ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 897
16 Μαΐου, 2012
[ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 4 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,
ΚΑΙ
ΑΦΟΡΑ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ BROOKEMIL LTD, ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 2889/2012 ΕΔ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Η PROHIBITION ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,
ΚΑΙ
ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ 4.5.2012 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 2889/2012 Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 72/2012)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος της φύσεως certiorari προς το σκοπό της ακύρωσης πρωτόδικης κρίσης με την διατάχθηκε η επίδοση αίτησης για προσωρινό διάταγμα που είχε καταχωρηθεί μονομερώς ― Κατά πόσον ήταν ελέγξιμη με τη διαδικασία προνομιακού εντάλματος μια τέτοια απόφαση.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Εφόσον στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αναθεώρηση της άσκησης των δικαιοδοσιών του, εκτός αν αποκαλύπτεται νομικό σφάλμα καταφανές στο πρακτικό του Δικαστηρίου ― Σε καμιά περίπτωση δε νοείται η αξιοποίηση της δυνατότητας έκδοσης ενός τέτοιου προνομιακού εντάλματος ως έμμεση ή υπό μεταμφίεση άσκηση έφεσης ή επανακρόασης.
Η αιτήτρια εταιρεία επιδίωξε με σχετική αίτηση την εξασφάλιση άδειας από το Ανώτατο Δικαστήριο για την καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για έκδοση εντάλματος Certiorari και/ή Prohibition για ακύρωση πρωτόδικης απόφασης με βάση την οποία εκρίθη πως δεν συνέτρεχε ο δικαιοδοτικός όρος του κατεπείγοντος για την έκδοση των αιτουμένων με την αίτηση Διαταγμάτων μονομερώς και το πρωτόδικο Δικαστήριο όρισε την αίτηση για επίδοση.
Μεταξύ άλλων το Δικαστήριο, είχε επιπρόσθετα επισημάνει στο σχετικό πρακτικό που τηρήθηκε, ότι ενδεχομένως να τίθετο και θέμα κατάχρησης της διαδικασίας.
Η αιτήτρια υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι:
α) Υπήρχε προφανές νομικό σφάλμα στην απόφαση του Δικαστηρίου όπως μη επιληφθεί μονομερώς της αίτησης. Άλλη αγωγή για την οποία έκανε λόγο το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήγειρε τα ίδια θέματα και δεν ετίθετο σε καμία περίπτωση θέμα κατάχρησης. Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα της κατάχρησης ουδεμία σύνδεση είχε με το θέμα του κατεπείγοντος ή των ιδιαίτερων περιστάσεων.
β) Η αναφορά του Δικαστηρίου στην απόφαση ότι η οποιαδήποτε αδικοπραξία έγινε στη Ρωσία και όχι στην Κύπρο, ήταν άσχετη με το κατά πόσον με την αίτηση στοιχειοθετείτο το κατεπείγον ή οι ιδιαίτερες περιστάσεις ως δικαιοδοτικός όρος και σε κάθε περίπτωση ήταν λανθασμένη.
γ) Η αναφορά σε μερική ταυτότητα διαδίκων των δύο Αγωγών δεν οδηγούσε ούτε στήριζε το συμπέρασμα ότι η Αίτηση δεν ήταν κατεπείγουσα.
δ) Το Επαρχιακό Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει το θέμα κατά την εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 9(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 που αποτελεί ανεξάρτητη βάση έκδοσης διαταγμάτων μονομερώς.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Με δεδομένο επομένως ότι στην υπό εξέταση περίπτωση ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου έκρινε, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, ότι υπό τις περιστάσεις της αίτησης εκείνης θα ήταν ορθό όπως δοθεί ειδοποίηση και στην πλευρά των εναγομένων, τα επιχειρήματα της αιτήτριας δεν μπορούσαν να θεωρηθούν παρά ότι στρέφονται εναντίον της ορθότητας του τρόπου άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και του αποτελέσματός της.
2. Αυτός βέβαια ο τρόπος άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου και η στοιχειοθέτηση ή μη του κατεπείγοντος ή άλλων ιδιαίτερων περιστάσεων, δεν είναι ανέλεγκτος δικαστικά. Όμως, μια τέτοια διεργασία και αρνητική κατάληξη Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά υπέρβαση δικαιοδοσίας ή προφανές νομικό σφάλμα, έτσι ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητα και όχι η ορθότητα της, με προνομιακό ένταλμα Certiorari και/ή Prohibition.
3. Για όλους τους πιο πάνω λόγους, δεν υπήρχε συμπέρασμα ότι ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις για παραχώρηση της αιτούμενης άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και/ή Prohibition.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Μπάντσιου (1994) 1 Α.Α.Δ. 634,
Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442,
Ξάνθος Λυσιώτης & Υιός Λτδ (Αρ.3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1066,
Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,
R. ν. Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All E.R. 257,
B.P. (Cyprus Ltd) (1996) 1(B) Α.Α.Δ. 861,
Louis Vuitton v. Δερμοσάκ κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453,
Cyprus Sulphur κ.ά. v. Παραρλάμα Λτδ (1990) 1 Α.Α.Δ. 1051,
Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598,
Armah v. Government of Ghana a.o. [1966] 3 All E.R. 177.
Αίτηση.
Θ. Κορφιώτης με Χρ. Μαλαχτού, για την Αιτήτρια.
Cur. adv. vult.
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτησή της η αιτήτρια εταιρεία επιδιώκει την εξασφάλιση άδειας από το Ανώτατο Δικαστήριο για την καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για έκδοση εντάλματος Certiorari και/ή Prohibition για ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 4.5.2012, σε σχέση με την αίτηση της αιτήτριας ημερομηνίας 2.5.2012 για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, στα πλαίσια της Αγωγής 2889/2012 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Με την απόφαση εκείνη, κρίθηκε πως δεν συνέτρεχε ο δικαιοδοτικός όρος του κατεπείγοντος για την έκδοση των αιτουμένων με την αίτηση Διαταγμάτων μονομερώς και ορίστηκε η αίτηση για επίδοση στις 10.5.2012.
Όπως αποκαλύπτεται από τα στοιχεία τα οποία η αιτήτρια έθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την 2.5.2012 καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την υπ' αριθμό 2889/2012 αγωγή και, κατά την ίδια ημερομηνία, στο πλαίσιο της αγωγής καταχώρησε και μονομερή αίτηση. Με την αίτησή της εκείνη, η αιτήτρια ζητούσε από το Δικαστήριο όπως εκδώσει προσωρινά, απαγορευτικά κυρίως διατάγματα, με τα οποία να απαγορευόταν σε κάποιους από τους συνολικά 14 εναγομένους από του να προβούν σε περιγραφόμενες ενέργειες πώλησης, αποξένωσης, επιβάρυνσης, κλπ. συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων.
Όπως αναφερόταν σε ένορκη δήλωση αξιωματούχου της αιτήτριας που προσφέρθηκε προς υποστήριξη της αίτησης αναφορικά με το επείγον της περίπτωσης ως δικαιοδοτικού όρου, ο χρόνος που είχε μεσολαβήσει μεταξύ του χρονικού σημείου που η αιτήτρια-ενάγουσα έλαβε γνώση των γεγονότων που συνιστούσαν μια δεύτερη προσπάθεια εξαπάτησής της από εναγομένους, που είναι οι αρχές Απριλίου 2012, η έρευνα που απαιτείτο να γίνει για να εξασφαλιστούν τα σχετικά έγγραφα και να σχηματιστεί σαφής εικόνα, καθώς επίσης και η ανάγκη μετάφρασης των κειμένων από τα Ρωσικά στα Ελληνικά, δικαιολογούσαν την παρέμβαση του Δικαστηρίου μονομερώς.
Παρά ταύτα, ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ο οποίος επιλήφθηκε της μονομερούς αίτησης, δε συμμερίστηκε την άποψη της αιτήτριας ως προς το στοιχείο του κατεπείγοντος. Με κάποιες αναφορές σε στοιχεία τα οποία είχαν περιληφθεί στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης, έκρινε ότι το θέμα δεν ήταν κατεπείγον και ότι δεν ικανοποιήθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που θα δικαιολογούσαν παρέκκλιση από τη βασική αρχή περί του δικαιώματος και της άλλης πλευράς όπως ακουστεί κατ' εφαρμογή των σχετικών προνοιών του Άρθρου 9(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Συνακόλουθα, ο Πρόεδρος έδωσε οδηγίες όπως η αίτηση επιδοθεί στην άλλη πλευρά, ορίζοντας ως ημερομηνία προς τούτο, την 10.5.2012.
Το ουσιώδες μέρος του τηρηθέντος πρακτικού αναφέρει τα εξής:
"Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, αφορμή για καταχώρηση της παρούσας αγωγής έδωσε νέα ενέργεια των εναγομένων να αποξενώσουν την ενάγουσα-αιτήτρια από αριθμό μετοχών της στις εναγόμενες 9 και 10. Προηγήθηκε αφαίρεση κατ' ισχυρισμό μετοχών της από τις δύο αυτές εταιρείες σε προηγούμενο στάδιο με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί η αγωγή υπ' αρ. 7753/11 εναντίον 19 εναγομένων συμπεριλαμβανομένων των εναγομένων 3-14 στην παρούσα αγωγή. (βλ. τεκμ. 5Α ένορκης δήλωσης ημερ. 2.5.12 Θ. Κωνσταντίνου). Στην παρούσα αγωγή προστέθηκαν οι εναγόμενοι 1 και 2. Η εναγομένη 2 είναι Διοικητικός Σύμβουλος της εναγομένης 1 [βλ. παράγρ. 5 της ένορκης δήλωσης Κωνσταντίνου (άνω)].
Οι εταιρείες, εναγόμενες 9 και 10 είναι εταιρείες που εδρεύουν στο εξωτερικό, στη Ρωσία και από ότι γίνεται εμφανές από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση οποιαδήποτε ισχυριζόμενη αδικοπραξία έγινε στη χώρα αυτή και όχι στην Κύπρο. Από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση (βλ. παραγρ. 32 μέχρι 35) φαίνεται ότι η ενάγουσα γνώριζε για τη νέα αφαίρεση των μετοχών από το Δεκέμβριο του 2011 και για το σκοπό αυτό στις 16.12.11 καταχώρησε αίτηση στο Δικαστήριο στα πλαίσια της 7753/11 διά προσθήκη ως εναγόμενης και την εναγομένη 1 στην παρούσα διαδικασία.
Είναι γνωστή η βασική αρχή του δικαίου ότι το Δικαστήριο κατά κανόνα δεν εκδίδει διαταγή πριν ακούσει και το άλλο μέρος, όπως γνωστή είναι και η παρέκκλιση από την εν λόγω αρχή που έχει νομοθετηθεί με το εδάφιο 1 του Άρθρου 9 του ΚΕΦ. 6 σε περιπτώσεις κατ' επείγουσες ή άλλες ιδιάζουσες περιστάσεις.
Εξέτασα με κάθε δυνατή προσοχή όλο το υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου όπως επίσης τι έχει λεχθεί από το συνήγορο της αιτήτριας.
Με αυτά τα δεδομένα δεν κρίνω ότι το θέμα είναι κατ' επείγον. Δεν έχω ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που να δικαιολογούν παρέκκλιση από την πιο πάνω βασική αρχή του δικαίου και την εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 9(ι) του ΚΕΦ. 6. Οδηγήθηκα στην κατάληξη αυτή δια τους λόγους που ανάφερα πιο πάνω.
Ως αποτέλεσμα θεωρώ την εξέταση των αιτουμένων διαταγμάτων στην απουσία της άλλης πλευράς σαν μη δικαιολογημένη υπό τις περιστάσεις.
Ενδεχομένως, στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης να εγείρεται θέμα και κατάχρησης δικαιοδοσίας δεδομένης της αίτησης ημερ. 16.12.11. Διά τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, δίδονται οδηγίες η αίτηση να επιδοθεί. Η αίτηση ορίζεται για επίδοση την 10.5.12 και ώρα 9.00π.μ."
Όπως αναφέρει η αιτήτρια στην παρούσα αίτησή της για εξασφάλιση άδειας καταχώρησης αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, υπάρχει προφανές νομικό σφάλμα στην απόφαση του Δικαστηρίου όπως μη επιληφθεί μονομερώς της αίτησης, καθ' όσον αφορά την ερμηνεία και εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 9(1) του Κεφ. 6, σε σχέση με τη συνδρομή του στοιχείου του κατεπείγοντος ως δικαιοδοτικού όρου για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων μονομερώς. Ειδικότερα, η αιτήτρια, με αναφορά στο κείμενο της απόφασης του Προέδρου, επισημαίνει ότι το προφανές νομικό σφάλμα στην απόφαση, το οποίο επικαλείται, σύγκειται από τα ακόλουθα στοιχεία:
(i) Η Αγωγή αρ. 7753/2011 ΕΔ Λευκωσίας δεν εγείρει τα ίδια θέματα με την Αγωγή αρ. 2889/2012 ΕΔ Λευκωσίας και δεν τίθεται σε καμία περίπτωση θέμα κατάχρησης. Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα της κατάχρησης ουδεμία σύνδεση έχει με το θέμα του κατεπείγοντος ή των ιδιαίτερων περιστάσεων.
(ii) Η αναφορά του Δικαστηρίου στην Απόφαση ότι η οποιαδήποτε αδικοπραξία έγινε στη Ρωσία και όχι στην Κύπρο, είναι άσχετη με το κατά πόσον με την Αίτηση στοιχειοθετείτο το κατεπείγον ή οι ιδιαίτερες περιστάσεις ως δικαιοδοτικός όρος και σε κάθε περίπτωση είναι λανθασμένη.
(iii) Η κρίση του Δικαστηρίου, ότι η Ενάγουσα γνώριζε για τη μεταβίβαση των επίδικων μετοχών στο μετοχικό κεφάλαιο των Εναγομένων 8 και 9 των οποίων νόμιμος δικαιούχος είναι η Αιτήτρια, στην Εναγόμενη 1, από το Δεκέμβριο του 2011 είναι αντικειμενικά λανθασμένη, εφόσον η μεταβίβαση των εν λόγω μετοχών έγινε μόλις την 31.3.2012 και η Ενάγουσα πληροφορήθηκε περί τούτου στις αρχές Απριλίου 2012. Η σχετική κρίση του Δικαστηρίου δε στηρίζεται σε κανένα στοιχείο που είχε ενώπιον του.
(iv) Η αναφορά σε μερική ταυτότητα διαδίκων των Αγωγών αρ. 2889/2012 και αρ. 7753/2011 Ε.Δ. Λευκωσίας δεν οδηγεί στο ή στηρίζει το συμπέρασμα ότι η Αίτηση δεν ήταν κατεπείγουσα.
Περαιτέρω η ταυτότητα κάποιων εκ των διαδίκων των Αγωγών αρ. 2889/2012 και αρ. 7753/2011 Ε.Δ. Λευκωσίας δεν καθιστά την μεταγενέστερη αγωγή καταχρηστική ή αβάσιμη.
Περαιτέρω, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει, κατά την εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 9(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, παρόλον που σημειώνει στην Απόφαση τη σχετική πρόνοια, κατά πόσο συνέτρεχαν ιδιαίτερες περιστάσεις για την έκδοση των αιτουμένων με την Αίτηση διαταγμάτων. Η ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων αποτελεί ανεξάρτητη βάση έκδοσης διαταγμάτων μονομερώς με βάση το Άρθρο 9(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.
Όπως ορθά εντοπίζεται και στο σύγγραμμα "Προνομιακά Εντάλματα" του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου Π. Αρτέμη, στη σελίδα 112, μέσω του διατάγματος Certiorari, το Ανώτατο Δικαστήριο επιτηρεί και ελέγχει τα κατώτερα Δικαστήρια, ακυρώνοντας οποιαδήποτε απόφαση, διαταγή ή διαδικασία ενώπιόν τους, ποινικής ή αστικής φύσεως, η οποία γίνεται καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας τους.
Στην υπόθεση Καλλιόπη Μπάντσιου (1994) 1 Α.Α.Δ. 634, το Ανώτατο Δικαστήριο παρατήρησε ότι η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος Certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Εφόσον στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αναθεώρηση της άσκησης των δικαιοδοσιών του εκτός αν αποκαλύπτεται νομικό σφάλμα καταφανές στο πρακτικό του Δικαστηρίου.
Η σχετική επί του θέματος νομολογία αποκαλύπτει ότι η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος Certiorari δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο της κατ' έφεση δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ούτε και ως όργανο εποπτείας της διαδικασίας ή της πρακτικής η οποία ακολουθείται από τα Επαρχιακά Δικαστήρια. (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442). Ασφαλώς δε, σε καμιά περίπτωση δε νοείται η αξιοποίηση της δυνατότητας έκδοσης ενός τέτοιου προνομιακού εντάλματος ως έμμεση ή υπό μεταμφίεση άσκηση έφεσης ή επανακρόασης ενός ζητήματος που ηγέρθη και αποφασίστηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο. (Ξάνθος Λυσιώτης & Υιός Λτδ (Αρ.3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1066). Όπως δε είχε τονισθεί και στην υπόθεση Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41 και έκτοτε επαναλήφθηκε σε αριθμό άλλων αποφάσεων, η παροχή θεραπείας μέσω προνομιακού εντάλματος ή ακόμα η παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης με την οποία αυτό επιζητείται, επαφίεται πάντα στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Έστω και αν ακόμα καταδειχθεί ικανοποιητικά η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης, εάν παρέχεται άλλο ένδικο μέσο και ιδιαίτερα δικαίωμα έφεσης, τότε το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις και υπό εξαιρετικές περιστάσεις θα παρέμβει. (R. ν. Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All E.R. 257).
Επανερχόμενος στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας αίτησης, παρατηρώ τα εξής:
Όπως προβλέπεται στο Άρθρο 9(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, κάθε διάταγμα το οποίο το Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδώσει δύναται, όταν αποδειχθεί το κατεπείγον ή άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις, να εκδοθεί με αίτηση του ενός από τους διαδίκους χωρίς ειδοποίηση στον άλλο.
Η κατάδειξη του στοιχείου του κατεπείγοντος αποτελεί δικαιοδοτικό όρο, προϋπόθεση για την επίκληση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. [Βλ. π.χ. In re B.P. (Cyprus Ltd) (1996) 1(B) Α.Α.Δ. 861].
Όπως τονίστηκε και στη Louis Vuitton v. Δερμοσάκ κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453, στη σελίδα 1462, η έκδοση προσωρινού διατάγματος ex-parte συνιστά εξαιρετικό μέτρο εφόσον παρέχεται κατά παρέκκλιση του κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης που αποκλείει την απόδοση θεραπείας, χωρίς την παροχή ευκαιρίας στον αντίδικο να ακουστεί.
Αλλά και με τη στοιχειοθέτηση ακόμα του επείγοντος, το θέμα και πάλι επαφίεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διαταγής 48 κ.8(3), το Δικαστήριο ή ο Δικαστής που επιλαμβάνεται αίτησης που έγινε μονομερώς δύναται να δώσει οδηγίες όπως αυτή γίνει διά κλήσεως με ειδοποίηση σ' εκείνα τα πρόσωπα που θα έκρινε σκόπιμο.
Όπως έχει δε ερμηνευθεί αυτή η διαταγή, μεταξύ άλλων στην υπόθεση Cyprus Sulphur κ.ά. v. Παραρλάμα Λτδ (1990) 1 Α.Α.Δ. 1051, στη σελίδα 1066, και μετά την απόδειξη του κατεπείγοντος, το Δικαστήριο δεν έχει τότε υποχρέωση να προχωρήσει μονομερώς στην εξέταση της ουσίας και να διαγνώσει εάν ικανοποιούνται τα κριτήρια που θέτει το Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου. Το Δικαστήριο διατηρεί και τότε τη διακριτική ευχέρεια να προχωρήσει με τη μονομερή αίτηση ή αντίθετα να δώσει οδηγίες για αίτηση με κλήση και ειδοποίηση προς την άλλη πλευρά.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, διαπιστώνεται ότι, κατόπιν μελέτης του ογκώδους υλικού που τέθηκε ενώπιόν του, ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου έκρινε ότι δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 9(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου έτσι ώστε να επιληφθεί της αίτησης χωρίς ειδοποίηση προς την άλλη πλευρά, και έδωσε οδηγίες για επίδοση της αίτησης, η οποία και ορίστηκε σε σύντομη ημερομηνία.
Το ακριβές κείμενο του Άρθρου 9(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, έχει ως ακολούθως:
"9.-(1) Κάθε διάταγμα το οποίο το Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδώσει δύναται, όταν αποδειχθεί το κατεπείγον ή άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις, να εκδοθεί με αίτηση του ενός από τους διαδίκους χωρίς ειδοποίηση στον άλλο."
Από το κείμενο του πιο πάνω εδαφίου του Άρθρου 9 επισημαίνονται οι λέξεις "δύναται......να εκδοθεί......με αίτηση χωρίς ειδοποίηση". Το όλο λεκτικό της πρόνοιας τούτης είναι καθαρό και έχει καταστεί ακόμα πιο ξεκάθαρο από τη νομολογία επί του θέματος. Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι η προϋπόθεση για κατάδειξη του στοιχείου του κατεπείγοντος ή άλλων ιδιαίτερων περιστάσεων, είναι δικαιοδοτικός όρος. Το Δικαστήριο δηλαδή αποκτά δικαιοδοσία να εκδώσει προσωρινό διάταγμα μονομερώς, μόνο εάν καταδειχθούν τα δύο αυτά στοιχεία ή ένα από αυτά. [In re B.P. (Cyprus Ltd) (ανωτέρω), Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598].
Είναι γι' αυτό το λόγο που υπάρχει πλούσια διαθέσιμη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποία το Δικαστήριο ασχολήθηκε με αιτήματα για έκδοση ή για παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, επειδή Επαρχιακό Δικαστήριο είχε προβεί στην έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, ενώ δε συνέτρεχε, κατά τους αιτητές, το στοιχείο του κατεπείγοντος ή άλλων ιδιαίτερων περιστάσεων. Σε όλες αυτές τις υποθέσεις το βασικό θέμα που εξεταζόταν ήταν το κατά πόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία του ή όχι, δεδομένου ότι το κατεπείγον και/ή άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις είναι τα στοιχεία που δίδουν δικαιοδοσία στο εκδίδον Δικαστήριο.
Ενώ όμως τυγχάνει επιτακτικός δικαιοδοτικός όρος η ύπαρξη των δύο ή ενός από τα δύο αυτά στοιχεία, από την άλλη, η στοιχειοθέτησή τους και η συνακόλουθη απόδοση δικαιοδοσίας στο Δικαστήριο, δε δεσμεύει το Δικαστήριο όπως προχωρήσει και εξετάσει την αίτηση μονομερώς. Η διαπίστωση της ύπαρξης του στοιχείου του κατεπείγοντος ή άλλων ιδιαίτερων περιστάσεων δίδει απλά στο Δικαστήριο τη δυνητική εξουσία, τη διακριτική ευχέρεια όπως προχωρήσει μονομερώς, αν κρίνει τούτο σκόπιμο. Πέραν του ίδιου του λεκτικού του Άρθρου 9(1), του Κεφ. 6, στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως, ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και στις επίσης προαναφερθείσες πρόνοιες των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και συγκεκριμένα της Διαταγής 48 κ.8(3) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, το κείμενο της οποίας έχει ως εξής:
"(3) The Court or Judge dealing with an application made ex parte may direct that it be made by summons with notice to such persons as the Court or Judge may think hit."
Είναι επομένως και από το κείμενο αυτής της δευτερογενούς νομοθετικής πρόνοιας καθαρό ότι, το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται αίτησης η οποία υποβάλλεται μονομερώς, δύναται να δώσει οδηγίες όπως δοθεί ειδοποίηση προς οποιαδήποτε πρόσωπα ήθελε κρίνει πρέπον.
Στη γνωστή υπόθεση Cyprus Sulphur and Copper Co. Ltd κ.ά. ν. ΠΑΡΑΡΛΑΜΑ ΛΤΔ (1990) 1 Α.Α.Δ. 1051, το Ανώτατο Δικαστήριο επιλήφθηκε ως Εφετείο του θέματος κατά πόσο, εάν ικανοποιείται η προϋπόθεση περί κατάδειξης του στοιχείου του κατεπείγοντος, τότε το Δικαστήριο υποχρεούται να προχωρήσει και εξετάσει την ουσία της αίτησης, μονομερώς. Το Εφετείο απάντησε αρνητικά αυτό το ερώτημα, τονίζοντας τα ακόλουθα, στη σελίδα 1066 του Τόμου Αποφάσεων:
"Τόσον η παράγραφος (1) του Άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, όσο και η παράγραφος (3) του θ.8 της Δ.48, μιλούν με γλώσσα διάφορη και δεικνύουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο πρωτόδικος Δικαστής διατηρεί την ευχέρεια να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία εάν θα προχωρήσει με τη μονομερή αίτηση, ή εάν θα δώσει οδηγίες για αίτηση με κλήση και ειδοποίηση προς την άλλη πλευρά. Το θέμα που εγείρεται είναι: Με βάση τις αρχές ελέγχου της άσκησης διακριτικής εξουσίας από πρωτόδικα Δικαστήρια, πρέπει να επέμβουμε; ..."
Με δεδομένο επομένως ότι στην υπό εξέταση περίπτωση ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου έκρινε, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, ότι υπό τις περιστάσεις της αίτησης εκείνης θα ήταν ορθό όπως δοθεί ειδοποίηση και στην πλευρά των εναγομένων, τα επιχειρήματα της αιτήτριας δεν μπορούν να θεωρηθούν παρά ότι στρέφονται εναντίον της ορθότητας του τρόπου άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και του αποτελέσματός της. Αυτός βέβαια ο τρόπος άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου και η στοιχειοθέτηση ή μη του κατεπείγοντος ή άλλων ιδιαίτερων περιστάσεων, δεν είναι ανέλεγκτος δικαστικά, όπως έγινε π.χ. κατ' έφεση στην υπόθεση Cyprus Sulphur (ανωτέρω). Όμως, μια τέτοια διεργασία και αρνητική κατάληξη Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά υπέρβαση δικαιοδοσίας ή προφανές νομικό σφάλμα, έτσι ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητα και όχι η ορθότητα της, με προνομιακό ένταλμα Certiorari και/ή Prohibition.
Η Αγγλική απόφαση του House of Lords στην υπόθεση Armah v. Government of Ghana and another [1966] 3 All E.R. 177, στην οποία παρέπεμψαν οι συνήγοροι της αιτήτριας, δε βλέπω πως βοηθά τη θέση τους. Εκείνο που εκεί κυρίως αποφασίστηκε κατ΄ έφεση, ήταν ότι το ζήτημα της επάρκειας μαρτυρίας για να στηρίξει μια δικαστική απόφαση, είναι πάντα νομικό ζήτημα, πλην όμως δεν είναι ζήτημα δικαιοδοσίας. Επομένως, εάν ανώτερο Δικαστήριο μπορεί να παρέμβει μόνο σε περίπτωση έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας, δεν μπορεί να το πράξει στη βάση ισχυρισμού ότι εσφαλμένα το κατώτερο Δικαστήριο βασίστηκε σε μαρτυρία, που δεν υποστήριζε την απόφασή του. Περαιτέρω, τονίστηκε στην ίδια απόφαση, ότι δεν υπάρχει προηγούμενο ανώτερου Δικαστηρίου που παρεμβαίνει με απόφαση για παραπομπή προσώπου σε δίκη για οποιοδήποτε λόγο άλλο παρά για το λόγο της έλλειψης δικαιοδοσίας, και προνομιακό ένταλμα Certiorari, δεν είναι διαθέσιμο σε μια τέτοια περίπτωση.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις για παραχώρηση της αιτούμενης άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και/ή Prohibition.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.