ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 647
10 Απριλίου, 2012
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., XATZHXAMΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
CLAIRE MORRIS,
Εφεσείουσα-Εναγόμενη-Αιτήτρια,
v.
SARATOGA SWIMMING POOLS LTD (ΑΡ. 1),
Εφεσιβλήτων-Eναγόντων-Καθ'ων η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 145/2009)
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση παραμερισμού απόφασης ― Πρωτόδικη απόρριψη αίτησης για παραμερισμό απόφασης η οποία εκδόθηκε λόγω παράλειψης εμφάνισης ― Επιτράπηκε κατ' έφεση ― Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου είχαν τεθεί αρκετά στοιχεία τα οποία εύλογα αποκάλυπταν εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση.
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση παραμερισμού απόφασης ― Κατά την εξέταση της μαρτυρίας σε αίτηση παραμερισμού απόφασης που εκδόθηκε λόγω μη εμφάνισης, δεν είναι επιτρεπτό το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την εξέταση ύπαρξης ή όχι καλής υπεράσπισης να διαμορφώνει άποψη ως προς την ουσία της διαφοράς.
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση παραμερισμού απόφασης ― Διάταξη 17 Θεσμός 10 ― Εφαρμοστέες αρχές ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Το πιο σημαντικό στοιχείο σε αιτήσεις αυτής της μορφής είναι η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης ― Ωστόσο, δεν είναι στοιχείο απόλυτα καθοριστικό για την επιτυχία της αίτησης και τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης ― Το δικαστήριο, διατηρεί την ευχέρεια να αρνηθεί το επανάνοιγμα της υπόθεσης όταν διαπιστώσει ότι η διαγωγή του διάδικου που εξαιτείται τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης είναι τέτοια που πλήττει το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης.
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση παραμερισμού απόφασης ― Tα δικαστήρια δεν πρέπει να αποστερούν το δικαίωμα του διαδίκου να ακουστεί, ιδιαίτερα όταν αποκαλύπτει καλή υπεράσπιση και όταν η συμπεριφορά του δεν είναι μεμπτή.
Εναντίον της εφεσείουσας εκδόθηκε πρωτοδίκως απόφαση σε αγωγή που ήγειραν εναντίον της οι εφεσίβλητοι διεκδικώντας οφειλόμενο κατά τη θέση τους ποσό, το οποίο προερχόταν από εκτελεσθείσες εργασίες που έγιναν από τους εφεσίβλητους για λογαριασμό της εφεσείουσας.
Η απόφαση εκδόθηκε κατόπιν απόδειξης σε αίτηση για απόφαση λόγω παράλειψης καταχώρησης εμφάνισης από πλευράς της εφεσείουσας- εναγομένης.
Η αίτηση παραμερισμού που καταχωρήθηκε στη συνέχεια απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και εναντίον της απόφασης αυτής, η εφεσείουσα καταχώρησε έφεση.
Η Εφεσείουσα με ένα λόγο έφεσης προσέβαλε την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι δεν είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην προκειμένη περίπτωση, το κύριο παράπονο της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση ευσταθούσε, αφού ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τέθηκαν αρκετά στοιχεία τα οποία εύλογα αποκάλυπταν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση.
2. Η πλευρά των Εφεσιβλήτων, έθεσε ενώπιον του δικαστηρίου κάποια στοιχεία για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της Εφεσείουσας, αλλά δεν ήταν αρκετά για να καταδείξουν ότι οι ισχυρισμοί της Εφεσείουσας δεν ήταν ειλικρινείς και καλόπιστοι.
3. Πέραν τούτου, το δικαστήριο στην προσπάθεια του να εξετάσει κατά πόσον οι ισχυρισμοί της Εφεσείουσας αποκάλυπταν εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, εξέτασε την ουσία των ισχυρισμών της, ενώ αυτό ήταν έργο του δικαστηρίου που θα εκδίκαζε την αγωγή, σε περίπτωση που παραμεριζόταν η απόφαση.
