ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                    Aρ. Aίτησης 33/12

 

18 Δεκεμβρίου, 2012

 

[K. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟN ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2002 (Ν.165(Ι)/2002)

 

ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ: 

REDA ABDELMALAK YOUSSEF

-------- -----------

 

Ο αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά.

Β.Καρλεττίδου (κα.) - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα.

κ.Θ.Ζάζας - μεταφραστής από τα αραβικά στα ελληνικά και αντίθετα.

-------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Ex-tempore)

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Ο αιτητής είναι Αιγύπτιος υπήκοος και είχε αφιχθεί στην Κύπρο στις 29 Ιουλίου 2011 μαζί με τη θυγατέρα του.  Στις 22 Σεπτεμβρίου 2011 υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία, ισχυριζόμενος ότι υφίσταται άμεση απειλή η ζωή του, και η θυγατέρα του κινδυνεύει να απαχθεί, όπως συνέβη με τη σύζυγο του με σκοπό να προσηλυτιστεί στο μωαμεθανισμό.

 

Η αίτηση του εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου και υποβλήθηκε σε συνέντευξη στις 27 Ιανουαρίου 2012.  Παρούσα στη συνέντευξη ήταν και η αδελφή του, η οποία επίσης είχε αφιχθεί από την Αίγυπτο, ισχυριζόμενη ότι επίσης κινδυνεύει η ζωή της.  Προχώρησε η Υπηρεσία σε μια δεύτερη συνέντευξη η οποία έλαβε χώρα στις 27 Ιουλίου 2012. 

 

Κατά το στάδιο της προετοιμασίας της έκθεσης η αρμόδια λειτουργός είχε εντοπίσει σειρά από γεγονότα τα οποία οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής ήταν αναξιόπιστος και εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως του.  Η αίτηση του τελικά απερρίφθη και προσέφυγε με διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή με στόχο την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Η Αναθεωρητική Αρχή με απόφαση της ημερ. 29 Οκτωβρίου 2012 αφού παραθέτει το ιστορικό και εστιάζει την προσοχή της στα γεγονότα τα οποία οδήγησαν στην κρίση αναξιοπιστίας για τον αιτητή, όπως το γεγονός ότι υπήρχε διαφοροποιημένη θέση αναφορικά με τον τρόπο απαγωγής της γυναίκας και της κόρης του αιτητή, της επιστροφής της κόρης και της μετέπειτα απαγωγής της γυναίκας του, της ασάφειας που εντοπίστηκε ως προς τις απειλές για την κόρη του, τις αντιφάσεις ως προς την ημερομηνία της απαγωγής της συζύγου του.  Περαιτέρω επισημαίνεται στην απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής η σύγχυση που προκλήθηκε από τις δυο συνεντεύξεις του αιτητή αναφορικά με τις υποτιθέμενες απειλές τις οποίες είχε δεχθεί και ιδιαιτέρως όταν απομακρύνθηκε από τον τόπο καταγωγής του, που ισχυρίστηκε ότι παρακολουθείτο, ενώ τελικά είπε ότι παρακολουθούντο άλλα μέλη της οικογένειας του.  Επισημαίνεται περαιτέρω στην απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής ότι υπάρχει σύγχυση αναφορικά με το πιστοποιητικό ασπασμού της ισλαμικής θρησκείας και του πιστοποιητικού γάμου του αιτητή αναφορικά με το πρόσωπο της συζύγου του. 

 

Για τους πιο πάνω λόγους η Αναθεωρητική Αρχή υιοθέτησε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου αναφορικά με την αξιοπιστία του αιτητή, και ως αποτέλεσμα τούτου, απέρριψε την αίτηση, θεωρώντας ότι ο αιτητής δεν απέδειξε ότι θα μπορούσε να του αναγνωριστεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. 

 

Στις 23 Νοεμβρίου 2012 ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση με την οποία ζητά την παροχή δωρεάν νομικής αρωγής έτσι ώστε να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο για να αμφισβητηθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων.  Η αίτηση αναβλήθηκε γιατί ο αιτητής δεν είχε προσκομίσει αντίγραφο της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής, κάτι το οποίο τελικώς έγινε στις 12 Δεκεμβρίου 2012. 

 

Κατά το στάδιο της ακρόασης της αίτησης η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας αναφέρθηκε στο περιεχόμενο της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής, σύμφωνα με το οποίο ο αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος.  Η ακολουθητέα διαδικασία, υποστήριξε η κα.Καρλεττίδου, ήταν η ενδεδειγμένη με βάση τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου. 

 

Το Δικαστήριο πρόσθεσε, εξετάζει με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 6Β(2)(ββ) την πιθανότητα θετικής δικαστικής απόφασης προτού εγκρίνει τη νομική αρωγή.  Στην προκείμενη περίπτωση κατέληξε η συνήγορος, τέτοια πιθανότητα δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί. 

 

Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αιτητής εμφανίζεται χωρίς τη βοήθεια δικηγόρου, είχα εξηγήσει το σημείο της αναξιοπιστίας επί του οποίου στηρίχθηκε η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής και ζήτησα από τον αιτητή να τοποθετηθεί.  Σε απάντηση ο αιτητής ανέφερε ότι επιχείρησε κατά την πρώτη συνάντηση που έγινε με την Υπηρεσία Ασύλου να πει τα γεγονότα, όπως τα είχε βιώσει και κατά τη δεύτερη συνέντευξη είπε, κατά την έκφραση του, όσα χρειαζόταν επιπλέον να αναφέρει και δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί, όπως είπε, γιατί κρίθηκε αναξιόπιστος. 

 

Ο περί Νομικής Αρωγής Νόμος του 2002, Ν.165(Ι)/2002, τροποποιήθηκε πρόσφατα με βάση το Νόμο 122(Ι)/2009, έτσι ώστε να καλύπτει και αιτητές οι οποίοι επιδιώκουν την προσφυγή τους στο Ανώτατο Δικαστήριο με σκοπό την αμφισβήτηση δυσμενούς απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής, επί διοικητικής προσφυγής, όπως αιτητές ασύλου.  Η υποπαράγραφος (ββ) της παραγρ.(2) του άρθρου 6Β του Νόμου στο οποίο   έκαμε αναφορά και η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, θέτει ως προϋπόθεση για την έγκριση αιτήματος νομικής αρωγής την εξέταση, σε αυτό το αρχικό και προκαταρκτικό στάδιο, της πιθανότητας έκδοσης θετικής δικαστικής απόφασης στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας εκδίκασης της προσφυγής. 

 

Είναι συναφώς επιβεβλημένο να εξεταστεί αυτή η παράμετρος.  Για να διαπιστωθεί αυτή η πιθανότητα επιτυχίας, το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει, βασιζόμενο στις υποθέσεις Singh v. Της Δημοκρατίας (2006)3 Α.Α.Δ. 393 και Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533 κατά πόσο έχει τηρηθεί σωστά, η διαδικασία, ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής και αυτό αποτελεί τη βάση αξιολόγησης της υπόθεσης. 

 

Μέσα σ΄αυτό το νομικό πλαίσιο ο αιτητής δεν έθεσε κανένα στοιχείο ενώπιον του Δικαστηρίου που να, όχι μόνο, οδηγεί σε εκ πρώτης όψεως εύρημα, παράτυπης ή κακής διαδικασίας, αλλά ούτε καν άφησε τέτοιο θέμα να αιωρείται.  Η υπόθεση του αιτητή κρίθηκε στη δική του αναξιοπιστία, γεγονός που δεν μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο του διοικητικού ελέγχου που διεξάγεται από το Ανώτατο Δικαστήριο σε προσφυγές που στόχο έχουν την αναθεώρηση αποφάσεων της Αρχής. 

 

Παρόλη τη συμπάθεια που κάποιος μπορεί να αισθανθεί για τη δυσκολία που έχει ο αιτητής, η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει, και ως εκ τούτου απορρίπτεται.  Τα έξοδα του μεταφραστή να πληρωθούν από τη Δημοκρατία.

 

 

                                                                      Κ. Παμπαλλής,

                                                                                Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο