ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Orams David Charles και Άλλη ν. Μελέτη Αποστολίδη (2006) 1 ΑΑΔ 1402
Βέρνα Ντανίλα Ευσταθίου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2007) 1 ΑΑΔ 277
Γεωργίου Περικλής και Άλλη ν. Nίκου Xριστοδούλου (2011) 1 ΑΑΔ 561
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.17
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2012) 1 ΑΑΔ 314
8 Mαρτίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
EΡΜΟΣ ΔΩΡΙΤΗΣ,
Εφεσείων-Εναγόμενος Αρ.1,
v.
ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 405/2008)
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση παραμερισμού απόφασης ― Δ.17 Θ.10 ― Απαιτείται από τον εναγόμενο αιτητή να ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι έχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση και να δώσει επαρκή στοιχεία που να δικαιολογούν επανάνοιγμα της υπόθεσης.
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση παραμερισμού απόφασης ― Δ.17 Θ.10 ― Αναγκαιότητα εξισορρόπησης, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, διαφόρων παραγόντων, όπως η επάρκεια της δικαιολογίας για τη μη εμφάνιση, η ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ακρόασης, η ανάγκη διαφύλαξης του τελεσίδικου μιας απόφασης και κατά πόσο ο Αιτητής έχει δείξει ότι έχει καλή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε με έφεση πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε αίτηση που είχε καταχωρήσει για παραμερισμό απόφασης η οποία εκδόθηκε εναντίον του εφεσείοντα, τότε Εναγόμενου 1, σε αγωγή του που ήγειρε εναντίον του η Εφεσίβλητη.
Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση κρίνοντας ότι ο εφεσείων δεν είχε αποκαλύψει στον δέοντα βαθμό ότι είχε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Περαιτέρω, το δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρχε παράλειψη εκ μέρους του εφεσείοντα να καταχωρήσει εμφάνιση στην αγωγή και αυτή η παράλειψη δεν οφειλόταν σε λάθος της τότε δικηγόρου του, αλλά ήταν αποτέλεσμα δικής του αδιαφορίας.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:
α) Ήταν λανθασμένη η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι δεν αποκάλυψε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.
β) Παραβιάστηκε το δικαίωμα του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη και η απόρριψη της αιτήσεως συνιστούσε άρνηση δικαιοσύνης, που παραβίαζε το συνταγματικό δικαίωμα του εφεσείοντα, εδραζόμενο στο Άρθρο 30 του Συντάγματος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκανε εκτενή αναφορά στη γενικότητα των προβληθέντων ισχυρισμών ως προς το θέμα της εξόφλησης του υφισταμένου δανείου εκ μέρους του εφεσείοντα. Η γενικότητα του ισχυρισμού που προβλήθηκε ότι η οφειλή, προς τους εφεσίβλητους, είχε εξοφληθεί με συμφωνία που έγινε μεταξύ συγγενών του εφεσείοντα, δεν κρίθηκε ικανοποιητικό στοιχείο από το δικαστήριο.
2. Παράλληλα, ούτε η προβολή ισχυρισμού για αποδοχή εκ μέρους των εφεσιβλήτων νέου εγγυητή, μπορούσε να βοηθήσει και να στηρίξει τον ισχυρισμό περί ύπαρξης εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης.
3. Το πρωτόδικο δικαστήριο, περαιτέρω, ασχολήθηκε και με την προτεινόμενη «υπεράσπιση και ανταπαίτηση», δικόγραφο το οποίο τελικώς δεν κατατέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου, για να καταλήξει κατά ορθό τρόπο ότι δεν στοιχειοθετείτο, θέμα υπεράσπισης στην ουσία της αγωγής, η οποία εδραζόταν σε συμφωνία δανείου. Σε συνάρτηση με τον προβληθέντα ισχυρισμό για χρέωση υπερβολικού ποσού τόκου, το δικαστήριο θεώρησε, και πάλι ορθά, ότι δεν είχε από πλευράς εφεσείοντα προσκομισθεί οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο που να δικαιολογούσε αυτή την προσέγγιση.
4. Το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι υπήρχε γνώση του εφεσείοντα για την εν λόγω αγωγή, ήταν βάσιμο, λαμβάνοντας υπόψη τις πολλές εμφανίσεις, που έγιναν αλλά και της ένορκης αποκάλυψης που έγινε από τον εφεσείοντα, που σαφώς αποδείκνυε γνώση της υφιστάμενης εναντίον του δικαστικής διαδικασίας.
5. Ως προς το θέμα της επίδοσης, το δικαστήριο έλαβε υπόψη του την επίδοση που έγινε στη μητέρα του εφεσείοντα.
6. Κανένας δεν είχε αποστερήσει από τον εφεσείοντα τη δυνατότητα εμφάνισης ενώπιον δικαστηρίου και υπεράσπισης των δικαιωμάτων του.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Orams κ.ά. ν. Αποστολίδη (2006)1(Β) Α.Α.Δ. 1402,
Zehil v. Roberts (2009) 1(A) 678,
Γεωργίου κ.ά. ν. Χριστοδούλου (2011) 1 Α.Α.Δ. 561,
Νέμιτσας ν. Chaparian (2011) 1 Α.Α.Δ. 806.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Τιμοθέου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3833/05), ημερομηνίας 19/11/2008.
Π. Κλεοβούλου, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Χ"Γιώρκη (κα) με Μ. Κούντουρου (κα) για Ανδρέα Νεοκλέους & Σία ΔΕΠΕ., για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κ. Παμπαλλή, Δ..
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 19 Μαΐου 2008, εκδόθηκε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα, τότε Εναγόμενου 1, στην αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, υπ' αρ. 3833/2005, που καταχώρησαν εναντίον του η Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ - Εφεσίβλητη.
Στις 15 Ιουλίου 2008, ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση για παραμερισμό της εν λόγω απόφασης. Με την ένορκο δήλωση που συνόδευε την αίτηση, έγινε αποδεκτό από τον εφεσείοντα ότι η εν λόγω αγωγή είχε τότε, και συγκεκριμένα την 1η Σεπτεμβρίου 2005, επιδοθεί στον Δημήτρη Δωρίτη, αδελφό του και τότε Εναγόμενο 2. Παρόλο που στον ίδιο δεν είχε επιδοθεί η αγωγή, είχε δώσει, όπως ανέφερε, οδηγίες στη δικηγόρο κα Ζέτα Νικολάου, να παρακολουθεί τη διαδικασία και να τον ενημερώνει. Από έρευνα που έγινε μεταγενέστερα από τον συνήγορό του, ο εφεσείων πρόβαλε ότι η εν λόγω αγωγή είχε επιδοθεί στην 9 Μαρτίου 2007 στη μητέρα του Στέλλα Δωρίτη, η οποία, όμως, ενώ φέρεται να είναι συγκάτοικος μαζί του, ο ίδιος διέμενε σε διαφορετική διεύθυνση, και για τον σκοπό αυτό, είχε προσκομίσει και αντίγραφο του λογαριασμού ρεύματος από την Α.Η.Κ.. Στη συνέχεια, ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι η εν λόγω αγωγή είχε επιδοθεί σε κάποια Μαρία Δωρίτη, που τυγχάνει να είναι θεία του, και ταυτοχρόνως έχει ένα εξάδελφο με το ίδιο όνομα, όπως το δικό του, Έρμος Δωρίτης.
Ο εφεσείων παραδέχεται ότι παρόλη την μη καταχώρηση εμφάνισης, η πιο πάνω συνήγορος εμφανίστηκε σε επτά διαδοχικές περιπτώσεις ενώπιον του δικαστηρίου, εκπροσωπώντας τον αδελφό του αλλά εμφανιζόμενη και για λογαριασμό του. Στις 15 Οκτωβρίου 2007, μετά από οδηγίες της εν λόγω συνηγόρου του, ο ίδιος είχε υπογράψει ένορκη δήλωση αποκάλυψης, στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας.
Το δικαστήριο με απόφασή του ημερομηνίας 19 Νοεμβρίου 2008, είχε απορρίψει την αίτηση γιατί, όπως αναφέρεται, ο εφεσείων δεν είχε αποκαλύψει στον δέοντα βαθμό ότι είχε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Περαιτέρω, το δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρχε παράλειψη εκ μέρους του εφεσείοντα να καταχωρήσει εμφάνιση στην αγωγή και αυτή η παράλειψη δεν οφειλόταν σε λάθος της τότε δικηγόρου του, αλλά ήταν αποτέλεσμα δικής του αδιαφορίας. Ως αποτέλεσμα του εν λόγω συμπεράσματος του δικαστηρίου, καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση, η οποία εδράζεται επί τριών λόγων έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι ήταν λανθασμένη η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι δεν αποκάλυψε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Δεν συμφωνούμε με την προσέγγιση αυτή. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκανε εκτενή αναφορά στη γενικότητα των προβληθέντων ισχυρισμών ως προς το θέμα της εξόφλησης του υφισταμένου δανείου εκ μέρους του εφεσείοντα. Η γενικότητα του ισχυρισμού που προβλήθηκε ότι η οφειλή, προς τους εφεσίβλητους, είχε εξοφληθεί με συμφωνία που έγινε μεταξύ συγγενών του εφεσείοντα, δεν κρίθηκε ικανοποιητικό στοιχείο από το δικαστήριο. Παράλληλα, ούτε η προβολή ισχυρισμού για αποδοχή εκ μέρους των εφεσιβλήτων νέου εγγυητή, μπορεί να βοηθήσει και να στηρίξει τον ισχυρισμό περί ύπαρξης εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης. Tο πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε σε έκταση με τη νομολογία που διέπει αιτήσεις αυτής της φύσεως.
Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Orams κ.ά. ν. Αποστολίδη (2006)1(Β) Α.Α.Δ. 1402 απαιτείται από τον εναγόμενο αιτητή να ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι έχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Να δώσει επαρκή στοιχεία που να δικαιολογούν επανάνοιγμα της υπόθεσης. Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου έχει ως πρωταρχικό, όπως χαρακτηρίστηκε παράγοντα την αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης.
Οι αρχές άσκησης της ευχέρειας που παρέχει η Δ.17 θ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών συζητήθηκαν στην υπόθεση Βέρνα ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 277.
Ταυτόχρονα, στην υπόθεση Zehil v. Roberts (2009) 1(A) 678 αναλύθηκε η αναγκαιότητα εξισορρόπησης, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, διαφόρων παραγόντων, «όπως η επάρκεια της δικαιολογίας για τη μη εμφάνιση, η ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ακρόασης, η ανάγκη διαφύλαξης του τελεσίδικου μιας απόφασης και κατά πόσο ο Αιτητής έχει δείξει ότι έχει καλή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση».
Βλ. επίσης Γεωργίου κ.ά. ν. Χριστοδούλου (2011) 1 Α.Α.Δ. 561 και Νέμιτσας ν. Chaparian (2011) 1 Α.Α.Δ. 806.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, περαιτέρω, ασχολήθηκε και με την προτεινόμενη «υπεράσπιση και ανταπαίτηση», δικόγραφο το οποίο τελικώς δεν κατατέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου, για να καταλήξει ότι δεν στοιχειοθετείται, και ορθώς κατά την άποψή μας, θέμα υπεράσπισης στην ουσία της αγωγής, η οποία εδραζόταν σε συμφωνία δανείου. Σε συνάρτηση με τον προβληθέντα ισχυρισμό για χρέωση υπερβολικού ποσού τόκου, το δικαστήριο θεώρησε, και ορθώς, ότι δεν είχε από πλευράς εφεσείοντα προσκομισθεί οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο που να δικαιολογεί αυτή την προσέγγιση.
Ως προς τον δεύτερο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού έκαμε εκτενή αναφορά στα γεγονότα που έχουν σχέση με τις πολλές εμφανίσεις, τις οποίες έκαμε η συνήγορος, κα. Νικολάου, για λογαριασμό του εφεσείοντα, έστω και χωρίς σημείωμα εμφάνισης, οι οποίες είχαν ως έναυσμα αίτηση που καταχώρησαν οι εφεσίβλητοι ημερομηνίας 23 Μαρτίου 2007. Το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι υπήρχε γνώση του εφεσείοντα για την εν λόγω αγωγή, είναι βάσιμο, λαμβάνοντας υπόψη τις πολλές εμφανίσεις, και συγκεκριμένα 7 το αριθμό, που έγιναν μεταξύ του Ιουνίου 2007 και Ιανουαρίου 2008, και της ένορκης αποκάλυψης που έγινε από τον εφεσείοντα τον Οκτώβρη του 2007, που σαφώς αποδεικνύει γνώση της υφιστάμενης εναντίον του δικαστικής διαδικασίας.
Ως προς το θέμα της επίδοσης και του προβληθέντος ισχυρισμού ότι η αγωγή είχε επιδοθεί τον Φεβρουάριο του 2007 στη θεία του εφεσείοντα, συνεπώς ήταν, κατά την άποψή του, λανθασμένη, το πρωτόδικο δικαστήριο εξηγεί με επάρκεια και βασιζόμενο στα έγγραφα τα οποία είχαν κατατεθεί, ότι η επίδοση εκείνη ήταν προγενέστερη και το δικαστήριο έλαβε υπόψη του την επίδοση που έγινε στις 9 Μαρτίου 2007 στη μητέρα του εφεσείοντα, όπως έχουμε σημειώσει πιο πάνω.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων πρόβαλε ισχυρισμό για μη δίκαιη δίκη και ότι η απόρριψη της αιτήσεως συνιστά, κατά την εισήγησή του, άρνηση δικαιοσύνης, που παραβιάζει το συνταγματικό δικαίωμα του εφεσείοντα, εδραζόμενο στο Άρθρο 30 του Συντάγματος.
Θεωρούμε εντελώς αβάσιμο το προβληθέν επιχείρημα, κανείς δεν έχει αποστερήσει από τον εφεσείοντα τη δυνατότητα εμφάνισης ενώπιον δικαστηρίου και υπεράσπισης των δικαιωμάτων του. Είναι εντελώς εκτός τόπου το προβληθέν επιχείρημα, και συνεπώς απορρίπτεται.
Με γνώμονα τα πιο πάνω, θεωρούμε και τους τρεις λόγους αβάσιμους και τα προβληθέντα επιχειρήματα δεν γίνονται αποδεκτά, συνεπώς η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται.