ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2012) 1 ΑΑΔ 549

27 Μαρτίου, 2012

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

HAMPTON ADVISORY GROUP S.A.,

Εφεσείοντες,

v.

1. BOST AD,

2. ΑΝΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

3. ΕΛΙΑΝΑΣ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑ,

4. MONTRAGO SERVICES LTD,

5. ΕΦΟΡΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ

    ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 13/2009)

 

Δικαιοδοσία Κυπριακών δικαστηρίων ― Ρήτρα αλλοδαπής δικαιοδοσίας ― Κανονισμός (ΕΚ) αρ. 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ― Η ρήτρα αλλοδαπής δικαιοδοσίας τυγχάνει σεβασμού, εκτός αν υπάρχει λόγος γιατί να μην ακολουθηθεί, λόγος που βαρύνει και πρέπει να αποδειχθεί από τον διάδικο που εισηγείται τη μη εφαρμογή της ― Όπου προκύπτουν διάφορες υποχρεώσεις από μια συμφωνία, τότε η δικαιοδοσία με βάση τον Κανονισμό 44/2001, αποφασίζεται με γνώμονα τον τόπο της κύριας υποχρέωσης.

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση αναστολής διαδικασίας ― Αναστολή διατάσσεται μόνο όπου το Δικαστήριο ικανοποιείται ότι υπάρχει άλλο προσφορότερο Δικαστήριο προς εκδίκαση της υπόθεσης ― Συναρτάται με παράγοντες όπως η δημιουργία εξόδων, η ευκολία ή δυσχέρεια στην παρουσίαση μαρτυρίας, το νόμο που διέπει τη συναλλαγή, το χώρο στον οποίο κατοικούν ή διεξάγουν τις επιχειρήσεις τους οι διάδικοι κ.ά.

Δικαιοδοσία Κυπριακών Δικαστηρίων ― Κοινοτικός Κανονισμός αρ. 44/2001 ― Η εμφάνιση στα πλαίσια του Κανονισμού δεν είναι, συνώνυμη με την υποταγή ή την αποδοχή της δικαιοδοσίας ― Η στην πράξη εμφάνιση του εναγομένου και η επίπτωση και σημασία της εξετάζεται, με βάση τους διαδικαστικούς κανονισμούς της χώρας όπου καταχωρείται η εμφάνιση.

Διαιτησία ― Συμφωνία για την παραπομπή διαφοράς σε διαιτησία, εφαρμόζεται εκτός αν καταδειχθούν ισχυροί λόγοι που δικαιολογούν τη μη εφαρμογή της ― Η στοιχειοθέτηση και η απόδειξη των λόγων αυτών βαρύνει το διάδικο που επικαλείται τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου.

Oι εφεσείοντες 2, 3 και 4, καταχώρησαν  αίτηση με σκοπό την αναστολή και παραμερισμό της εν λόγω αγωγής, λόγω της ύπαρξης ρήτρας αλλοδαπής δικαιοδοσίας και αναρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εφόσον υπήρχε άλλο προσφορότερο Δικαστήριο προς εκδίκαση της διαφοράς.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε τις αντίστοιχες θέσεις των διαδίκων στη βάση των αγορεύσεων τους, εξέδωσε απόφαση με την οποία ανέστειλε την αγωγή μέχρις ότου τα Βουλγαρικά Δικαστήρια αποφάσιζαν επί της κύριας υποχρέωσης της συμφωνίας.

Αφού το Δικαστήριο αναφέρθηκε στη νομική πτυχή ως προς το πότε εφαρμόζεται η ρήτρα αλλοδαπής δικαιοδοσίας, σε σχετική νομολογία και σε διατάξεις του Κανονισμού 44/2001, έκρινε ότι τα γεγονότα που συνέθεταν το αγώγιμο δικαίωμα ήταν αυτά που με βάση τη νομολογία προσδιορίζονταν στη δικογραφία και ότι με βάση εκείνα, τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν είχαν δικαιοδοσία εκδίκασης της διαφοράς, ως ηγέρθη. Συνακόλουθα ανέστειλε την αγωγή.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ πολλών λόγων έφεσης, ότι:

α) Υπήρξε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου  ως προς το διαχωρισμό μεταξύ πρωτεύουσας και δευτερεύουσας εναλλακτικής θεραπείας, ώστε να καθίστατο αναγκαίο να εξεταστεί πρώτα από τα Βουλγαρικά Δικαστήρια, η θεωρούμενη κύρια απαίτηση.

β) Η αίτηση για αναστολή υποβλήθηκε καθυστερημένα, γεγονός που δεν προσεγγίστηκε ορθά ως επίσης προσεγγίστηκε ορθά και η λανθασμένη δικονομική βάση της και το βάρος απόδειξης.

           

Αποφασίστηκε ότι:

  1.  Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο διέκρινε μεταξύ κύριας ή πρωτεύουσας υποχρέωσης και δευτερεύουσας τοιαύτης. Η σχετική ρήτρα, η οποία κατά την επιλογή των διαδίκων προνόησε διαφορετικά fora δικαιοδοσίας επίλυσης διαφορών, ανάλογα με το κρινόμενο κατά περίπτωση αντικείμενο, (ίσως όχι και η καλύτερη διευθέτηση), όντως, κατά ορθή ερμηνευτική άσκηση, παρέπεμπε σε επίλυση διαφορών κατά δύο στάδια.

  2.  Προεξάρχουσας σημασίας ήταν η ίδια η εφαρμογή της συμφωνίας, η βάση της οποίας ήταν η παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών από  συμβούλους προς εταιρεία έναντι του τιμήματος που καθορίστηκε στις $150.000. Η ίδια η συμφωνία με τον όρο 5.1 περί «Governing Law», προνοούσε την εφαρμογή του Βουλγαρικού Νόμου ως προς διαφορά αναγόμενη στο «Advance» και το «Price» (και κατ΄ επέκταση και στα Βουλγαρικά Δικαστήρια που καθορίστηκαν να είναι αρμόδια κατά τον όρο 6.2), και τον Κυπριακό Νόμο και τα Κυπριακά Δικαστήρια για διαφορά αναγόμενη στην επιλογή («option») για την αγορά, την εγγραφή και τη διατήρηση της τιμής των μετοχών.

  3.  Έπετο ότι η μη παροχή των συμβουλευτικών υπηρεσιών ή διαφορά ως προς αυτές, προηγείτο της όποιας διαφοράς για τις μετοχές. Διαφορετική αντιμετώπιση θα παραγνώριζε τις ίδιες τις ρητές πρόνοιες της συμφωνίας.

  4.  Εύστοχα το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε στο διαχωρισμό μεταξύ πρωτεύουσας και δευτερεύουσας υποχρέωσης, με αναφορά στη δικογραφία και συγκεκριμένα στην καταχωρηθείσα έκθεση απαίτησης.

  5.  Το θεμέλιο αυτών των αξιώσεων ήταν η εγκυρότητα της ίδιας της συμφωνίας. Αυτό το στοιχείο ορθά το αναγνώρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Άλλωστε, η εταιρεία όπως αναφέρθηκε πριν, με την αίτηση της για αναστολή της όλης διαδικασίας, έθεσε θέματα που άπτονταν κάθετα της εγκυρότητας της συμφωνίας, μη αναγνωρίζουσα την ίδια τη συνομολόγηση και ύπαρξη της ή τη δεσμευτικότητα των υπογραφών που τέθηκαν κατ' ισχυρισμόν εκ μέρους της.  Άρα σαφέστατα έπρεπε να προηγηθεί η επίλυση των πρωταρχικών αυτών θεμάτων.

  6.  Η εμφάνιση της εταιρείας ήταν υπό διαμαρτυρία, τηρουμένης ακριβώς της διαδικασίας που επιβάλλει η Δ.16 θ.9, προς αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας. Η εμφάνιση και ένσταση επί του ex-parte εκδοθέντος συντηρητικού διατάγματος δεν σήμαινε και άνευ όρων αποδοχή της δικαιοδοσίας εφόσον καθηκόντως όφειλε η εταιρεία να αμφισβητήσει τη μονομερή αίτηση.

  7.    Ούτε η εταιρεία επέδειξε άλλη συμπεριφορά ή προέβη σε ενέργεια που έδειχνε αποδοχή της δικαιοδοσίας στην Κύπρο, ούτε βέβαια η συμφωνία συνομολογήθηκε εδώ.

  8.  Ορθά περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην Union Transport Plc v. Continental Lines S.A. [1992] 1 W.L.R. 15, όπου η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων αποφάσισε ότι όπου προκύπτουν διάφορες υποχρεώσεις από μια συμφωνία, τότε η δικαιοδοσία με βάση τον Κανονισμό 44/2001, αποφασίζεται με γνώμονα τον τόπο της κύριας υποχρέωσης.

  9.  Όλα τα δεδομένα  συνηγορούσαν υπέρ της θέσης ότι η Κύπρος δεν ήταν η προσφορότερη δικαιοδοσία για εκδίκαση της διαφοράς.  Ορθά, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα ζητήματα δικαιοδοσίας Δικαστηρίου ρυθμίζονται με το δικαιοδοτικό Νόμο και τη ρητή γραπτή συμφωνία των μερών.

10.  Η κατ' ισχυρισμόν παράλειψη συμπερίληψης στην αίτηση για αναστολή των Δ.33 θ.10, Δ.48 θ.11 και Δ.64 θ.2 ουδόλως επηρέασαν την πρωτόδικη διαδικασία. Καμία δε σχέση δεν είχαν οι πιο πάνω δικονομικές πρόνοιες.

11.  Δεν υπήρξε πρόσθετα καμία καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης για αναστολή και εφόσον το Δικαστήριο αποφάσισε την αναστολή της περαιτέρω διαδικασίας μέχρι την εκδίκαση της κύριας διαφοράς στη Βουλγαρία, ορθά προχώρησε και ανέστειλε και το εκδοθέν ενδιάμεσο διάταγμα.

12.  Το Δικαστήριο θεώρησε ορθό να αναστείλει τη διαδικασία της περαιτέρω εκδίκασης της αγωγής, όπως είχε δικαίωμα, αντί του παραμερισμού και ακύρωσης της αγωγής ή των θεραπειών που αφορούσαν την κύρια υποχρέωση και δεν υπήρχε επί αυτού αντέφεση. 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Balcancarimpex FTO v. Leasco Ltd (1994) 1 Α.Α.Δ. 815,

The Eleftheria [1969] 2 All E.R. 641,

Mammous κ.ά. ν. Willstrop κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 90,

Safarino Shoes Industry & Trading Company v. Βιομηχανία Υποδημάτων Σταυρινού Λτδ (1991) 1 Α.Α.Δ. 1059,

Παπακόκκινου ν. Εταιρείας Landbroke Group Plc (1999) 1 Α.Α.Δ. 838,

Sevegep Limited v. United Sea Transport Limited (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 729,

Esal (Commodities) Ltd v. Pujara [1989] 2 Lloyd´s Rep. 479,

Κοινοπραξία και/ή Συνδικάτο Ασφαλιστών ν. G.N. Ellinas Imports-Exports Ltd) (2005) 1 Α.Α.Δ. 1327,

Union Transport Plc v. Continental Lines S.A. [1992] 1 W.L.R. 15,

Shenavai v. Kreischer [1987] CMLR 782,

Cyprus Trading Corporation Ltd v. Zim Israel Navigation Co Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 1168,

The Spiliada [1986] 3 All E.R. 843,

Κωνσταντόπουλου ν. M/V Mediterranean (1990) 1 Α.Α.Δ. 782,

Zeeland Navigation Co Ltd v. Banque Worms (2000) 1 Α.Α.Δ. 707,

Owusu v. Jackson a.o. (Case C-281/02) [2005] QB 801,

Bank of Cyprus Ltd v. Ambrosia Oils & Margarine Industries Ltd (1986) 1 Α.Α.Δ. 190.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαμιχαήλ, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 587/08), ημερομηνίας 11/12/2008.

Φρ. Χατζηχάννας, για τους Εφεσείοντες.

Κ. Σταματίου για Α. Νεοκλέους, για τους Εφεσίβλητους αρ. 1-4.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι εφεσείοντες, εταιρεία εγγεγραμμένη στον Παναμά, συνεβλήθη στις 20.7.1997 με τους εφεσίβλητους 1, εταιρεία εγγεγραμμένη στη Βουλγαρία, κατά τρόπο ώστε οι εφεσείοντες που στη συμφωνία περιγράφονταν  και θα αναφέρονται εφεξής «ως οι σύμβουλοι», ανέλαβαν να παράσχουν στους εφεσίβλητους, που στη συμφωνία περιγράφονταν ως «η εταιρεία», πιστωτικές υπηρεσίες και συγκεκριμένα συμβουλευτικές επενδυτικές οδηγίες επί θεμάτων διαχείρισης και τραπεζικών εργασιών, έναντι του ποσού των $150.000, του ποσού περιγραφομένου ως «the price», (εφεξής «το τίμημα»).

Οι υπηρεσίες αυτές που περιγράφηκαν ως «the advance», θα προσφέρονταν από την υπογραφή της συμφωνίας μέχρι τις 31.12.1999, η δε εταιρεία από την πλευρά της συμφώνησε να παράσχει στους συμβούλους τη δυνατότητα και την επιλογή («option»), να αγοράσουν όλες τις μετοχές που η εταιρεία κατείχε στην Unicrosby Trading Ltd, εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κύπρο, (εφεξής «Unicrosby»). Αυτή η επιλογή συμφωνήθηκε να δοθεί «... as security for the payment of the Price and the value of the securities has been estimated at 150,000 USD».  Η επιλογή συμφωνήθηκε επίσης να είναι εκχωρήσιμη προς τους συμβούλους με ειδοποίηση προς την εταιρεία και με δικαίωμα ενάσκησης κατά την κρίση των συμβούλων πριν την 31.12.2007, νοουμένου ότι το τίμημα ή σημαντικό μέρος αυτού, δεν θα καταβαλλόταν προς τους συμβούλους κατά ή προ της 31.12.1999.

Υπήρχε ρήτρα αλλοδαπής δικαιοδοσίας και αλλοδαπού δικαίου καταγραμμένη στη συμφωνία ως όρος 6, διατυπωμένη ως ακολούθως:

«6. Governing Law

6.1. This Agreement shall be governed by the Bulgarian law for the Advance and for the Price, and by the laws of Cyprus for the exercise of the option and related registrations and for the maintaining of the value of the Shares.

6.2. The Bulgarian courts will be competent to decide on any disputes over the Price, and the courts of Cyprus will be competent to decide on any disputes over the option and on claims based on decrease of the value of the Shares.»

Οι σύμβουλοι θεωρώντας ότι παρά τις συμβουλευτικές υπηρεσίες που προσέφεραν προς την εταιρεία και ιδιαίτερα τον τότε διευθύνοντα σύμβουλο ή μέτοχο αυτής Zdrarko Stoitsev, ουδέν εισέπραξαν από τις συμφωνηθείσες $150.000 Αμερικής, ήγειραν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 5.2.2008 με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα. Αξίωσαν διάφορες δηλώσεις του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία ημερ. 20.7.1997 ήταν καθόλα έγκυρη και δεσμευτική, ότι αυτή είχε διαρρηχθεί εξ υπαιτιότητας της εταιρείας, ότι δικαιούνταν στην ιδιοκτησία όλων των μετοχών της εταιρείας Unicrosby, εφόσον ενάσκησαν σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας το δικαίωμα τους για αγορά των μετοχών, ότι δικαιούνταν σε ειδική εκτέλεση της συμφωνίας, εγγραφή και μεταβίβαση της Unicrosby επ' ονόματι τους, παύση του διευθυντή και γραμματέων της Unicrosby, διάταγμα που να διατάσσει τον Έφορο Εταιρειών να αποδεχθεί τη μεταβίβαση των μετοχών επ' ονόματι των συμβούλων και διατάγματα αποκάλυψης όλων των πράξεων και παράδοσης σ' αυτούς όλων των λογαριασμών, εντύπων και εγγράφων που ανήκαν στην Unicrosby.

Η αγωγή ενόψει και των προαναφερομένων αξιώσεων στρεφόταν και εναντίον των εφεσειόντων 2, 3 και 4, οι οποίοι περιγράφονταν ως εμπιστευματοδόχοι ή εντολοδόχοι προσφοράς υπηρεσιών, χωρίς άλλες λεπτομέρειες, καθώς και εναντίον του Εφόρου Εταιρειών και Επισήμου Παραλήπτη ως αρμοδίας αρχής υπεύθυνης για την εποπτεία και τήρηση των ορθών διαδικασιών και μητρώων των εταιρειών.

Η εταιρεία, καθώς και οι εφεσείοντες 2, 3 και 4, καταχώρησαν στις 3.4.2008 αίτηση με σκοπό την αναστολή  και παραμερισμό της εν λόγω αγωγής, λόγω της ύπαρξης ρήτρας αλλοδαπής δικαιοδοσίας και αναρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εφόσον υπήρχε άλλο προσφορότερο Δικαστήριο προς εκδίκαση της διαφοράς. Η αίτηση υποστηρίχθηκε από ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης 3, η οποία περιέγραψε τον εαυτό της ως μια εκ των διευθυντών της εφεσίβλητης 4 και της εταιρείας Unicrosby. Η θέση που προέκυπτε από την εν λόγω υποστηρικτική ένορκη δήλωση ήταν βασικά ότι η εταιρεία και οι υπόλοιποι εφεσίβλητοι δεν γνώριζαν την ύπαρξη αυτής της συμφωνίας, γνώση της οποίας έλαβαν για πρώτη φορά με την καταχώρηση της επίδικης αγωγής.  Εν πάση δε περιπτώσει, η κατ' ισχυρισμόν συμφωνία πρέπει να θεωρείτο άκυρη και χωρίς ισχύ διότι δεν έφερε την υπογραφή των  δύο ατόμων που κατά το έτος 1997, ενεργώντας από κοινού, ηδύναντο να τη δεσμεύσουν, η δε υπογραφή που παρουσιαζόταν στη συμφωνία δεν αναγνωριζόταν από την εταιρεία ως αυθεντική.

Πέραν των ανωτέρω, η ρήτρα αλλοδαπής δικαιοδοσίας ήταν τέτοιας μορφής ώστε δικαιοδοσία να έχουν τα Βουλγαρικά Δικαστήρια, τα οποία θα έπρεπε πρώτιστα να αποφανθούν για την οποιαδήποτε υποχρέωση της εταιρείας αναφορικά με το τίμημα, εφόσον ο ισχυρισμός της ήταν ότι κανένα αντάλλαγμα δεν είχε ληφθεί από τους συμβούλους, οι οποίοι ουδεμία υπηρεσία προσέφεραν στην εταιρεία. Μόνο εφόσον ήθελε κριθεί από τα αρμόδια Δικαστήρια της Βουλγαρίας, με βάση το Βουλγαρικό Δίκαιο, ότι η συμφωνία ήταν δεσμευτική και η εταιρεία υποχρεωνόταν να καταβάλει το τίμημα, θα εγειρόταν ζήτημα αναφορικά με τα οποιαδήποτε δικαιώματα των συμβούλων για μεταβίβαση μετοχών που η εταιρεία κατείχε στην Unicrosby. Αυτό, διότι αυτή η μεταβίβαση των μετοχών της Unicrosby αποτελούσε στην ουσία εξασφάλιση και/ή ασφάλεια για την τήρηση των βασικών υποχρεώσεων της εταιρείας, έναντι των συμβούλων.

Πέραν τούτων, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δεν ήταν το forum conveniens για εκδίκαση της διαφοράς διότι η συμφωνία η οποία προνοούσε ότι τα θέματα θα ρυθμίζονταν από το Βουλγαρικό Δίκαιο, δεν υπογράφηκε ούτε εκτελέστηκε ποτέ στην Κύπρο, όλα δε τα κατ' ισχυρισμόν γεγονότα έλαβαν χώραν εκτός Κύπρου. Η εταιρεία ως φερόμενος αντισυμβαλλόμενος των συμβούλων έχει την έδρα της και τον κύριο τόπο διεξαγωγής των εργασιών της στη Βουλγαρία, όπου και ευρίσκονται όλοι οι σχετικοί μάρτυρες. Επομένως θα προκύψει αχρείαστη ταλαιπωρία με την εκδίκαση της αγωγής στην Κύπρο, με αποτέλεσμα να σπαταληθεί δικαστικός χρόνος, η εταιρεία να υποστεί πολλά έξοδα, πολλαπλάσια εκείνων που θα δημιουργούνταν αν η διαφορά εκδικαζόταν στη Βουλγαρία, αντί στη Δημοκρατία. Τέλος, οι οποιεσδήποτε διαφορές μεταξύ των συμβούλων και της εταιρείας δεν αφορούν τους αξιωματούχους της Unicrosby, οι οποίοι και δεν έχουν καμία σχέση με την όλη υπόθεση, συνενώθηκαν δε καθώς και ο Έφορος Εταιρειών, μόνο και μόνο, για να προσδώσουν πλασματικά δικαιοδοσία στα Κυπριακά Δικαστήρια.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε τις αντίστοιχες θέσεις των διαδίκων στη βάση των αγορεύσεων τους, εξέδωσε στις 11.12.2008 απόφαση με την οποία ανέστειλε την αγωγή μέχρις ότου τα Βουλγαρικά Δικαστήρια αποφασίσουν επί της κύριας υποχρέωσης της συμφωνίας, καταδικάζοντας τους συμβούλους και στα έξοδα της διαδικασίας. Το σκεπτικό του Δικαστηρίου είχε ως βάση τη θέση ότι η κύρια υποχρέωση που απέρρεε από τα συμφωνηθέντα ήταν η αξίωση των συμβούλων να τους καταβληθεί η κατ' ισχυρισμόν οφειλή των $150.000. Σημείωσε ότι στην έκθεση απαίτησης δεν ανέφεραν ποιες υπηρεσίες και πότε τις προσέφεραν στην εταιρεία, πότε ζητήθηκε η καταβολή του εν λόγω ποσού και γιατί η εταιρεία αρνήθηκε να  καταβάλει ολόκληρο ή μέρος αυτού, παραμένοντας μόνο στη γενική αναφορά ότι οι υπηρεσίες που προσέφεραν ήταν προς κάποιο Zdrarko Stoitsev. Σημείωσε περαιτέρω ότι η Unicrosby δεν είχε συνενωθεί ως διάδικος, οι δε εφεσίβλητοι 2, 3 και 4, ήσαν απλώς εμπιστευματοδόχοι εξουσιών και ή αξιών που τους είχαν παραχωρηθεί από την εταιρεία και κατά συνέπεια έπρατταν και ενεργούσαν σύμφωνα με τις οδηγίες της. Χαρακτήρισε το δικαίωμα ή την επιλογή των συμβούλων προς εγγραφή των μετοχών της Unicrosby επ' ονόματι τους ως δευτερεύον ή εναλλακτικό δικαίωμα εφόσον, όπως είχε καταστεί κοινό έδαφος μεταξύ των διαδίκων, τα έγγραφα μεταβίβασης των μετοχών ήταν στην κατοχή των συμβούλων για δέκα και πλέον χρόνια ως ασφάλεια για την τήρηση των συμφωνηθέντων.

Προέκυπτε επομένως, κατά το Δικαστήριο, το εύλογο ερώτημα γιατί οι σύμβουλοι δεν επεδίωξαν να αναζητήσουν τη βασική οφειλή των $150.000 από τα Βουλγαρικά Δικαστήρια, τα οποία θα έπρεπε να διασαφηνίσουν και αποφασίσουν επί της καθ' αυτής συμβατικής σχέσης μεταξύ των διαδίκων ώστε ανάλογα με το αποτέλεσμα οι σύμβουλοι να μπορούσαν να προωθήσουν το δικαίωμα τους για εγγραφή επ' ονόματι τους των μετοχών της Unicrosby στην Κύπρο, για την οποία εγγραφή  και είχαν δικαίωμα να εγείρουν αγωγή στη Δημοκρατία.

Αφού το Δικαστήριο αναφέρθηκε στη νομική πτυχή ως προς το πότε εφαρμόζεται η ρήτρα αλλοδαπής δικαιοδοσίας, σε σχετική νομολογία και σε διατάξεις του Κανονισμού 44/2001, έκρινε ότι τα γεγονότα που συνέθεταν το αγώγιμο δικαίωμα των συμβούλων ήταν αυτά που με βάση τη νομολογία προσδιορίζονταν στη δικογραφία. Εφόσον στη βάση της δικογραφίας και της συμφωνίας, θεμελιωνόταν ως κύρια υποχρέωση η καταβολή των $150.000 και μόνο ως δευτερεύουσα η εγγραφή των μετοχών της Unicrosby, η οποία εγγραφή λειτουργούσε ως ασφάλεια της πρωταρχικής υποχρέωσης, έκρινε ότι η εταιρεία απέσεισε το βάρος που είχε ότι διατίθετο εναλλακτικό και καλύτερο forum εκδίκασης της διαφοράς.  Από την άλλη, οι σύμβουλοι δεν απέσεισαν το δικό τους βάρος ως προς την επιλογή τους να προωθήσουν ενώπιον των Κυπριακών Δικαστηρίων μια εναλλακτική και δευτερεύουσας σημασίας απαίτηση, παρά την ύπαρξη της ρήτρας δικαιοδοσίας. Η αξίωση επί των μετοχών της Unicrosby δεν συνιστούσε, κατά το Δικαστήριο, αντιπαροχή των προσφερομένων δυνάμει της συμφωνίας υπηρεσιών από τους συμβούλους προς την εταιρεία. Κρίθηκε, εν τέλει, ως προαναφέρθη, ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν είχαν δικαιοδοσία εκδίκασης της διαφοράς, ως ηγέρθη, αναστέλλοντας την αγωγή.

Η πρωτόδικη απόφαση στοχοποιείται προς ακύρωση της με δώδεκα συναφείς λόγους έφεσης, εκ των οποίων απεσύρθη μόνο ένας, που αφορούσε την προχρονολόγηση της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την αίτηση για αναστολή (λανθασμένα αναφέρεται στο λόγο έφεσης ότι πρόκειτο για την ένσταση). Οι λόγοι έφεσης που αναπτύχθηκαν εκτεταμένα στο σχετικό περίγραμμα, (όπως αντίστοιχα εκτεταμένο ήταν και το περίγραμμα της εταιρείας), συγκλίνουν στην ορθότητα της εφαρμογής των αρχών που διέπουν τη δικαιοδοσία Δικαστηρίου υπό το φως αλλοδαπής ρήτρας, στα γεγονότα της υπόθεσης. Η βασική εισήγηση εστιάζει το λάθος του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο διαχωρισμό μεταξύ πρωτεύουσας και δευτερεύουσας εναλλακτικής θεραπείας, ώστε να καθίσταται αναγκαίο να εξεταστεί πρώτα από τα Βουλγαρικά Δικαστήρια, η θεωρούμενη κύρια απαίτηση των συμβούλων. Και ότι η αγωγή των συμβούλων αφορούσε κύρια τη μεταβίβαση των μετοχών στην Unicrosby και όχι, ως λανθασμένα κρίθηκε πρωτοδίκως, την ίδια την επίδικη συμφωνία, η οποία ανεπίτρεπτα προσμείχθηκε στην όλη διαφορά των διαδίκων, αυτής αναγόμενης μάλιστα σε πρωτεύουσα υποχρέωση. Αντίθετα, η μεταβίβαση των εν λόγω μετοχών αποτελούσε αντιπαροχή της ίδιας της συμφωνίας, ουσιαστικής, επομένως, υφής. Εγείρονται και παρεμφερή θέματα που σχετίζονται με το κατ' ισχυρισμόν καθυστερημένο της αίτησης για αναστολή, τη λανθασμένη δικονομική βάση της και το βάρος απόδειξης.

Θεμελιώνεται μέσα από τη νομολογία ότι η ελευθερία των διαδίκων να επιλέγουν το forum επίλυσης των διαφορών τους γίνεται σεβαστή. Διάδικος που δεσμεύεται από ρήτρα αλλοδαπής δικαιοδοσίας, σε σύμβαση δικαιούται να αιτηθεί από το αρμόδιο Δικαστήριο την αναστολή της δικαστικής διαδικασίας που ηγέρθηκε από το αντισυμβαλλόμενο μέρος. Αν το Δικαστήριο φρονεί ότι δεν συντρέχει ικανοποιητικός λόγος γιατί η εκκρεμοδικία να μην παραπεμφθεί αλλού σύμφωνα με την επιθυμία των μερών όπως αποτυπώνεται στη σχετική ρήτρα, με την προϋπόθεση ότι υπάρχει ετοιμότητα εκ μέρους ενός των διαδίκων να ανατρέξει προς επίλυση της διαφοράς στο συμφωνηθέν forum και δεν είχε λάβει πέραν της εμφάνισης άλλα διαδικαστικά διαβήματα που την αποκλείουν, τότε προχωρεί σε διαταγή αναστολής της δικαστικής διαδικασίας.

Λέχθηκε στην Balcancarimpex FTO v. Leasco Ltd (1994) 1 Α.Α.Δ. 815, σε σχέση με ρήτρα αλλοδαπής διαιτησίας, ότι:

«Συμφωνία για την παραπομπή διαφοράς σε διαιτησία, εφαρμόζεται εκτός αν καταδειχθούν ισχυροί λόγοι που δικαιολογούν τη μη εφαρμογή της. Η στοιχειοθέτηση και η απόδειξη των λόγων αυτών βαρύνει το διάδικο που επικαλείται τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου [βλ. HALSBURY'S LAWS OF ENGLAND, Third Edition, Vol. 2, pp. 24 -28. Phassouri Plantations v. Adriatica (1985) 1 C.L.R. 290. The Eleftheria [1969] 2 All E.R. 641 και Amathus Navigation Co. Ltd. v. Concord Express Liners κ.ά. (Αγωγή 27/93, απόφαση εκδόθηκε στις 22.12.93)].»

Στην υπόθεση The Eleftheria [1969] 2 All E.R. 641, που υιοθετήθηκε πλειστάκις από τα Κυπριακά Δικαστήρια, λέχθηκαν τα εξής:

«(I) Where plaintiffs sue in England in breach of an agreement to refer disputes to a foreign court, and the defendants apply for a stay, the English Court, assuming the claim to be otherwise within its jurisdictrion, is not bound to grant a stay but has a discretion whether to do so or not. (II) The discretion should be exercised by granting a stay unless strong cause for not doing so is shown.        (III) The burden of proving such strong cause is on the plaintiffs.     (IV) In exercising its discretion, the court should take into account all the circumstances of the particular case. (V) In particular, but without prejudice to (IV), the following matters, where they arise, may properly be regarded: (a) In what country the evidence on the issues of fact is situated, or more readily available, and the effect of that on the relative convenience and expense of trial as between the English and foreign courts; (b) Whether the law of the foreign court applies and, if so, whether it differs from English law in any material respects; (c) With what country either party is connected, and how closely; (d) Whether the defendants genuinely desire trial in the foreign country, or are only seeking procedural advantages; (e) whether the plaintiffs would be prejudiced by having to sue in the foreign court because they would - (i) be deprived of security for that claim, (ii) be unable to enforce any judgment obtained, (iii) be faced with a time-bar not applicable in England, or (iv) for political, racial, religious or other reasons be unlikely to get a fair trial.»

Στην πλέον πρόσφατη απόφαση του Κυπριακού Εφετείου, την Yiannis Georghios Mammous κ.ά. ν. Mike Willstrop κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 90, αναφέρθηκε με επιδοκιμασία το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα των Redfern and Hunter on International Arbitration, 5η έκδ., παρ. 5.85:

«An arbitral tribunal may only validly resolve those disputes that the parties have agreed that it should resolve. This rule is an inevitable and proper consequence of the voluntary nature of arbitration. In consensual arbitration, the authority or competence of the arbitral tribunal comes from the agreement of the parties; indeed, there is no other source from which it can come.»

Κρίνεται ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο διέκρινε μεταξύ κύριας ή πρωτεύουσας υποχρέωσης και δευτερεύουσας τοιαύτης.  Η προεκτεθείσα ρήτρα, η οποία κατά την επιλογή των διαδίκων προνόησε διαφορετικά fora δικαιοδοσίας επίλυσης διαφορών, ανάλογα με το κρινόμενο κατά περίπτωση αντικείμενο, (ίσως όχι και η καλύτερη διευθέτηση), όντως, κατά ορθή ερμηνευτική άσκηση, παρέπεμπε σε επίλυση διαφορών κατά δύο στάδια. Προεξάρχουσας σημασίας ήταν η ίδια η εφαρμογή της συμφωνίας, η βάση της οποίας ήταν η παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών από τους συμβούλους προς την εταιρεία έναντι του τιμήματος που καθορίστηκε στις $150.000. Η ίδια η συμφωνία με τον όρο 5.1 περί «Governing Law», προνοούσε την εφαρμογή του Βουλγαρικού Νόμου ως προς διαφορά αναγόμενη στο «Advance» και το «Price» (και κατ' επέκταση και στα Βουλγαρικά Δικαστήρια που καθορίστηκαν να είναι αρμόδια κατά τον όρο 6.2), και τον Κυπριακό Νόμο και τα Κυπριακά Δικαστήρια για διαφορά αναγόμενη στην επιλογή («option») για την αγορά, την εγγραφή και τη διατήρηση της τιμής των μετοχών. Έπεται ότι η μη παροχή των συμβουλευτικών υπηρεσιών ή διαφορά ως προς αυτές, προηγείτο της όποιας διαφοράς για τις μετοχές.

Διαφορετική αντιμετώπιση θα παραγνώριζε τις ίδιες τις ρητές πρόνοιες της συμφωνίας. Όχι μόνο διότι η επιλογή της αγοράς των μετοχών ταξινομείται στη δεύτερη παράγραφο του προοιμίου της συμφωνίας των διαδίκων (η πρώτη αφορά τις συμβουλευτικές υπηρεσίες σ' αξία $150.000), αλλά και διότι στη δεύτερη παράγραφο, η ίδια η επιλογή της αγοράς των μετοχών λογίζεται ως ασφάλεια («security») της καταβολής του τιμήματος. Μετέπειτα και εξίσου σημαντικό, η συμφωνία τόσο στο προοίμιο, όσο και στους όρους 1 και 2, έθετε χρονικά πλαίσια για την καταβολή των $150.000 και την ενάσκηση της επιλογής. Το τίμημα θα καταβαλλόταν μέχρι τις 31.12.1999. Μόνο αν δεν καταβαλλόταν εξ ολοκλήρου ή κατά το μέγιστο μέρος του μέχρι την προαναφερθείσα ημερομηνία, ετίθετο ζήτημα για την εκ μέρους των συμβούλων άσκηση της επιλογής αγοράς των μετοχών μέχρι τις 31.12.2007. Ο δε όρος 2, προνόησε ότι αν το τίμημα των $150.000 καταβαλλόταν πριν ή στις 31.12.1999, τότε η εταιρεία μπορούσε να ζητήσει από τους συμβούλους να ελευθερώσουν την επιλογή της αγοράς των μετοχών εντός 21 ημερών από την ολοκληρωτική πληρωμή του τιμήματος.

Εύστοχα το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε στο διαχωρισμό μεταξύ πρωτεύουσας και δευτερεύουσας υποχρέωσης, με αναφορά στη δικογραφία και συγκεκριμένα στην καταχωρηθείσα έκθεση απαίτησης. Με παραπομπή στις Safarino Shoes Industry & Trading Company v. Βιομηχανία Υποδημάτων Σταυρινού Λτδ (1991) 1 Α.Α.Δ. 1059, Βερεγγάρια Παπακόκκινου ν. Εταιρείας Landbroke Group Plc (1999) 1 Α.Α.Δ. 838 και Sevegep Limited v. United Sea Transport Limited (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 729, θεώρησε ότι τα γεγονότα που στοιχειοθετούσαν την απαίτηση των συμβούλων εναντίον της εταιρείας, ήσαν όσα οι ίδιοι προσδιόρισαν στη δικογραφία τους.

Ορθά βεβαίως η δικογραφία παραπέμπει στην όλη διαφορά και αναδεικνύει την ύπαρξη της συμφωνίας για την οποία ζητείται πρωταρχικά με την παρ. 26(α) της έκθεσης απαίτησης, δηλωτική θεραπεία περί της εγκυρότητας της, καθώς και ταυτόχρονη θεραπεία με την παρ. 26(β), περί της αθέτησης αυτής εξ υπαιτιότητας της εταιρείας. Αναγνωρίζουν επομένως και οι ίδιοι οι σύμβουλοι με τις αξιούμενες αυτές θεραπείες ότι οφείλουν να διέλθουν μέσα από τη συμφωνία πριν αναζητήσουν τις υπόλοιπες θεραπείες που αφορούν τις μετοχές και στις οποίες αναλώνουν τις υποπαρ. (γ)-(θ) της παρ. 26. Βεβαίως και οι σύμβουλοι επιζητούν τη μεταβίβαση επ΄ ονόματι τους των μετοχών της Unicrosby, αλλά αυτό δεν θα μπορούσε να αξιωθεί κατά απομόνωση της συμφωνίας ή in abstracto. Το θεμέλιο αυτών των αξιώσεων είναι η εγκυρότητα της ίδιας της συμφωνίας. Αυτό το στοιχείο ορθά το αναγνώρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Άλλωστε, η εταιρεία όπως αναφέρθηκε πριν, με την αίτηση της για αναστολή της όλης διαδικασίας, έθεσε θέματα που άπτονταν κάθετα της εγκυρότητας της συμφωνίας, μη αναγνωρίζουσα την ίδια τη συνομολόγηση και ύπαρξη της ή τη δεσμευτικότητα των υπογραφών που τέθηκαν κατ' ισχυρισμόν εκ μέρους της. Άρα σαφέστατα πρέπει να προηγηθεί η επίλυση των πρωταρχικών αυτών θεμάτων.

Δεν έχουν δίκαιο οι σύμβουλοι όταν διατείνονται ότι πρωτοδίκως παραγνωρίστηκε το γεγονός ότι με την αγωγή τους δεν αποτάθηκαν στο Δικαστήριο επιδιώκοντας την απαίτηση του τιμήματος των $150.000, αλλά μόνο την εγγραφή των μετοχών. Ο εκ μέρους τους πλασματικός στην ουσία διαχωρισμός των αγωγίμων θεμάτων που προκύπτουν από τη συμφωνία, μαζί με τη συνένωση των εφεσιβλήτων 2-5, για να προσδώσουν δικαιοδοσία και στα Κυπριακά Δικαστήρια, σε παραγνώριση της δικαιοδοσίας που οι ίδιοι αποδέχθηκαν των Βουλγαρικών Δικαστηρίων, δεν είναι ούτε εύλογος, ούτε νομικά βάσιμος.

Τόσο λοιπόν με την προαναφερθείσα νομολογία, όσο και με τις πρόνοιες του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 44/2001 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Ευρώπης ημερ. 22.12.2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η ρήτρα αλλοδαπής δικαιοδοσίας τυγχάνει σεβασμού, εκτός αν υπάρχει λόγος γιατί να μην ακολουθηθεί, λόγος που βαρύνει και πρέπει να αποδειχθεί από τον διάδικο που εισηγείται τη μη εφαρμογή της, εγείροντας αγωγή σε έτερο Δικαστήριο, σε παραγνώριση της.

Ο Κοινοτικός Κανονισμός αρ. 44/2001 («Council Regulation (EC) No. 44/2001»), ημερ. 22.12.00, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ως πράξη για την οποία απαιτείται δημοσίευση, στις 16.1.01, υπό στοιχεία OJ 2001 L12/1. Αφορά τη ρύθμιση της δικαιοδοσίας, της αναγνωρίσεως και της εκτελέσεως αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.  Δεν έχει εφαρμογή σε υποθέσεις όπου η κύρια διαφορά αφορά το οικογενειακό δίκαιο, το δίκαιο των πτωχεύσεων, τις κοινωνικές ασφαλίσεις ή παροχές και θέματα διαιτησίας. Ο Κοινοτικός αυτός Κανονισμός είναι γνωστός ως Brussels I Regulation  και αντικατέστησε τη Συνθήκη των Βρυξελλών του 1968. Προνοεί και δίνει την απάντηση σε δύο ζωτικά ερωτήματα που πιθανόν να εγείρονται σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ ατόμων που κατοικούν σε διαφορετικά κράτη. Τα ερωτήματα αυτά είναι ποιο Δικαστήριο ή Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία και ποιοι κανονισμοί εφαρμόζονται για να αποφασιστεί κατά πόσο μια δικαστική απόφαση εκδομένη σε ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα αναγνωριστεί. Η Συνθήκη των Βρυξελλών του 1968, καθώς και ο νυν Κοινοτικός Κανονισμός 44/2001 (ο οποίος τροποποιήθηκε μεταγενέστερα με την απόφαση του Συμβουλίου ημερ. 15.10.2007 (2007/712/ΕΚ), σχετίζονται με την ανάγκη διευκόλυνσης διασυνοριακών διαδικασιών κατά τρόπο ώστε στα πλαίσια της φιλοσοφίας και της δημιουργίας της κοινής αγοράς, με βασικές αρχές την ελευθερία διακίνησης ατόμων και προϊόντων, να μην παρεμβάλλονται διαδικαστικές, ιδιαίτερα τυπικής φύσεως, δυσκολίες στην αναγνώριση και εφαρμογή αποφάσεων που εκδίδονται σε άλλη χώρα από τη χώρα στην οποία επιζητείται η εκτέλεση τους.

Τα σχετικά Άρθρα 5 και 23 του Κανονισμού 44/2001 που μνημόνευσε το Δικαστήριο, εμπίπτουν ακριβώς στο μέρος του Κανονισμού που αφορά την πρόσδωση δικαιοδοσίας στα Δικαστήρια κράτους μέλους στο οποίο τα διάδικα μέρη συμφώνησαν να επιλύσουν δικαστικά τις διαφορές τους. Μάλιστα το Άρθρο 24, προνοεί περαιτέρω ότι το Δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται με την καταχώρηση εμφάνισης αποκτά δικαιοδοσία, αλλά όχι αν η εμφάνιση έχει σκοπό μόνο την αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο Δικαστήριο με αποκλειστική αρμοδιότητα με βάση το Άρθρο 22. Αναφέρεται στο σύγγραμμα των Adrian Briggs and Peter Rees: Civil Jurisdiction and Judgments 4η έκδ., σελ. 91, παρ. 2.67, ότι η εμφάνιση στα πλαίσια του Κανονισμού δεν είναι, αυστηρώς ομιλούντες, συνώνυμη με την υποταγή ή την αποδοχή της δικαιοδοσίας. Η παραδοσιακή αντίληψη του Αγγλικού Νόμου ότι υπάρχει υποταγή στη δικαιοδοσία με την αποδοχή της επίδοσης της αγωγής, δεν εμπίπτει στην έννοια του Άρθρου 24. Η στην πράξη εμφάνιση του εναγομένου και η επίπτωση και σημασία της εξετάζεται, εν πάση περιπτώσει, με βάση τους  διαδικαστικούς κανονισμούς της χώρας όπου καταχωρείται η εμφάνιση. Και εδώ, η εμφάνιση της εταιρείας ήταν υπό διαμαρτυρία, τηρουμένης ακριβώς της διαδικασίας που επιβάλλει η Δ.16 θ.9, προς αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας. Η εμφάνιση και ένσταση επί του ex-parte εκδοθέντος συντηρητικού διατάγματος δεν σήμαινε βέβαια και άνευ όρων αποδοχή της δικαιοδοσίας εφόσον καθηκόντως όφειλε η εταιρεία να αμφισβητήσει τη μονομερή αίτηση, (Steven Gee: Commercial Injuctions 5η έκδ. σελ. 716-717, παρ. 23.018), Δεν είναι εδώ περίπτωση που ένας εναγόμενος κάτοικος εξωτερικού συγκατατίθεται στην ανανέωση απαγορευτικού διατάγματος, εκδοθέντος εντός δικαιοδοσίας (Esal (Commodities) Ltd v. Pujara (1989) 2 Lloyd's Rep. 479). Ούτε η εταιρεία επέδειξε άλλη συμπεριφορά ή προέβη σε ενέργεια που έδειχνε αποδοχή της δικαιοδοσίας στην Κύπρο, ούτε βέβαια η συμφωνία συνομολογήθηκε εδώ, (Κοινοπραξία και/ή Συνδικάτο Ασφαλιστών ν. G.N. Ellinas Imports-Exports Ltd) (2005) 1 Α.Α.Δ. 1327).

Αναμφίβολα ο Κανονισμός 44/2001 τυγχάνει εφαρμογής, αναφέρθηκε δε και στην αίτηση πρωτοδίκως για αναστολή της διαδικασίας, και είναι άνευ ουσιαστικής επίπτωσης, το γεγονός ότι δεν μνημονεύθηκαν ρητά τα Άρθρα 5 και 23. Η θέση των συμβούλων ότι οι υπηρεσίες έναντι του τιμήματος δεν διατυπώθηκαν ρητά στη συμφωνία ότι θα προσφέρονταν στη Βουλγαρία, δεν προωθεί το βάσιμο της έφεσης, διότι αφενός αναφορικά με τις υπηρεσίες, αυτή ήταν η κύρια υποχρέωση των συμβούλων προς την εταιρεία για την οποία συμφωνήθηκε η δικαιοδοσία να δοθεί στα Βουλγάρικα Δικαστήρια και αφετέρου πουθενά στην έκθεση απαίτησης οι ίδιοι οι σύμβουλοι δεν αποκαλύπτουν σε ποια δικαιοδοσία προσέφεραν τις υπηρεσίες αυτές. Αντίθετα, αν λέγουν κάτι, αυτό φαίνεται με την παρ. 10 της έκθεσης απαίτησης, που παραπέμπει στο ότι οι υπηρεσίες προσφέρθηκαν στην εταιρεία, η οποία στο κλητήριο περιγράφεται να έχει έδρα τη Βουλγαρία και στον διευθύνοντα σύμβουλο και/ή μέτοχο Zdrarko Stoitsev, ο οποίος λογικά θα πρέπει να έχει και αυτός την έδρα του στην ίδια χώρα.

Ορθά περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην Union Transport Plc v. Continental Lines S.A. [1992] 1 W.L.R. 15, όπου η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων αποφάσισε ότι όπου προκύπτουν διάφορες υποχρεώσεις από μια συμφωνία, τότε η δικαιοδοσία με βάση τον Κανονισμό 44/2001, αποφασίζεται με γνώμονα τον τόπο της κύριας υποχρέωσης. Αυτό με αναφορά και στην απόφαση Shenavai v. Kreischer [1987] CMLR 782, όπου το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφάσισε ότι όπου η διαφορά σχετίζεται με αριθμό υποχρεώσεων, όλες απορρέουσες από το ίδιο συμβόλαιο, τότε:

«..... the court before which the matter is brought will, when determining whether it has jurisdiction, be quided by the maxim accessorium sequitur principalae; in other words where various obligations are in issue, it will be the principal obligation which will determine the jurisdiction.»

Το βάρος, όπως έχει αναφερθεί, βρίσκεται με το διάδικο που επικαλείται τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου παρά την ύπαρξη αλλοδαπής ρήτρας διαιτησίας ή αλλοδαπής ρήτρας δικαιοδοσίας.  Ταυτόχρονα και ο αιτούμενος την αναστολή επί τω ότι η Κυπριακή δικαιοδοσία δεν είναι το κατάλληλο forum, φέρει επίσης το βάρος να πείσει προς αυτό, ιδιαιτέρως, όταν επικαλείται τη σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου. Όπως έχει αναφερθεί στη Cyprus Trading Corporation Ltd v. Zim Israel Navigation Co Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 1168, στη σελ. 1186:

«Η νομολογία διακρίνει μεταξύ της περίπτωσης που διαπιστώθηκε ανυπερθέτως ότι υπάρχει δεσμευτική συμφωνία των μερών για παραπομπή των διαφορών στην αποκλειστική δικαιοδοσία ορισμένης χώρας και περίπτωσης που σχετίζεται με τη σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου να αναστέλλει διαδικασία. Στην πρώτη το βάρος απόδειξης έχει, σύμφωνα με την υπόθεση Eleftheria (πιο πάνω) ο ενάγων, ενώ στη δεύτερη συμβαίνει το αντίθετο (Cyprus Potato Marketing Board v. Primlaks (Pacific Violet) (1990) 1 Α.Α.Δ. 219, 231).»

Με τα όσα έχουν προεκτεθεί καθίσταται πρόδηλο ότι η εταιρεία έχει αποσείσει το δικό της βάρος, όχι όμως και οι σύμβουλοι.

Σημειώνεται ότι έγινε και εισήγηση που επίσης έτυχε αποδοχής πρωτοδίκως, ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια υπό το φως των δεδομένων δεν είναι το forum conveniens. Τίθεται βεβαίως ερώτημα κατά πόσο είναι δυνατό να εγείρεται διαζευκτική βάση forum non conveniens, όταν η ίδια η εταιρεία επικαλείτο τη συμφωνηθείσα ρήτρα δικαιοδοσίας. Είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε να τεθεί το ζήτημα της προσφορότερης δικαιοδοσίας στα δεδομένα της υπόθεσης υπό τη γενικότερη της μορφή. Δεν χρειάζεται όμως να αποφασιστεί τελεσίδικα το ζήτημα αυτό, αφού δεν ηγέρθη. Αρκεί να λεχθεί ότι το νομολογιακό δίκαιο που έχει αναπτυχθεί στο θέμα, μέρος ουσιαστικά του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, συγκλίνει στο ότι η αναστολή διατάσσεται μόνο όπου το Δικαστήριο ικανοποιείται ότι υπάρχει άλλο προσφορότερο Δικαστήριο προς εκδίκαση της υπόθεσης. Τέτοια απόφαση συναρτάται με τη θεώρηση της πραγματικής και ουσιαστικής σύνδεσης της υπόθεσης με μια δικαιοδοσία και περιλαμβάνει παράγοντες όπως τη δημιουργία εξόδων, την ευκολία ή δυσχέρεια στην παρουσίαση μαρτυρίας, το νόμο που διέπει τη συναλλαγή, το χώρο στον οποίο κατοικούν ή διεξάγουν τις επιχειρήσεις τους οι διάδικοι και άλλα παρόμοια πρακτικά θέματα. Αυτά έχουν καθορισθεί στην κλασσική υπόθεση The Spiliada [1986] 3 All E.R. 843, η οποία ακολουθήθηκε και από την Κυπριακή νομολογία, στις υποθέσεις Κωνσταντόπουλου ν. M/V Mediterranean (1990) 1 Α.Α.Δ. 782 και Zeeland Navigation Co Ltd v. Banque Worms (2000) 1 Α.Α.Δ. 707.  Όλα τα δεδομένα εδώ συνηγορούν υπέρ της θέσης ότι η Κύπρος δεν είναι η προσφορότερη δικαιοδοσία για εκδίκαση της διαφοράς.

Ηγέρθησαν και άλλα, παρεμφερή στην ουσία θέματα, τα οποία μπορούν να εξεταστούν συνοπτικά. Υπήρξε γνωμάτευση από Βούλγαρο δικηγόρο σε σχέση με το δίκαιο της Βουλγαρίας σε συσχετισμό με την προκύψασα διαφορά και την αλλοδαπή ρήτρα. Το Δικαστήριο δεν δέχθηκε τις θέσεις που εκφράστηκαν και αυτό ήταν εντός της δικής του δικαιοδοσίας και εξουσίας, με δεδομένο ότι ήταν το Δικαστήριο που θα αποφάσιζε κατά πόσο έπρεπε να εφαρμόσει ή όχι τη συμφωνηθείσα ρήτρα αλλοδαπής δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, όπως ορθά υποδεικνύει η εταιρεία στο περίγραμμα της, η γνωμάτευση αυτή παρέλειψε να αναφέρει ότι η Βουλγαρία αποτελεί κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 2007 και παρέλειψε να λάβει υπόψη τον Κανονισμό 44/2001, περιλαμβανομένης και της απόφασης Owusu v. Jackson and Others (Case C-281/02) [2005] QB 801, του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στην οποία τονίστηκε το επιτακτικό της πρόνοιας του Άρθρου 2 του Κανονισμού 44/2001 και ότι οι συντάκτες της Σύμβασης των Βρυξελλών δεν προέβλεψαν για εξαίρεση στη βάση του forum non conveniens. Ορθά, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα ζητήματα δικαιοδοσίας Δικαστηρίου ρυθμίζονται με το δικαιοδοτικό Νόμο και τη ρητή γραπτή συμφωνία των μερών.

Η κατ' ισχυρισμόν παράλειψη συμπερίληψης στην αίτηση για αναστολή των Δ.33 θ.10, Δ.48 θ.11 και Δ.64 θ.2 ουδόλως επηρέασαν την πρωτόδικη διαδικασία, αντικείμενο της οποίας ήταν η εξέταση της προσφορότερης δικαιοδοσίας επί της κύριας υποχρέωσης. Καμία δε σχέση δεν έχουν οι πιο πάνω δικονομικές πρόνοιες.  Η Δ.33 θ.10, αναφέρεται σε διαδικασία κατά τη διάρκεια της ακρόασης  της διαφοράς επί της ουσίας και προνοεί για άλλο Δικαστήριο εν τη Δημοκρατία και όχι στην αλλοδαπή, η δε Δ.48 θ.11, καμία απολύτως σχέση δεν έχει με το ζητούμενο. Τέλος η Δ.64 θ.2, αναφέρεται στην εξουσία του Δικαστηρίου παρά τη διαπίστωση μη συμμόρφωσης με τους Κανονισμούς να εκδώσει ανάλογο διάταγμα, που δεν είναι η περίπτωση εδώ.

Δεν υπήρξε πρόσθετα καμία καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης για αναστολή και εφόσον το Δικαστήριο αποφάσισε την αναστολή της περαιτέρω διαδικασίας μέχρι την εκδίκαση της κύριας διαφοράς στη Βουλγαρία, ορθά προχώρησε και ανέστειλε και το εκδοθέν ενδιάμεσο διάταγμα. Το Δικαστήριο θεώρησε ορθό να αναστείλει τη διαδικασία της περαιτέρω εκδίκασης της αγωγής, όπως είχε δικαίωμα, αντί του παραμερισμού και ακύρωσης της αγωγής ή των θεραπειών που αφορούσαν την κύρια υποχρέωση και δεν υπάρχει επ' αυτού αντέφεση. Για τη διαφορά μεταξύ παραμερισμού και απόρριψης θεραπειών και αναστολής, σχετική είναι η υπόθεση Bank of Cyprus Ltd v. Ambrosia Oils & Margarine Industries Ltd (1986) 1 Α.Α.Δ. 190.

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο