ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 1 ΑΑΔ 2379

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 275/2008

 

26 Oκτωβρίου 2012

 

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ Δ/στές]

 

 

1.    ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

2.    ΝΙΚΟΣ ΘΩΜΑ

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι

ν.

 

ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ,

Εφεσίβλητης/Ενάγουσας

 

 

 

Αντώνης Σ. Παπαντωνίου για τους εφεσείοντες.

Χριστίνα Κότσαπα για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί ΔΕΠΕ για την εφεσίβλητη.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

EX TEMPORE

 

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Η εφεσίβλητη δυνάμει έγγραφης σύμβασης, ημερομηνίας 22.11.00, παρεχώρησε πιστωτικές διευκολύνσεις στον εφεσείοντα 1 μέχρι ποσού £50.000 ανοίγοντας και σχετικό τρεχούμενο λογαριασμό στο όνομα του.  Οι εν λόγω πιστωτικές διευκολύνσεις αφορούσαν την αγορά και πώληση χρηματιστηριακών αξιών στα πλαίσια σχεδίου, ονομαζόμενο «Εθνοεπενδυτης». Ήταν όρος της σύμβασης ότι ο εφεσείων 1 θα ενεχυρίαζε υπέρ της εφεσίβλητης τις αξίες που θα αγόραζε ή που θα εκχωρούντο σε αυτόν δυνάμει δικαιωμάτων στο μέλλον προς εξασφάλιση των υποχρεώσεων του, χωρίς όμως αυτό να εμπόδιζε τη δυνατότητα του εφεσείοντα 1 να ρευστοποιήσει τις αξίες.  Υπήρχε περαιτέρω πρόνοια στη συμφωνία για εξασφάλιση της εφεσίβλητης στο ποσοστό του 30% του ορίου (με τροποποιητική συμφωνία αυξήθηκε σε 100%) με κατάθεση αξιών ή μετρητών.  Ως προς τον τόκο, η πρόνοια ήταν για 8% επί του χρεωστικού υπολοίπου και σε περίπτωση τερματισμού 9%.  Ήταν επίσης όρος της συμφωνίας ότι η εφεσίβλητη είχε το δικαίωμα να προβεί σε πώληση των αξιών αν η αγοραία αξία του συνόλου τους ήταν κάτω από το 120% της εξασφάλισης (με τροποποποιητική συμφωνία 150%). Επρονοείτο, επίσης, στη συμφωνία ότι η διαχείριση και διεκπεραίωση των αξιών θα εγίνετο από χρηματιστηριακό γραφείο που θα υποδείκνυε, όπως και υπέδειξε, η εφεσίβλητη και ότι η εφεσίβλητη θα εδέχετο οδηγίες από το εν λόγω χρηματιστηριακό γραφείο που θα ενεργούσε για  λογαριασμό του εφεσείοντα 1.  Ο εφεσείων 2 εγγυήθηκε τις υποχρεώσεις του εφεσείοντα 1 μέχρι του ποσού των £50.000 πλέον τόκους, προμήθειες και έξοδα.

 

Όταν το χρεωστικό υπόλοιπο την 12.5.04 είχε ανέλθει στο ποσόν των £61.857,18 η εφεσίβλητη τερμάτισε τις πιστωτικές διευκολύνσεις και τη λειτουργία του τρεχούμενου λογαριασμού και κάλεσε τους εφεσίβλητους να καταβάλουν την οφειλή τους με αυξημένο επιτόκιο, όπως είχε δικαίωμα, που τώρα ανήρχετο στο 11.5% ετησίως.  Μεταγενέστερα, μεταξύ 18.4.06 και 24.5.06, η εφεσίβλητη εκποίησε όλες τις αξίες που είχαν ενεχυριαστεί και πίστωσε το ποσό της πώλησης, που ανήρχετο σε £46.306,71, στο λογαριασμό του εφεσείοντα 1, όπως πίστωσε και άλλα ποσά από είσπραξη μερισμάτων και εξάσκηση δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα το υπόλοιπο που τελικά απαιτήθηκε με αγωγή να ανήρχετο στις £34.419,10.

 

Οι εφεσείοντες κατεχώρησαν μακροσκελέστατη Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης στην οποία αρνήθησαν οποιαδήποτε υποχρέωσή τους και προέβαλαν σειρά ισχυρισμών που αφορούσαν τόσο την εγκυρότητα της ίδιας της βασικής συμφωνίας όσο και τα δικαιώματα τα οποία η εφεσίβλητη είχε δυνάμει αυτής και τα οποία άσκησε για να στηρίξει την απαίτησή της.  Με την Ανταπαίτηση εζητείτο από τον εφεσείοντα 1 ακύρωση της συμφωνίας και του από αυτή προκύπτοντος χρέους και επιστροφή του ποσού των £50.000 ως η αξία των μετοχών που είχαν πωληθεί από την εφεσίβλητη όπως και αποζημιώσεις για  παράβαση συμφωνίας γενικά. Ανταπαίτηση ήγειρε και ο εφεσείων 2 για το ποσό των £12.000 που αντιπροσώπευε την αξία των μετοχών που εκείνος είχε ενεχυριάσει καθώς και για ακύρωση της δικής του συμφωνίας ενεχυρίασης.

 

Βασική θέση των εφεσειόντων ήταν ότι υπήρξε αμέλεια εκ μέρους της εφεσίβλητης ως προς την υποχρέωσή της να διατηρήσει την αναλογία του λογαριασμού στο όριο κάλυψής του αλλά και ως προς την υποχρέωση της να πωλήσει τις μετοχές όταν η αξία των μετοχών είχε εκπέσει του ορίου που καθορίστηκε στη συμφωνία.  Η περαιτέρω θέση των εφεσειόντων ήταν ότι ο ίδιος ο εφεσείων 1 ουδέποτε έδιδε οδηγίες για  αγορές μετοχών και ότι αυτές εγίνοντο απευθείας μέσω του χρηματιστή σε συνεννόηση με την εφεσίβλητη, εν αγνοία του.  Υπήρχαν πάρα πολλές επί μέρους θέσεις των εφεσειόντων στην Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης οι οποίες εξετάστησαν στην πρωτόδικη απόφαση, στην οποία και θα επανέλθουμε.  Έγινε δεκτή η όλη υπόθεση της εφεσίβλητης και  απερρίφθησαν οι αιτιάσεις των εφεσειόντων με αναφορά σε κάθε εισήγηση η οποία είχε γίνει εκ μέρους τους.

 

Κατά την ακρόαση υποδείξαμε στον ευπαίδευτο συνήγορο για  τους εφεσείοντες, οι οποίοι κατεχώρησαν 26 λόγους έφεσης τους οποίους περιόρισαν στη συνέχεια σε 20, ότι τα θέματα τα οποία ηγέρθησαν και αποφασίστησαν πρωτοδίκως έχουν αποφασιστεί σε πολλές αποφάσεις του Εφετείου στο παρελθόν και δεν φαίνεται, μεταξύ αυτών και της παρούσης, να υπάρχει διαφορά.  Μας ελέχθη ότι δεν πρέπει να θεωρήσουμε τις αποφάσεις αυτές ως δεσμευτικές και ότι θα πρέπει να αποκλίνουμε από το λόγο τους, χωρίς όμως να μας δοθούν καλοί λόγοι για  τους οποίους να πράξουμε τούτο.

 

