ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 2290
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 224/2007)
18 Οκτωβρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΤΣΙΝΤΙΔΗΣ ΛΤΔ
(CHARALAMPOS TSINTIDIS LTD),
Εφεσείoντες,
ν.
ΑΝTΡΕΑ ΧΑΡΙΔΗΜΟΥ,
Εφεσίβλητου.
_________
Μ. Βασιλειάδης, για τους Εφεσείοντες.
Αρ. Κορακίδου-Μακρίδου (κα), για τον Εφεσίβλητο.
_________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.
________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ.: Η αγωγή η οποία αποτελεί τη βάση της παρούσας διαδικασίας, αναφέρεται σε παράνομη επέμβαση. Ο ενάγων εφεσίβλητος είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του τεμαχίου υπ΄ αρ. 267, Φ/Σχ. XLV/5, στο Πάνω Στρουμπί της επαρχίας Πάφου, συνολικής έκτασης 335 τ.μ. Οι εφεσείοντες (εναγόμενοι) είναι εταιρεία και εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες τεμαχίου που συνορεύει βορειοανατολικά με το τεμάχιο του εφεσίβλητου. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου, οι εφεσείοντες επενέβησαν παρανόμως στο πιο πάνω ακίνητό του, αφαίρεσαν σωρούς χωμάτων από αυτό, με αποτέλεσμα να χαμηλώσει το επίπεδό του, ενώ έστρωσαν με χαλίκι μονοπάτι το οποίο υπήρχε στο νότιο μέρος του τεμαχίου μέχρι την είσοδο στο τεμάχιο των εφεσειόντων, μετακινώντας ταυτόχρονα τα ορόσημα του ακινήτου του εφεσίβλητου, δηλαδή μία πετρόκτιστη περίφραξη.
Ο εφεσίβλητος αξίωνε διάταγμα που να διατάσσει τους εφεσείοντες να άρουν την παράνομη επέμβαση, καθώς και διάταγμα που να τους διατάσσει να επαναφέρουν τα πράγματα στην προτέρα τους κατάσταση, £10.000 παραδειγματικές αποζημιώσεις και διαζευκτικά ποσό £40.000 υπό μορφή αποζημιώσεων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι υπήρξε επέμβαση στο ακίνητο του εφεσίβλητου, αφού ο δρόμος που βρίσκεται νοτίως του τεμαχίου του διαπλατύνθηκε και επιστρώθηκε με αμμοχάλικα με τρόπο που επεμβαίνει εντός του ακινήτου του κατά 42 τ.μ., ενώ κατεδαφίστηκε πετρόκτιστος τοίχος και χαμήλωσε το επίπεδο του ακινήτου το οποίο, ενώ πριν την επέμβαση ήταν πιο ψηλά από το επίπεδο του δρόμου, βρίσκεται μετά την επέμβαση στο ίδιο επίπεδο. Κατέληξε ακόμα ότι την παράνομη επέμβαση στο ακίνητο του εφεσίβλητου έκαναν οι εφεσείοντες, κυρίως διότι αμέσως πριν ο εφεσίβλητος πληροφορηθεί την παράνομη επέμβαση τον Ιούνιο του 2004, οι εφεσείοντες είχαν προβεί σε διάφορες εργασίες στο ακίνητό τους. Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν έχει διαφανεί ότι άλλο πρόσωπο είχε συμφέρον να προβεί στις πιο πάνω ενέργειες και όλα αυτά ήταν στοιχεία επαρκή που αποδείκνυαν ότι οι εφεσείοντες ήταν η εταιρεία η οποία επενέβη στο ακίνητο του εφεσίβλητου.
Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αξίωση του εφεσίβλητου για έκδοση διατάγματος άρσης της παράνομης επέμβασης, γιατί ο τρόπος που αξιωνόταν το διάταγμα δεν ήταν συγκεκριμένος και συνεπώς δεν μπορούσε να εκδοθεί, αφού το δικαστήριο δεν θα μπορούσε να ελέγξει την εφαρμογή του. Παρ΄ όλον ότι το ύψος του ακινήτου του εφεσίβλητου είχε μετά την επέμβαση χαμηλώσει, δεν είχε αποδειχθεί με μαρτυρία το ακριβές ύψος της διαφοροποίησης. Το ίδιο συμβαίνει και με τον πετρόκτιστο τοίχο του οποίου ούτε το μήκος, ούτε το ύψος, αλλά ούτε και το πλάτος έχουν καταδειχθεί.
Για τους λόγους αυτούς το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι δεν μπορούν να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα αναφορικά με το επίπεδο του ακινήτου και τον πετρόκτιστο τοίχο. ΄Ηταν όμως δυνατή η έκδοση διατάγματος για απομάκρυνση των αμμοχάλικων που οι εφεσείοντες τοποθέτησαν εντός του τεμαχίου του εφεσίβλητου σε έκταση 42 τ.μ.
Για διάφορους λόγους το δικαστήριο απέρριψε και τις αξιούμενες διαζευκτικά θεραπείες για αποζημίωση. Τελικά εξέδωσε διάταγμα εναντίον των εφεσειόντων όπως εντός 7 ημερών από της επίδοσης του διατάγματος απ ομακρύνουν τα αμμοχάλικα από το ακίνητο του εφεσίβλητου σε έκταση 42 τ.μ. Επισήμανε ακόμα ότι ο εφεσίβλητος δεν απέδειξε την αξία της γης στην οποία έγινε η επέμβαση, ούτε και πέτυχε την επιδίκαση υπέρ του οποιουδήποτε ποσού αποζημιώσεων. Γι΄ αυτό επιδίκασε υπέρ του το ένα δεύτερο των εξόδων.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι παράνομα επενέβησαν στο ακίνητο του εφεσίβλητου και ότι εσφαλμένα αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες τοποθέτησαν αμμοχάλικα σε έκταση 42 τ.μ. εντός του τεμαχίου του εφεσίβλητου. Παραπονούνται ακόμα για το συμπέρασμα ότι υπήρξε κατεδάφιση πετρόκτιστου τοίχου, αλλά και εναντίον του συμπεράσματος ότι οι επεμβασίες χαμήλωσαν το επίπεδο του ακινήτου του εφεσίβλητου.
Προσβάλλουν ακόμα την πρωτόδικη απόφαση γιατί, κατά την άποψή τους, στερείται επαρκούς αιτιολογίας επί πολύ σοβαρών πτυχών, ότι λανθασμένα δόθηκε στον εφεσίβλητο αξιοπιστία και ότι αγνόησε τελείως σωρεία μαρτυρίας προφορικής και γραπτής η οποία οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες καμιά σχέση δεν είχαν με την κατ΄ ισχυρισμόν επέμβαση. Χαρακτηριστικά αναφέρεται η παραγνώριση της μαρτυρίας του Μ.Υ.4, πρώην κοινοτάρχη της περιοχής, αλλά και η παραγνώριση σωρείας μαρτυρίας και από κυβερνητικά τμήματα.
Οι εφεσείοντες προσβάλλουν ακόμα το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι το γεγονός πως δεν διαφάνηκε από τη μαρτυρία ότι οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο είχε συμφέρον να προβεί στις πιο πάνω ενέργειες, το ότι ο δρόμος είχε διαπλατυνθεί και επιστρωθεί με χαλίκι και το ότι είχε διανοιχθεί μέχρι το ακίνητο των εφεσειόντων, είναι στοιχεία επαρκή, που με βάση την απλή πιθανολόγηση αποδεικνύουν ότι οι εφεσείοντες είναι αυτοί που επενέβησαν στο ακίνητο του εφεσίβλητου.
Με αντέφεση ο εφεσίβλητος υποστηρίζει ότι λανθασμένα το δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν απέδειξε την αξία της γης στην οποία έγινε η επέμβαση. Υποστηρίζει ακόμα ότι λανθασμένα το δικαστήριο αποφάσισε ότι εφ΄ όσον δεν ζητούσε αποζημιώσεις και επομένως δεν του επιδικάστηκαν τέτοιες για την επέμβαση, δεν εδικαιούτο σε επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων. Τέλος, παραπονείται ότι λανθασμένα το δικαστήριο δεν διέταξε επανοικοδόμηση του πετρόκτιστου τοίχου και επαναφορά του τεμαχίου στο αρχικό του ύψος.
Η μαρτυρία την οποία το δικαστήριο αποδέχτηκε για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες επενέβησαν επί του τεμαχίου του εφεσίβλητου, δεν είναι υποδειγματική. Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι δεν υπάρχει καθόλου μαρτυρία η οποία άμεσα να συνδέει τους εφεσείοντες με την επέμβαση. Ακόμα και ο εφεσίβλητος ενώ κατέθετε δεν ισχυρίστηκε ότι ήξερε ότι στην επέμβαση προέβηκαν οι εφεσείοντες. Απλώς ανέφερε ότι μόνο οι εφεσείοντες είχαν όφελος από την επέμβαση και ότι σε κάποιο στάδιο συναντήθηκε με εκπροσώπους των εφεσειόντων, τον Χαράλαμπο Τσιντίδη και κάποιον Αντρέα, οι οποίοι και τον διαβεβαίωσαν ότι θα επαναφέρουν το ακίνητό του στην προηγούμενή του κατάσταση.
Η μαρτυρία του εφεσίβλητου ήταν ασαφής σε πολλά σημεία. Το δικαστήριο απέρριψε σχετική μαρτυρία του ότι η αξία του ακινήτου ανέρχεται σε £40.000, γιατί όσα ανέφερε ήταν γνώμη από πρόσωπο μη ειδικό. Το δικαστήριο απέρριψε επίσης το μέρος της μαρτυρίας του στο οποίο ανέφερε ότι μέρος της ασφάλτου κατασκευάστηκε μέσα στο ακίνητό του, γιατί ο ισχυρισμός αυτός δεν περιλαμβανόταν στην έκθεση απαίτησης.
Οι άλλοι δύο μάρτυρες που κατέθεσαν για τον εφεσίβλητο ήταν δύο τοπογράφοι μηχανικοί, οι οποίοι αφού ύστερα από οδηγίες του εφεσίβλητου εξέτασαν την κατάσταση επιτόπου, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μέρος του υφιστάμενου δρόμου που βρίσκεται στα νότια επεμβαίνει στο ακίνητό του.
Το δικαστήριο για διάφορους λόγους απέρριψε τη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης που είχαν προσκομίσει οι εφεσείοντες, μεταξύ των οποίων και τη μαρτυρία του Αντρέα Χατζηκλεοβούλου, Μ.Υ.3, γραφέα στην Επαρχιακή Διοίκηση, ο οποίος είχε καταθέσει ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε επέμβαση. Η μαρτυρία του Μ.Υ.4 Χαράλαμπου Αντωνίου, πρώην κοινοτάρχη, απορρίφθηκε, παρ΄ όλον που, όπως επισήμανε το δικαστήριο, ο μάρτυρας αυτός δεν περιέπεσε σε αντιφάσεις, λόγω του τρόπου που απαντούσε και του γεγονότος ότι καθυστερούσε να απαντήσει στις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν. Το δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι το ύφος του πρόδιδε ότι σκεφτόταν την απάντηση που έπρεπε να δώσει με αποτέλεσμα να σχηματίσει την εντύπωση ότι δεν ήλθε στο δικαστήριο για να καταθέσει την αλήθεια.
Απόρριψης έτυχε και η μαρτυρία του Μ.Υ.5 Χαράλαμπου Παπασάββα, χωρομέτρη στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο. Ο μάρτυρας είχε καταθέσει ότι κατά την επίσκεψή του στο ακίνητο στις 29.12.2004 με σκοπό τον έλεγχο αν τα οικόπεδα κατασκευάσθηκαν σύμφωνα με την άδεια διαχωρισμού, ήλεγξε τα σύνορα που είχαν τοποθετηθεί από προηγούμενο χωρομέτρη και εξέτασε τις εργασίες που έγιναν μέσα στο τεμάχιο 536. Αποτύπωσε τους δρόμους και τα πεζοδρόμια που είχαν κατασκευαστεί και ετοίμασε σχέδιο το οποίο εστάλη για έλεγχο στο σχεδιαστήριο. Ο μάρτυς κατέληξε ότι δεν υπήρξε επέμβαση στο τεμάχιο του εφεσίβλητου. Το δικαστήριο δέχτηκε τη μαρτυρία του, πλην του μέρους στο οποίο ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρξε επέμβαση στο ακίνητο του εφεσίβλητου. Το δικαστήριο τόνισε ότι δεν αντιλήφθηκε πως ο μάρτυρας κατέληξε στην άποψη αυτή, αφού η εργασία του περιορίστηκε στο να ελέγξει τις εργασίες που έγιναν μέσα στο τεμάχιο 536, το δρόμο και τα πεζοδρόμια που κατασκευάστηκαν μέσα σ΄ αυτό, ενώ δεν κατέγραψε το δρόμο που βρισκόταν στα νότια του τεμαχίου.
Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι το δικαστήριο ακολούθησε μια περίεργη διαδικασία. Βασιζόμενο πάνω σε νομολογία η οποία πράγματι καθορίζει ότι το δικαστήριο μπορεί να αποδεχθεί μέρος της κατάθεσης μάρτυρα και να απορρίψει άλλη, κατέληξε επιλεκτικά, να δέχεται όποια σημεία από τη μαρτυρία βόλευαν την τελική του κατάληξη, απορρίπτοντας συνάμα άλλα. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε δεν είναι η ορθή. Πράγματι το δικαστήριο έχει αυτή την ευχέρεια, αλλά δεν μπορούσε συστηματικά να δέχεται και να απορρίπτει σημεία των καταθέσεων όλων σχεδόν των μαρτύρων, κατά το δοκούν.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες επενέβησαν στο ακίνητο του εφεσίβλητου, χωρίς, όμως, μαρτυρία περί τούτου. Η απόφαση βασίστηκε ουσιαστικά σε υποθέσεις, όπως το ότι μόνο οι εφεσείοντες είχαν συμφέρον από μια τέτοια επέμβαση και το ότι εκείνη την εποχή είχαν προβεί σε εργασίες διαχωρισμού οικοπέδων. Δεν υπήρξε οποιαδήποτε μαρτυρία η οποία να συνδέει χρονικά την κατ΄ ισχυρισμόν επέμβαση με τις εργασίες διαχωρισμού οικοπέδων στο τεμάχιο των εφεσειόντων.
Το δικαστήριο παραγνώρισε επίσης το γεγονός ότι οι εφεσείοντες ήταν μόνο κατά ½ μερίδιο ιδιοκτήτες του τεμαχίου το οποίο διαχωρίστηκε σε οικόπεδα, με το άλλο ½ να ανήκει σε κάποια Ελλάδα Γεωργίου. Με τη λογική που ακολούθησε το δικαστήριο δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο στις εργασίες διαχωρισμού να είχε προβεί ο άλλος συνιδιοκτήτης, δηλαδή η κα Ελλάδα Γεωργίου.
Ενδιαφέρων είναι και ο λόγος για τον οποίο απορρίφθηκε η μαρτυρία του Μ.Υ.4 Χαράλαμπου Αντωνίου, πρώην κοινοτάρχη στο χωρίο Στρουμπί, ο οποίος είχε αναφέρει ότι μπροστά από τα συγκεκριμένα τεμάχια υπήρχε χωμάτινος δρόμος ο οποίος πριν δύο ή τρία χρόνια περίπου, είχε επιστρωθεί με αμμοχάλικα και ο οποίος τελειώνει εκεί που αρχίζουν τα οικόπεδα των εφεσειόντων. Σύμφωνα πάντα με το μάρτυρα, ο δρόμος βρισκόταν ένα πόδι πιο χαμηλά από το ακίνητο του εφεσίβλητου, ενώ μετά τη στρώση των αμμοχαλίκων βρίσκεται τώρα στο ίδιο επίπεδο. Ακόμα, σύμφωνα με το μάρτυρα τα αμμοχάλικα τοποθέτησαν δύο άλλα άτομα τα οποία κατονόμασε.
Το δικαστήριο παρ΄ όλον ότι παραδέχεται ότι ο μάρτυρας δεν περιέπεσε σε αντιφάσεις, καταλήγει ότι δεν έπεισε ότι κατέθεσε με ανεξαρτησία και αμεροληψία. Και ο λόγος ήταν «ο τρόπος που απαντούσε, το γεγονός ότι καθυστερούσε να απαντήσει στις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν, το ύφος του που πρόδιδε ότι σκεφτόταν την απάντηση που έπρεπε να δώσει».
Και στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο κάνοντας κατάχρηση του δικαιώματος που του παρέχεται να δέχεται ορισμένα μόνο μέρη της κατάθεσης μάρτυρα, κατέληξε ότι απέρριψε τη μαρτυρία του, εκτός από τα σημεία που ανέφερε ότι τα αμμοχάλικα τοποθετήθηκαν πριν δύο με τρία χρόνια. Δέχτηκε ακόμα ότι πριν την τοποθέτηση τους ο δρόμος ήταν στενότερος και σε πιο χαμηλό επίπεδο από το ακίνητο του εφεσίβλητου, ενώ τώρα βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο. Κι΄ αυτό παρ΄ όλον ότι δέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου ότι «παρά το ότι σε αρκετά σημεία της μαρτυρίας του υπήρξε ασαφής και σε κάποια άλλα παρατηρούνται μικροαντιφάσεις».
Καταλήγουμε ότι το δικαστήριο με την επιλεκτική αποδοχή μαρτυρίας κατέληξε σ΄ ένα συμπέρασμα για το οποίο δεν υπήρχε ουσιαστική μαρτυρία. Συνήγαγε ότι πρέπει να έγινε επέμβαση από τους εφεσείοντες επειδή το κτήμα τους συνόρευε με αυτό του εφεσίβλητου και επειδή κατά τον ουσιώδη χρόνο είχαν προβεί σε εργασίες διαχωρισμού οικοπέδων σ΄ αυτό.
Πράγματι, η μαρτυρία που έχει προσκομιστεί για λογαριασμό του εφεσίβλητου είναι ασαφής και γενικόλογη. Η υπόθεσή του παρουσιάστηκε χωρίς να κατατεθεί ουσιαστική μαρτυρία που να δικαιολογεί την κατάληξη ότι οι εφεσείοντες επενέβηκαν στο κτήμα του.
Ως αποτέλεσμα, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η αγωγή απορρίπτεται. Τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ΄ έφεση, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο θα βαρύνουν τον εφεσίβλητο. Εν όψει της κατάληξής μας στην έφεση δεν υφίσταται λόγος να ασχοληθούμε με την αντέφεση, η οποία απορρίπτεται, χωρίς έξοδα.
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.
Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.
Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.
/ΜΔ