ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2012) 1 ΑΑΔ 302
8 Mαρτίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΠΟΠΗ ΣΙΕΛΗ,
Εφεσείουσα-Ενάγουσα,
v.
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 348/2008)
Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αγωγή της εφεσείουσας για αποζημιώσεις λόγω ισχυριζόμενης παράνομης απόλυσης ― Εκρίθη ότι η σχέση των διαδίκων διεπόταν από σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ― Απόρριψη εισηγήσεων εργοδοτουμένης ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε στην εποπτική επιτροπή τήρησης και εφαρμογής αποφάσεων και κανονισμών, ισοδυναμούσε με πειθαρχική δίκη και ότι παραβιάστηκαν οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και τα συνταγματικά της δικαιώματα.
Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Επικύρωση συμπεράσματος ότι η σχέση εργοδότησης είχε ανεπανόρθωτα κλονιστεί και η απόλυση της εφεσείουσας ήταν αναγκαία συνέπεια.
Η εφεσείουσα αμφισβήτησε με έφεση πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή που ήγειρε εναντίον των εφεσιβλήτων διεκδικώντας αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση.
Η ύπαρξη καταγγελίας για εξαργύρωση επιταγής από την εφεσείουσα έδωσε το έναυσμα για τη διενέργεια επιθεώρησης για τον τρόπο που υποβλήθηκε αίτηση, χορηγήθηκε δάνειο και έγινε μεταβίβαση ενός διαμερίσματος στο όνομα του αγοραστή. Οι εφεσίβλητοι ζήτησαν από την εφεσείουσα να παρουσιαστεί ενώπιον της εποπτικής επιτροπής τήρησης και εφαρμογής αποφάσεων και κανονισμών. Ακολούθησε η επιστολή του δικηγόρου της, που έθετε όρους για την παρουσία της, μόνο με το δικηγόρο της κάτι που δεν έγινε τελικώς αποδεκτό, και στη συνέχεια της γνωστοποιήθηκε η πρόθεση των εφεσιβλήτων να προχωρήσουν έστω και στην απουσία της. Ακολούθησε σχετική επιστολή των εφεσιβλήτων με την οποία την πληροφορούσαν ότι οι υπηρεσίες της τερματίζονταν αυθημερόν. Οι λόγοι αφορούσαν στο εν λόγω δάνειο με ιδιαίτερη αναφορά στο ότι, σύμφωνα με τους εφεσίβλητους, επιταγή των £10.000 δεν περιήλθε στην κατοχή προσώπου επ' ονόματι του οποίου εκδόθηκε, αλλά εξαργυρώθηκε από την ίδια.
Ο δε δικαιούχος της επιταγής είχε υπογράψει υπεύθυνη δήλωση με την οποία δήλωνε ότι εξαργύρωσε την εν λόγω επιταγή από κατάστημα της τράπεζας στην Πάφο, η οποία παραταύτα δεν ικανοποίησε την Τράπεζα.
Η ενάγουσα απέρριψε το περιεχόμενο της επιστολής και αργότερα προχώρησε στην καταχώρηση αγωγής διεκδικώντας αποζημίωση, μισθούς 23 χρόνων και φιλοδώρημα. Η εφεσείουσα προέβαλε ότι η απόλυση της ήταν παράνομη, ληφθείσα κατά παράβαση των συνταγματικών της δικαιωμάτων και ενάντια στους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης
Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση ότι η διαδικασία στην επιτροπή ισοδυναμούσε με πειθαρχική δίκη, αποφασίζοντας ότι η υπόθεση θα έπρεπε να κριθεί με βάση το ιδιωτικό δίκαιο.
Οι εφεσίβλητοι, κατέληξε, διερεύνησαν την καταγγελία σε εύλογο χρόνο, ακολούθησαν μια λογική διαδικασία και έδωσαν στην εφεσείουσα την ευκαιρία να προβάλει τη θέση της. Ως αποτέλεσμα αυτού του συμπεράσματος, απέρριψε την αγωγή.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:
1. Η διαδικασία που ακολούθησαν οι εφεσίβλητοι κατά το στάδιο της διερεύνησης της υπόθεσης αποτελούσε πειθαρχική διαδικασία, και η κλήση για παρουσίαση της εφεσείουσας απαιτούσε τήρηση των ελαχίστων προϋποθέσεων, τις οποίες η ίδια έθεσε.
2. Ήταν εσφαλμένη, η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι είχαν υποχρέωση να προβούν σε διερεύνηση σε εύλογο χρόνο και πριν από την απόλυση να δοθεί στην αιτήτρια η ευκαιρία προβολής της θέσης της. Αυτή η διερεύνηση, ήταν όχι μόνο υποχρέωση των εφεσιβλήτων αλλά και δικαίωμα της εφεσείουσας. Τούτο το δικαίωμα παραβιάστηκε και επομένως η διαδικασία έπασχε εξ αρχής.
3. Υπήρξε εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η σαφής και κατηγορηματική θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιολόγηση της προσαχθείσας ενώπιον του μαρτυρίας, δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της ορθότητας της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε με επάρκεια τους λόγους που το ώθησαν να αποδεχθεί τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από τους εφεσίβλητους και να απορρίψει τη μαρτυρία της εφεσείουσας. Εξηγείται λεπτομερώς πώς και γιατί απορρίφθηκε η γραπτή δήλωση του προσώπου που ήταν δικαιούχος της επίδικης επιταγής, που αποτελούσε πρόσωπο εμπλεκόμενο στην υπόθεση ως πωλητής του διαμερίσματος. Δεν υπήρχε έρεισμα στο παράπονο της εφεσείουσας επί του θέματος της αξιολόγησης της μαρτυρίας.
2. Η δομή λειτουργίας της σχέσης μεταξύ εφεσείουσας και εφεσιβλήτων καθορίστηκε από την εποχή της προσωρινής πρόσληψης της εφεσείουσας και αφορούσε ιδιωτική σύμβαση εργοδότησης διεπόμενη από τους εσωτερικούς κανονισμούς του προσωπικού των εφεσιβλήτων. Η μονιμοποίηση της εφεσείουσας συνοδεύτηκε από την υπογραφή Συμβολαίου Υπηρεσίας και αποδοχή όρων εσωτερικών κανονισμών.
3. Ήταν ορθό το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι η σχέση των διαδίκων διεπόταν από σύμβαση ιδιωτικού δικαίου. Οι εφεσίβλητοι εκπλήρωσαν την υποχρέωση τους, διερεύνησαν το εγερθέν ζήτημα σε εύλογο χρόνο, από τον Αύγουστο 2003 μέχρι την ημερομηνία απόλυσης στις 25 Ιανουαρίου 2004. Ορθό ήταν και το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου και σε σύμπλευση με τη μαρτυρία, ότι δόθηκε η ευκαιρία στην εφεσείουσα να θέσει τη δική της εκδοχή.
4. Αποτελούσε αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι η σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου είχε, με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, ανεπανόρθωτα κλονιστεί και η απόλυση της εφεσείουσας ήταν αναγκαία συνέπεια.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κακοφεγγίτου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1478.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1246/04), ημερομηνίας 26/9/2008.
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για την Εφεσείουσα.
Γ. Πολυβίου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κ. Παμπαλλή, Δ..
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα ήταν υπάλληλος των εφεσιβλήτων από το 1988. Στις 29 Ιανουαρίου 2004, η εργοδότηση της τερματίστηκε μετά από σχετική απόφαση των εφεσιβλήτων, λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς.
Η εφεσείουσα θεώρησε την απόλυση της ως παράνομη, ληφθείσα κατά παράβαση των συνταγματικών της δικαιωμάτων και ενάντια στους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης. Τα πιο πάνω είχαν ως αίτιο τη διαδικασία που ακολούθησαν οι εφεσίβλητοι και οδήγησαν στην απόλυση της. Διεκδίκησε δικαστικώς αποζημίωση, μισθούς 23 χρόνων και φιλοδώρημα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολείται σε έκταση με τα περιστατικά που προηγήθηκαν της απόλυσης της εφεσείουσας που έχουν ως αφετηρία, δέσμη παραδεχτών γεγονότων τα οποία, παρόλο που είναι εκτεταμένα, θα τα παραθέσουμε για σκοπούς ορθής αναφοράς.
«Η εργοδότηση της ενάγουσας από την Τράπεζα χρονολογείται από τον Ιούνιο του 1988 όταν προσελήφθηκε σε προσωρινή βάση για περίοδο ενός έτους (τεκμ. 22α). Ένα χρόνο αργότερα, στις 1.6.89 (τεκμ. 22β), κατατάχθηκε στο τακτικό προσωπικό υπό τους όρους Συμβολαίου Υπηρεσίας (τεκμ. 22γ) και αφού δεσμεύτηκε να συμμορφώνεται στους Εσωτερικούς Κανονισμούς της Τράπεζας (τεκμ. 22δ). Έκτοτε υπηρέτησε σε διάφορα τμήματα και καταστήματα της Τράπεζας στην Πάφο και κατά τα τρία τελευταία, πριν την απόλυσή της, χρόνια ήταν υπεύθυνη τμήματος (του Personal Line) του Κεντρικού Καταστήματος Πάφου (στο εξής το Κατάστημα).
Η υπόθεση, για την οποία καταλογίστηκαν αντικανονικές ενέργειες στην ενάγουσα, αφορούσε δάνειο ύψους £63.000 που παραχώρησε η Τράπεζα στις 29.8.02 σε κάποια Miteva Velitchka για αγορά διαμερίσματος στην Πάφο από την Ξυλουργική Εταιρεία Χριστάκης Μ. Πετεινός Λτδ (στο εξής η Εταιρεία).
Το διαμέρισμα ήταν υποθηκευμένο στην Τράπεζα (Υ40/94) και πριν την υποβολή της αίτησης δανείου ενημερώθηκε η Υπηρεσία Recoveries για τη σκοπούμενη πράξη. Ποιος την ενημέρωσε και σε ποια ενημέρωση προέβη δεν ξεκαθαρίστηκε πλήρως. Το βέβαιο, όμως, είναι ότι στις 27.8.02 η εν λόγω υπηρεσία απέστειλε επιστολή στο Κατάστημα, σε προσοχή της ενάγουσας (τεκμ. 25), με το ακόλουθο περιεχόμενο:
«Σας αποστέλλουμε τα πιο κάτω έγγραφα και παρακαλούμε όπως την Πέμπτη 29/8/2002 αφού εισπράξετε το ποσό των £50.000= (Λίρες Κύπρου Πενήντα Χιλιάδες), προβείτε στην ακύρωση της Α΄ Υποθήκης Υ40/94:
• Ν274 εις διπλούν.
• Πρωτότυπο υποθηκευτήριο Υ40/94, ΝΤ13 & πρωτότυπο τίτλο αρ. εγγρ. 6001.
Σημειώστε ότι με το εισπραχθέν ποσό να εξοφληθεί ο λογαριασμός αρ. 0110-22-093195 και παν υπόλοιπο να κατατεθεί στο λογαριασμό αρ. 0110-22-093209».
Δυο ημέρες μετά, στις 29.8.02, η Velitchka ξαναεπισκέφθηκε το Κατάστημα προκειμένου να υποβάλει την αίτηση δανείου. Η αίτηση (τεκμ. 27) ετοιμάσθηκε από την ενάγουσα και εγκρίθηκε αυθημερόν από το διευθυντή του Καταστήματος. Την ίδια ημέρα η ενάγουσα πλήρωσε εκ μέρους της Εταιρείας διάφορες επιβαρύνσεις του διαμερίσματος (τεκμ. 26) και την επόμενη το διαμέρισμα μεταβιβάσθηκε στο όνομα της Velitchka, αφού ο Πετεινός κατάθεσε στο λογαριασμό της ενάγουσας £467 (τεκμ. 24) για ό,τι αυτή πλήρωσε την προηγούμενη ημέρα.
Οι κτηματολογικές εργασίες του Καταστήματος διεκπεραιώνονταν συνήθως από τους υπαλλήλους Π. Ψύλλου και Γ. Πέτρου. Η επίδικη όμως πράξη διεκπεραιώθηκε από την ενάγουσα στη βάση ειδικού πληρεξουσίου ημερ. 27.8.02 (τεκμ. 1) που της παραχώρησαν οι διοικητικοί σύμβουλοι της Εταιρείας.
Το διαμέρισμα, ταυτόχρονα με τη μεταβίβασή του στο όνομα της Velitchka, υποθηκεύθηκε προς όφελος της Τράπεζας για εξασφάλιση της πληρωμής του παραχωρηθέντος δανείου ύψους £63.000. Από το εν λόγω δάνειο, ποσό £50.000 κρατήθηκε για οφειλές της Εταιρείας προς την Τράπεζα, £3.000 για μεταβιβαστικά και για το υπόλοιπο των £10.000 εκδόθηκε επιταγή στο όνομα Χριστάκης Πετεινός (Τεκμ. 23), η οποία εξαργυρώθηκε την ίδια ημέρα από το κατάστημα της οδού Ευαγόρα Παλληκαρίδη της Τράπεζας. Η εν λόγω επιταγή, όπως θα δούμε στη συνέχεια, έγινε η κύρια αιτία για απόλυση της ενάγουσας με όλες τις δυσάρεστες συνέπειες.
Ένα χρόνο μετά, το Σεπτέμβριο του 2003, καταγγέλθηκε στην Τράπεζα ότι η επιταγή των £10.000 (τεκμ. 23) δεν εξαργυρώθηκε από το Χρ. Πετεινό και σ' ότι αφορά την τύχη της προέκυψαν υποψίες σε βάρος της ενάγουσας. Η Τράπεζα έκρινε ότι θα έπρεπε να εξετάσει την καταγγελία, εξέταση που πληροφορήθηκε και η ενάγουσα γι' αυτό στις 11.9.03 επισκέφθηκε μαζί με το σύζυγό της τον περιφερειακό διευθυντή της Τράπεζας στην Πάφο κ. Χ'' Βασιλείου από τον οποίο ζήτησαν ενημέρωση. Τους πληροφόρησε ότι πράγματι η Τράπεζα εξέταζε την τύχη της επιταγής των £10.000 και επειδή η ενάγουσα του αρνήθηκε ότι είχε ανάμειξη στην εξαργύρωσή της, ο κ. Χ'' Βασιλείου ετοίμασε την επομένη μια υπεύθυνη δήλωση και της την παρέδωσε για υπογραφή από το Χριστάκη Πετεινό, την οποία ο τελευταίος υπόγραψε την ίδια μέρα (τεκμ. 2) στη Λευκωσία. Με αυτή βεβαίωνε ότι την επιταγή την εξαργύρωσε ο ίδιος προσωπικά στις 30.8.02 από κατάστημα της Τράπεζας στην Πάφο και εισέπραξε όλο το ποσό. Βεβαίωνε, επίσης, ότι το πληρεξούσιο (τεκμ. 1) «το έδωσαν» στην ενάγουσα λόγω του ότι στις 30.8.02 τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγος του δεν μπορούσαν να παραστούν στο Κτηματολόγιο Πάφου.
Η Τράπεζα δεν ικανοποιήθηκε από το περιεχόμενο του Τεκμ. 2 και συνέχισε την εξέταση της καταγγελίας με αποτέλεσμα η ενάγουσα να απευθυνθεί στο δικηγόρο Χρ. Τριανταφυλλίδη. Η πρώτη ενέργεια του δικηγόρου ήταν να στείλει στις 18.9.02 τηλεομοιότυπο στο Χ'' Βασιλείου (τεκμ. 3), διαμαρτυρόμενος εκ μέρους της πελάτισσας του τόσο για το γεγονός ότι διεξαγόταν έρευνα όσο και για τη διαδικασία της έρευνας, τη στιγμή που με βάση το περιεχόμενο της δήλωσης του Πετεινού (τεκμ. 2) αποδεικνυόταν το αβάσιμο των οποιωνδήποτε ισχυρισμών σε βάρος της πελάτισσας του. Στη βάση αυτή ζητούσε άμεση ενημέρωση και επεφύλασσε τα δικαιώματα της πελάτισσάς του για τις ζημιογόνες επιπτώσεις της έρευνας σε βάρος της. Η απάντηση ήλθε από την Εσωτερική Νομική Υπηρεσία της Τράπεζας στις 6.10.03 (τεκμ. 6), αφού προηγήθηκαν άλλα δύο τηλεομοιότυπα του δικηγόρου της ενάγουσας ημερ. 25.9 και 6.10.03 (τεκμ. 4 και 5). Με την επιστολή τεκμ. 6 η Νομική Υπηρεσία της Τράπεζας τον πληροφορούσε ότι θα επανερχόταν στο θέμα αφού πρώτα ετύγχανε ενημέρωσης, κάτι που έκαμε στις 22.10.03 (τεκμ. 7). Η Τράπεζα, τον πληροφορούσαν, εξέταζε παράπονα πελάτισσάς της για την τύχη της επιταγής των £10.000, κάτι για το οποίο ρωτήθηκε και η ενάγουσα. Για ολοκλήρωση όμως της έρευνας, οι υπηρεσίες ελέγχου της Τράπεζας, ανέμεναν την επάνοδο της από το εξωτερικό προκειμένου να της ζητήσουν κάποιες αναγκαίες διευκρινίσεις.
Οι διευκρινίσεις δόθηκαν από την ενάγουσα στις 7.11.03 με τη μορφή θεληματικής, όπως αποκαλείται, κατάθεσης (τεκμ. 8 και 8α), αφού προηγουμένως η Γενική Επιθεώρηση της Τράπεζας πήρε από δύο υπαλλήλους της αντίστοιχες καταθέσεις. Η πρώτη δόθηκε από τον ταμία του καταστήματος της οδού Ευαγόρα Παλληκαρίδη Α. Φιλαρέτου (ΜΥ1), στις 30.10.03 (τεκμ. 29) και η δεύτερη από την υφιστάμενη της ενάγουσας Στ. Χρυσοστόμου (ΜΥ2) στις 3.11.03 (τεκμ. 30). Με την κατάθεσή της η Χρυσοστόμου ισχυριζόταν ότι η επιταγή των £10.000 στο όνομα Χριστάκη Πετεινού εκτυπώθηκε από την ίδια και παραδόθηκε στην ενάγουσα μετά από υπόδειξη της τελευταίας, ενώ ο Φιλοθέου ισχυριζόταν ότι στις 30.8.03 παρουσιάσθηκε στο ταμείο του η ενάγουσα και αφού του παρουσίασε την εν λόγω επιταγή την εξαργύρωσε, πληρώνοντάς την σε μετρητά £10.000. Η ενάγουσα, στην κατάθεσή της, παραδέχεται ότι ναι μεν αυτή έδωσε εντολή να εκδοθεί επιταγή £10.000 στο όνομα του Χριστάκη Πετεινού, αλλά το έκανε καθ' υπόδειξη της Velitchka, γιατί, όπως της ανέφερε, είχε συμφωνήσει με τους πωλητές να δηλώσουν ότι αγόρασε το διαμέρισμα £50.000 και όχι £60.000 για να μην πληρώσουν πολύ φόρο. Αρνείται, όμως, ότι παρέλαβε την επιταγή, προβάλλοντας ότι η επιταγή παρελήφθηκε από τον υπάλληλο που εκπροσώπησε την Τράπεζα στο Κτηματολόγιο.
Ένα μήνα μετά την κατάθεση της ενάγουσας, στις 7.12.03, η Επιτροπή της απέστειλε επιστολή (τεκμ. 9), με την οποία την καλούσε να παρουσιασθεί ενώπιόν της στις 16.12.03 για να δώσει τη δική της εκδοχή σε σχέση με ενέργειές της για το δάνειο που παραχωρήθηκε στη Velitchka, με έμφαση την τύχη της επιταγής των £10.000. Σχετικά, της γνωστοποιούσαν ότι σύμφωνα με σχετικές μαρτυρίες η εν λόγω επιταγή δεν περιήλθε στην κατοχή του Πετεινού αλλά εξαργυρώθηκε από την ίδια, ενέργεια ιδιαίτερης σοβαρότητας.
Η ενάγουσα, μέσω του δικηγόρου της (τεκμ. 10 ημερ. 12.12.03), δήλωσε έτοιμη να εμφανισθεί ενώπιον της Επιτροπής εφόσον ικανοποιούνταν δύο όροι: Να συνοδεύεται από δικηγόρο και να της κοινοποιηθούν προηγουμένως όλα τα στοιχεία που σχετίζονταν με την υπόθεση έτσι ώστε να είναι σε θέση να τοποθετηθεί. Η Επιτροπή όμως δεν συγκατένευσε, με το αιτιολογικό ότι η πρόσκληση ήταν προσωπική (τεκ. 11 ημερ. 12.12.03), με αποτέλεσμα η Ενάγουσα να μην εμφανισθεί ενώπιον της και η συνεδρίαση να αναβληθεί για τις 16.1.04 (τεκμ. 12 και 13). Ακολούθησε η αποστολή νέας πρόσκλησης στις 12.1.04 (τεκμ. 14), αλλά η ενάγουσα επέμενε στην τήρηση των προαναφερθέντων όρων (τεκμ. 15). Κατ' ακολουθία τούτου η Επιτροπή συνεδρίασε στην απουσία της και αποφάσισε ομόφωνα να εισηγηθεί στο Διοικητή της Τράπεζας τερματισμό της απασχόλησης της, εισήγηση που έγινε αποδεκτή (τεκμ. 32 και 33).
Οι λόγοι της απόλυσης κοινοποιήθηκαν στην ενάγουσα στις 29.1.04 με επιστολή ημερ. 26.1.04 (τεκμ. 16) της Τράπεζας, με την οποία την πληροφορούσαν ότι οι υπηρεσίες της τερματίζονταν αυθημερόν. Πρόκειται για λόγους που αφορούσαν, όπως ήδη έχει σημειωθεί, ενέργειές της για το δάνειο προς τη Velitchka με ιδιαίτερη αναφορά στο ότι η επιταγή των £10.000 δεν περιήλθε στην κατοχή του Πετεινού, αλλά εξαργυρώθηκε από την ίδια.
Η αντίδραση της Ενάγουσας εκδηλώθηκε την ίδια ημέρα με τηλεμήνυμα του δικηγόρου της (τεκμ. 17) με το οποίο απέρριπτε το περιεχόμενο της επιστολής απόλυσης και μερικές ημέρες αργότερα, στις 5.2.04, προχώρησε στην έγερση αγωγής.»
Επίκεντρο της προσοχής των συνηγόρων πρωτοδίκως ήταν η διαδικασία που ακολούθησαν οι εφεσίβλητοι ώστε να καταλήξουν στην απόφαση απόλυσης της εφεσείουσας.
Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος κατέληξε αναφέροντας:
H υπόθεση εξετάσθηκε από τη Γενική Επιθεώρηση της Τράπεζας, η οποία πήρε καταθέσεις από τους ΜΥ.1 και 2, καθώς επίσης και από την ενάγουσα. Οι εν λόγω καταθέσεις τέθηκαν υπόψιν της Επιτροπής, η οποία κάλεσε την ενάγουσα να εμφανισθεί ενώπιον της στις 16.12.03 για να δώσει τη δική της εκδοχή. Η ενάγουσα δεν εμφανίσθηκε επειδή η Επιτροπή δεν της επέτρεψε να συνοδεύεται από δικηγόρο και δεν της κοινοποίησε, όπως ζήτησε, όλα τα στοιχεία που σχετίζονταν με την υπόθεση. Λόγω τούτου, η Επιτροπή ανάβαλε τη συνεδρία της για τις 16.1.04, αλλά και πάλιν η ενάγουσα δεν εμφανίσθηκε ενώπιον της εμμένοντας στην τήρηση των όρων που έθεσε. Κατ' ακολουθία τούτων η Επιτροπή συνεδρίασε στην απουσία της και αποφάσισε ομόφωνα να εισηγηθεί στο Διοικητή της Τράπεζας τον τερματισμό της απασχόλησης της, εισήγηση που έγινε αποδεκτή.
Η απουσία τήρησης των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης που επικεντρώνονται στην απουσία ικανοποίησης των δύο όρων που έθεσε η εφεσείουσα, μέσω των δικηγόρων της, πριν εμφανιστεί στην εξεταστική επιτροπή των εφεσιβλήτων, ήτοι να της γνωστοποιηθούν όλα τα στοιχεία εναντίον της και να συνοδεύεται κατά την εμφάνιση της από το δικηγόρο της, πρέπει υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας, τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ' έφεση να οδηγήσουν σε διαπίστωση παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης που εφαρμόζονται σε πειθαρχικής φύσεως υποθέσεις, οι οποίες προσομοιάζουν με ποινικές.
Στην αντιπέρα πλευρά ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων πρόβαλε ότι καθοριστικό στοιχείο στην υπόθεση ήταν η διάγνωση της σχέσης μεταξύ των διαδίκων. Αυτή ήταν, όπως εισηγήθηκε και έγινε αποδεχτή πρωτοδίκως, σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου. Ενόψει της υφιστάμενης σύμβασης εργοδότησης, το δικαστήριο, όπως είπε, είχε καθήκον να εξετάσει αν τηρήθηκαν οι πρόνοιες της σύμβασης εργοδότησης. Ο εργοδότης είχε υποχρέωση να διερευνήσει δεόντως τα παραπτώματα που καταλογίστηκαν στην εφεσείουσα και να της δώσει την ευκαιρία να ανασκευάσει, κάτι το οποίο έκαμαν οι εφεσίβλητοι.
Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση ότι η διαδικασία στην επιτροπή ισοδυναμούσε με πειθαρχική δίκη και κατέληξε ότι η υπό εξέταση υπόθεση θα έπρεπε να κριθεί με βάση το ιδιωτικό δίκαιο.
Οι εφεσίβλητοι, κατέληξε το δικαστήριο, διερεύνησαν την καταγγελία σε εύλογο χρόνο, ακολούθησαν μια λογική διαδικασία και έδωσαν στην εφεσείουσα την ευκαιρία να προβάλει τη θέση της. Ως αποτέλεσμα αυτού του συμπεράσματος απέρριψε την αγωγή.
Με την έφεση το προβληθέν επιχείρημα είχε ως επίκεντρο τη διαδικασία που ακολούθησαν οι εφεσίβλητοι κατά το στάδιο της διερεύνησης της υπόθεσης. Ήταν μια πειθαρχική διαδικασία, εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος της, και η κλήση για παρουσίαση της εφεσείουσας απαιτούσε τήρηση των ελαχίστων προϋποθέσεων, τις οποίες η ίδια έθεσε. Επιχείρησαν οι εφεσίβλητοι, όπως προβλήθηκε, να πάει η εφεσείουσα «μόνη της» χωρίς να γνωρίζει τι θα αντιμετώπιζε και κατά παράβαση του δικαιώματος να συνοδεύεται από δικηγόρο της επιλογής της. Επεκτείνοντας το επιχείρημα του ο συνήγορος, είπε ότι αυτός ο τρόπος χειρισμού είχε αποβεί σε βάρος της εφεσείουσας αφού δεν υπήρχε ισότητα των όπλων και οδήγησε σε μια μη δίκαιη δίκη. Ως προς την κατάληξη των εφεσιβλήτων ότι η εφεσείουσα δεν παρουσιάστηκε στην επιτροπή, αυτό είναι παραπλανητικό. Η εφεσείουσα, όπως είπε, ουδέποτε αρνήθηκε να παρουσιαστεί. Ζήτησε όπως, άλλωστε, εδικαιούτο, να εμφανιστεί συνοδευόμενη από το δικηγόρο της, κάτι που οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν. Αποτελεί σφάλμα, εισηγήθηκε ο συνήγορος της εφεσείουσας, η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι είχαν υποχρέωση να προβούν σε διερεύνηση σε εύλογο χρόνο και πριν την απόλυση να της δοθεί η ευκαιρία προβολής της θέσης της. Αυτή τούτη η διερεύνηση, κατέληξε, ήταν όχι μόνο υποχρέωση των εφεσιβλήτων αλλά και δικαίωμα της εφεσείουσας. Τούτο το δικαίωμα παραβιάστηκε, κατέληξε, επομένως η διαδικασία έπασχε εξ αρχής.
Η τελευταία πτυχή της έφεσης αφορά το ίδιο το υλικό που τέθηκε ενώπιον της επιτροπής των εφεσιβλήτων και είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων, κάνοντας αναφορά σε αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση εισηγήθηκε ότι ήταν απόλυτα σωστή η κατάληξη που εδράζεται στην ιδιότητα του νομικού προσώπου των εφεσιβλήτων. Αποτελούν, εταιρεία, και λειτουργούν στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Έχουν υποχρεώσεις διάφορες από τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, έτσι δεν διεξάγουν «ποινικές ή πειθαρχικές διαδικασίες». Έκαμε δε αναφορά στην υπόθεση Κακοφεγγίτου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1478 στην οποία γίνεται αναφορά και στην πρωτόδικη απόφαση.
Ως προς το εύρος της μαρτυρίας που είχε προσαχθεί, ο συνήγορος των εφεσιβλήτων υπεραμύνθηκε του συμπεράσματος του πρωτόδικου δικαστηρίου εισηγούμενος ότι η μαρτυρία που παρουσίασαν οι εφεσίβλητοι ήταν όχι μόνο αξιόπιστη αλλά οδηγούσε στο αναπόφευκτο συμπέρασμα της ύπαρξης κλονισμού της αναγκαίας σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ εργοδότη και εργοδοτουμένου.
Η σαφής και κατηγορηματική θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιολόγηση της προσαχθείσας ενώπιον του μαρτυρίας, δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της ορθότητας της. Ο ευπαίδευτος πρόεδρος δίδει με επάρκεια τους λόγους που τον ώθησαν να αποδεχθεί τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από τους εφεσίβλητους και να απορρίψει τη μαρτυρία της εφεσείουσας. Εξηγείται λεπτομερώς πώς και γιατί απορρίφθηκε η γραπτή δήλωση του Χριστάκη Πετεινού (τεκμ.2), που αποτελεί πρόσωπο εμπλεκόμενο στην υπόθεση ως πωλητής του διαμερίσματος, όπως διατυπώνεται στα παραδεκτά γεγονότα.
Συνακόλουθα δεν θεωρούμε ότι έχει έρεισμα το παράπονο της εφεσείουσας επί του θέματος της αξιολόγησης και απορρίπτεται.
Ο λόγος της υπόθεσης Κακοφεγγίτου (άνω) σφραγίζει πιστεύουμε και την τύχη της παρούσας έφεσης. Η δομή λειτουργίας της σχέσης μεταξύ εφεσείουσας και εφεσιβλήτων καθορίστηκε από την εποχή της προσωρινής πρόσληψης της εφεσείουσας στις 20 Ιουνίου 1988, (τεκμ22Α) και αφορούσε ιδιωτική σύμβαση εργοδότησης διεπόμενη από τους εσωτερικούς κανονισμούς του προσωπικού των εφεσιβλήτων. Η νομιμοποίηση της εφεσείουσας στις 8 Αυγούστου 1989, συνοδεύτηκε από την υπογραφή Συμβολαίου Υπηρεσίας (τεκμ.22Γ) και αποδοχή όρων εσωτερικών κανονισμών (Τεκμ.22Δ).
Η ύπαρξη καταγγελίας για εξαργύρωση επιταγής από την εφεσείουσα έδωσε το έναυσμα για τη διενέργεια επιθεώρησης για τον τρόπο που υποβλήθηκε αίτηση, χορηγήθηκε δάνειο και έγινε μεταβίβαση ενός διαμερίσματος στο όνομα κάποιας Velitchka Miteva. Οι εφεσίβλητοι ζήτησαν από την εφεσείουσα να παρουσιαστεί ενώπιον της εποπτικής επιτροπής τήρησης και εφαρμογής αποφάσεων και κανονισμών. Ακολούθησε η επιστολή του δικηγόρου της, που έθετε όρους για την παρουσία της, κάτι που δεν έγινε τελικώς αποδεχτό, αφού της γνωστοποιήθηκε η πρόθεση των εφεσιβλήτων να προχωρήσουν έστω και στην απουσία της, και την επιστολή τους 26 Ιανουαρίου 2004, τερματίστηκαν οι υπηρεσίες της.
Συμφωνούμε με το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι η σχέση των διαδίκων διεπόταν από σύμβαση ιδιωτικού δικαίου. Εκπλήρωσαν την υποχρέωση τους οι εφεσίβλητοι, διερεύνησαν το εγερθέν ζήτημα σε εύλογο χρόνο, από τον Αύγουστο 2003 μέχρι την ημερομηνία απόλυσης που ήταν η 25 Ιανουαρίου 2004. Ταυτοχρόνως, θεωρούμε ορθό το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου και σε σύμπλευση με τη μαρτυρία, ότι δόθηκε η ευκαιρία στην εφεσείουσα να θέσει τη δική της εκδοχή.
Τέλος θεωρούμε αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι η σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου είχε, με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, ανεπανόρθωτα κλονιστεί και η απόλυση της εφεσείουσας ήταν αναγκαία συνέπεια.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.