ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 2476
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 258/2009)
12 Νοεμβρίου, 2012
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. FAVERO GENERAL TRADING LTD,
2. ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΣ Γ. ΣΙΑΚΟΛΑ ΛΤΔ,
3. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΙΑΚΟΛΑ,
Εφεσείοντες,
ΚΑΙ
MEDOUSA CONSTRUCTIONS LTD,
Εφεσίβλητοι.
_________________________
Α. Μαθηκολώνης, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Σιαηλής με Κ. Καλλή, για τους Εφεσίβλητους.
__________________________
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Νικολάτος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με μονομερή αίτηση, ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου, οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες πέτυχαν την έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος με το οποίο απαγορευόταν η πώληση, η υποθήκευση, μεταβίβαση, διάθεση και/ή η καθ΄ οιονδήποτε τρόπο αποξένωση τριών ακινήτων των εναγομένων-εφεσειόντων καθώς επίσης και παρεμπίπτοντος διατάγματος που απαγόρευε στην εναγόμενη 1-εφεσείουσα την ανάληψη οποιουδήποτε ποσού χρημάτων από λογαριασμό της στη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Χλώρακας, μέχρι την εκδίκαση της αγωγής ή νεώτερη διαταγή του δικαστηρίου.
Μετά από επίδοση των δύο παρεμπιπτόντων διαταγμάτων και ακροαματική διαδικασία, κατά την οποίαν αντεξετάστηκε ο κ. Χάρης Χατζημιτσής, ο οποίος είχε ορκιστεί την ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης, εκ μέρους των εναγόντων-εφεσιβλήτων, το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση ημερ. 4.8.2009 με την οποία οριστικοποιήθηκαν τα μονομερώς εκδοθέντα παρεμπίπτοντα διατάγματα με διαφοροποίηση όμως ως προς το μερίδιο των ακινήτων που δεσμεύτηκε. Αυτή την απόφαση εφεσιβάλλουν οι εναγόμενοι-εφεσείοντες με την παρούσα έφεση με οχτώ λόγους έφεσης από τους οποίους όμως εγκατέλειψαν τους έξι, δηλαδή τους λόγους έφεσης 3-8, με αποτέλεσμα να παραμείνουν προς εξέταση μόνον οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εστερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει το προσωρινό διάταγμα ημερ. 19.6.2009, μονομερώς, καθότι δεν συνέτρεχε και/ή δεν επληρούτο το δικαιοδοτικό στοιχείο του «επείγοντος», ούτε και υπήρχαν οποιεσδήποτε άλλες ειδικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την έκδοση τέτοιου διατάγματος στη βάση μονομερούς αιτήσεως. Με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες, στην προαναφερόμενη μονομερή τους αίτηση, απέκρυψαν και/ή αποσιώπησαν από το πρωτόδικο δικαστήριο λεπτομέρειες, στοιχεία και γεγονότα, αντικειμενικά ουσιώδη για την κρίση του δικαστηρίου, και/ή παραπλάνησαν το δικαστήριο ως προς ουσιώδη στοιχεία που ήταν σχετικά με το στοιχείο του επείγοντος, που αν αποκαλύπτονταν στο δικαστήριο και αν δεν παραπλανούσαν το δικαστήριο, αυτό δεν θα ενέκρινε την έκδοση των ζητούμενων διαταγμάτων μονομερώς και/ή θα μπορούσε να επηρεάσει τη δικαστική του κρίση.
Στην αιτιολογία του δεύτερου λόγου έφεσης αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες απέκρυψαν από το δικαστήριο τους λόγους για τους οποίους οι εφεσείοντες-εναγόμενοι σταμάτησαν την πληρωμή επιταγής για €200.000.- προς όφελος των εφεσιβλήτων και δεν αποκάλυψαν τα αληθινά γεγονότα ως προς τους λόγους στους οποίους βασιζόταν η μεταξύ των διαδίκων διαφορά. Περαιτέρω, κατ΄ ισχυρισμόν, οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες παραπλάνησαν το δικαστήριο με ανυπόστατους ισχυρισμούς για ποινικές υποθέσεις που δήθεν εκκρεμούσαν εναντίον του κ. Γεώργιου Σιακόλα, τρίτου εναγόμενου-εφεσείοντα και Διευθυνή των εφεσειουσών εταιρειών 1 και 2. Επίσης παραπλάνησαν το δικαστήριο και ως προς την δήθεν άθλια οικονομική κατάσταση στην οποίαν βρίσκονταν οι εφεσείοντες.
Στον τρίτο λόγο έφεσης, ο οποίος εγκαταλείφθηκε, αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να αποκαλύψουν στο δικαστήριο, μεταξύ άλλων, ότι η εκτέλεση των εργασιών από αυτούς, σε ακίνητο των εφεσειόντων έγινε χωρίς άδεια οικοδομής.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, στην εκκαλούμενη απόφασή του, εξέτασε καταρχήν το ζήτημα της μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων το οποίο είχαν θέσει οι εφεσείοντες-εναγόμενοι με την ένσταση τους στην προαναφερόμενη μονομερή αίτηση, καθώς επίσης και το ζήτημα του κατεπείγοντος της έκδοσης του διατάγματος με μονομερή αίτηση, που θεώρησε η ευπαίδευτη πρωτόδικος δικαστής, ότι επίσης είχε προβληθεί με την ένσταση.
Ως προς την απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων, το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία σύμφωνα με την οποία η απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων ανατρέπει τη βάση διατάγματος που εκδίδεται μονομερώς και το καθιστά ακυρωτέο (δέστε: Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 597), εξέτασε και το τι συνιστά ουσιώδες γεγονός. Όπως ανέφερε «Ό,τι πρέπει να αποκαλυφθεί σε κάθε περίπτωση είναι γεγονότα γνωστά στον αιτητή ή γεγονότα τα οποία θα μπορούσε να ανακαλύψει με εύλογες προσπάθειες, τα οποία σχετίζονται με (α) το βάσιμο του δικαιώματος του όπως διαγράφεται στο δικόγραφο του, και (β) τη σοβαρότητα του ζητήματος το οποίο εγείρεται, καθώς και (γ) την πιθανότητα επιτυχίας (βλ. M & CH Mitsingas Trading Ltd κ.α. v. THE TIMΒERLAND CO (1997) 1 ΑΑΔ 1791).
Αφού εξέτασε τα ενώπιον του στοιχεία, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση δεν εξειδικεύονται ακριβώς τα γεγονότα τα οποία, κατά τον ισχυρισμό των εφεσειόντων, απέκρυψαν οι εφεσίβλητοι από το δικαστήριο. Επί της ουσίας των ισχυρισμών η ευπαίδευτη πρωτόδικος δικαστής παρατήρησε ότι, αναφορικά με το λόγο για τον οποίον οι εφεσείοντες σταμάτησαν την πληρωμή της επιταγής των €200.000.- με σχετικήν επιστολή, ο κ. Χατζημιτσής, εκ μέρους των εφεσιβλήτων, δήλωσε άγνοια, παρά το ότι η επιστολή φαίνεται να αποστάληκε με φαξ και στους εφεσίβλητους. Στη συνέχεια πρόσθεσε τα εξής το πρωτόδικο δικαστήριο: «Σίγουρα το γεγονός αυτό θα έπρεπε να αποκαλυφθεί εάν βρισκόταν στα χέρια της αιτήτριας εταιρείας γιατί δίνεται η εκδοχή της άλλης πλευράς σε ένα ουσιαστικό θέμα που είναι το σταμάτημα της επιταγής. Δεν μπορώ όμως να καταλήξω σε εύρημα ως προς την παραλαβή αυτής της επιστολής από την αιτήτρια».
Αναφορικά με το ζήτημα του κατεπείγοντος, το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στο άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 και στους ισχυρισμούς των αιτητών (εφεσιβλήτων) ότι οι καθ΄ ων η αίτηση (εφεσείοντες) δήλωσαν, μέσω του διευθυντή τους, ότι δεν προτίθενται να πληρώσουν τις οφειλές τους, προς τους εφεσίβλητους, ανακάλεσαν την πληρωμή της επιταγής που είχαν εκδώσει υπέρ των εφεσιβλήτων και επεδίωξαν την πληρωμή εγγυητικής που βάρυνε τους εφεσίβλητους, ενώ ταυτόχρονα απέφευγαν και την επικοινωνία με τους εφεσίβλητους, έκρινε ότι δικαιολογείτο η μονομερής εξέταση της αίτησης ως κατεπειγούσης. Στη συνέχεια, το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν 14/60), καθώς και του άρθρου 5 του Κεφ. 6, υπό το φως της σχετικής νομολογίας, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δικαιολογείτο τόσο η έκδοση όσο και η οριστικοποίηση του παρεμπίπτοντος διατάγματος για το ½ μερίδιο του ακινήτου.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως η θέση των εφεσιβλήτων ότι το ζήτημα του κατεπείγοντος δεν είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, με την ένσταση των εφεσειόντων, είναι ορθή. Εξετάσαμε τόσο την ειδοποίηση περί προθέσεως ενστάσεως, όσο και την ένορκη δήλωση του κ. Γεώργιου Σιακόλα που τη συνοδεύει, και δεν βρήκαμε οτιδήποτε, εκτός από την απλή αναφορά στο άρθρο 9 του Κεφ. 6, που να υποστηρίζει τη θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εκδώσει μονομερώς τα προαναφερόμενα διατάγματα, ως μη κατεπείγοντα. Είναι καλά θεμελιωμένη αρχή της νομολογίας ότι θέματα που δεν έχουν εγερθεί πρωτόδικα δεν εξετάζονται κατ΄ έφεση (Δέστε, μεταξύ άλλων, Μ. Χ΄΄ Π. ν. Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (2006) 3 ΑΑΔ, 6 και Ahmad Bahadoryan v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2009) 3 ΑΑΔ 550). Το ζήτημα του κατεπείγοντος δεν ηγέρθηκε πρωτόδικα από τους εφεσείοντες και επομένως δεν μπορεί να εξεταστεί κατ΄ έφεση. Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης, που αφορά στην απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων, θεωρούμε ότι ευσταθεί. Κατά την εκτίμηση μας, με την ένσταση των εφεσειόντων στην προαναφερόμενη μονομερή αίτηση των εφεσιβλήτων, τίθεται ευθέως και σαφώς το ζήτημα της απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων και της προβολής ψευδών και ανυπόστατων ισχυρισμών από τους εφεσίβλητους-ενάγοντες-αιτητές. Στην ένσταση αλλά και στην ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει, αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι οι εφεσείοντες έχουν μεγάλη οικονομική επιφάνεια και είναι ψευδής ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων ότι αυτοί βρίσκονται σε κακή οικονομική κατάσταση. Προβάλλεται ακόμα ο ισχυρισμός ότι οι εφεσίβλητοι θα έπρεπε να είχαν αποκαλύψει στο δικαστήριο ότι οι οικοδομικές εργασίες που οι ίδιοι, ως εργολάβοι έκαναν, σε ακίνητο των εφεσειόντων και για τις οποίες δόθηκε και η επιταγή των €200.000.- , εκτελείτο χωρίς άδεια οικοδομής, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ. 96. Στην ένορκη δήλωση του κ. Γεώργιου Σιακόλα, που συνοδεύει την ένσταση, τίθενται με αρκετή λεπτομέρεια τα γεγονότα που, κατά τους εφεσείοντες, απέκρυψαν ή παραποίησαν οι εφεσίβλητοι. Συγκεκριμένα στις παραγράφους 9.13 και 9.14 της ένορκης δήλωσης αναγράφονται οι λόγοι για τους οποίους, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, αυτοί, ενώ αποδέχθηκαν να εκδώσουν επιταγή ύψους €200.000.-, στη συνέχεια έδωσαν οδηγίες για το σταμάτημα της πληρωμής της επιταγής. Αντίγραφο της σχετικής επιστολής των εφεσειόντων προς τον αρχιτέκτονα-μηχανικό αλλά και κοινοποίηση προς τους εφεσίβλητους επισυνάπτονται στην ένορκη δήλωση. Στην παράγραφο 14 της ένορκης δήλωσης του κ. Σιακόλα αυτός λέει πως ο ισχυρισμός της άλλης πλευράς ότι εναντίον του εκκρεμούν πολλές ποινικές υποθέσεις, τον οποίον πρόβαλαν οι εφεσίβλητοι στην ένορκη δήλωση του κ. Χατζημιτσή που συνοδεύει την προαναφερόμενη μονομερή τους αίτηση, είναι εντελώς κακόβουλος και κακόπιστος. Στην παράγραφο 20.5 της ένορκης δήλωσης του κ. Σιακόλα γίνονται ισχυρισμοί ότι οι εργασίες ανέγερσης που έγιναν από τους εφεσίβλητους στο οικόπεδο των εφεσειόντων έγιναν χωρίς πολεοδομική άδεια και χωρίς άδεια οικοδομής.
Σημειώνουμε ότι ο κ. Σιακόλας δεν αντεξετάστηκε επί του περιεχομένου της ενόρκου δηλώσεως του και επομένως οι ισχυρισμοί του δεν αμφισβητήθηκαν. Αντίθετα αντεξετάστηκε ο κ. Χατζημιτσής, ο οποίος, κατά την εκτίμηση μας, δεν έδωσε ικανοποιητικές απαντήσεις σε διάφορα ουσιώδη ζητήματα που αφορούν στην απόκρυψη και παραποίηση ουσιωδών γεγονότων από τους εφεσίβλητους.
Όταν ο κ. Χατζημιτσής ρωτήθηκε, από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων, αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους οι εφεσείοντες δεν πλήρωναν κανονικά τους εφεσίβλητους σύμφωνα με τα διατακτικά του αρχιτέκτονα, είπε ότι το ζήτημα δεν τον ενδιέφερε, αλλά τον ενδιέφερε μόνο να πληρωθεί. Ούτε για το λόγο για τον οποίο δεν τιμήθηκε η επιταγή των €200.000.- ενδιαφέρθηκε ο κ. Χατζημιτσής να πληροφορηθεί. Όταν ρωτήθηκε γιατί δεν ανέφερε στην ένορκη δήλωση του όλες τις διαφωνίες και τα προβλήματα που είχαν οι διάδικοι μεταξύ τους απάντησε «Εξετάζομαι για όσα είπα, αν τα έλεγα όλα αυτά θα γράφαμε 50 σελίδες». Αναφορικά με τις ποινικές υποθέσεις που κατ΄ ισχυρισμό εκκρεμούσαν εναντίον του κ. Σιακόλα, ο κ. Χατζημιτσής είπε ότι την πληροφορία αυτή του την έδωσε ο δικηγόρος του κ. Σιαηλής. Όταν ρωτήθηκε να πεί αν ο κ. Σιαηλής του είπε αριθμούς υποθέσεων και λεπτομέρειες απάντησε «Εγώ δεν έχω λόγο να μην πιστέψω του δικηγόρου μου να τον ρωτήσω να μου πει». Αναφορικά με την ύπαρξη ή μή άδειας οικοδομής για τα όσα ανήγειραν οι εφεσίβλητοι, στο ακίνητο των εφεσειόντων, παρατηρούμε ότι στην αιτιολογία του δεύτερου λόγου έφεσης δεν αναφέρεται αυτό το ζήτημα, ενώ αναφέρεται στην αιτιολογία του τρίτου λόγου έφεσης ο οποίος εγκαταλείφθηκε. Όμως ο κ. Χατζημιτσής απάντησε με υπεκφυγές και στις ερωτήσεις γι΄ αυτό το ζήτημα και τελικά είπε ότι βασίστηκε σε διαβεβαιώσεις του αρχιτέκτονα ότι θα εκδίδονταν οι απαιτούμενες άδειες.
Ήδη αναφερθήκαμε στη θεμελιωμένη αρχή ότι ένας αιτητής για παρεμπίπτον διάταγμα, ο οποίος υποβάλλει μονομερή αίτηση στο δικαστήριο, οφείλει να αποκαλύψει πλήρως όλα τα ουσιώδη γεγονότα ενώπιον του δικαστηρίου, να έλθει στο δικαστήριο με απόλυτα καθαρά χέρια και να δείξει ύψιστη καλή πίστη προς το δικαστήριο, αποκαλύπτοντας οτιδήποτε δυνατόν να επηρεάσει την κρίση του δικαστηρίου. Θα πρέπει να αποκαλύψει όχι μόνον τα γεγονότα που είναι γνωστά σ΄ αυτόν αλλά και εκείνα τα γεγονότα τα οποία θα μπορούσε να ανακαλύψει με εύλογες προσπάθειες, τα οποία σχετίζονται με το βάσιμο της αίτησης του και την πιθανότητα επιτυχίας της.
Στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε ότι οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες-αιτητές είχαν υποχρέωση, όταν καταχώρησαν τη μονομερή αίτηση τους για παρεμπίπτον διάταγμα, να καταβάλουν τις απαραίτητες προσπάθειες για να πληροφορηθούν και να αποκαλύψουν στο δικαστήριο: (α) τους λόγους για τους οποίους οι εφεσείοντες σταμάτησαν την επιταγή των €200.000.-, (β) εάν όντως εκκρεμούσαν ποινικές υποθέσεις εναντίον του κ. Γεώργιου Σιακόλα και ποιες ήταν, (γ) κατά πόσον ανήγειραν τις προαναφερόμενες οικοδομές με πολεοδομική άδεια και άδεια οικοδομής ή όχι, και (δ) ποια ήταν η ορθή οικονομική κατάσταση των εφεσειόντων. Όφειλαν, οι εφεσίβλητοι, να θέσουν αυτά τα θέματα με ορθό και δίκαιο τρόπο ενώπιον του εκδικάζοντος δικαστηρίου και όφειλαν επίσης να του αναφέρουν και το όλο πλαίσιο των διαφορών που υπήρχαν μεταξύ των διαδίκων μέχρι τη στιγμή που οι εφεσείοντες σταμάτησαν την επιταγή των €200.000.-
Κατά την εκτίμηση μας οι εφεσίβλητοι δεν έδωσαν ορθή και δίκαιη εικόνα της όλης κατάστασης στο πρωτόδικο δικαστήριο, μη αναφερόμενοι στις μεταξύ των διαδίκων διαφορές, στους λόγους τους οποίους οι εφεσείοντες πρόβαλλαν για το σταμάτημα της επιταγής των €200.000.-, στις ποινικές υποθέσεις, αν υπήρχαν, που εκκρεμούσαν εναντίον του κ. Σιακόλα, στο κατά πόσον οι οικοδομικές εργασίες που έκαναν στο ακίνητο των εφεσειόντων και για τις οποίες ζητούσαν πληρωμή, γίνονταν κατόπιν εξασφάλισης όλων των αναγκαίων αδειών ή όχι και στην οικονομική κατάσταση των εφεσειόντων.
Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε ότι, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να είχε απορρίψει την αίτηση για παρεμπίπτοντα διατάγματα και τα διατάγματα που είχαν εκδοθεί μονομερώς, να είχαν ακυρωθεί.
Κατά συνέπεια, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η αίτηση των εφεσιβλήτων για παρεμπίπτοντα διατάγματα απορρίπτεται. Τα διατάγματα που εκδόθηκαν μονομερώς και οριστικοποιήθηκαν αργότερα, ακυρώνονται. Έξοδα υπέρ των εφεσειόντων, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.