, δεν εκτελέστηκαν. Συγκεκριμένα, η εντολή που δόθηκε στις 3/11/1999 και αφορούσε 3.000 ΔΑΜ, δεν κατέστη δυνατό, όπως λέχθηκε στον εφεσίβλητο από το Χασάπη, να εκτελεστεί, ενώ η εντολή που δόθηκε στις 5/11/1999 δεν εκτελέστηκε γιατί τα ΔΑΜ της συγκεκριμένης εταιρείας παρουσίαζαν, όπως λέχθηκε στον εφεσίβλητο και πάλι από το Χασάπη, ανοδική πορεία και θα ήταν προς το συμφέρον του να αναμένει «μέχρι να του πει (ο χρηματιστής) πότε θα πουλούσε», εισήγηση την οποία ο εφεσίβλητος δέχθηκε.
Στην άρνηση του χρηματιστή Χασάπη να λάβει και στη συνέχεια να εκτελέσει τις οδηγίες που του έδωσε στις 19/11/1999, ο εφεσίβλητος εδράζει, όπως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο, με αναφορά στην έκθεση απαίτησης διαπιστώνει, την αξίωση του για αποζημιώσεις, αξίωση η οποία όπως πρωτόδικα προωθήθηκε, βασιζόταν κατά τρόπο διαζευκτικό σε δύο αιτίες αγωγής, ήτοι αυτή της παράβασης συμφωνίας, την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε δεκτή και αυτή της παράβασης οφειλόμενου σε αυτόν από την εφεσείουσα θεσμοθετημένου καθήκοντος, την οποία απέρριψε. Σημειώνεται ότι επειδή οι δύο διαζευκτικές αξιώσεις εδράζοντο επί του ιδίου ουσιαστικά πραγματικού υπόβαθρου, εξετάστηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο μαζί.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού διαπίστωσε ότι μεταξύ εφεσείουσας και εφεσιβλήτου συνομολογήθηκε έγκυρη και δεσμευτική συμφωνία και δέχθηκε ότι τα γεγονότα στις 19/11/1999 εκτυλίχθηκαν όπως τα έχει παραθέσει ο εφεσίβλητος, δικαιώνοντας τον εφεσίβλητο, κατέληξε ότι η άρνηση της εφεσείουσας να δεχθεί και να εκτελέσει τις εντολές που ο εφεσίβλητος έδωσε στις 19/11/1999, συνιστούσε παράβαση της εν λόγω συμφωνίας, παράβαση που παρείχε στον εφεσίβλητο το δικαίωμα να την τερματίσει, δικαίωμα το οποίο και άσκησε στις 9/12/1999.
Με αναφορά στην αξία των ΔΑΜ του στην εταιρεία Woolworth κατά την 19/11/1999, ο εφεσίβλητος υπολόγισε και το ύψος της κατ' ισχυρισμό ζημιάς που υπέστη.
Την ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι τα γεγονότα της 19/11/1999 εκτυλίχθηκαν ως τα είχε εξιστορήσει ο εφεσίβλητος, η εφεσείουσα αμφισβητεί με τους πιο κάτω τρεις λόγους έφεσης, τους οποίους λόγω της συνάφειας που τους χαρακτηρίζει, θα τους εξετάσουμε μαζί.
Πρώτος λόγος έφεσης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλλε, αναφέροντας ότι η εφεσείουσα εταιρεία είχε αποδεχθεί στην υπεράσπιση της τη θέση του εφεσιβλήτου ότι είχε δώσει στον υπάλληλο της εφεσείουσας Κούλλη Χασάπη συγκεκριμένες εντολές πώλησης δικαιωμάτων αγοράς αξιών της εταιρείας Woolworth (τα «ΔΑΜ») σε διάφορες ημερομηνίες το Νοέμβριο του 1999.
Δεύτερος λόγος έφεσης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσιβλήτου ως αληθινή χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε αξιολόγηση της, ιδίως σε αντιπαράθεση με προηγούμενες αντιφατικές δηλώσεις του και δεύτερο, θεωρώντας, λανθασμένα, ότι η μαρτυρία του χρηματιστή Χασάπη δεν αντίκρουσε τη μαρτυρία του εφεσιβλήτου.
Τρίτος λόγος έφεσης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε μαρτυρία του εφεσιβλήτου παρόλο που αυτή ήταν εκτός δικογράφων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο οδηγήθηκε στην υπό αμφισβήτηση συγκεκριμένη κατάληξη του στη βάση του περιεχομένου των υποπαραγράφων (κ) και (λ) της παραγράφου 4 της Υπεράσπισης, όπως και στη βάση της μαρτυρίας του εφεσιβλήτου την οποία όχι μόνο δέχθηκε ως αξιόπιστη, αλλά και επί της συγκεκριμένης πτυχής της υπόθεσης την θεώρησε αναντίλεκτη.
Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου:
"Η εναγόμενη παρά τη γενική άρνηση της ότι έλαβε χώρα το προαναφερθέν περιστατικό, ακολούθως, με τα όσα προβάλλει στις παραγράφους 4(κ) και (λ) της υπεράσπισης της πασιφανώς το αποδέχεται. Όπως, συγκεκριμένα, αναφέρεται στην υποπαράγραφο (λ) «Οι υπάλληλοι των εναγομένων περιλαμβανομένου του Κούλλη Χασάπη, ενημέρωναν ενδιαφερόμενους πωλητές ότι οι εναγόμενοι δεν αποδέχονταν εντολές για πώληση δικαιωμάτων αγοράς μετοχών Woolworth και δήλωνε ότι δεν μπορούσε να αποδεχθεί τέτοιες εντολές». Όμως, ανεξάρτητα και από αυτό, τα όσα συνέβησαν, ειδικά στις 19.11.1999, αναφέρθηκαν και από τον ενάγοντα όταν κατέθετε τη μαρτυρία του και δεν έτυχαν αμφισβήτησης από τον κ. Χασάπη όταν αυτός κατέθετε τη δική του μαρτυρία. Όπως συγκεκριμένα είπε ο κ. Χασάπης, ήσαν τόσα πολλά τα τηλεφωνήματα που λάμβανε για εντολές την περίοδο εκείνη που δεν ήταν δυνατό να θυμάται αν έλαβε τη συγκεκριμένη εντολή από τον ενάγοντα κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία. Και προχωρώντας εξήγησε την πρακτική που, όπως είπε, ακολουθούσε τότε σε σχέση με τις μετοχές και τα δικαιώματα της Woolworth, που είναι η ίδια που καταγράφεται προηγουμένως από την υπεράσπιση, συμπληρώνοντας ότι ο λόγος που η εναγόμενη είχε πάρει τότε τη συγκεκριμένη απόφαση, ήταν επειδή οι τίτλοι της εν λόγω εταιρείας ήταν προβληματικοί. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν αντικρούουν τη μαρτυρία του ενάγοντα ενώ πρόσθετα δε διαπιστώνεται και οποιαδήποτε εγγενής αδυναμία σ' αυτή σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα. Ως εκ τούτου γίνεται αποδεκτή ως αληθινή και έτσι διαπιστώνεται ως πραγματικό γεγονός ότι στις 19.11.1999 ο ενάγοντας έδωσε τηλεφωνική εντολή στον κ. Χασάπη να του πωλήσει όλα τα δικαιώματα που κατείχε στην εταιρεία Woolworth και αυτός αρνήθηκε να λάβει την εντολή του με τη δικαιολογία που αναφέρθηκε ήδη προηγουμένως."
Παραθέτουμε επίσης το περιεχόμενο των υποπαραγράφων (κ) και (λ) της παραγράφου (4) του δικογράφου της εφεσείουσας:
"(κ) Άρνηση των Εναγομένων να αποδεχθούν ισχυριζόμενη εντολή του Ενάγοντα για πώληση των δικαιωμάτων του αγοράς μετοχών της Woolworth (τα «Δικαιώματα») δεν στέρησε από τον Ενάγοντα το δικαίωμα του να προβεί σε πώληση των Δικαιωμάτων. Ο Ενάγοντας ήταν ελεύθερος να αποταθεί σε οποιοδήποτε άλλο Μέλος του ΧΑΚ για να δώσει εντολή πώλησης.
(λ) Οι υπάλληλοι των Εναγομένων, περιλαμβανομένου του Κούλλη Χασάπη, ενημέρωναν ενδιαφερόμενους πωλητές ότι οι Εναγόμενοι δεν αποδέχονταν εντολές για πώληση δικαιωμάτων αγοράς μετοχών της Woolworth και δήλωνε ότι δεν μπορούσε να αποδεχτεί τέτοιες εντολές."
Ήταν η θέση των ευπαιδεύτων συνηγόρων της εφεσείουσας ότι το περιεχόμενο των υποπαραγράφων (κ) και (λ) της παραγράφου (4) της Υπεράσπισης δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί μεμονωμένα, αλλά να προσεγγιστεί υπό το φως του συνόλου της Υπεράσπισης και ιδιαίτερα υπό το φως του περιεχομένου της παραγράφου (4) του εν λόγω δικογράφου, σύμφωνα με το οποίο η εφεσείουσα αρνείται ότι ο εφεσίβλητος έδωσε οποιεσδήποτε εντολές στο χρηματιστή Χασάπη είτε στις 3 είτε στις 5 είτε στις 19/11/1999. Στις υποπαραγράφους της εν λόγω παραγράφου, περιλαμβανομένων και των υποπαραγράφων (κ) και (λ), η εφεσείουσα απλά εξηγεί, σύμφωνα με τους συνηγόρους της, τους λόγους για τους οποίους είχε αποφασίσει να μην δέχεται εντολές για πώληση αξιών συγκεκριμένων εταιρειών, ουδαμού όμως παραδέχεται ότι ο εφεσίβλητος επικοινώνησε με το χρηματιστή Χασάπη, στις 19/11/1999 και έδωσε στον τελευταίο τις εντολές που ισχυρίζεται ότι έδωσε.
Διεξήλθαμε προσεκτικά την παράγραφο (4) της υπεράσπισης και γενικά το συγκεκριμένο δικόγραφο. Εκείνο που πράγματι προκύπτει είναι ότι η εφεσείουσα, όπως η ίδια διατείνεται, είχε δώσει εντολή στους χρηματιστές της να μην δέχονται κατά την επίμαχη περίοδο εντολές για πώληση αξιών της εταιρείας Woolworth.
