ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 1027
23 Μαΐου, 2012
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
(Πολιτική Εφεση Αρ. 9/2009)
INVESTYLIA PUBLIC COMPANY LTD,
Εφεσείουσα,
v.
ΣΑΒΒΑ ΤΣΕΡΙΩΤΗ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Εφεση Αρ. 10/2009)
INVESTYLIA PUBLIC COMPANY LTD,
Εφεσείουσα,
v.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΖAΝΝΕΤΙΔΗ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 9/2009, 10/2009
Εφετείο ― Αίτημα παραπομπής στην Ολομέλεια ― Εφαρμοστέες αρχές ― Κατά πόσον οι υποθέσεις προσφέρονταν για εκδίκαση από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς ενδεχόμενη επίλυση ενυπάρχουσας αμφιβολίας περί της ορθότητας της νομολογίας η οποία διήπε ουσιώδη επίδικα ζητήματα της υπόθεσης.
Ύστερα από την υποβολή σχετικής εισήγησης το Εφετείο ζήτησε από τα διάδικα μέρη όπως διατυπώσουν γραπτώς τις θέσεις τους αναφορικά με την εισήγηση της πλευράς της εφεσείουσας για την παραπομπή των εφέσεων για εκδίκαση από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η εφεσείουσα υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι οι πρωτόδικες αποφάσεις ερείδονταν επί νομολογίας ασυμβίβαστης προς το Σύνταγμα και προς αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων οι οποίες δεν έτυχαν προηγούμενης εξέτασης από τα κυπριακά δικαστήρια και ενόψει τούτου, ήταν αναγκαία υπό τις περιστάσεις η «αναθεώρηση» ή και η «ανατροπή» της εν λόγω νομολογίας.
α) Το θέμα της αναθεώρησης της υπό αμφισβήτηση νομολογίας ήταν δίκαιο να εξεταστεί, δεδομένου και ότι στην υπόθεση Investylia Public Company Ltd v. Θεοκλή Σουλή (2011) 1 Α.Α.Δ. 1564, αφέθηκε ανοικτό το θέμα της συνταγματικότητας χωρίς να έχει απορριφθεί.
β) Τα θέματα που εγείρονταν αφορούσαν θεμελιώδη δικαιώματα και δεν είχαν εγερθεί ή εξεταστεί στις αποφάσεις των οποίων ζητείτο η αναθεώρηση και που κατά την εισήγηση ήταν γι' αυτό εσφαλμένες.
γ) Η σχετική νομοθεσία η συνταγματικότητα της οποίας αμφισβητείτο είχε στο μεταξύ καταργηθεί, γεγονός που υποδηλούσε παραδοχή του νομοθέτη ότι ήταν λάθος.
δ) Οι προηγούμενες αποφάσεις δεν προέρχονταν από την ολομέλεια αλλά από τμήματα.
Η πλευρά των εφεσιβλήτων διατύπωσε αντίθετη άποψη υποστηρίζοντας ότι οι λόγοι που επικαλείται η εφεσείουσα ήταν αβάσιμοι εφόσον το θέμα της συνταγματικότητας του Άρθρου 58Α(3)(β) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993 και του Άρθρου 3(3) του Νόμου 42(1)/2000 δεν αφέθηκε ανοιχτό από την Ολομέλεια στην Investylia v. Σουλή (ανωτέρω) παραπέμποντας προς τούτο σε σχετικό απόσπασμα από την απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ήταν γεγονός ότι στην απόφαση Investylia v. Σουλή (ανωτέρω) η εφεσείουσα ήγειρε εξ αρχής ορισμένα νομικά θέματα προς εξέταση ανάλογα ή παρόμοια με αυτά που εγείρονταν τώρα στις υπό κρίση εφέσεις. Όπως έχει ειπωθεί, η Ολομέλεια δεν ασχολήθηκε με αυτά τα ζητήματα επειδή η υπόθεση είχε κριθεί επί των γεγονότων.
2. Ενόψει τούτου, το όλο θέμα στις γενικότερες διαστάσεις του παρέμενε ανοιχτό και οι υπό κρίση υποθέσεις προσφέρονταν για την επαναφορά του. Η εκδίκαση της υπόθεσης από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα επέλυε ενδεχομένως κάθε ενυπάρχουσα αμφιβολία περί της ορθότητας της νομολογίας η οποία διέπει ουσιώδη επίδικα ζητήματα.
Η έφεση παραπέμφθηκε ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας προς εκδίκαση.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Investylia Public Company Ltd v. Σουλή (2011) 1 Α.Α.Δ. 1564,
Harvest Capital Management Ltd v. Ταμάσιου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1683,
Investylia Ltd v. Livadhiotis Bros Investment Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 704,
Anaptixis Group Ltd v. Μιχαηλίδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 691,
Investylia Ltd v. Ταμπούρη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1343,
Τρύφωνος ν. Investylia Ltd (2008) 1(B) Α.Α.Δ. 875.
Εφέσεις.
Εφέσεις από τους εφεσίβλητους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Παπαϊωάννου, Ε.Δ., Γερολέμου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 51/05, 3938/05), ημερομηνίας 28/11/2008.
Λ. Λουκαΐδης, για την Εφεσείουσα και στις δύο Εφέσεις.
Τ. Κουκούνης, για τους Εφεσίβλητους και στις δύο Εφέσεις.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Κατά τη δικάσιμο των πιο πάνω εφέσεων ο δικηγόρος της Εφεσείουσας, Investylia Public Company Ltd, εισηγήθηκε την παραπομπή των εφέσεων για εκδίκαση από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η εισήγηση αντιμετωπίστηκε αρνητικά από τον δικηγόρο των εφεσιβλήτων. Ζητήσαμε από τους ευπαίδευτους δικηγόρους να διατυπώσουν γραπτώς τις θέσεις τους επί του θέματος, πράγμα που έγινε διά της υποβολής υπομνημάτων.
Η εφεσείουσα λέγει ότι οι πρωτόδικες αποφάσεις ερείδονται επί νομολογίας* ασυμβίβαστης προς το Σύνταγμα και προς αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων οι οποίες δεν έτυχαν προηγούμενης εξέτασης από τα κυπριακά δικαστήρια και ενόψει τούτου, θεωρεί ως αναγκαία υπό τις περιστάσεις την «αναθεώρηση» ή και την «ανατροπή» της εν λόγω νομολογίας. Σύμφωνα με την εισήγηση, αυτό μπορεί να γίνει ευχερέστερα διά της εκδίκασης των εφέσεων από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ώστε να επιλυθούν οριστικά τα εγειρόμενα επίδικα θέματα που άπτονται των αμφιβολιών που προκύπτουν ως προς την ορθότητα ή μη της υπό συζήτηση νομολογίας. Ο κ. Λουκαΐδης προς ενίσχυση της εισήγησης του, ανέφερε ότι επί της νομολογίας αυτής, στηρίχθηκε και μια άλλη πρωτόδικη απόφαση η ορθότητα της οποίας κρίθηκε στην Investylia Public Company Ltd v. Θεοκλή Σουλή (2011) 1 Α.Α.Δ. 1564. Στην εν λόγω υπόθεση το τριμελές Εφετείο ενώπιον του οποίου ήταν αρχικά ορισμένη η έφεση, αποδέχθηκε παρόμοια εισήγηση και παρέπεμψε την έφεση προς ακρόαση ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας. Παρά το γεγονός ότι κατά την ακρόαση της έφεσης είχε συζητηθεί το θέμα του ασυμβίβαστου της νομολογίας προς το Σύνταγμα και τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ, εντούτοις το εν λόγω θέμα παρέμεινε τελικά ανοιχτό επειδή η υπόθεση είχε κριθεί επί των γεγονότων και για τους λόγους που εξήγησε η Ολομέλεια, διατάχθηκε η επανεκδίκαση της υπόθεσης.
Ο δικηγόρος της εφεσείουσας εισηγείται περαιτέρω ότι το θέμα της αναθεώρησης της υπό αμφισβήτηση νομολογίας είναι δίκαιο να εξεταστεί και αποφασιστεί από την Πλήρη Ολομέλεια, δεδομένων των εξής:
«α) Της πιο πάνω προηγούμενης διαδικασίας στην υπόθεση Θεοκλή Σούλη που άφησε ανοικτό το θέμα της συνταγματικότητας χωρίς να το απορρίπτει.
β) Τα θέματα που εγείρονται αφορούν θεμελιώδη δικαιώματα
και δεν έχουν εγερθεί ή εξεταστεί στις αποφάσεις των οποίων ζητούμε την αναθεώρηση και που πιστεύουμε ότι είναι γι' αυτό εσφαλμένες.
γ) Η σχετική νομοθεσία την συνταγματικότητα της οποίας αμφισβητούμε έχει στο μεταξύ καταργηθεί, γεγονός που υποδηλεί παραδοχή του νομοθέτη ότι ήταν λάθος.
δ) Οι προηγούμενες αποφάσεις δεν ήταν της ολομέλειας αλλά των τμημάτων.
ε) Η ένταση που οδήγησε στο Νόμο (χρηματιστηριακή κρίση) και στις σχετικές αποφάσεις έπαυσε να υπάρχει.
στ) Όπως είπε η ολομέλεια στην υπόθεση Μαυρογένη (26/3/1996, §337) «Κρίνουμε ότι παρέχεται η δυνατότητα ανατροπής προηγούμενης δικαστικής απόφασης, μέσα στο πνεύμα και για τους λόγους που εκτίθενται στο απόσπασμα από τη Νικολάου το οποίο έχει παρατεθεί στην απόφασή μας. Στην κρίση της συνταγματικότητας νόμων, η διαπίστωση σφάλματος σε προηγούμενη απόφαση μπορεί να διαπιστωθεί ευχερέστερα, εφόσον οι πρόνοιες του Συντάγματος αποτελούν σταθερή βάση για την αντικειμενική διαπίστωση σφάλματος σε προηγούμενη απόφαση».
Ευσεβάστως υποβάλλουμε ότι με βάση τα πιο πάνω οι εφέσεις αρ. 9/09 και 10/09 είναι σωστό και δίκαιο να παραπεμφθούν στην ολομέλεια.»
Ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων διατύπωσε αντίθετη άποψη. Λέγει συναφώς ότι η περίπτωση δεν είναι κατάλληλη για να παραπεμφθούν οι εφέσεις προς εκδίκαση από την Πλήρη Ολομέλεια και ότι οι λόγοι που επικαλείται η εφεσείουσα είναι αβάσιμοι εφόσον το θέμα της συνταγματικότητας του Άρθρου 58Α(3)(β) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993 και του Άρθρου 3(3) του Νόμου 42(1)/2000 δεν αφέθηκε ανοιχτό από την Ολομέλεια καθότι στην Investylia v. Σουλή (ανωτέρω) αναφέρθηκαν τα εξής:
«Κατά τη διάρκεια της συζήτησης της έφεσης αναπτύχθηκαν περαιτέρω τα εκατέρωθεν επιχειρήματα, ενώ η ίδια η Πλήρης Ολομέλεια κατηύθυνε τη σκέψη των συνηγόρων και στα αποφασισθέντα από το ΕΔΑΔ στην Investylia Public Company Ltd v. Cyprus, αίτηση αρ. 24321/2005, ημερ. 17.9.2009 όπου παρόμοιοι ισχυρισμοί της εφεσείουσας είχαν απορριφθεί από το ΕΔΑΔ.»
Ο κ. Κουκούνης εισηγείται περαιτέρω ότι το ΕΔΑΔ απέρριψε τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας περί παραβίασης του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Προσωπικών Ελευθεριών. Λέγει επίσης ότι η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Investylia v. Σουλή διακήρυξε ότι η προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος της αντισυνταγματικότητας των άρθρων είναι σταθερή, δίνοντας το μήνυμα ότι έχει τεθεί υπό εξέταση από σχεδόν όλους τους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου χωρίς να υπάρχει καμία απόκλιση από το γενικό και σταθερό συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε αντισυνταγματικότητα που να επηρεάζει τα άρθρα.
Ο κ. Κουκούνης υποβάλλει ότι η εφεσείουσα δεν προσδιορίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία, κατά τον ισχυρισμό της, δεν είχαν προηγουμένως εγερθεί και συνεπώς δεν εξετάστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η απουσία του αναγκαίου αυτού προσδιορισμού καθιστά κενή περιεχομένου και αβάσιμη την πρόταση για εκδίκαση των εφέσεων από την Ολομέλεια. Η εξέταση συνταγματικών θεμάτων με σκοπό μάλιστα την απόκλιση από σταθερή προηγούμενη νομολογία δικαιολογείται μόνο όταν υπάρχει σταθερό και βέβαιο υπόβαθρο γεγονότων. Στις υπό αναφορά εφέσεις η προϋπόθεση αυτή ελλείπει εφόσον η εφεσείουσα με τον 6ο λόγο έφεσης παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στη διαπίστωση ότι η εναγόμενη (εφεσείουσα) προέβη σε παραπλανητικές παραστάσεις γεγονότων σχετικά με την ένταξη των μετοχών της στο Χ.Α.Κ. ενώ με τον 5ο λόγο έφεσης προβάλλεται ισχυρισμός για λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο.
Έχουμε διεξέλθει τόσο το πρακτικό του δικαστηρίου όσο και την απόφαση της Ολομέλειας στην Investylia v. Σουλή (ανωτέρω). Είναι γεγονός ότι σε εκείνη την υπόθεση η εφεσείουσα ήγειρε εξ αρχής ορισμένα νομικά θέματα προς εξέταση ανάλογα ή παρόμοια με αυτά που εγείρονται τώρα στην παρούσα υπόθεση και τα οποία, κατόπιν σχετικών οδηγιών οδήγησαν την υπόθεση προς ακρόαση ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας. Κρίθηκε τότε πως η επίλυση των εν λόγω θεμάτων θα ήταν χρήσιμη και εποικοδομητική εφόσον αυτή σχετιζόταν άμεσα με την άρση των αμφιβολιών περί της ορθότητας της υπάρχουσας νομολογίας η οποία κατά την εισήγηση της εφεσείουσας ήταν αντιφατική και συγκρουόμενη προς το Σύνταγμα και νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Θεωρήθηκε λοιπόν σκόπιμη η ανάληψη της εκδίκασης της υπόθεσης από την Πλήρη Ολομέλεια για σκοπούς ευθυγράμμισης της νομολογίας προς σταθερές αρχές και αποκατάσταση της βεβαιότητας του δικαίου το οποίο διέπει κάποια από τα ουσιώδη επίδικα θέματα. Όπως έχει ειπωθεί, η Ολομέλεια δεν ασχολήθηκε με αυτά τα ζητήματα επειδή η υπόθεση είχε κριθεί επί των γεγονότων. Ενόψει τούτου, θεωρούμε ότι το όλο θέμα στις γενικότερες διαστάσεις του παραμένει ανοιχτό και η παρούσα υπόθεση προσφέρεται για την επαναφορά του. Κατά την κρίση μας, η εκδίκαση της υπόθεσης από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα επιλύσει ενδεχομένως κάθε ενυπάρχουσα αμφιβολία περί της ορθότητας της νομολογίας η οποία διέπει ουσιώδη επίδικα ζητήματα της υπόθεσης.
Η έφεση παραπέμπεται ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας προς εκδίκαση. Η ημερομηνία ακροάσεως της έφεσης θα κοινοποιηθεί στους δικηγόρους των διαδίκων από το Πρωτοκολλητείο. Καμιά διαταγή για έξοδα.
Η έφεση παραπέμπεται ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας προς εκδίκαση.