ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 2509
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 280/08 και 282/08 )
14 Νοεμβρίου 2012
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΔΔ.]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 280/08)
ΔΩΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ
Εφεσειόντα/Ενάγοντα
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητου/Εναγόμενου
_________________
(Πολιτική Έφεση Αρ. 282/08)
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσειόντα/Ενάγοντα
ν.
ΔΩΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ
Εφεσίβλητου/Εναγόμενου
_________________
Πολιτική έφεση αρ. 280/08
Ε. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Αναστασίου (κα), για τον Εφεσίβλητο.
Πολιτική έφεση αρ. 282/08
Μ. Αναστασίου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Ε. Πουργουρίδης, για τον Εφεσίβλητο.
_________________
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δ. Χατζηχαμπή, Δ.
_______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ: Ο Εφεσείων στην έφεση 280/2008 (που θα αποκαλείται «ο παραπονούμενος») ευρέθη ένοχος κατόπιν ακρόασης σε πέντε κατηγορίες άσεμνης επίθεσης. Η καταδίκη του παραμερίσθη επ΄εφέσει για λόγους που αφορούσαν την επιμόλυνση της μαρτυρίας ως εκ της δημοσιότητας που είχε δοθεί στο θέμα. Άλλος ο οποίος είχε εμπλακεί στις περιστάσεις που αφορούν την υπόθεση επίσης κατεδικάσθη, η δική του έφεση όμως δεν ήταν επιτυχής - σε αυτή δεν είχε εγερθεί θέμα ανάλογο προς εκείνο που οδήγησε στην επιτυχία της έφεσης του παραπονούμενου. Μετά από την αθώωση του παραπονούμενου στην έφεσή του, ο τότε Γενικός Εισαγγελέας σύστησε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας όπως, για σκοπούς ίσης μεταχείρισης, ανασταλεί η ποινή του άλλου καταδικασθέντος, σύσταση η οποία και έγινε αποδεκτή. Λίγες μέρες αργότερα ο Γενικός Εισαγγελέας, εμφανιζόμενος σε τηλεοπτική εκπομπή, ερωτήθη από το δημοσιογράφο που την παρουσίαζε το εξής:
«Η τελευταία, μια από τις τελευταίες αποφάσεις σας ως Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας είναι η εισήγηση για αποφυλάκιση του Γιώργου Σερδάρη. Τόσο ο Δώρος Γεωργιάδης όσο και ο Γιώργος Σερδάρης είναι ελεύθεροι αυτή τη στιγμή.»
Ο Γενικός Εισαγγελέας απάντησε «Μάλιστα,» οπότε ακολούθησαν τα εξής:
«Δημοσιογράφος: Αυτό αποδεικνύει τι στα μάτια ενός πολίτη, ότι κάποτε καταδικάστηκαν 2 αθώοι πολίτες.
Γενικός Εισαγγελέας: Όχι.
Δημοσιογράφος: . άδικα .
Γενικός εισαγγελέας: Όχι.
Δημοσιογράφος: . η ότι η Γενική Εισαγγελία, η νομική υπηρεσία, το δικαστήριο δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους.
Γενικός Εισαγγελέας: Όχι. Κοιτάξετε .
Δημοσιογράφος: Τι αποδεικνύει;
Γενικός Εισαγγελέας: Κοιτάξετε να δείτε. Εμάς η θέση μας, και εμένα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, είναι ότι δίκαια κατεδικάσθησαν και οι δυο. Το Ανώτατο Δικαστήριο όμως, ήβρε ότι η δίκη Γεωργιάδη είχε μολυνθεί από την υπέρμετρη δημοσιότητα που είχε δοθεί από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, και χωρίς να υπεισέλθει στην ουσία, αν είχε μαρτυρία ή όχι, έκρινε ότι το Κακουργιοδικείο δεν εφάρμοσε αντικειμενικό κριτήριο για να διαπιστώσει εάν το ίδιο το Κακουργιοδικείο επηρεάστηκε ή όχι από τα δημοσιεύματα και άρα λέει έπρεπε να αθωωθεί ο Γεωργιάδης. Τώρα, κατά τη γνώμη μας, και να έχουμε υπόψη μας πάντα ότι οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπόκεινται και εκείνες σε κριτική, δεν είναι το ευαγγέλιο, είναι το τέλος μιας υπόθεσης διότι έτσι λέει το Σύνταγμα, αλλά μπορεί να είναι λανθασμένη η αιτιολογία, μπορεί να είναι λανθασμένη η κρίση η δικαστική. Εγώ διαφωνώ με την συγκεκριμένη απόφαση στον Γεωργιάδη μα αφού διαφωνώ τότε γιατί έκανα το άλλο με τον Σερδάρη. Διότι είναι θέμα ισότητας, ήταν η ίδια υπόθεση, ήταν τα ίδια δημοσιεύματα. Λοιπόν, ο ένας αθωώθηκε στο Εφετείο ο άλλος είναι μέσα, ήταν μέσα, διότι στην έφεση του δεν ηγέρθη το θέμα της δημοσιότητας της δίκης, δηλαδή ο δικηγόρος του δεν ήγειρε θέμα ότι ξέρετε η δίκη εμολύνθη λόγω της δημοσιότητας. Κατά τη γνώμη μου, σωστά δεν το ήγειρε, διότι με τη νομολογία που ήδη είχαμε, αυτό το επιχείρημα έπρεπε να είχε απορριφθεί. Δεν απερρίφθη. Εμείς ως νομική υπηρεσία, δεν ξέρω ο νέος Γενικός Εισαγγελέας τι θα κάνει, αλλά ως νομική υπηρεσία γυρεύομεν τρόπο, αυτό το ζήτημα να πάει στην ολομέλεια του Δικαστηρίου σε μια άλλη υπόθεση αλλά όχι στην υπόθεση Σερδάρη που ούτε καν μπορεί να εγερθεί πλέον, διο. ακριβώς έτσι. και κρίναμε συνεπώς ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η αρχή της ισότητας επέβαλε να ζητήσουμε από τον Πρόεδρο να δώσει χάρη διότι ήταν και μόνος τρόπος αποκατάστασης αυτής της ισότητας.
Δημοσιογράφος: Δικαίως όμως ένας τέτοιος . που καταδικάστηκε, ένας άνθρωπος που καταδικάστηκε με αυτό τον τρόπο και αθωώθηκε, δικαίως βγαίνει και δηλώνει «είμαι αθώος» και αποδείχτηκε αυτό το πράγμα μέσω δικαστηρίου άρα με καταδίκασαν άδικα και όλοι όσο με κατηγόρησαν έχουν άδικο;»
Γενικός Εισαγγελέας: Δικαίως μπορεί να το λέει διότι τεκμαίρεται αθώος, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η απόφαση με την οποία αθωώνεται σόνι και καλά είναι αντικειμενικά κρινόμενη νομικώς ορθή. Τότε, με αυτή τη λογική, βγάζουμε ένα δόγμα, «δεν κρίνουμε αποφάσεις των δικαστηρίων». «Οι αποφάσεις των δικαστηρίων δεν υπόκεινται σε κριτική». Όχι, υπόκεινται σε κριτική, απλούστατα στην Κύπρο, δεν είμαστε ακόμα συνηθισμένοι να βλέπουμε κριτική δικαστικών αποφάσεων, αλλά έχουμε αλλαγή νομολογίας. Έχουμε σε πολλές περιπτώσεις τα τελευταία 3 - 4 χρόνια, σε πολλές περιπτώσεις έχουμε . Εφετείο . που απαλλάσσει τη νομολογία . και μάλιστα πρόσφατη νομολογία.
Δημοσιογράφος: Μάλιστα, ξεκάθαρο κ. Μαρκίδη.»
Ο παραπονούμενος ήγειρε τότε αγωγή λιβέλου κατά του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, εναγόμενου «αντί της Κυπριακής Δημοκρατίας . και/ή του κ. Αλέκου Μαρκίδη ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας». Η θέση του ήταν ότι ο Γενικός Εισαγγελέας με τις ως άνω δηλώσεις του παραβίασε το τεκμήριο της αθωότητας του ή και απέδωσε σε αυτόν τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων παρά την αθώωσή του και εννοώντας ότι δικαίως είχε καταδικασθεί πρωτοδίκως και κακώς αθωώθηκε από το Εφετείο και ότι η αθώωσή του δεν σημαίνει ότι ήταν αθώος.
Ο Γενικός Εισαγγελέας αρνήθηκε ότι οι επίδικες δηλώσεις παραβίαζαν το τεκμήριο της αθωότητας ή την αθώωση του παραπονούμενου ή του απέδιδαν ενοχή παρά την αθώωσή του, ώστε να μην ήσαν δυσφημιστικές.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής έκρινε ότι οι δηλώσεις ήσαν δυσφημιστικές με το ακόλουθο σκεπτικό:
«.. Πιστεύω ότι η απάντηση του τότε Γενικού Εισαγγελέα κ. Μαρκίδη, σε ερώτηση του δημοσιογράφου κατά πόσο ο Ενάγων και κάποιος Σερδάρης κάποτε καταδικάστηκαν ενώ ήταν αθώοι ή κατά πόσο η Γενική Εισαγγελία, νομική υπηρεσία, το Δικαστήριο δεν έκαμαν καλά τη δουλειά τους, ότι «δίκαια καταδικάστηκαν και οι δυο» και ότι ο ίδιος διαφωνεί με την απόφαση του Εφετείου που αθώωσε τον Ενάγοντα κρινόμενη στη φυσική και συνηθισμένη ερμηνεία των πιο πάνω λέξεων και μεταφερόμενη στον συνηθισμένο ακροατή θα του δημιουργούσε την εντύπωση για την οποία ο Ενάγων παραπονείται ότι δηλαδή οι πιο πάνω λέξεις του αποδίδουν την διάπραξη ποινικού αδικήματος, ότι δίκαια είχε καταδικαστεί πρωτόδικα διότι ήταν ένοχος στις σχετικές κατηγορίες ή είχε διαπράξει τα σχετικά αδικήματα επίσης ότι η αθώωση του από εφετείο δε σημαίνει ότι ήταν αθώος. Περαιτέρω και σύμφωνα με τη συνέχεια της επίδικης δήλωσης, ο Ενάγων μπορεί να λέει ότι είναι αθώος γιατί «Τεκμαίρεται αθώος», «αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η απόφαση με την οποία αθωώνεται σόνι και καλά είναι αντικειμενικά κρινόμενη ορθή», πιστεύω, μεταφερόμενη στο συνηθισμένο ακροατή η πιο πάνω δήλωση θα του δημιουργούσε την εντύπωση που παραπονείται ο Ενάγων ότι δηλαδή με την επίδικη δήλωση ο τότε Γενικός Εισαγγελέας εννοούσε ότι ο Ενάγων δικαιούται μεν να λέει ότι είναι αθώος αλλά στην ουσία και/ή στην πραγματικότητα δεν είναι αθώος αλλά ένοχος στις ως άνω αναφερόμενες κατηγορίες.
Έχοντας διακριβώσει τι αποδίδει το περιεχόμενο της δήλωσης, βρίσκω ότι είναι δυσφημιστικού χαρακτήρα και συνιστά δυσφήμιση για τον Ενάγοντα.»
Απορρίπτοντας και την υπεράσπιση του ευλόγου σχολίου επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος που είχε εγείρει ο Γενικός Εισαγγελέας, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής επεδίκασε στον παραπονούμενο γενικές αποζημιώσεις €15.000 αλλά απέρριψε την περαιτέρω απαίτησή του για παραδειγματικές αποζημιώσεις.
Κατά της απόφασης κατεχωρήθησαν δύο εφέσεις οι οποίες ακούσθησαν μαζί - μία από το Γενικό Εισαγγελέα κατά της διαπίστωσης ότι οι δηλώσεις ήσαν δυσφημιστικές, της απόρριψης της υπεράσπισης του ευλόγου σχολίου επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος και του εκδικασθέντος ποσού, και μία από τον παραπονούμενο ότι κακώς δεν επεδικάσθησαν και παραδειγματικές αποζημιώσεις (άλλος λόγος έφεσης που αφορούσε την ανεπάρκεια των γενικών αποζημιώσεων απεσύρθη κατά την ακρόαση της έφεσης).
Διαπιστώνουμε έρεισμα στην έφεση του Γενικού Εισαγγελέα αφού θεωρούμε ότι οι επίδικες δηλώσεις δεν ήσαν δυσφημιστικές. Ο παραπονούμενος ουσιαστικά απομονώνει την αναφορά του Γενικού Εισαγγελέα ότι «δίκαια κατεδικάσθησαν και οι δύο», στην οποία ετέθη η έμφαση και κατά την ακρόαση χαρακτηρίζοντας την μάλιστα ως το «κεντρί» των δηλώσεων, εισηγούμενος ότι οι δηλώσεις ευλόγως υποστήριζαν το δυσφημιστικό νόημα που τους απέδιδε η αγωγή του και το οποίο, με την έμφαση και πάλι στην εν λόγω αναφορά, είχε γίνει δεκτό πρωτοδίκως, με περαιτέρω έμφαση και στην αναφορά «αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η απόφαση με την οποία αθωώνεται, σόνι και καλά είναι αντικειμενικά κρινόμενη ορθή». Οι δηλώσεις όμως του Γενικού Εισαγγελέα πρέπει να κριθούν στην ολότητά τους, και, έτσι κρινόμενες, πόρρω απέχουν από του να είναι δυσφημιστικές.
Κατά πρώτον πρέπει να έχουμε υπ΄όψη το υπόβαθρο των δηλώσεων, που ήταν η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα για αποφυλάκιση του Σερδάρη. Ερωτηθείς στη συνέχεια ο Γενικός Εισαγγελέας κατά πόσο θεωρούσε ότι δύο πολίτες είχαν πρωτοδίκως καταδικασθεί αδίκως, άρχισε μεν την απάντηση του με την αναφορά ότι «Εμείς η θέση μας, και εμένα και του Βοηθού Εισαγγελέα, είναι ότι δίκαια κατεδικάσθησαν και οι δύο», προχώρησε όμως να εξηγήσει το σύνολο της θέσης του, υποδεικνύοντας αμέσως μετά ότι «Το Ανώτατο Δικαστήριο όμως ήβρε ότι η δίκη Γεωργιάδη είχε μολυνθεί από την υπέρμετρη δημοσιότητα .». Είναι φανερό ότι, αν και βεβαίως ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρούσε ότι η πρωτόδικη καταδίκη ήταν ορθή, αφού εξ άλλου είχε καταχωρήσει και προωθήσει την ποινική υπόθεση, εν τούτοις η τελική έκβαση της υπόθεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο ήταν τελεσιδίκως καθοριστική της αθώωσης του παραπονούμενου, εξ ου και η περαιτέρω αναφορά του ότι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου «είναι το τέλος μιας υπόθεσης διότι έτσι λέει το Σύνταγμα». Η παράλληλη έκφραση της άποψης του ότι και οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπόκεινται σε κριτική - που είναι βεβαίως ορθό - και ότι ο ίδιος θεωρεί την εν λόγω απόφαση λανθασμένη ως δικαστική κρίση, ουδόλως συνιστούσαν αμφισβήτηση της αθωότητας του παραπονούμενου αλλά συναρτώντο, αφ΄ενός προς την εξήγηση στην οποία προέβη αμέσως μετά για το ότι, παρά την άποψή του αυτή, θεώρησε αναγκαίο να συστήσει αναστολή της ποινής του Σερδάρη ως θέμα ισότητας, και αφ΄ετέρου προς την περαιτέρω εξήγηση του ότι, θεωρώντας το θέμα από νομικής απόψεως και νομολογίας, η Γενική Εισαγγελία θα επιδίωκε να το επαναφέρει ως τέτοιο σε προσφερόμενη περίπτωση ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου - όχι ασφαλώς στην υπόθεση του παραπονούμενου ή του Σερδάρη που είχαν τελεσιδίκως λήξει. Εξ ου και επανήλθε κατόπιν τούτου με τη δήλωση ότι «. στη συγκεκριμένη περίπτωση η αρχή της ισότητας επέβαλε να ζητήσουμε από τον Πρόεδρο να δώσει χάρη διότι ήταν και μόνος ο τρόπος αποκατάστασης αυτής της ισότητας.» Η δήλωση αυτή καθιστά σαφές ότι είναι με δεδομένη την αρμοδίως και τελεσιδίκως διαπιστωθείσα αθωότητα του παραπονούμενου που έδρασε ώστε να αποκαθίστατο, μεταξύ του οριστικώς αθωωθέντος παραπονούμενου και του επίσης οριστικώς καταδικασθέντος Σερδάρη, η ισότητα που απαιτούσαν οι περιστάσεις όπως διαμορφώθησαν με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστήριου.
Και η πορεία την οποία επέλεξε ο Γενικός Εισαγγελέας έναντι του Σερδάρη ενίσχυε λοιπόν τα μέγιστα την αθωώτητα του παραπονούμενου παρά την αμφέβαλλε, αφού εθεμελιούτο στην αντίληψη ότι ήταν ακριβώς από στοιχειώδη και πλήρη σεβασμό προς την αθώωση του παραπονούμενου που εδικαιολογείτο και η αποφυλάκιση του Σερδάρη. Ο σεβασμός ουδόλως εμειώνετο ως εκ της παράλληλης αναφοράς του στο δεδομένο δικαίωμα του να ασκεί νομολογιακή κριτική στις αποφάσεις των δικαστηρίων, πράγμα εντελώς διαφορετικό από τη θεσμική αμφισβήτηση συγκεκριμένης απόφασης που επιχείρησε να του αποδώσει ο παραπονούμενος. Τη θέση αυτή εξήγησε πλήρως και με συνέπεια και στη μαρτυρία του ο τότε Γενικός Εισαγγελέας, με αναφορά τόσο στο δικαίωμα κριτικής δικαστικών αποφάσεων από νομολογιακή άποψη όσο και στην απόφαση του να συστήσει την αποφυλάκιση του Σερδάρη από σεβασμό προς την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τον παραπονούμενο. Μακράν λοιπόν του να ταυτίσει τον παραπονούμενο με το Σερδάρη ως εξ ίσου ένοχο, όπως εισηγείται ο παραπονούμενος, ο Γενικός Εισαγγελέας με τις δηλώσεις του εταύτισε μάλλον τον Σερδάρη με τον αθωωθέντα παραπονούμενο ως δικαιούμενο να τύχει ίσης μεταχείρισης ως να ήταν εξ ίσου αθώος.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής, περιοριζόμενος σε μια αποσπασματική άποψη των δηλώσεων, έσφαλε στην ερμηνεία τους ως δυσφημιστικές.
Η επιτυχία της έφεσης του Γενικού Εισαγγελέα ως προς το μη δυσφημιστικό των επιδίκων δηλώσεων δεν καθιστά αναγκαίο να εξετασθεί η έφεση του περαιτέρω, ασφαλώς δε, ανατρεπομένης της πρωτόδικης απόφασης και παραμεριζομένων των αποζημιώσεων που επεδικάσθησαν, και η έφεση του παραπονούμενου αποτυγχάνει. Εν όψει της κατάληξής μας, δεν θα μας απασχολήσει το θέμα που ήγειρε το Εφετείο κατά την ακρόαση της έφεσης, και που δεν απασχόλησε πρωτοδίκως, κατά πόσο η αγωγή μπορούσε να εγείρετο θεσμικώς εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα ως εκπροσωπούντος τη Δημοκρατία και όχι προσωπικώς κατά του τότε Γενικού Εισαγγελέα.
Η έφεση 282/2008 επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ως και η επιδικασθείσα αποζημίωση και η δοθείσα διαταγή για έξοδα περαμερίζονται. Η αγωγή απορρίπτεται. Η έφεση 280/2008 απορρίπτεται. Στην έφεση 282/2008 ο Εφεσίβλητος θα καταβάλει τα έξοδα του Εφεσείοντα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄έφεση, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον ΦΠΑ. Στην έφεση 280/2008 ο Εφεσείων θα καταβάλει τα έξοδα του Εφεσίβλητου κατ΄έφεση όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον ΦΠΑ.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
/ΚΧ»Π