Όμως, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στη διαπίστωση ότι ο εφεσίβλητος επικοινώνησε με το χρηματιστή Χασάπη στις 19/11/1999 και έδωσε στον τελευταίο οδηγίες για πώληση του συνόλου των ΔΑΜ που κατείχε στην εταιρεία Woolworth, όχι μόνο στη βάση των πιο πάνω δύο υποπαραγράφων της παραγράφου (4) της υπεράσπισης, αλλά και στη βάση της μαρτυρίας του εφεσιβλήτου την οποία δέχθηκε ως αξιόπιστη, επισημαίνοντας μάλιστα ότι επί της συγκεκριμένης πτυχής της υπόθεσης η μαρτυρία του στην ουσία παρέμεινε αναντίλεκτη.
Είναι αρκετό να διεξέλθει ένας το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου για να διαπιστώσει ότι η όντως λανθασμένη κατάληξη του επί της επίπτωσης της αντίστοιχης δικογραφίας περί «πασιφανούς αποδοχής» από πλευράς εφεσείουσας της επί του προκειμένου εκδοχής του εφεσιβλήτου, στην οποία οδηγήθηκε το δικαστήριο με βάση το περιεχόμενο των συγκεκριμένων υποπαραγράφων του δικογράφου της εφεσείουσας, ουδόλως συνέτεινε και με κανένα τρόπο δεν συνέβαλε στη διαμόρφωση της ίδιας κατάληξης στην οποία το πρωτόδικο δικαστήριο οδηγήθηκε με βάση τη μαρτυρία του εφεσιβλήτου.
Ήταν η θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αξιολόγησε τη μαρτυρία του εφεσιβλήτου, αλλά, εσφαλμένα θεωρώντας την ως αναντίλεκτη, την απεδέχθη ως αξιόπιστη. Για τεκμηρίωση της συγκεκριμένης θέσης τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσείουσας κάμνουν εκτενή αναφορά σε πτυχές της μαρτυρίας του εφεσιβλήτου, όπως και της αντίστοιχης του χρηματιστή Χασάπη.
Συνιστά πάγια αρχή της νομολογίας μας ότι την πρωταρχική ευθύνη για αξιολόγηση της αποδεκτής μαρτυρίας, την φέρει το πρωτόδικο δικαστήριο. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο εκεί όπου οι διαπιστωθείσες αντιφάσεις είναι ουσιαστικής μορφής και δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα και φανερώνουν διάθεση του να αποκρύψει την αλήθεια ή δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη από το πρωτόδικο δικαστήριο. Εκεί όμως όπου με βάση το σύνολο της μαρτυρίας ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει στις υπό αμφισβήτηση σχετικά με την αξιοπιστία, διαπιστώσεις του, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Στις περιπτώσεις βέβαια όπου οι αντιφάσεις αφορούν σε παρεμφερή ή δευτερεύουσας σημασίας γεγονότα, περιθώριο μιας τέτοιας επέμβασης δεν χωρεί (βλ. Μιχάλης Αριστείδου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 32, Παντελής Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633 και Ανδρέας Φραντζής κ.ά. ν. Φιλικής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 254, Αφροδίτη Κουρίδη και Χρίστος Κουρίδης ν. G.P.C. Fortune Insurance & Investment Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 2014 και Magistrato Gardens Ltd ν. Γενικού Εισαγγελέα (2012) 1 Α.Α.Δ. 220). Το πρωτόδικο δικαστήριο διατηρεί πάντα την ευχέρεια, νοουμένου ότι η σχετική προσέγγιση του αιτιολογείται επαρκώς και ικανοποιητικά, να δεχθεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα, είτε στο σύνολο της είτε εν μέρει. Απουσία τέτοιας αιτιολόγησης αναπόφευκτα οδηγεί σε απόρριψη της αξιολόγησης λόγω εσφαλμένης καθοδήγησης (Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506 και Μιχάλης Αριστείδου (πιο πάνω)).
Διεξήλθαμε προσεκτικά τόσο τη μαρτυρία του εφεσιβλήτου, όσο και αυτή του χρηματιστή Χασάπη. Δεν διαπιστώνουμε λόγους που θα αιτιολογούσαν επέμβαση μας είτε στον τρόπο προσέγγισης του πρωτόδικου δικαστηρίου της μαρτυρίας του εφεσιβλήτου, είτε στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του υπέρ της αποδοχής ως αξιόπιστης του συγκεκριμένου μέρους της μαρτυρίας του. Αντίθετα, επισημαίνουμε τη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου, με την οποία και συμφωνούμε, ότι αναφορικά με τη συγκεκριμένη πτυχή της μαρτυρίας του εφεσιβλήτου δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε εγγενής αδυναμία, διαπίστωση η οποία προϋποθέτει, αλλά και στην υπό κρίση περίπτωση εξυπακούει, αξιολόγηση μαρτυρίας. Επισημαίνουμε επίσης ότι στη μαρτυρία του Χασάπη και συγκεκριμένα στην κύρια εξέταση του, μέρος της οποίας δόθηκε με τη μορφή γραπτής δήλωσης, ο συγκεκριμένος χρηματιστής ρητά αναφέρεται τόσο σε τηλεφωνική επικοινωνία που ο εφεσίβλητος είχε μαζί του «γύρω στο Νοέμβριο 1999», στα πλαίσια της οποίας ο τελευταίος του έδωσε οδηγίες για πώληση των ΔΑΜ που είχε στην εταιρεία F.W. Woolworth Ltd, όσο και σε εντολές που του είχαν δοθεί τότε από την εφεσείουσα, όπως σε ουδεμία περίπτωση προβεί σε πώληση αξιών συγκεκριμένων εταιρειών, μεταξύ των οποίων και της εταιρείας F.W. Woolworth Ltd. Πέραν όμως τούτου, η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η επίμαχη εκδοχή του εφεσιβλήτου παρέμεινε αναντίλεκτη, συνιστά πρόσθετο στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της ορθότητας της κατάληξης του ότι η εκδοχή του εφεσιβλήτου σε σχέση με τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στις 19/11/1999, είναι αληθής. Συνιστά στοιχείο ανεξάρτητο από το πραγματικό υπόβαθρο επί του οποίου το πρωτόδικο δικαστήριο εδράζει τη συγκεκριμένη κατάληξη του και που είναι η μαρτυρία του εφεσιβλήτου.
Η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσιβλήτου αναφορικά με τηλεφωνική επικοινωνία την οποία ο τελευταίος είχε, όπως ισχυρίστηκε, με το Χασάπη μετά τις 19/11/1999 και συγκεκριμένα στις 22/11/1999 και 9/12/1999, γιατί η εν λόγω μαρτυρία αφορούσε σε γεγονότα που δεν είχαν δικογραφηθεί. Διεξήλθαμε το δικόγραφο του εφεσιβλήτου, όπως και το σχετικό απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης. Όντως τα εν λόγω γεγονότα δεν είχαν δικογραφηθεί. Όμως, αυτά προέκυψαν ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων ερωτήσεων που υποβλήθηκαν στην αντεξέταση, έγιναν δεκτά από πλευράς εφεσείουσας χωρίς ένσταση και, όπως πολύ ορθά επισημαίνεται από το πρωτόδικο δικαστήριο, παρέμειναν ασχολίαστα, από την εν λόγω πλευρά. Ανεξάρτητα όμως τούτου, τα εν λόγω γεγονότα ουδόλως αποτέλεσαν μέρος του πραγματικού υπόβαθρου επί του οποίου το πρωτόδικο δικαστήριο εδράζει τα ευρήματα του σχετικά με τα όσα διαδραματίστηκαν στις 19/11/1999, το οποίο είναι η μαρτυρία του εφεσιβλήτου. Αντίθετα, χρησιμοποιήθηκαν για σκοπούς διακρίβωσης του κατά πόσο με τη συγκεκριμένη συμπεριφορά του ο εφεσίβλητος απεμπόλησε τα δικαιώματα του για τερματισμό της συμφωνίας, για παράβαση της οποίας υπαίτια θεωρήθηκε η εφεσείουσα.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, οι τρεις πρώτοι λόγοι έφεσης δεν μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.
Έχοντας εξετάσει τους λόγους έφεσης 1-3, προχωρούμε να εξετάσουμε τους επόμενους δύο, από τους συνολικά έξι, λόγους έφεσης (λόγοι έφεσης 4 και 5), οι οποίοι, επειδή όπως και οι προηγούμενοι τρεις λόγοι ουσιαστικά συμπίπτουν και στην ουσία αλληλοκαλύπτονται, θα εξεταστούν μαζί. Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης των ζητημάτων που εγείρονται στα πλαίσια των συγκεκριμένων λόγων έφεσης και της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε τους λόγους έφεσης 4 και 5 μαζί με την αιτιολογία τους.
"Τέταρτος Λόγος Έφεσης.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η άρνηση της Εναγόμενης εταιρείας (εφεσείουσας) να αποδεχθεί εντολή του Ενάγοντα (εφεσιβλήτου) αποτελούσε παράβαση ουσιώδους όρου της μεταξύ τους προφορικής συμφωνίας.
Αιτιολογία.
(1) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η άρνηση της Εναγόμενης εταιρείας να αποδεχθεί εντολή του Ενάγοντα αποτελούσε παράβαση ουσιώδους όρου μεταξύ τους προφορικής συμφωνίας, χωρίς να εξετάσει και διευκρινίσει αν επρόκειτο για ρητό ή εξυπακουόμενο όρο, ποιος ακριβώς ήταν ο όρος αυτός και, σε περίπτωση που επρόκειτο για εξυπακουόμενο όρο, πως δικαιολογείται η ύπαρξη τέτοιου όρου με βάση τη σχετική νομολογία.
(2) Δεν υπάρχει οποιοσδήποτε ισχυρισμός στην Έκθεση Απαίτησης για, αλλά ούτε και δόθηκε μαρτυρία που να υποστηρίζει, την ύπαρξη ρητού ή εξυπακουόμενου όρου σε συμφωνία μεταξύ της Εναγόμενης εταιρείας και του Ενάγοντα για απόλυτη υποχρέωση της Εναγόμενης εταιρείας να αποδέχεται όλες ανεξαιρέτως τις εντολές που θα επιθυμούσε να δώσει ο Ενάγοντας, χωρίς δικαίωμα της Εναγόμενης εταιρείας να αρνηθεί σε οποιαδήποτε περίπτωση την εκτέλεση εντολών.
(3) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε καν τη θέση της Εναγόμενης εταιρείας ότι ο μόνος πιθανός εξυπακουόμενος όρος σε τέτοια συμφωνία θα ήταν ότι η Εναγόμενη εταιρεία θα έχει δικαίωμα να αρνηθεί να εκτελέσει εντολές του Ενάγοντα όταν κρίνει ότι αυτό είναι εύλογο υπό τις περιστάσεις.
(4) Παρόλο που ορθά δέχθηκε ότι, σύμφωνα με τους τότε ισχύοντες κανονισμούς, τα Μέλη του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου είχαν δικαίωμα άρνησης εντολών σε περιπτώσεις που περιλάμβαναν αλλά δεν εξαντλούνταν σε αυτές που αναφέρονταν στους εν λόγω κανονισμούς, το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε να συμπεριλάβει στη μεταξύ των μερών συμφωνία εξυπακουόμενο όρο που επιβάλλει την απόλυτη υποχρέωση που προαναφέρθηκε.
Πέμπτος Λόγος Έφεσης.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε (i) ότι υπήρχε συγκεκριμένη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθήσουν οι υπάλληλοι της Εναγόμενης εταιρείας πριν αρνηθούν να λάβουν εντολές πώλησης αξιών και (ii) ότι επομένως υπήρξε παράλειψη τήρησης της ορθής διαδικασίας αναφορικά με τις ισχυριζόμενες εντολές του Ενάγοντα.
Αιτιολογία.
(1) Η θέση και μαρτυρία της Εναγόμενης εταιρείας ήταν ότι έγιναν εξαιρέσεις σε συγκεκριμένες περιπτώσεις (που αφορούσαν 32 πελάτες μόνο από τους 12.000 περίπου που είχε τότε η Εναγόμενη εταιρεία) επειδή η Εναγόμενη εταιρεία μπορούσε να είναι απόλυτα βέβαιη ότι οι σχετικοί τίτλοι αξιών ήταν έγκυροι. Από αυτό δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι έπρεπε να ακολουθηθεί κάποια διαδικασία, η οποία δεν τηρήθηκε στην περίπτωση του Ενάγοντα.
(2) Από τη μαρτυρία του ΚΧ προκύπτει, όχι οποιαδήποτε έλλειψη σοβαρότητας, όπως εισηγείται το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά ότι ήταν προφανές ότι στην περίπτωση των τίτλων του Ενάγοντα δεν μπορούσε να υπάρξει βεβαιότητα για την εγκυρότητα των τίτλων του.
(3) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, παρόλο που δέχθηκε την ύπαρξη σοβαρών προβλημάτων με το μετοχολόγιο της Woolworth, (i) δεν εξέτασε τη θέση και επιχειρήματα της Εναγόμενης εταιρείας αναφορικά με το εύλογο της άρνησης της να δεχθεί τις ισχυριζόμενες εντολές του Ενάγοντα και (ii) δεν σχολίασε καθόλου τις εκτενείς εξηγήσεις που δόθηκαν από τον ίδιο τον διευθύνοντα σύμβουλο της Εναγόμενης εταιρείας αναφορικά με τα προβλήματα των τίτλων της Woolworth και τις συνέπειες τους στην πώληση φαινομενικά έγκυρων τίτλων (και σε περίπτωση παρόμοια με αυτή του Ενάγοντα)."
Αναφορικά με τη θέση της εφεσείουσας ότι ο «ουσιώδης όρος» δεν συγκεκριμενοποιείται στην εκκαλούμενη απόφαση, ούτε και διευκρινίζεται κατά πόσο πρόκειται για ρητό ή εξυπακουόμενο όρο έτσι ώστε, στη μεν περίπτωση που πρόκειται για ρητό όρο να καθίσταται δυνατή η αναγνώριση και ο εντοπισμός της μαρτυρίας που τεκμηριώνει την ύπαρξη του, στη δε περίπτωση που πρόκειται για εξυπακουόμενο όρο, να δικαιολογείται με βάση τη νομολογία η συμπερίληψη του στη συμφωνία, περιοριζόμαστε στην επισήμανση ότι εκείνο που με τον εν λόγω όρο, υποδηλώνεται και αναγνωρίζεται είναι η φύση αυτής καθ' αυτής, της θεμελιακής θα λέγαμε, διαπιστωθείσας δικαστικά συμβατικής υποχρέωσης της εφεσείουσας να αποδέχεται εντολές του εφεσιβλήτου για τη διενέργεια εκ μέρους του και για λογαριασμό του, συναλλαγών στο χρηματιστήριο. Ενόψει τούτου, δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε λόγο που να δικαιολογεί παρέμβαση μας στο συγκεκριμένο τομέα.
Δεν έχει βέβαια διαφύγει της προσοχής μας ότι βασική θέση της εφεσείουσας, θέση την οποία οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της προωθούν στα πλαίσια των πιο πάνω δύο λόγων έφεσης - στην ουσία η εν λόγω θέση αποτελεί τη σπονδυλική στήλη της σχετικής με τους συγκεκριμένους λόγους επιχειρηματολογίας τους - είναι ότι από το σκεπτικό με βάση το οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι μεταξύ εφεσείουσας και εφεσιβλήτου, συνομολογήθηκε με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 2(2)(ε) και (στ) του Κεφ. 149* συμφωνία δυνάμει της οποίας, ο μεν εφεσίβλητος είχε με τη συνομολόγηση της αποκτήσει και καθ' όλο τον ουσιώδη χρόνο διατηρήσει την ιδιότητα του «εντολέα» με την έννοια που ο όρος αυτός χρησιμοποιείται στο Άρθρο 2 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 214/95*, η δε εφεσείουσα ανέλαβε την υποχρέωση να αποδέχεται τις εντολές του εφεσιβλήτου και να ενεργεί με βάση αυτές στο πλαίσιο της συμφωνίας όπως και του σχετικού Νόμου και των Κανονισμών, προκύπτει «ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφαίνεται ότι ήταν ουσιώδης όρος της συμφωνίας .... ότι η εφεσείουσα είχε υποχρέωση να αποδέχεται όλες τις εντολές του εφεσιβλήτου» (η υπογράμμιση είναι δική μας).
Διεξήλθαμε προσεκτικά τα επίμαχα αποσπάσματα από το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου, στα οποία οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσείουσας παραπέμπουν, έχοντας συνέχεια κατά νου την αιτιολογία των δύο πιο πάνω λόγων έφεσης, όπως και τις σχετικές με αυτούς, πτυχές της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας.
Με όλο το σέβας προς τους ευπαίδευτους συνηγόρους της εφεσείουσας, κάθε άλλο παρά προκύπτει από το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου η ανάληψη από πλευράς εφεσείουσας μιας τέτοιας δραστικής συμβατικής υποχρέωσης. Αντίθετα, εκείνο που προκύπτει είναι ότι η εφεσείουσα διατηρούσε με βάση τους όρους της συμφωνίας, το δικαίωμα, δικαιολογημένα να αρνηθεί να δεχθεί από τον εφεσίβλητο και να εκτελέσει εντολές του. Εξ' ου και το πρωτόδικο δικαστήριο αφού εξετάζει και απορρίπτει τη θέση του εφεσιβλήτου ότι η άρνηση της εφεσείουσας να δεχθεί και να εκτελέσει τις συγκεκριμένες εντολές του αποτελεί παράβαση θεσμοθετημένων καθηκόντων της εφεσείουσας ως μέλους του Χ.Α.Κ. βάσει του Κανονισμού Κ.Δ.Π. 214/95, προχωρεί και υπό το φως της διαπίστωσης του ότι αναφορικά με την άρνηση της εφεσείουσας τυγχάνουν εφαρμογής οι γενικές αρχές του δικαίου και των συμβάσεων, εξετάζει κατά πόσο η εφεσείουσα ήταν δικαιολογημένη υπό τις περιστάσεις τις οποίες η ίδια επικαλέστηκε, να αρνηθεί να δεχθεί και να εκτελέσει τις εντολές του εφεσιβλήτου. Επομένως ούτε σ' αυτό τον τομέα διαπιστώνονται λόγοι που να δικαιολογούν την παρέμβαση μας.
Λόγο που να δικαιολογεί παρέμβαση μας δεν διαπιστώνουμε ούτε ως προς την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα δεν δικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις που η ίδια επικαλέστηκε, να αρνηθεί να δεχθεί και να εκτελέσει τις εντολές του εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο οδηγήθηκε στη συγκεκριμένη κατάληξη του στη βάση του συμπεράσματος - η ορθότητα του εν λόγω συμπεράσματος αμφισβητείται με τον πέμπτο λόγο έφεσης - ότι υπήρχε, συγκεκριμένη διαδικασία την οποία η εφεσείουσα όφειλε να ακολουθήσει προτού αρνηθεί να δεχθεί οδηγίες για πώληση αξιών, όπως και του συμπεράσματος - η ορθότητα του οποίου επίσης αμφισβητείται με τον πέμπτο λόγο έφεσης - ότι στην περίπτωση του εφεσιβλήτου η εφεσείουσα, προτού απορρίψει τις εντολές του, παρέλειψε να ακολουθήσει την εν λόγω διαδικασία.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού με βάση τη μαρτυρία που η ίδια η εφεσείουσα έθεσε ενώπιον του, οδηγήθηκε στη διαπίστωση ότι μεταξύ 27/10/1999 και 22/11/1999, όπως και μεταξύ 9/12/1999 και 15/12/1999, προέβη σε εκτέλεση εντολών πελατών της για πώληση αξιών της Woolworth, επιδεικνύοντας έτσι διάκριση στην εκτέλεση εντολών για πώληση αξιών της εν λόγω εταιρείας, καταλήγει ως πιο κάτω, κατάληξη με την οποία και συμφωνούμε:
"... είναι προφανές ότι οι εντολές που ελάμβανε η εναγόμενη για πώληση αξιών της Woolworth δεν απορρίπτονταν αβασάνιστα αλλά υποβάλλονταν σε έρευνα ώστε να διαπιστώνετο η εγκυρότητα των τίτλων του κάθε εντολέα. Εν πάση περιπτώσει, από τα λεγόμενά τους αυτή θα έπρεπε να ήταν η διαδικασία πριν αρνηθούν να λάβουν οποιαδήποτε εντολή για πώληση αξιών της εν λόγω εταιρείας και προφανώς, σε ορισμένες περιπτώσεις την τηρούσαν. Όμως, δεν την ετήρησαν στην περίπτωση του ενάγοντα, παρά το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα δικαιώματα είχαν αγοραστεί για λογαριασμό του από την εναγόμενη εταιρεία η οποία κράτησε κοντά της για ασφαλή φύλαξη και για ευκολία διεκπεραίωσης μελλοντικών εντολών του και τους σχετικούς τίτλους. Ενώ πρόσθετα διερεύνησε την εγκυρότητα των τίτλων του και ο ίδιος ο ενάγοντας τηλεφωνώντας στην αρμόδια υπάλληλο της Woolworth και ενημέρωσε σχετικά τον κ. Χασάπη. Έπειτα, η σχετική μαρτυρία η οποία προήλθε, κυρίως, από την εναγομένη, δεν καταδεικνύει να υπήρχε πρόβλημα σε σχέση με τους τίτλους που εξέδιδε η Woolworth κατά το Νοέμβριο του 1999 και μετά. Τέλος, η δήλωση του κ. Χασάπη κατά την αντεξέτασή του, ότι με τις πράξεις που είχε κάνει ο κ. Σωτηρίου, δηλαδή ο ενάγοντας, δεν ήταν και ο καλύτερος πελάτης της εναγομένης, είναι αποκαλυπτική της πλήρους έλλειψης σοβαρότητας ως προς την αντιμετώπιση του ενάγοντα την περίοδο εκείνη από την εναγόμενη εταιρεία και τους αξιωματούχους της. Με βάση λοιπόν τα όσα συζητούνται πιο πάνω, κρίνεται ότι η άρνηση του κ. Χασάπη στις 19.11.1999 να λάβει την εντολή του ενάγοντα, δεν ήταν υπό τις δεδομένες περιστάσεις δικαιολογημένη και συνιστούσε παράβαση ουσιώδους όρου της μεταξύ του ενάγοντα και της εναγομένης συμφωνίας."
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω και οι λόγοι έφεσης 4 και 5 απορρίπτονται.
Έκτος λόγος έφεσης.
Με τον έκτο και τελευταίο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα υπολογισμού των αποζημιώσεων στις οποίες ο εφεσίβλητος δικαιούται.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι αποζημιώσεις υπολογίστηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο, με βάση το σύνηθες μέτρο υπολογισμού αποζημιώσεων για παράβαση συμφωνίας, που είναι η αποκατάσταση του αθώου μέρους, στην παρούσα περίπτωση του εφεσιβλήτου, στη θέση που θα βρισκόταν αν η συμφωνία εκπληρωνόταν (Αλπάν (Α/φοί Τάκη) Λτδ. ν. Τρυφωνίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 679) και καθορίστηκαν σε Λ.Κ.35.800. Στο εν λόγω ποσό το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε με τον πιο κάτω τρόπο.
Παίρνοντας σαν βάση την τιμή των ΔΑΜ της εταιρείας Woolworth στις 19/11/1999, ημερομηνία παράβασης της συμφωνίας (Λ.Κ.6.15 έκαστο) και την τιμή τους στις 5/1/2000, ημερομηνία που η εφεσείουσα επέστρεψε τις 9.000 ΔΑΜ (Λ.Κ.3.00 έκαστο) - οι συγκεκριμένες τιμές καθορίζονται στην έκθεση απαίτησης - υπολόγισε τις αποζημιώσεις που ο εφεσίβλητος δικαιούτο για τις 9.000 ΔΑΜ σε Λ.Κ.28.350. Στο εν λόγω ποσό το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε αφού από το ποσό των Λ.Κ.55.350, που αντιπροσώπευε τη συνολική αξία των 9.000 ΔΑΜ στις 19/11/1999 (9.000 Χ Λ.Κ.6.15), αφαίρεσε το ποσό των Λ.Κ.27.000, που αντιπροσώπευε την αξία τους στις 5/1/2000 (9.000 Χ Λ.Κ.3.00).
Με τον ίδιο τρόπο το πρωτόδικο δικαστήριο καθόρισε τις αποζημιώσεις του εφεσιβλήτου για τα υπόλοιπα 3.000 ΔΑΜ σε Λ.Κ.7.450. Στο εν λόγω ποσό κατέληξε αφού αφαίρεσε από το ποσό των Λ.Κ.18.450 που αντιπροσώπευε τη συνολική αξία του εν λόγω αριθμού ΔΑΜ στις 19/11/1999 (3.000 Χ Λ.Κ.6.15), το ποσό των Λ.Κ.11.000 που ήταν το συνολικό ποσό που ο εφεσίβλητος εισέπραξε από την πώληση των εν λόγω ΔΑΜ.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού πρόσθεσε τα δύο ποσά (Λ.Κ.28.350 + Λ.Κ.7.450), κατέληξε στο ποσό των Λ.Κ.35.800 το οποίο και επιδίκασε στον εφεσίβλητο.
Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλλε υιοθετώντας τον πιο πάνω τρόπο υπολογισμού των αποζημιώσεων. Ο εφεσίβλητος όφειλε, σύμφωνα με τους ευπαίδευτους συνηγόρους της εφεσείουσας, να περιορίσει τη ζημιά του και αυτό θα είχε επιτευχθεί εάν στις 19/11/1999 έδινε, ως όφειλε, εντολή πώλησης σε άλλο χρηματιστηριακό γραφείο, ενέργεια η οποία θα απέτρεπε την πρόκληση οποιασδήποτε ζημιάς. Διαζευκτικά, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσείουσας εισηγούνται ότι οι αποζημιώσεις για μεν τις 3.000 ΔΑΜ θα έπρεπε να υπολογιστούν με βάση την τιμή τους στις 3/11/1999 που ήταν Λ.Κ.4.50 ανά ΔΑΜ, ενώ για τα υπόλοιπα 9.000 στη βάση της τιμής τους στις 19/11/1999 που ήταν Λ.Κ. 6.15 ανά ΔΑΜ. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο εφεσίβλητος θα είχε εισπράξει, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της εφεσείουσας, το συνολικό ποσό των Λ.Κ.68.850. Αν δε από το εν λόγω ποσό αφαιρεθεί ποσό Λ.Κ.64.800 που αντιπροσωπεύει την αξία του συνόλου των ΔΑΜ (12.000) στις 9/12/1999, που επανήρχισε η διαπραγμάτευση των αξιών Woolworth στο χρηματιστήριο, τότε η ζημιά του θα ήταν μόνο Λ.Κ.4.050.
Η θέση των συνηγόρων της εφεσείουσας δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι αν και η εφεσείουσα αρνήθηκε να εκτελέσει την εντολή του εφεσιβλήτου για πώληση 3.000 ΔΑΜ στις 3/11/1999, ο εφεσίβλητος επέλεξε να μην ακυρώσει τη συμφωνία κατά την εν λόγω ημερομηνία, αλλά να την θεωρήσει ως εξακολουθούσα να ισχύει, όπως ήταν εξάλλου δικαίωμα του. Επανήλθε με νέα εντολή για πώληση των 3.000 ΔΑΜ δύο μέρες αργότερα, χωρίς όμως και πάλι αποτέλεσμα. Τελικά, στις 19/11/1999 έδωσε την εντολή για πώληση του συνόλου των ΔΑΜ, η οποία όμως και πάλι δεν εκτελέστηκε, με αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος να ακυρώσει τη συμφωνία στις 9/12/1999, ημερομηνία κατά την οποία του επεστράφησαν οι 3.000 ΔΑΜ τις οποίες πώλησε χωρίς καθυστέρηση. Τα υπόλοιπα ΔΑΜ δεν του επεστράφησαν παρά μόνο τον Ιανουάριο του 2000. Όταν επιχείρησε στις 22/11/1999 να ζητήσει επιστροφή του συνόλου των ΔΑΜ του για να προσπαθήσει να τα πωλήσει μέσω άλλου χρηματιστηριακού γραφείου, όταν θα άρχιζε η επαναδιαπραγμάτευση των αξιών της Woolworth, η εφεσείουσα δια του χρηματιστή της Χασάπη τον έπεισε να μην επιμένει στην πώληση τους μέσω άλλου χρηματιστηριακού γραφείου, υποσχόμενη πώληση τους μέσω του γραφείου της μόλις άρχιζε η επαναδιαπραγμάτευση. Υπό τις περιστάσεις, ουδέν μεμπτό διαπιστώνουμε στη συγκεκριμένη πτυχή της συμπεριφοράς του εφεσιβλήτου.
Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά υιοθέτησε το σύνηθες μέτρο υπολογισμού αποζημιώσεων για παράβαση συμφωνίας με βάση την ημερομηνία παράβασης της συμφωνίας, που ήταν η 19/11/1999. Έχουμε την άποψη όμως ότι σαν δεύτερη βάση θα έπρεπε για τις 9.000 ΔΑΜ να είχε ληφθεί υπόψη η τιμή που ίσχυε στο χρηματιστήριο στις 5/1/2000 (Λ.Κ.3.060 ανά ΔΑΜ), που είναι ψηλότερη από την αντίστοιχη που καθορίζεται στην έκθεση απαίτησης και συνεπώς πιο συμφέρουσα για την εφεσείουσα. Προβαίνοντας στις ανάλογες μαθηματικές πράξεις (9.000 Χ Λ.Κ.6.15 + 3.000 Χ Λ.Κ.6.15) - (9.000 Χ Λ.Κ.3.60 + 11.000) καταλήγουμε στο ποσό των Λ.Κ.30.400, που είναι το ορθό ποσό των αποζημιώσεων στις οποίες δικαιούται ο εφεσίβλητος.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η απόφαση αναφορικά με το ύψος των αποζημιώσεων μειώνεται ανάλογα.
Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση επιτρέπεται μερικώς. Η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται ώστε το επιδικασθέν με τη μορφή αποζημιώσεων ποσό των Λ.Κ.35.800 (€61.168) να αντικατασταθεί με Λ.Κ.30.400 (€51.941,48) πλέον νόμιμο τόκο από 6/11/2001, ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής, μέχρι εξόφλησης.
Η διαταγή περί εξόδων πρωτοδίκως παραμένει αναλλοίωτη, ενώ υπέρ του εφεσιβλήτου επιδικάζονται τα έξοδα της παρούσας έφεσης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση επιτρέπεται μερικώς με έξοδα.