ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 2266
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 134/2012)
17 Οκτωβρίου 2012
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΚΡΑΣΟΠΟΥΛΗ ΚΑΙ ΕΛΕΝΑΣ ΣΚΟΡΔΕΛΛΗ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥΣ 2 ΚΑΙ 3 ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 19325/10 ΠΟΥ ΕΚΔΙΚΑΖΕΤΑΙ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΙΜΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΙΜΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ 2 ΚΑΙ 3
ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ
-----------------------------------------
Μ. Κυπριανού με Μ. Γεωργίου, Κορ. Σταυρή (κα) και
Α. Γεωργίου, για τους Αιτητές.
Ε. Κλεόπα (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Μετά τη χορήγηση άδειας στις 17.9.2012, καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari προς ακύρωση της απόφασης του Μονίμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας ημερ. 13.9.2012, με την οποία διατάχθηκε η παραμονή σε κράτηση των αιτητών μέχρι την επομένη ημέρα 14.9.2012, παρά την ελλιπή σύνθεση του Κακουργιοδικείου.
Η υπό κρίση αίτηση επαναλαμβάνει στην ουσία τα όσα αναφέρθηκαν και κατά την καταχώρηση της Πολιτικής Αίτησης αρ. 130/12, με την οποία επιδιωκόταν η χορήγηση της άδειας και υποστηρίζεται από τα έγγραφα τα οποία είχαν καταχωρηθεί στην εν λόγω Αίτηση. Καταχωρήθηκε ένσταση από πλευράς της Δημοκρατίας, υποστηριζόμενης από ένορκη δήλωση Ανώτερης Γραμματειακού Λειτουργού στη Νομική Υπηρεσία.
Κατά την ακρόαση της αίτησης, ο εκ των δικηγόρων των αιτητών κ. Μ. Γεωργίου, ανεφέρθη σε αυθεντίες σχετικές με πολιτικής φύσεως υποθέσεις που αφορούσαν διαδικασίες που είχαν λάβει χώραν όταν λειτουργούσε το Πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο και άλλες σχετικές με υπέρβαση δικαιοδοσίας, (δέστε Ex parte Costas Papadopoulos (1968) 1 C.L.R. 496, Αίτηση των Μαρκίδης και Καλόγηρος (Κτηματική) Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 95 και Αίτηση των Ατελιέ «La Qualite» Κώστας Άσπρος Λτδ (Αρ. 2) (1997) 1 Α.Α.Δ. 363). Έγινε επίσης εισήγηση ότι το άρθρο 5(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, είναι διατυπωμένο κατά επιτακτικό τρόπο και η λέξη «θα», επιβάλλει την ύπαρξη ανά πάσα στιγμή ενός δεόντως συγκροτημένου Κακουργιοδικείου κατά τον τρόπο που καθορίζεται στο Νόμο. Ο συνήγορος προώθησε τη θέση ότι η συμφυής εξουσία για τη ρύθμιση διαδικασίας ή για την έκδοση οποιασδήποτε διαταγής εκ μέρους του Κακουργιοδικείου ή και οποιουδήποτε Δικαστηρίου, προϋποθέτει τη νόμιμη και δέουσα συγκρότηση αυτού. Το οποιοδήποτε νομοθετικό κενό στο σχετικό άρθρο 5 του Νόμου αρ. 14/60, δεν μπορεί να ρυθμιστεί ή να αναπληρωθεί με οποιαδήποτε απόφαση του ιδίου του Κακουργιοδικείου, εφόσον τα Δικαστήρια δεν νομοθετούν.
Η κα Κλεόπα εκ μέρους της Δημοκρατίας, πολύ ορθά, δεν εισηγήθηκε ούτε διά της ενστάσεως της, ούτε διά της αγορεύσεως της, ότι τίθεται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο θέμα ερμηνείας του άρθρου 5 ή οποιουδήποτε εδαφίου ή επιφυλάξεως αυτού. Αναγνώρισε ευθέως και ευθαρσώς την ύπαρξη νομοθετικού κενού όταν το Κακουργιοδικείο βρίσκεται αντιμέτωπο με προβλήματα που ανακύπτουν, της φύσεως και έκτασης που παρουσιάστηκαν στην υπό κρίση υπόθεση, πληροφορώντας ταυτόχρονα το Δικαστήριο ότι η Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας θα επιδιώξει την τροποποίηση του Νόμου προς ρύθμιση και κάλυψη του υφιστάμενου κενού. Εισηγήθηκε, όμως, αυτή δε είναι και η βάση της ένστασης που καταχωρήθηκε, ότι το απρόβλεπτο γεγονός που αντιμετώπισε το Κακουργιοδικείο λόγω της έκτακτης απουσίας ενός εκ των μελών του, μπορούσε να καλυφθεί διά της σύμφυτης δικαιοδοσίας του, η οποία έρχεται αρωγός προς διατήρηση της ισχύουσας τάξης πραγμάτων, και προς αντιμετώπιση εκτάκτων και αναπάντεχων προβλημάτων. Έγινε προς τούτο αναφορά στις υποθέσεις Κορέλλης (1999) 1 Α.Α.Δ. 1122 και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339.
Χάριν ολοκληρωμένης παρουσίασης του εδώ σκεπτικού, είναι αναγκαίο να καταγραφεί εκ νέου ότι τα γεγονότα που οδήγησαν στο υπό κρίση πρόβλημα συναρτώνταν με την απουσία στη συνεδρία της 13.9.2012, του εκ των μελών του Κακουργιοδικείου, Εντίμου κ. Ν. Σάντη, Α.Ε.Δ., ο οποίος λόγω μηχανικού προβλήματος του αεροσκάφους με το οποίο θα επέστρεφε στην Κύπρο την προηγούμενη μέρα από τις Βρυξέλλες όπου βρισκόταν, δεν ήταν παρών στην εν λόγω συνεδρία. Το Κακουργιοδικείο, με διμελή πλέον σύνθεση, πληροφόρησε τους δικηγόρους και τους κατηγορούμενους γι΄ αυτήν την εξέλιξη και διέταξε εν συνεχεία και χωρίς να αναζητήσει τις απόψεις των συνηγόρων, την παραμονή των κατηγορουμένων υπό κράτηση μέχρι τη νέα συνεδρία του Κακουργιοδικείου που ορίστηκε για την επόμενη μέρα, 14.9.2012.
Τόσο ο κ. Μ. Κυπριανού, όσο και ο κ. Μ. Γεωργίου, δικηγόροι των κατηγορουμένων και νυν αιτητών, ηγέρθηκαν για να θέσουν θέμα κατά πόσο το Κακουργιοδικείο με ελλιπή σύνθεση μπορούσε να διατάξει την περαιτέρω κράτηση έστω και μέχρι την επόμενη μέρα, αλλά το Κακουργιοδικείο τους είπε ότι εκ του περισσού τίθετο τέτοιο θέμα διότι, «Η σύνθεση είναι ελλιπής και δεν μπορούμε να αποφασίσουμε.». Στην εισήγηση που έγινε αμέσως μετά από τον κ. Γεωργίου, ότι ακριβώς επειδή η σύνθεση ήταν ελλιπής δεν μπορούσε να αποφασιστεί ούτε η κράτηση των αιτητών, το Κακουργιοδικείο απάντησε: «Αποφασίσαμε ήδη κύριε, οι κατηγορούμενοι να παραμείνουν υπό κράτηση.».
Αποτελεί γεγονός ότι η συγκρότηση ενός Κακουργιοδικείου ορίζεται από το άρθρο 5(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, κατά τρόπο επιτακτικό και με σαφή και καθαρό τρόπο. Το Κακουργιοδικείο θα αποτελείται από τρεις Δικαστές, ένα Πρόεδρο και δύο Ανώτερους Επαρχιακούς Δικαστές ή δύο Επαρχιακούς Δικαστές. Προκύπτει ότι Κακουργιοδικείο αποτελούμενο για οποιοδήποτε λόγο από δύο μόνο Δικαστές, δεν συμμορφώνεται, ούτε και καλύπτεται από την πιο πάνω νομοθετική πρόνοια. Τα όσα ακολουθούν μέσα από νομολογία, Κυπριακή και ξένη, προδιαγράφουν και την απάντηση κατά πόσο Κακουργιοδικείο υπό διμελή σύνθεση, θα μπορούσε να εκδώσει οποιαδήποτε διαταγή νομίμως.
Στην Republic v. Kafkaris and others (1988) 2 C.L.R. 130, εξετάστηκε το εξής ζήτημα: Το τότε Κακουργιοδικείο Λεμεσού που συνεδρίαζε στη Λευκωσία, αποτελείτο από Πρόεδρο, Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή και Προσωρινό Επαρχιακό Δικαστή. Κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης, ο Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής προήχθη σε Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου. Ο τότε Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ο οποίος προϊστατο της κατηγορούσας αρχής, έθεσε ζήτημα ορθής σύνθεσης του Κακουργιοδικείου, αυτής μη συνάδουσας με το άρθρο 5 του Νόμου, εφόσον στο Κακουργιοδικείο υπηρετούσαν πλέον δύο Πρόεδροι, κάτι που δεν επιτρεπόταν από το εν λόγω άρθρο. Η εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα απερρίφθη από το Κακουργιοδικείο, οπότε ο Γενικός Εισαγγελέας ζήτησε την παραπομπή νομικού σημείου στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο και γνωμάτευσε ότι το άρθρο 5 ήταν σαφές και δεν επέτρεπε τη συμμετοχή στο Κακουργιοδικείο πέραν του ενός Προέδρου. Κρίθηκε ότι το άρθρο 5 ήταν «... clear, unambiguous and imperative and leaves no room for doubt.». Το αποτέλεσμα ήταν ότι το Κακουργιοδικείο έπρεπε να επανασυσταθεί στην ολότητα του και η δίκη να αρχίσει ab initio.
Η υπόθεση αφορούσε λοιπόν μια πιο ανώδυνη περίπτωση από την παρούσα εφόσον ήταν παρόντες και οι τρεις Δικαστές που απάρτιζαν το Κακουργιοδικείο και απλώς είχε αλλάξει η θέση του ενός στην ιεραρχία του Δικαστικού Σώματος. Παρά ταύτα κρίθηκε ότι η σύνθεση έπασχε και βεβαίως δεν τέθηκε ζήτημα σύμφυτης εξουσίας για τη συνέχιση της λειτουργίας του. Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου οδήγησε στην τροποποίηση του Νόμου, ώστε έκτοτε να επιτρέπεται η συμμετοχή δύο Προέδρων στη σύνθεση του Κακουργιοδικείου, (δέστε τον περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικό) Νόμο αρ. 42(Ι)/92).
Μια ενδιαφέρουσα και σχετικά παρόμοια με την υπό κρίση υπόθεση προέρχεται από την Αμερικάνικη νομολογία. Στην Ayrshire Collieries Corporation et al. v. United States et al, 331 U.S. 132, ζητήθηκαν με σχετικές αιτήσεις διάφορα διατάγματα σχετικά με την εφαρμογή της διαταγής μιας Επιτροπής, («Commission»). Έπρεπε να συγκροτηθεί ειδικό Δικαστήριο από τρεις Δικαστές με βάση το Urgent Deficiencies Act του 1913. Διορίστηκαν τρεις Δικαστές που όρισαν διαδοχικά την υπόθεση μέχρι την τελική ακρόαση στις 25.3.1946. Ασθένησε όμως ο ένας των Δικαστών, η ακρόαση αναβλήθηκε και διορίστηκε άλλος Δικαστής στη θέση του. Η ακρόαση ολοκληρώθηκε, οι αιτήσεις απορρίφθηκαν, αλλά σημειώθηκε στο περιθώριο των ευρημάτων και της κατάληξης του Δικαστηρίου ότι ένας άλλος από τους Δικαστές, που είχε λάβει μέρος στην υπόθεση από την αρχή, επίσης ασθένησε και δεν μετείχε στις διαβουλεύσεις, με αποτέλεσμα η απόφαση να εκδοθεί από τους άλλους δύο Δικαστές. Το Εφετείο θεώρησε ότι η απόφαση που λήφθηκε ήταν άκυρη, εφόσον μόνο δύο από τους τρεις Δικαστές είχαν συμμετοχή σ΄ αυτή. Αφού έγινε αναφορά στο σχετικό Νόμο που αναφέρθηκε προηγουμένως, λέχθηκαν τα εξής:
«..... We are of the opinion that the District Court´s judgment was void, only two of the three judges having participated in the determination of the case.......
When the framers of the Urgent Deficiencies Act declared that these applications ´shall be heard and determined by three judges´, we assume that they meant exactly what they said........
Moreover, we cannot say that the failure of the third judge to participate in the determination of a case, where the other two are in agreement as to the result, is without significance. The decision reached by two judges is not necessarily the one which might have been reached had they had the benefit of the views and conclusions of the third judge. And should the latter have publicly indicated an opinion differing from that of his colleagues, his position might be helpful to the litigants and to this Court if the case were appealed.»
Παρόμοια αντιμετώπιση σημειώθηκε και πολύ μεταγενέστερα το 2003, στην υπόθεση Khanh Phuong Nguyen v. United States, 539 US 69, όπου η σύνθεση ενός Εφετείου που αποτελείτο από δύο Article III Δικαστές και ένα Article IV Δικαστή, τέθηκε υπό αμφισβήτηση. Το Supreme Court της Αμερικής ακύρωσε τις αποφάσεις του Εφετείου στα ακόλουθα γεγονότα: οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν τις καταδίκες τους στο Εφετείο του 9th Circuit. Η καταδίκη τους έλαβε χώραν αναφορικά με κατηγορίες ομοσπονδιακών εγκλημάτων που είχαν σχέση με ναρκωτικά, από το Επαρχιακό Δικαστήριο της νήσου Guam, η οποία ανήκε στην επικράτεια των Η.Π.Α. από την εποχή του Ισπανο-Αμερικανικού πολέμου και διοικείτο από το Αμερικάνικο Ναυτικό. Το Εφετείο συγκροτημένο, με βάση τα λαμβανόμενα νομοθετήματα που ίσχυσαν για την Guam, απέρριψε τις εφέσεις. Οι εφεσείοντες δεν είχαν τότε αμφισβητήσει τη σύνθεση του Εφετείου, ούτε ζήτησαν επανεκδίκαση της υπόθεσης μετά την απόρριψη των εφέσεων. Καταχώρησαν όμως αιτήσεις για certiorari, εισηγούμενοι ότι η απόφαση του Εφετείου ήταν άκυρη λόγω συμμετοχής ενός Δικαστή, ο οποίος δεν νομιμοποιείτο προς τούτο. Παρόλο που ο Solicitor General αποδέχθηκε ότι η σύνθεση του Εφετείου έπασχε, προσπάθησε να υποστηρίξει την μη ανατροπή της απόφασης του. Ένα από τα επιχειρήματα του ήταν ότι υπήρχε εν πάση περιπτώσει απαρτία εκ της συμμετοχής των δύο εκ των τριών Δικαστών, οι οποίοι νομίμως ήταν στη σύνθεση και επομένως μπορούσαν έγκυρα να λάβουν την απόφαση.
Το Supreme Court απέρριψε την εισήγηση, για δύο λόγους: πρώτον, ότι παρά την ύπαρξη απαρτίας, ποτέ δεν ήταν υπό αμφισβήτηση η εξουσία του Supreme Court «... to vacate the judgment entered by an improperly constituted court of appeals, even when there was a quorum of judges competent to consider the appeal.». Δεύτερο, η νομοθετική πρόνοια για τα Εφετεία επέβαλλε την συμπερίληψη τουλάχιστον τριών Δικαστών, και, επομένως, δύο δικαστές δεν είχαν «... any authority to serve by themselves as a panel.»
Σε σχέση με τις ελλιπείς ή αντικανονικές συνθέσεις ενδιαφέρον παρουσιάζει το άρθρο του Samuel P. Jordan: Irregular Panels στο Alabama Law Review 2009, Vol. 60, Number 3, σελ. 547. Εκεί, μέσα από σχετική ανάλυση της νομολογίας, αναφέρεται ότι η ύπαρξη απαρτίας κατά νόμο, δεν θεραπεύει την προβληματική συγκρότηση ενός Δικαστηρίου.
Στην υπό κρίση περίπτωση, η Δημοκρατία επιχειρεί στην ουσία τη νομιμοποίηση της απόφασης του Κακουργιοδικείου όχι τόσο με αναφορά στην ύπαρξη απαρτίας με δύο από τους τρεις Δικαστές, (διότι δεν τίθεται θέμα νομιμοποίησης εν πάση περιπτώσει εφόσον δεν επιτρέπεται εκ του άρθρου 5 κάτι τέτοιο), αλλά λόγω της σύμφυτης εξουσίας που κατ΄ ισχυρισμόν ενυπάρχει για τη ρύθμιση της διαδικασίας. Όπως υποδείχθηκε όμως από το Δικαστήριο κατά τη συζήτηση της αίτησης, εδώ δεν ρυθμίστηκε απλά ζήτημα διαδικασίας, (που εν πάση περιπτώσει και πάλι δεν θα ήταν δυνατό χωρίς την παρουσία και των τριών Δικαστών), αλλά εκδόθηκε διάταγμα στέρησης της ελευθερίας των αιτητών. Η κα Κλεόπα λέγει ότι έπρεπε καθηκόντως να τηρηθεί η υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων μέχρι την επόμενη δικάσιμο, η δε διαταγή για κράτηση σε μία δίκη που συνεχίζεται εδώ και καιρό, ήταν μια εξυπακουόμενη αναγκαιότητα, χωρίς να επηρεάζονται ο αιτητές καθ΄ οιονδήποτε ουσιαστικό τρόπο, εφόσον ήσαν μέχρι τις 13.9.2012 νομίμως υπό κράτηση και παρέμειναν υπό περαιτέρω κράτηση νομίμως και στη συνέχεια, μετά τις 14.9.2012.
Το ζητούμενο όμως δεν είναι η κατ΄ οικονομίαν διάσωση του διατάγματος κράτησης ημερ. 13.9.2012. Είναι η εφαρμογή του Νόμου, όσο και αν αυτή η εφαρμογή και τήρηση του ενδέχεται να προκαλεί κατά καιρούς δυσχέρειες ή να προσκρούει σε «τυπικές», λεγόμενες, δυσκολίες. Το ερώτημα είναι αν υπάρχει οποιαδήποτε εξουσία που να διέπει την υπό κρίση περίπτωση. Κρίνεται ότι δεν υπάρχει τέτοια σύμφυτη εξουσία. Το επιχείρημα του κ. Γεωργίου ότι για να ομιλεί κανείς για σύμφυτη εξουσία προϋποθέτει την ύπαρξη δεόντως συγκροτημένου Δικαστηρίου το οποίο θα ασκήσει αυτή την εξουσία, είναι ατράνταχτο. Η σύμφυτη εξουσία έχει εξηγηθεί, μεταξύ των άλλων και στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Ιερόθεου Χριστοδούλου Ρόπα (2009) 1 Α.Α.Δ. 235, απ΄ όπου το ακόλουθο απόσπασμα:
«Το δε κατάλοιπο εξουσίας, το οποίο επικαλέστηκε ο συνήγορος, δεν διασώζει την κατάσταση, γιατί δεν μπορεί να δημιουργήσει εκ του μηδενός νέες ατραπούς στο δίκαιο και μάλιστα τόσο θεμελιακές. Η σύμφυτη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου έρχεται αρωγός εκεί όπου η χρήση της είναι αναγκαία για αυτή ταύτη τη λειτουργία του ίδιου του συστήματος και της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του, εντός των υφισταμένων και γνωστών δικαιϊκών αρχών, απορρέουσες και πλαισιούμενες ως στυλοβάτες, από το Σύνταγμα και τους Νόμους της πολιτείας (σχετικές είναι οι υποθέσεις Α. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339 και Κορέλλης (1999) 1 Α.Α.Δ. 1122).»
Η σύμφυτη λοιπόν εξουσία, όπως αναγνωρίζεται και στο πιο πάνω απόσπασμα, όχι μόνο είναι κατάλοιπο και συνεπώς σπανίως και με ιδιαίτερη φειδώ καταφεύγει κάποιος σ΄ αυτή, αλλά χρησιμοποιείται και «.. εντός των υφιστάμενων και γνωστών δικαιϊκών αρχών ..». Όπως εξηγήθηκε στην Αντωνίου ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω - με ανασφορά στην Χαραλαμπίδης ν. Μελωδία (Χαραλαμπίδου) (1997) 1 Α.Α.Δ. 724, η σύμφυτη εξουσία δεν διευρύνει ή επεκτείνει την εξουσία ή δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, αλλά είναι εκείνη που εξυπακούεται από τη φύση της λειτουργίας ενός Δικαστηρίου δικαιοσύνης.
Δεν υπάρχει αρχή στην υπό κρίση περίπτωση που θα ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ώστε να διασώσει την κατάσταση στη διαπίστωση νομοθετικού κενού. Άλλως, άσκηση εξουσίας από ένα Δικαστή, ακόμη και στην απουσία δύο Δικαστών από το τριμελές Κακουργιοδικείο, θα εντασσόταν στη σύμφυτη εξουσία, αναιρώντας έτσι την ίδια την επιτακτική νομοθετική ανάγκη για τριμελή σύνθεση, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω. Οποιαδήποτε ρωγμή στη νομοθετική ρύθμιση που επιβάλλει τριμελή σύνθεση, ανοίγει νέες, απροσδιόριστες και ασαφείς ατραπούς, με τη χρήση διαφόρων παραμέτρων κατά το δοκούν.
Η αίτηση εγκρίνεται. Εκδίδεται διάταγμα certiorari με το οποίο ακυρώνεται η διαταγή κράτησης των αιτητών στις 13.9.2012. Τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται υπέρ των αιτητών και εναντίον της Δημοκρατίας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