4. Η αντιπαραβολή των δύο εκδοχών σε αιτήσεις για παραμερισμό απόφασης, είναι ορισμένες φορές αναπόφευκτη, αλλά αυτή θα πρέπει να περιορίζεται στα απολύτως αναγκαία, για τη διακρίβωση της καλοπιστίας των ισχυρισμών και κατά πόσο υπάρχει ή όχι εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.
5. Στην προκειμένη περίπτωση, ο πρωτόδικος δικαστής προχώρησε στην αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας και διαμόρφωσε άποψη ως προς την ουσία της διαφοράς και αυτό μάλιστα με λανθασμένο τρόπο.
6. Στο σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου υπήρχε η εντύπωση ότι η Εφεσείουσα, αποτάθηκε για παραμερισμό της απόφασης «μετά από πάροδο 37 ημερών από της έκδοσης της εναντίον της αποφάσεως», ενώ η αίτησή της καταχωρίστηκε μόλις 5 μέρες μετά την έκδοση της απόφασης και σε διάστημα μερικών ημερών από την ημέρα που, όπως η ίδια ισχυρίστηκε, έλαβε γνώση της έκδοσης της απόφασης.
7. Η Εφεσείουσα έθεσε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου αρκετό υλικό, ένα ουσιαστικό μέρος του οποίου στην ουσία παρέμεινε αναντίλεκτο.
8. Το δικαστήριο παρέλειψε να εξισορροπήσει τους διάφορους παράγοντες και ειδικά τη διασφάλιση του δικαιώματος ακρόασης και ελεύθερης πρόσβασης στο δικαστήριο, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις, όπως η προκειμένη όπου η καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος, δεν ήταν μεγάλη.
Η έφεση επιτράπηκε και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Zehil v. Roberts (2009) 1(A) A.A.Δ.678,
Phylactou a.o. v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Θωμά, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 447/08), ημερομηνίας 27/4/2009.
Γ. Πιττάτζης, για την Εφεσείουσα.
Α. Κεφάλας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Σύμφωνα με τους Εφεσίβλητους, στις 24.2.2004 υπεγράφη συμφωνία μεταξύ τους και της Εφεσείουσας, με την οποία τους ανατέθηκε η κατασκευή πισίνας για το συνολικό ποσό των £7.475. Η συμφωνία προέβλεπε ότι θα πληρωνόταν ποσό £1.495 ως προκαταβολή, £3.737 με την κατασκευή του σκελετού της πισίνας και £2.243 με την παράδοση.
Στις 29.5.2008 οι Εφεσίβλητοι ενήγαγαν την Εφεσείουσα, ισχυριζόμενοι ότι παρά την ολοκλήρωση των κατασκευαστικών εργασιών, η Εφεσείουσα διέκοψε τη συνέχιση των εργασιών. Επίσης ισχυρίστηκαν ότι μέχρι τη διακοπή, η συνολική αξία των εργασιών που εκτελέστηκαν, ανέρχονταν στις £5.000 και έναντι αυτού του ποσού η Εφεσείουσα κατέβαλε το ποσό των £3.000, με αποτέλεσμα να οφείλει, σύμφωνα με το αιτητικό της Έκθεσης Απαίτησης:- (Α) «το ποσό των €3.415,49 ως υπόλοιπο εκτελεσθείσας εργασίας και/ή συμφωνηθείσας και/ή εύλογης αμοιβής για παροχή υπηρεσιών και εργασιών και/ή ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας» για την κατασκευή της πισίνας και (Β) «ποσό €3.678,62 ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και/ή απώλειας κέρδους και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις για διακοπή συμβολαίου».
Είναι παραδεκτό ότι η αγωγή επιδόθηκε στην Εφεσείουσα στις 5.6.2008. Η Εφεσείουσα δεν καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης και μετά από αίτηση των Εφεσιβλήτων, το Δικαστήριο στις 2.7.2008 εξέδωσε την πιο κάτω απόφαση εναντίον της Εφεσείουσας:-
«Με βάση την ενώπιον μου προσαχθείσα μαρτυρία έχω ικανοποιηθεί ότι ο ενάγοντας έχει αποδείξει την απαίτηση του ως εκ τούτου εκδίδεται απόφαση εναντίον της εναγομένης ως οι παράγραφοι Α και Β του αιτητικού της Έκθεσης Απαίτησης πλέον €516- έξοδα πλέον Φ.Π.Α. πλέον €19- έξοδα επίδοσης.»
Πέντε μέρες μετά την έκδοση απόφασης και συγκεκριμένα στις 7.7.2008, η Εφεσείουσα καταχώρησε αίτηση με την οποία ζητούσε διάταγμα για παραμερισμό της απόφασης εναντίον της. Ισχυρίστηκε ότι δεν είχε πρόθεση να αγνοήσει τη δικαστική διαδικασία, αλλά δεν αντιλήφθηκε ότι το έντυπο που της επιδόθηκε ήταν αγωγή. Ως προς την ουσία της διαφοράς, ισχυρίστηκε ότι είχε καλή υπεράσπιση και ότι η όλη διαφορά προέκυψε επειδή οι Εφεσίβλητοι αρνήθηκαν να ολοκληρώσουν τις εργασίες, ζητώντας της «κρυφά χρήματα», το πρόσθετο ποσό των £3.000, ώστε να αποφευχθούν φόροι.
Οι Εφεσίβλητοι έφεραν ένσταση στην αίτηση για παραμερισμό. Ως προς το διαδικαστικό θέμα, ισχυρίστηκαν ότι με την επίδοση της αγωγής, η Εφεσείουσα αντιλήφθηκε περί τίνος επρόκειτο, αφού ο επιδότης την ενημέρωσε σχετικά. Στην ένσταση επισυνάφθηκε ένορκη δήλωση του ιδιώτη επιδότη Γεώργιου Χατζηχαραλάμπους, ότι κατά την επίδοση της αγωγής, εξήγησε στην Εφεσείουσα στα αγγλικά ότι τα έγγραφα που της παρέδιδε ήταν αγωγή και ότι αφορούσαν τη διαφορά με την Εφεσίβλητη εταιρεία. Η Εφεσείουσα του είπε ότι θα έδινε την αγωγή στο σύζυγό της, ο οποίος είναι κύπριος.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, έκρινε ότι η Εφεσείουσα παρέλειψε να ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία για παραμερισμό απόφασης και ιδιαίτερα απέτυχε να αποκαλύψει ότι εκ πρώτης όψεως είχε συζητήσιμη υπεράσπιση στην απαίτηση Το δικαστήριο απέρριψε την αίτησή της με έξοδα υπέρ των Εφεσιβλήτων.
Η Εφεσείουσα με ένα λόγο έφεσης προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι δεν είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Όπως αναφέρει ο δικηγόρος της, η κρίση του δικαστηρίου πάσχει γιατί:-
(1) Η Εφεσείουσα έθεσε ενώπιον του δικαστηρίου τον ισχυρισμό ότι της ζητήθηκαν «κρυφά χρήματα» για να αποφευχθούν φόροι, που αν γινόταν δεχτός κατά τη δίκη, ενδεχομένως να οδηγούσε σε ακύρωση της συμφωνίας.
(2) Η Εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι ήταν οι Εφεσίβλητοι που διέρρηξαν τη συμφωνία, αφού για 3 χρόνια δεν ανταποκρίνονταν στις εκκλήσεις της να ολοκληρώσουν το έργο και το πρωτόδικο δικαστήριο αγνοώντας ότι οι Εφεσίβλητοι δεν αντέκρουσαν αυτό τον ισχυρισμό, έκρινε λανθασμένα ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, ως προς το ποιος ευθύνεται για την ακύρωση της συμφωνίας.
(3) Επίσης, το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε το παράπονο της Εφεσείουσας ότι επιδικάστηκε προς όφελος των Εφεσιβλήτων ποσό €3.415 (£2.000) (παράγραφος (Α) της Έκθεσης Απαίτησης), ως υπόλοιπο εκτελεσθείσας εργασίας με βάση τον ισχυρισμό και μόνο των Εφεσιβλήτων ότι εκτέλεσαν συνολικά εργασίες £5.000, χωρίς όμως να υπήρχε ενώπιον του δικαστηρίου το ελάχιστο αποδειχτικό υλικό για να δικαιολογήσουν ένα τέτοιο εύρημα.
(4) Περαιτέρω, εσφαλμένα επιδίκασε προς όφελος των Εφεσιβλήτων ποσό €3.678,62 (£2.153) (παράγραφος (Β) της Έκθεσης Απαίτησης), ως αποζημίωση, ενώ αυτοί δεν είχαν εκτελέσει όλες τις εργασίες που ανέλαβαν. Όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος της Εφεσείουσας, το δικαστήριο όφειλε να είχε αφαιρέσει το κόστος για τις μη εκτελεσθείσες εργασίες, για τις οποίες οι Εφεσίβλητοι δεν υπέστησαν έξοδα για εργατικά και για την αγορά υλικών.
(5) Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αναφέρει στη σελίδα 8 της απόφασής του, ότι η Εφεσείουσα εκδήλωσε το ενδιαφέρον της για παραμερισμό της εναντίον της εκδοθείσας απόφασης «μετά από πάροδο 37 ημερών», αφού ο πραγματικός χρόνος ήταν μόλις 5 μέρες μετά την απόφαση και 2-3 μέρες μετά που πληροφορήθηκε για την ύπαρξή της.
(6) Στα πλαίσια εξέτασης των προϋποθέσεων για παραμερισμό της απόφασης, το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε την ουσία της διαφοράς, ως να επρόκειτο για την εκδίκαση της αγωγής.
(7) Εσφαλμένα θεώρησε ότι το πιστοποιητικό που παρουσίασε η Εφεσείουσα από τους εργολάβους που ανέλαβαν να ολοκληρώσουν την πισίνα, δεν υποστήριζε τον ισχυρισμό της Εφεσείουσας ότι κατεδαφίστηκε ο σκελετός. Σύμφωνα με το συνήγορο της Εφεσείουσας, το συγκεκριμένο πιστοποιητικό αποτελούσε συνοπτική έκθεση για τα κόστα για ολόκληρη την πισίνα και το θέμα αν κατεδαφίστηκε ή όχι μέρος της πισίνας, θα έπρεπε να αφεθεί να κριθεί κατά τη δίκη.
Ο δικηγόρος των Εφεσιβλήτων στο σύντομο περίγραμμα αγόρευσής του, υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, θεωρώντας ότι ορθά κρίθηκε ότι η Εφεσείουσα απέτυχε να δικαιολογήσει τη μη εμφάνιση της και να δείξει ότι είχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση.
Η νομολογία για το θέμα του παραμερισμού απόφασης, όπως είναι αποκρυσταλλωμένη, συνοψίστηκε πρόσφατα στην υπόθεση Sabine Zehil v. Neil Roberts (2009) 1(A) A.A.Δ.678, από όπου και παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα, από την απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου:-
«Με βάση τη Διάταξη 17 θεσμός 10, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, όταν εκδοθεί απόφαση, το δικαστήριο δύναται «στην κατάλληλη περίπτωση να ακυρώσει ή διαφοροποιήσει τέτοια απόφαση, με όρους που θα ήταν δίκαιοι.»
Είναι προφανές ότι το Δικαστήριο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια, η οποία ασκείται αφού εξισορροπηθούν διάφοροι παράγοντες όπως η επάρκεια της δικαιολογίας για τη μη εμφάνιση, η ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ακρόασης, η ανάγκη διαφύλαξης του τελεσίδικου μιας απόφασης και κατά πόσο ο Αιτητής έχει δείξει ότι έχει καλή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Στην υπόθεση Siberia Air v. Πούλλικα (2005) 1 Α.Α.Δ. 893, συνοψίζονται οι σχετικές αρχές στο πιο κάτω απόσπασμα από τη σελίδα 897:-
«Είναι γεγονός ότι το πιο σημαντικό στοιχείο σε αιτήσεις αυτής της μορφής είναι η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης. Όταν ένας διάδικος επιτύχει να αποδείξει ότι έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση, καλύπτει ό,τι σχεδόν απαιτείται για τον παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία του. Ωστόσο, η απόδειξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης δεν είναι στοιχείο απόλυτα καθοριστικό για την επιτυχία της αίτησης και τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης. Το δικαστήριο, διατηρεί την ευχέρεια να αρνηθεί το επανάνοιγμα της υπόθεσης όταν διαπιστώσει ότι η διαγωγή του διάδικου που εξαιτείται τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης είναι τέτοια που πλήττει το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης. Αν διαπιστωθεί ότι η συμπεριφορά του αιτητή είναι ασυγχώρητα περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου του ή αδικαιολόγητα καθυστερεί ή ανεξήγητα παραλείπει να κινηθεί με την πρώτη δυνατή ευκαιρία στην προώθηση αίτησης για παραμερισμό της απόφασης, αυτή η συμπεριφορά, που με άλλα λόγια συνιστά αδιαφορία, μπορεί να αποβεί παράγων αποτυχίας της αίτησης για παραμερισμό. Βλ. Milouca Motor Trading Ltd v. Χρύσανθου Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 941, Γερολέμου ν. ΣΠΕ Κοντέας (2002) 1 Α.Α.Δ. 818 και Alpha Bank Ltd v. Στεφάνου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1101.»
Πέραν των πιο πάνω, το δικαστήριο έχει πάντοτε υποχρέωση να διασφαλίζει το δικαίωμα κάθε διαδίκου για δίκαιη δίκη. Το συγκεκριμένο δικαίωμα, δεν μπορεί να διασφαλιστεί χωρίς ο διάδικος να έχει ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο. Το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ερμηνεύοντας το Άρθρο 6(1) της Σύμβασης, θεώρησε ότι η πρόσβαση στο δικαστήριο και το ταυτόχρονο δικαίωμα του διαδίκου να ακουστεί, δεν πρέπει μόνο να διατυπώνονται, αλλά θα πρέπει να είναι και αποτελεσματικά.
Στην υπόθεση Οργανισμός Χρηματοδότησης Τράπεζας Κύπρου Λτδ., ν. Μιχαήλ (2003) 1(Β) 1044 αναφέρθηκε ότι: «Το δικαίωμα κάθε ατόμου να λαμβάνει γνώση δικαστικής διαδικασίας που να τον αφορά, και να ακούεται σ' αυτή, είναι αυτονόητο και αυτόδηλο.» (Βλ. επίσης Α.Ε.2572, Δημοκρατία ν. Ζήνα Πουλλή (2001) 3 Α.Α.Δ. 1060).
Βέβαια, το δικαίωμα για δίκαιη δίκη συναρτάται προς τα δικαιώματα άλλων διαδίκων. Κριτήριο είναι πάντοτε η αρχή της αναλογικότητας και τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Όπως αναφέρθηκε στην Κολλάτου ν. Παναγιώτου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 895:-
«Στην αποτίμηση των συμφερόντων της δικαιοσύνης, προέχει η διασφάλιση δικαίας δίκης, η οποία συναρτάται τόσο με το δικαίωμα εκατέρου των διαδίκων να ακουστεί στην υπόθεσή του, όσο και με τη διεκπεραίωση της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο. Οι Θεσμοί έχουν ως κύριο αντικείμενο την καθιέρωση του θεσμικού πλαισίου για τη διασφάλιση δικαίας δίκης. .........................
Η τήρηση των διαδικαστικών κανόνων δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά το μέσο για την επίτευξη δικαίας δίκης. Εφόσον παρέκκλιση από τα θέσμια δεν αναιρεί το σκοπό, αυτή αντιμετωπίζεται θετικά. Αντιμετωπίζεται αρνητικά, όταν αντιστρατεύεται τη διασφάλιση δικαίας δίκης, που εξυπακούει και την προστασία των δικαιωμάτων του αντιδίκου.»
Tα δικαστήρια δεν πρέπει να αποστερούν το δικαίωμα του διαδίκου να ακουστεί, ιδιαίτερα όταν αποκαλύπτει καλή υπεράσπιση και όταν η συμπεριφορά του δεν είναι μεμπτή (Βλ. Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, 210, Γεωργίου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου (Αρ. 2) (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1938).»
Στην προκειμένη περίπτωση, το κύριο παράπονο της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση ευσταθεί, αφού ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τέθηκαν αρκετά στοιχεία τα οποία εύλογα αποκάλυπταν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Η πλευρά των Εφεσιβλήτων, έθεσε ενώπιον του δικαστηρίου κάποια στοιχεία για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της Εφεσείουσας, αλλά κατά την άποψη μας, αυτά δεν ήταν αρκετά για να καταδείξουν ότι οι ισχυρισμοί της Εφεσείουσας δεν ήταν ειλικρινείς και καλόπιστοι. Πέραν τούτου, το δικαστήριο στην προσπάθεια του να εξετάσει κατά πόσον οι ισχυρισμοί της Εφεσείουσας αποκάλυπταν εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, εξέτασε την ουσία των ισχυρισμών της, ενώ αυτό ήταν έργο του δικαστηρίου που θα εκδίκαζε την αγωγή, σε περίπτωση που παραμεριζόταν η απόφαση (βλ. Phylactou and others v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204).
Η αντιπαραβολή των δύο εκδοχών σε αιτήσεις για παραμερισμό απόφασης, είναι ορισμένες φορές αναπόφευκτη, αλλά αυτή θα πρέπει να περιορίζεται στα απολύτως αναγκαία, για τη διακρίβωση της καλοπιστίας των ισχυρισμών και κατά πόσο υπάρχει ή όχι εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Στην προκειμένη περίπτωση, ο πρωτόδικος δικαστής προχώρησε στην αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας και διαμόρφωσε άποψη ως προς την ουσία της διαφοράς και αυτό μάλιστα με λανθασμένο τρόπο. Για παράδειγμα, ενώ ψέγει την Εφεσείουσα για το ότι δεν προέβηκε σε καταγγελία της συμφωνίας, μετά την υπαίτια συμπεριφορά των Εφεσιβλήτων να μην αποπερατώσουν την κατασκευή της πισίνας, αφήνει στο απυρόβλητο παρόμοια συμπεριφορά εκ μέρους των Εφεσιβλήτων. Υπάρχουν βέβαια και άλλα σημεία, ιδιαίτερα σε σχέση με τα επιδικασθέντα ποσά, που θα μπορούσαμε να υποδείξουμε, αλλά θεωρούμε αχρείαστο να επεκταθούμε, ώστε να μην επηρεάσουμε τη δίκη που θα ακολουθήσει. Περιοριζόμαστε να σημειώσουμε, ότι στο σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου υπήρχε η εντύπωση ότι η Εφεσείουσα, αποτάθηκε για παραμερισμό της απόφασης «μετά από πάροδο 37 ημερών από της έκδοσης της εναντίον της αποφάσεως», ενώ η αίτησή της καταχωρίστηκε μόλις 5 μέρες μετά την έκδοση της απόφασης και σε διάστημα μερικών ημερών από την ημέρα που, όπως η ίδια ισχυρίστηκε, έλαβε γνώση της έκδοσης της απόφασης. Από τη στιγμή που το γεγονός αυτό, ως ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη, φαίνεται να διαδραμάτισε κάποιο ρόλο στην απόφαση του δικαστηρίου, κατά την κρίση μας αποτελεί πρόσθετο λόγο για να γίνει δεχτή η έφεση.
Η Εφεσείουσα έθεσε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου αρκετό υλικό, ένα ουσιαστικό μέρος του οποίου στην ουσία παρέμεινε αναντίλεκτο. Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι αυτό το υλικό δεν αποκάλυπτε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, ήταν εσφαλμένη. Επίσης, το δικαστήριο παρέλειψε να εξισορροπήσει τους διάφορους παράγοντες και ειδικά τη διασφάλιση του δικαιώματος ακρόασης και ελεύθερης πρόσβασης στο δικαστήριο, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις, όπως εδώ, που η καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος, δεν ήταν μεγάλη.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η Εφεσείουσα να καταχωρήσει εμφάνιση μέσα σε 15 μέρες από σήμερα. Τόσο τα πρωτόδικα όσο και τα έξοδα έφεσης, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσείουσας. Αυτά να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή. Η αγωγή να τεθεί ενώπιον άλλου δικαστή για εκδίκαση.
Η έφεση επιτρέπεται και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.