Υποδείξαμε, περαιτέρω, ότι εν πάση περιπτώσει η αγωγή είχε εμπλέξει μόνο το δανειστή ως διάδικο, και όχι το χρηματιστηριακό γραφείο μέσω του οποίου εγίνοντο οι αγορές των μετοχών εις τρόπο ώστε να μπορούσε πιο αποτελεσματικά να εξεταστούν τα όποια παράπονα θα είχε ο εφεσείων 1 για κακή διαχείριση του χαρτοφυλακίου του.  Εδώ έγκειται και η ουσία της υπόθεσης, η οποία είναι ότι η εφεσίβλητη, ως τράπεζα η οποία παρεχώρησε το δάνειο, ενήργησε πάντοτε βάσει των δικαιωμάτων της που προέκυπταν ως δανειστής από τη συμφωνία.  Ήταν βάσει αυτής της συμφωνίας που προέβαιναν στη χρέωση του λογαριασμού του εφεσείοντα 1, πληρώνοντας για τις αξίες που αγοράζοντο με εντολές του μέσω του χρηματιστηριακού γραφείου και δεν είχε οποιαδήποτε υποχρέωση να κρίνει τη σοφία ή όχι των αγορών αυτών.  Η εφεσίβλητη είχε, περαιτέρω, δικαίωμα βάσει της συμφωνίας να εκποιήσει τις μετοχές, όπως και έκανε, και δεν είχε υποχρέωση να τις εκποιήσει, όπως εισηγείται ο εφεσείων 1, κατά το χρόνο που η αξία τους είχε εκπέσει του 150% του ορίου.  Ανεξαρτήτως τούτου, υποδείξαμε κατά την ακρόαση και το γεγονός ότι ουδεμία δικογράφηση έγινε ζημιάς που να προκύπτει από την παράβαση τέτοιας υποχρέωσης από την εφεσίβλητη, ακόμα και αν είχε τέτοια υποχρέωση, και ουδεμία μαρτυρία υπάρχει ως προς την αξία των μετοχών κατά το χρόνο εκείνο σε σχέση με την αξία στην οποία επωλήθησαν στο τέλος της ημέρας.  Συνοπτικά, θεωρούμε ότι ο χειρισμός της υπόθεσης από το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν καθόλα ενδεδειγμένος και οι καταλήξεις του απολύτως ορθές.  Επισημαίνουμε ότι οι εντολές προήρχοντο από τον εφεσείοντα 1, απευθείας ή μέσω αντιπροσώπου του, ο οποίος και ουδέποτε αμφισβήτησε τις πράξεις που είχαν γίνει και ότι ορθές ήσαν όλες οι καταχωρήσεις που αφορούσαν το λογαριασμό του περιλαμβανομένων των καταχωρήσεων που αφορούσαν το επιτόκιο.  Το Δικαστήριο έκαμε και αναφορά στη νομολογία που στήριζε την κατάληξή του ότι η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα και όχι υποχρέωση να προβεί στην πώληση των μετοχών και.  Eν πάση περιπτώσει, επισημαίνουμε το γεγονός, στο οποίο ετέθη έμφαση και από την ευπαίδευτη συνήγορο για  την εφεσίβλητη, ότι ουδέποτε ο εφεσείων έδωσε οδηγίες για  πώληση των μετοχών τις οποίες η εφεσίβλητη να απέρριψε και ουδέποτε η εφεσίβλητη αμφισβήτησε το δικαίωμα του εφεσείοντα, όπως προέκυπτε από τη σύμβαση, να προβεί σε πώληση μετοχών σε αντίθεση με το περιορισμένο δικαίωμά του να αγοράσει μετοχές πέραν του ορίου.  Το ίδιο ίσχυε για  τις αγορές που είχαν γίνει πέραν του ορίου και που ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι αυτές ήσαν ιδίω κινδύνω εκ μέρους της εφεσίβλητης.  Το αντίθετο είναι το ορθό, αφού η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα να παρέχει πίστωση και πέραν του ορίου, όπως είχε και δικαίωμα να μην παρέχει, χωρίς όμως να έχει υποχρέωση να αρνηθεί αγορές πέραν του ορίου.

 

Να αναφέρουμε ότι, πέραν της νομολογίας στην οποία έχει γίνει αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση, το σκεπτικό της οποίας και υιοθετούμε πλήρως, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου υποστηρίζει πλήρως την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και παραπέμπουμε ιδιαίτερα στην υπόθεση Στέλιος Mαρκίδης ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (Κύπρου) Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 303/2008, ημερομηνίας 8.3.2012 η οποία υιοθετεί τη Συρίμη ν. Οργανισμού Χρηματοδότησεως Παγκυπριακή Λτδ, (2010) 1Β Α.Α.Δ 1131 και την Γιαννάκης Καλλικάς ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1Β Α.Α.Δ 1238Το μόνο χρήσιμο που μπορούμε να προσθέσουμε είναι η παραπομπή μας στις παρατηρήσεις που έγιναν στις εν λόγω δυο αποφάσεις αναφορικά με τον μακροσκελή και περίπλοκο τρόπο δικογράφησης των θέσεων των εφεσειόντων και να συμπληρώσουμε την ανησυχία μας για την έκταση της ακρόασης.  Τα δικόγραφα πρέπει να  είναι σύντομα αλλά και περιεκτικά και να αναδεικνύουν με ακρίβεια τα επίδικα θέματα, η δε ακρόαση πρέπει να διεξάγεται με επικέντρωση σ' αυτά και με ανάλογους περιορισμούς ως προς το δικαίωμα εξέτασης και ιδιαίτερα αντεξέτασης.  Στην προκείμενη περίπτωση, η κατά παράβαση των κανόνων δικογραφική εικόνα της υπεράσπισης και ανταπαίτησης αλλά και η αχρείαστα μακρά μαρτυρία δεν συνέβαλαν καθόλου στην επίτευξη του σκοπού αυτού.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο πλέον ΦΠΑ.

 

 

Χατζηχαμπής, Δ.

 

 

 

Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

Παναγή, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/μσιαμπαρτα


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο