ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 1 ΑΑΔ 1561

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 248/2009)

 

13 Ιουλίου, 2012

 

[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΣΤΑΥΡΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ,

Εφεσείων/Ενάγων,

ΚΑΙ

 

ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

 

Εφεσίβλητος/Εναγόμενος.

- - - - - -

Γ. Λουκαϊδης για Α. Ποιητή, για τον Εφεσείοντα.

 

Ε. Οικονόμου για Α. Παπαλλή, για τον Εφεσίβλητο.

- - - - - -

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Αντικείμενο εξέτασης της αγωγής αρ. 567/2006 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ήταν τροχαίο δυστύχημα που είχε επισυμβεί στις 8.30π.μ. της 19.7.2006, στη λεωφόρο Νησί στην Αγία Νάπα. Κατά το δυστύχημα ο εφεσείων (ενάγων στην αγωγή) τραυματίστηκε ενώ προσπαθούσε να διασταυρώσει πεζός το δρόμο, αφού κτυπήθηκε από φορτηγό αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσίβλητος-εναγόμενος.

 

Κατόπιν εκδίκασης της αγωγής, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ευθύνη για το δυστύχημα είχαν και οι δύο διάδικοι, με μεγαλύτερη όμως ευθύνη να βαρύνει τον εφεσείοντα. Καταμέρισε δε τα ποσοστά ευθύνης σε 75% στον εφεσείοντα και 25% στον εφεσίβλητο. Αναφορικά με το ύψος των αποζημιώσεων για σωματικές βλάβες, απώλεια και ζημιά, το Δικαστήριο υπολόγισε τις γενικές αποζημιώσεις στις οποίες θα εδικαιούτο ο εφεσείων σε €28.000 επί πλήρους ευθύνης και των ειδικών αποζημιώσεων σε €6.349. Επεδίκασε, συνακόλουθα, υπέρ του εφεσείοντα, με βάση το ποσοστό ευθύνης του, ποσό €7.000 ως γενικές αποζημιώσεις, με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία του δυστυχήματος, και ποσό €1.587 ως ειδικές αποζημιώσεις, με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής.

 

Με την παρούσα έφεση, ο εφεσείων-ενάγων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης επί τριών σημείων που αποτελούν και ισάριθμους λόγους έφεσης, ως ακολούθως:

 

1.     Εσφαλμένος καταμερισμός της ευθύνης για το δυστύχημα, με καταλογισμό ποσοστού 75% στον εφεσείοντα.

 

2.     Υπέρμετρα χαμηλό το ύψος των γενικών αποζημιώσεων.

 

3.     Μη επιδικασμός ποσού εκ €2.000-€3000 είτε ως μέρος των Γενικών Αποζημιώσεων ή χωριστά, για το κόστος πλαστικής εγχείρισης.

 

Από την άλλη πλευρά, ο εφεσίβλητος-εναγόμενος εγείρει αντέφεση, εγείροντας δύο λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη, ως ακολούθως:

 

1.     Εσφαλμένα καταλογίστηκε στον εφεσίβλητο ευθύνη για το δυστύχημα και μάλιστα σε ποσοστό 25%.

 

2.     Το επιδικασθέν ποσό των €28.000 ως Γενικές Αποζημιώσεις είναι έκδηλα υπερβολικό.

 

Λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων λόγων έφεσης και αντέφεσης, προκύπτει ότι με αυτούς εγείρονται προς εξέταση κατ΄ έφεση δύο κοινά θέματα, καθιστώντας έτσι δυνατή τη συνεξέταση Έφεσης και Αντέφεσης. Αυτά τα θέματα είναι:

 

1.     Η ορθότητα του καταμερισμού της ευθύνης μεταξύ των διαδίκων.

 

2.     Η ορθότητα του ποσού των γενικών αποζημιώσεων και η προσθήκη ή μη ποσού για την πλαστική εγχείριση.

 

Θα εξετάσουμε στη συνέχεια τα δύο αυτά εγειρόμενα θέματα.

 

1.     Το θέμα του καταμερισμού της ευθύνης.

 

Σε σχέση με το θέμα τούτο, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αναφέρει στην απόφασή του τα ακόλουθα:

 

"Το πρώτο θέμα που καλείται το Δικαστήριο να αποφασίσει είναι κατά πόσο ο εναγόμενος ευθύνεται για το ατύχημα. Με βάση τα γεγονότα που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το όριο ταχύτητας στο συγκεκριμένο δρόμο ήταν 50 χλμ/ώρα, ενώ η ταχύτητα του ενάγοντα δεν υπερέβαινε τα 40 χλμ/ώρα. Την ώρα που έγινε το ατύχημα πολύ μεγάλος αριθμός τουριστών, 150-200 περίπου, βρισκόντουσαν στο συγκεκριμένο χώρο. Οι περισσότεροι τουρίστες ήταν συγκεντρωμένοι στο αριστερό πεζοδρόμιο, ως ήταν η πορεία του εναγόμενου, κοντά στην είσοδο του ξενοδοχείου Aeneas, υπήρχε κόσμος όμως και δεξιά του δρόμου. Στη δεξιά πλευρά του δρόμου τέσσερα τουλάχιστο τουριστικά λεωφορεία ήταν σταθμευμένα σχηματίζοντας δύο σειρές των δύο. Τα λεωφορεία, μήκους 12μ. και ύψους 3.20μ. το καθένα, καταλάμβαναν σχεδόν όλο το πλάτος της δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας, ως ήταν η πορεία του εναγομένου. Τα hazard lights των πιο πάνω λεωφορείων ήσαν αναμμένα. Ο ενάγοντας ξεπρόβαλε διαμέσου των σταθμευμένων λεωφορείων και επιχείρησε να διασταυρώσει χωρίς να ελέγξει την τροχαία κίνηση, έκανε ένα δυο βήματα και κτυπήθηκε από το φορτηγό που οδηγείτο από τον εναγόμενο και πορευόταν στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, ως ήταν η πορεία του τελευταίου. Ο εναγόμενος είδε τον ενάγοντα για πρώτη φορά σε απόσταση 8-10μ., εφάρμοσε τα φρένα του, δεν κατάφερε όμως να ακινητοποιήσει το όχημα του έγκαιρα, με αποτέλεσμα να κτυπήσει τον ενάγοντα. Το σημείο σύγκρουσης απέχει 3.40μ. από το πεζοδρόμιο στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, ως ήταν η πορεία του εναγομένου, δηλαδή ήταν 10 εκ. μετά τη διακεκομμένη διαχωριστική γραμμή."

 

Και ακολούθως:

 

"Ο εναγόμενος όφειλε, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούσαν στο συγκεκριμένο σημείο κατά τον επίδικο χρόνο, να είχε ελαττώσει την ταχύτητα του, σε τέτοιο σημείο ώστε να είναι σε θέση να ακινητοποιήσει το όχημα του έγκαιρα και να αποφύγει τη σύγκρουση με οποιονδήποτε πεζό που πιθανό να επιχειρούσε να διασταυρώσει ή να εισέλθει εντός του δρόμου, χωρίς προηγουμένως να ελέγξει την τροχαία κίνηση. Η ταχύτητα του εναγομένου ήταν στα πλαίσια του επιτρεπόμενου ορίου, αυτό όμως δεν εξυπακούει αυτόματα ότι ήταν λογική υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, λαμβάνοντας υπόψη τη κοσμοσυρροή στο συγκεκριμένο σημείο, το γεγονός ότι ο ίδιος οδηγούσε ένα σχετικά μεγάλο όχημα, φορτηγό, μήκους 8μ. και πλάτους 2μ. το πλάτος του δρόμου όπου διακινείτο ήταν περιορισμένο λόγω των σταθμευμένων λεωφορείων και ο ίδιος ήταν, σύμφωνα με δική του παραδοχή, λίγο κουρασμένος καθότι οδηγούσε από η ώρα 3.00π.μ. μέχρι τη συγκεκριμένη ώρα, δηλαδή για πέντε περίπου ώρες."

 

Ως προς την ευθύνη του εφεσείοντα-ενάγοντα και τον καταμερισμό ευθύνης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

 

"Για το συγκεκριμένο ατύχημα όμως το μεγαλύτερο ποσοστό ευθύνης το φέρει ο ενάγοντας ο οποίος επέλεξε αντί να διασταυρώσει από τη διάβαση πεζών, που ήταν μόλις λίγα μέτρα πιο κάτω, να προχωρήσει διαμέσου των σταθμευμένων λεωφορείων, στο σημείο εκείνο δεν ήταν ορατός από τον εναγόμενο και να επιχειρήσει να διασταυρώσει το δρόμο χωρίς να ελέγξει καν την τροχαία κίνηση και χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλές να το πράξει, θέτοντας με τον τρόπο αυτό τη σωματική ακεραιότητα του σε κίνδυνο.

 

Αφού έλαβα υπόψη τις συνθήκες που έγινε το ατύχημα, την υπαιτιότητα του κάθε εμπλεκόμενου προσώπου και την αιτιώδη συνάφεια των πράξεων τους με το ατύχημα που έλαβε χώρα, καταμερίζω 75% της ευθύνης στον ενάγοντα και 25% στον εναγόμενο."

 

Όπως υποστηρίζει ο εφεσείων, το σφάλμα του εφεσίβλητου ήταν μεγαλύτερο αφού αγνόησε πλήρως τον ορατό και εύλογο κίνδυνο όπως εισέλθει στο δρόμο και στην πορεία του ένας από τις εκατοντάδες των προσώπων που ήσαν εκεί και στις δύο πλευρές του δρόμου. Ο εφεσείων έκανε βέβαια το λάθος να προχωρήσει δύο βήματα μπροστά χωρίς να ελέγξει, αλλά ο εφεσίβλητος αγνόησε τον κίνδυνο να κτυπήσει οποιοσδήποτε από 150-200 πρόσωπα που είχαν την πρόθεση να διασταυρώσουν και αγνόησε επίσης τα φώτα κινδύνου των λεωφορείων. Περαιτέρω, ο εφεσίβλητος είχε υποχρέωση και καθήκον, όχι απλά να ελαττώσει ταχύτητα, αλλά να σταματήσει και να δώσει προτεραιότητα στους πεζούς που βρίσκονταν παρά τη διάβαση πεζών πάνω στο πεζοδρόμιο και των οποίων η πρόθεση να διασταυρώσουν και να κατευθυνθούν προς τα λεωφορεία τους ήταν εμφανέστατη. Σύμφωνα δε πάντα με τον εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε πλήρως τον παράγοντα της επικινδυνότητας, αφού ο εφεσίβλητος, οδηγώντας μεγάλο όχημα, φορτηγό, είχε πολύ μεγαλύτερη δυνατότητα πρόκλησης ζημιάς και κατ΄ επέκταση ποσοστό ευθύνης από ένα πεζό, όπως ήταν ο εφεσείων.

 

Από την άλλη, ο εφεσίβλητος απορρίπτει τις πιο πάνω θέσεις και εισηγείται ότι τα μέτρα τα οποία έλαβε προς αποφυγή του κινδύνου ήταν τα δέοντα υπό τις περιστάσεις. Οι δε περιπτώσεις από τη νομολογία από την οποία άντλησε βοήθεια το Δικαστήριο, διαφοροποιούνται από την περίπτωση του εδώ εφεσίβλητου, ο οποίος διέβλεψε πιθανό κίνδυνο όταν είδε τα φώτα κινδύνου των παρακείμενων λεωφορείων που αναβόσβηναν, γι΄ αυτό και ελάττωσε περισσότερο ταχύτητα και άσκησε ακόμα περισσότερη προσοχή στο δρόμο. Εσφαλμένα δε το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, υπό τις περιστάσεις εκείνες, ο εφεσίβλητος όφειλε να ηχήσει τη σειρήνα του οχήματός του.

 

Μελετήσαμε με προσοχή κάθε τι που έχει προβληθεί από τους διαδίκους, υπό το φως των όσων έχουν αποφασισθεί πρωτόδικα.

 

Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί και τονίστηκε ιδιαίτερα στην υπόθεση Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Λεβέντη κ.ά. (1996) 1 ΑΑΔ 420, η κατανομή της ευθύνης για ένα δυστύχημα γίνεται κάτω από ευρεία σκοπιά, με γνώμονα τη λογική και την κοινή εμπειρία [Charalambous v. Kassapis (1988) 1 CLR 25]. Εφόσον η καθοδήγηση ως προς το δίκαιο είναι ορθή, ο καταμερισμός της ευθύνης αποτελεί κατ΄ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου. [Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (1989) 1(Ε) ΑΑΔ 178]. Κρίνεται δε με αναφορά τόσο στο μεμπτό της συμπεριφοράς των εμπλεκομένων στο δυστύχημα, όσο και της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αμέλειας και της ζημιάς που δυνητικά μπορούσε να προκαλέσει η αμέλεια ενός εκάστου.

 

Είναι γεγονός ότι το Εφετείο στην υπόθεση Αλεξάνδρου ν. Λεβέντη (ανωτέρω), επικυρώνοντας καταμερισμό ευθύνης κατά 25% σε πεζό και 75% σε οδηγό αυτοκινήτου, ανέφερε ότι δυνητικά η αμέλεια του οδηγού αυτοκινήτου έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις από την αμέλεια του πεζού ή του ποδηλατιστή. Ενώ δε η ευθύνη του οδηγού αυτοκινήτου και του πεζού μπορεί να είναι ίση σε έκταση, η δυνατότητα πρόκλησης ζημιάς είναι πολύ μεγαλύτερη στην περίπτωση του αυτοκινητιστή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην υπόθεση εκείνη, επιμέτρησε την ευθύνη καθοδηγούμενο από αρχή που υιοθετήθηκε στην Αγγλική απόφαση στην υπόθεση Baker v. Willoughby (1969) 3 All ER 1528, σύμφωνα με την οποία, όπως αναφέρθηκε στον καταμερισμό της ευθύνης, προσμετρά όχι μόνο το στοιχείο της εκατέρωθεν αμέλειας, αλλά και η δραστικότητά της στην πρόκλησης της ζημιάς (causative potency). Όπως δε λέχθηκε από το Εφετείο, είναι αυτονόητο ότι οι συνέπειες από την αμέλεια οδηγού αυτοκινήτου είναι μεγαλύτερες από εκείνες που μπορεί να προκύψουν από την αμέλεια του πεζού.

 

Έχοντας μελετήσει τις δύο αυτές αποφάσεις, Baker v. Willoughby και Αλεξάνδρου ν. Λεβέντη, αδυνατούμε να συμπεράνουμε ότι αυτές θέτουν μια γενικότερη αρχή ως προς μεγαλύτερο ποσοστό ευθύνης του οδηγού αυτοκινήτου έναντι αυτού του πεζού, υπό όλες τις περιστάσεις και σε όλες τις περιπτώσεις. Εκείνο το οποίο είχε αναφερθεί στην υπόθεση Baker από το Lord Reid ήταν το ακόλουθο:

 

"A pedestrian has to look to both sides as well as forward. He is going at perhaps 3mph and at that speed he is rarely a danger to anyone else. The motorist has not got to look sideways although he may have to observe over a wide angle ahead; and if he is going at a considerable speed he must not relax his observation, for the consequences may be disastrous. And it sometimes happens, although I do not say in this case, that he sees that the pedestrian is not looking his way and takes a chance that the pedestrian will not stop and that he can safely pass behind him. In my opinion it is quite possible that the motorist may be very much more to blame than the pedestrian."

 

Σε μετάφραση:

 

 "Ένας πεζός ο οποίος θα διασταυρώσει δρόμο, πρέπει να κοιτάξει και προς τις δύο πλευρές του δρόμου, καθώς επίσης και μπροστά του. Η ταχύτητά του είναι ίσως 3 μ.α.ω. και με αυτή την ταχύτητα σπάνια αποτελεί κίνδυνο σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Ο αυτοκινητιστής δεν οφείλει να κοιτάξει πλευρικά, αν και η παρατηρητικότητά του πρέπει να εκτείνεται ευρυγώνια μπροστά του. Εάν δε κινείται με μεγάλη ταχύτητα, δεν πρέπει να εφησυχάζει ως προς την παρατηρητικότητά του, καθότι οι επιπτώσεις μπορεί να είναι καταστροφικές. Κάποτε δε, συμβαίνει, και δε λέγω ότι συνέβη σ΄ αυτή την περίπτωση, ο αυτοκινητιστής να δει ότι ο πεζός δεν κοιτάζει προς τη μεριά του, και το διακινδυνεύει ότι ο πεζός δε θα σταματήσει, οπότε θα περάσει με ασφάλεια από πίσω του. Κατά τη γνώμη μου είναι αρκετά πιθανό ότι ο αυτοκινητιστής μπορεί πολύ περισσότερο να ευθύνεται παρά ο πεζός."

 

Σημειώνεται δε ότι στην υπόθεση Baker και οι δύο εμπλεκόμενοι στο δυστύχημα είχαν καθαρή ορατότητα προς αλλήλους για 200 υάρδες πριν από το σημείο σύγκρουσης και κανένας από αυτούς δεν έκανε οτιδήποτε. Εις δε την υπόθεση Αλεξάνδρου, ο ανήλικος πεζός είχε ήδη διανύσει τα ¾ της απόστασης, διασταυρώνοντας το δρόμο, και η ορατότητα ήταν 100 περίπου μέτρα και προς τις δύο κατευθύνσεις. Επομένως, οι δύο αυτές υποθέσεις διαφοροποιούνται σημαντικά, ως προς τα γεγονότα, από την παρούσα υπόθεση.

 

Ως προς τη θέση του εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος όφειλε να σταματήσει για να δώσει προτεραιότητα στους πεζούς των οποίων η πρόθεση να διασταυρώσουν ήταν εμφανής, υπενθυμίζεται ότι, αξιολογώντας τη δοθείσα μαρτυρία, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε ότι υπήρχαν πεζοί στη διάβαση πεζών, αλλά πολλά άτομα πάνω στο πεζοδρόμιο, ούτε και ότι αυτοί έδειξαν πρόθεση να διασταυρώσουν το δρόμο.

 

Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο εφεσίβλητος προέβηκε σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες και προφυλάξεις υπό τις κρατούσες περιστάσεις, εκτός από εκείνες τις οποίες εντόπισε το Δικαστήριο και οι οποίες συνθέτουν τη δική του αμέλεια, αμέλεια σε ποσοστό πολύ μικρότερο από εκείνο του εφεσείοντα.

 

Δεν βλέπουμε κανένα λόγο να επέμβουμε με τον καταμερισμό ευθύνης στον οποίο προέβηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο οποίος ήταν δίκαιος και κατάλληλος υπό τις περιστάσεις.

 

2.               Το θέμα της ορθότητας του υπολογισμού των γενικών αποζημιώσεων.

 

Όπως έχουμε προαναφέρει, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το ύψος των γενικών αποζημιώσεων που του επιδίκασε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι υπέρμετρα χαμηλό και ότι ένα πρόσθετο ποσό εκ €2.000-€3.000 θα έπρεπε να του είχε επιδικασθεί ως μέρος των γενικών αποζημιώσεων για το κόστος πλαστικής εγχείρισης. Από την άλλη, ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι το ποσό των επιδικασθεισών αποζημιώσεων ύψους €28.000 είναι έκδηλα υπερβολικό.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε κρίνει ότι ο εφεσείων υπερέβαλλε σε κάποιο βαθμό, ισχυριζόμενος ότι, μετά τον τραυματισμό του και ιδιαίτερα τον ακρωτηριασμό του τρίτου δακτύλου του ποδιού του, τα υπόλοιπα δάκτυλα μετά δυσκολίας κινούνται. Αποδέχτηκε όμως άλλο ισχυρισμό του εφεσείοντα, υποστηριζόμενο και από την ιατρική μαρτυρία, σύμφωνα με τον οποίο, μετά από βάδιση ή πολύωρη οδήγηση, αισθάνεται πόνο, αν και ήπιου βαθμού. Αυτός ο ισχυρισμός του εφεσείοντα είχε υποστηριχθεί με τη μαρτυρία του Δρα Ηλία Γεωργίου.

 

Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τις σωματικές βλάβες του εφεσείοντα, κατόπιν αξιολόγησης της ιατρικής και άλλης μαρτυρίας, συνοψίστηκαν στην απόφασή του ως ακολούθως:

 

"Ο σοβαρότερος τραυματισμός που έχει υποστεί ο ενάγοντας, στην υπό εξέταση υπόθεση είναι αναμφίβολα ο ακρωτηριασμός του τρίτου δακτύλου του δεξιού ποδιού. Ο ενάγοντας είναι νεαρό άτομο, ήταν 27 ετών κατά το χρόνο του ατυχήματος και είναι, ως ανέφερε και πιο πάνω,  επαγγελματίας οδηγός. Η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα το δεξί πόδι του με τις ουλές στη πελματιαία και ιδιαίτερα στην ραχιαία χώρα και τον ακρωτηριασμό του δακτύλου που είχε ως αποτέλεσμα την αφαίρεση της δεύτερης και τρίτης φάλαγγας, είναι άσχημη, σχεδόν αποκρουστική. Παράλληλα όμως λαμβάνω υπόψη ότι η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα το δεξί πόδι του ενάγοντα μπορεί να βελτιωθεί δια της τοποθέτησης προθέματος σιλικόνης στο μεσοδάκτυλο για συμπλήρωμα της έλλειψης δακτύλου. Σχετικό είναι το πιστοποιητικό του δόκτωρα Σεργίου που κατατέθηκε ως παραδεκτά γεγονότα. Πέραν των πιο πάνω, έλαβα υπόψη τον πόνο και την ταλαιπωρία που υπέστη ο ενάγοντας τόσο από τον τραυματισμό του δεξιού ποδιού όσο και από την κάκωση της αριστεράς τραχηλικής χώρας, το γεγονός ότι το δεξί πόδι του ακινητοποιήθηκε σε γύψινο νάρθηκα για κάποιο χρονικό διάστημα και η κίνηση του άκρου επανήλθε σταδιακά, μετά από φαρμακευτική αγωγή και εντατικό πρόγραμμα κινησιοθεραπείας. Σήμερα ο ενάγοντας βαδίζει χωρίς να χωλαίνει ενώ ο πόνος στο δεξί πόδι έχει υποχωρήσει, ήπιος πόνος και ελαφριά χωλότητα πιθανόν να παρουσιασθούν μετά από αλλαγή του καιρού, καταπόνηση του ποδιού ή πολύωρη οδήγηση. Ο ενάγοντας πριν το ατύχημα ήταν ποδοσφαιριστής, έπαιζε ποδόσφαιρο σε αγροτική ομάδα, σήμερα όμως δεν μπορεί να απολαύσει το πιο πάνω άθλημα. Η αναπηρία του ενάγοντα, σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, ανέρχεται σε 2%.

 

Αφού έλαβα υπόψη όλα τα πιο πάνω και συνεκτίμησα κάθε σχετικό παράγοντα επιδικάζω το ποσό των €28.000, ως γενικές αποζημιώσεις επί πλήρους ευθύνης."

 

Όπως υποστηρίζει ο εφεσείων, αυτή η τελευταία συνεχιζόμενη σωματική επιβάρυνσή του είναι ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένου ότι ο ίδιος είναι επαγγελματίας οδηγός λεωφορείου, οπότε η πολύωρη οδήγηση δεν είναι ένα σπάνιο γεγονός, αλλά σχεδόν καθημερινό καθήκον, ως μέρος του επαγγέλματός του.

 

Συμφωνούμε με τη θέση του εφεσείοντα ότι αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με το ότι ο εφεσείων, ένας νέος άνθρωπος, δεν μπορεί να απολαύσει το άθλημα του ποδοσφαίρου στο οποίο επιδίδετο ως ποδοσφαιριστής σε αγροτική ομάδα, θα έπρεπε να είχαν μεγαλύτερο αντίκρυσμα στο ποσό των γενικών αποζημιώσεων.

 

Κρίνουμε ότι ποσό της τάξης των €33.000 ως γενικές αποζημιώσεις επί πλήρους ευθύνης θα ήταν υπό τις περιστάσεις δικαιότερο όπως επιδικασθεί.

 

Ως προς το θέμα των εξόδων για πλαστική εγχείριση, παρατηρούμε τα εξής:

 

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του πλαστικού χειρούργου Αλ. Καμμίτση, την οποία αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει σήμερα ο ενάγων, πλην του ακρωτηριασμού, και ιδιαίτερα οι ουλές, θα μπορούσαν να βελτιωθούν με χειρουργική επέμβαση, το κόστος της οποίας ο μάρτυρας υπολόγισε σε €2.000-€3.000.

 

Όμως, το Δικαστήριο δεν επεδίκασε υπέρ του εφεσείοντα οποιοδήποτε ποσό για μια τέτοια επέμβαση. Όπως διαφαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση, μετά που το Δικαστήριο εξέτασε και κατέληξε επί του θέματος και επί του ποσού των γενικών αποζημιώσεων, εξέτασε τις διεκδικούμενες από τον εφεσείοντα ειδικές αποζημιώσεις. Αναφερόμενος δε στη δοθείσα από το Δρα. Καμμίτση μαρτυρία περί διόρθωσης ουλών κλπ με πλαστική εγχείριση, το κόστος της οποίας υπολόγισε σε €2.000-€3.000, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι στην Έκθεση Απαίτησης δε γινόταν αναφορά σε ένα τέτοιο στοιχείο και, ως εκ τούτου, το πιο πάνω ποσό δεν μπορούσε να συμπεριληφθεί στις επιδικασθησόμενες αποζημιώσεις.

 

Είναι η θέση του εφεσείοντα, με την οποία και συμφωνούμε, ότι η απαιτούμενη δαπάνη για τη διενέργεια πλαστικής εγχείρισης στο μέλλον δε θεωρείται ως αποκρυσταλλωθείσα ζημιά και ως τέτοια, θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στο ποσό των γενικών αποζημιώσεων, χωρίς ειδική δικογράφηση.

 

Επομένως, θα προσθέσουμε στις γενικές αποζημιώσεις και ένα ποσό €3.000 για τη διενέργεια αυτής της επέμβασης, το οποίο όμως θα φέρει νόμιμο τόκο από την ημερομηνία της πρωτόδικης απόφασης και όχι του δυστυχήματος, αφού πρόκειται για μελλοντική δαπάνη.

 

Ως αποτέλεσμα, η έφεση επιτυγχάνει. Το ποσό των γενικών αποζημιώσεων επί πλήρους ευθύνης αυξάνεται σε €33.000 πλέον €3.000 έξοδα εγχείρισης, με τόκο ως ανωτέρω. Λαμβανομένης υπόψη της ευθύνης του εφεσείοντα για το δυστύχημα, επιδικάζουμε υπέρ του ποσό €9.000 ως γενικές αποζημιώσεις, με νόμιμο τόκο από την 19.7.2006.

 

Κατά τα άλλα η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

Τα έξοδα της έφεσης, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα.

 

Η αντέφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου, στο βαθμό που αυτά είναι πρόσθετα των εξόδων της έφεσης.

 

 

Φρ. Νικολαϊδης, Δ.

 

 

Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

                                                                                    Κ. Κληρίδης, Δ.

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο