ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 23/2009 και 41/2009)

 

20 Ιουνίου 2012

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 23/2009)

 

ΝΑΚΗΣ ΘΕΟΧΑΡΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

- ΚΑΙ -

 

1.   ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

2.   OPTOPHARM CO. LTD,

Εφεισβλήτων.

----------------------------------

(Πολιτική Έφεση Αρ. 41/2009)

 

1.   ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

2.   ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΛΟΥΗ,

Εφεσείοντες,

- ΚΑΙ -

 

1.   ΝΑΚΗ ΘΕΟΧΑΡΙΔΗ,

2.   NAKIS THEOCHARIDES OPTICAL LTD,

(ΠΡΩΗΝ FRAMESPEX LTD),

Εφεσιβλήτων.

-----------------------------------

Χρ. Χριστοφή, για τον Εφεσείοντα στην Πολ. Έφ. Αρ. 23/2009.

Α. Πηλείδου (κα), για τους Εφεσίβλητους στην Πολ. Έφ. Αρ. 23/2009.

Α. Πηλείδου (κα), για τους Εφεσείοντες στην Πολ. Έφ. Αρ. 41/2009.

Χρ. Χριστοφή, για τους Εφεσίβλητους στην Πολ. Έφ. Αρ. 41/2009.

-------------------------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(ΔΙΪΣΤΑΜΕΝΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΟΛ. ΕΦ. ΑΡ. 41/2009)

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η κατάληξη επί της Πολ. Έφ. αρ. 23/2009, με την οποία συμφωνώ, είναι φυσιολογική απόρροια του γεγονότος ότι ο εκεί εφεσείων, διατηρώντας το δικαίωμα επιλογής επί της υπ΄ αυτού θεωρούμενης υπαναχώρησης των εφεσιβλήτων επί της συμφωνίας που υπογράφηκε στις 12.11. 1997, επέλεξε να τη διατηρήσει σε ισχύ, αντί να την τερματίσει.  Εάν επέλεγε τον τερματισμό της συμφωνίας, θα ήταν δυνατό να κατακρατήσει οποιοδήποτε ποσό του καταβλήθηκε έναντι της εκπλήρωσης της συμφωνίας από τους εφεσίβλητους και να εγείρει αγωγή διεκδικώντας αποζημιώσεις για διάρρηξη συμφωνίας, τις οποίες όμως θα έπρεπε να αποδείξει.  Επιλέγοντας όμως συνειδητά τον μη τερματισμό της συμφωνίας, ήταν υποχρεωμένος να τηρήσει πρώτος τις δεσμεύσεις, όρους και ρήτρες της ίδιας της συμφωνίας, όπως ακριβώς συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων και αποτυπώθηκε στο σχετικό τεκμήριο 5 το οποίο κατατέθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

         Η συμφωνία περιείχε μετά τις σχετικές πρόνοιες για την τμηματική αποπληρωμή του τιμήματος αγοράς και την εξής πρόνοια:

 

«9. Ανεξάρτητα με τα ανωτέρω, οι Συμβαλλόμενοι συμφωνούν και αποδέχονται ανεπιφύλακτα ότι ο ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ θα δικαιούται μετά από την καταβολή των ΛΚ15.000,00 (Δεκαπέντε χιλιάδων λιρών Κύπρου να αναλάβει πλήρη έλεγχο και κάτω από την αποκλειστική κατοχή και διαχείριση όλων των στοιχείων ενεργητικού της ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ που υπάρχουν κατά την ημερομηνία υπογραφής της παρούσας Συμφωνίας και επίσης θα δικαιούται να λειτουργεί και την ΕΤΑΙΡΕΙΑ κατά την απόλυτη και ελεύθερη του κρίση και βούληση χωρίς οποιαδήποτε επέμβαση του ΠΩΛΗΤΗ.

 

Νοείται ότι η παραπάνω πρόνοια θα συνεχίσει να τυγχάνει εφαρμογής εφόσον και καθ΄ όσον χρόνο οι καταβολές των πληρωμών γίνονται ως προβλέπεται στην παρούσα και ειδικότερα στις παραγράφους 6 και 7 άλλως αυτόματα και άνευ ειδοποιήσεως η ιδιοκτησία και έλεγχος της ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ επιστρέφει στον ΠΩΛΗΤΗ.»

 

Η επιλογή της διατήρησης σε ισχύ της συμφωνίας, αντί της αποκήρυξης της, ώστε και ο ίδιος ο εφεσείων να αποδεσμευόταν από τις πρόνοιες της, σήμαινε ότι ήταν υποχρεωμένος να αναλάβει, σύμφωνα με την επιφύλαξη της παρ. 9, πίσω την υπ΄ αυτού πωληθείσα στους εφεσίβλητους επιχείρηση της εταιρείας Optopharm Ltd, της οποίας «η ιδιοκτησία και έλεγχος» θα επέστρεφε στον πωλητή, δηλαδή, τον εφεσείοντα, (εφεσίβλητο 1 στην υπό κρίση έφεση αρ. 41/2009), εφόσον οι καταβολές των συμφωνηθεισών πληρωμών δεν τηρούνταν από τους εδώ εφεσείοντες.  Μάλιστα, η επιστροφή αυτή συμφωνήθηκε να γίνει «... αυτόματα και άνευ ειδοποιήσεως ..».

 

Η επίπτωση αυτής της συμφωνηθείσας επιφύλαξης της παρ. 9 της συμφωνίας είναι, κατά την άποψη μου, εμφανής και επί των ιδίων των εφεσειόντων στην έφεση αρ. 41/2009. Το εκ μέρους τους ήδη πληρωθέν ποσό των £18.000 προς τον εφεσίβλητο 1, Νάκη Θεοχαρίδη, και το οποίο ποσό αποτέλεσε τη βάση  ανταπαίτησης  εκ  μέρους  τους  στην εγερθείσα από τον Ν. Θεοχαρίδη αγωγή, πρέπει να επιστραφεί σ΄ αυτούς και αυτή είναι και η ουσία της έφεσης υπ΄ αρ. 41/09.  Η ανταπαίτηση όφειλε να είχε επιτυχή κατάληξη και πάλι ως φυσιολογική απόρροια της εφαρμογής της ίδιας της συμφωνίας, στη βάση, δηλαδή, των όσων ελευθέρως συμβλήθηκαν οι διάδικοι σε σχέση με την αγοραπωλησία αυτής της επιχείρησης.  Αντ΄ αυτού, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση λειτουργώντας επί της λανθασμένης, με όλη την εκτίμηση, σκέψης, ότι οι εφεσείοντες στην υπ΄ αρ. 41/2009 έφεση, έπρεπε να αποδείξουν ζημιές, τις οποίες και απέτυχαν να θεμελιώσουν.  Δεν επέκτεινε τη σκέψη του, η οποία ήταν βάσιμη και ορθή επί της αγωγής, και στην περίπτωση της ανταπαίτησης.  Παρόλο που ερμήνευσε ορθά τη συμφωνία και διέκρινε την ουσιώδη σημασία της επιφύλαξης της παρ. 9, ως ανωτέρω εξηγήθηκε, και την εφάρμοσε στη διαφορά των διαδίκων υπό το φως της επιλογής του Ν. Θεοχαρίδη να μην τερματίσει τη συμφωνία, αποφάσισε αντιφατικά να μην ακολουθήσει τη νομική, αλλά και λογική, επίδραση της επιφύλαξης και του μη τερματισμού και επί της ανταπαιτητικής αξίωσης.

 

Απέρριψε την ανταπαίτηση στη βάση της θεώρησης ότι ο εφεσείων 1 στην έφεση αρ. 41/2009, Ιωάννης Ιωάννου, είχε κατά τη διάρκεια εφαρμογής της συμφωνίας τον απόλυτο έλεγχο της επιχείρησης της οποίας θα γινόταν ο πραγματικός ιδιοκτήτης, εάν εφαρμοζόταν η συμφωνία.  Προς εκπλήρωση της συμφωνίας, ο Ιωάννου κατέβαλε σταδιακά £18.000, αλλά κατά το Δικαστήριο «.. δεν προσκόμισε μαρτυρία αξιόπιστη που να αποδεικνύει πως ο ενάγοντας πλούτισε αδικαιολόγητα με την είσπραξη των £18.000.».  Με το δέοντα σεβασμό, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αντιμετώπισε την ανταπαίτηση, βασιζόμενη στον αδικαιολόγητο πλουτισμό, στην ορθή της βάση.  Κατ΄ αρχάς, η ίδια η συμφωνία δεν συνέδεε ποσώς την λειτουργία της επιχείρησης από τους εφεσείοντες στην έφεση αρ. 41/09, με το τίμημα της αγοραπωλησίας της.  Η λειτουργία  της  επιχείρησης συμφωνήθηκε ρητά με την παρ. 9 που καταγράφηκε προηγουμένως, να περιέλθει στους αγοραστές-εφεσείοντες με τη συμπλήρωση της καταβολής των πρώτων £15.000, από τις £40.000, που ήταν το όλο συμφωνηθέν ποσό.  Η καταβολή των £15.000 έδινε στον αγοραστή το δικαίωμα λειτουργίας της επιχείρησης, «.. κατά την απόλυτη και ελεύθερη του κρίση και βούληση χωρίς οποιαδήποτε επέμβαση του πωλητή.».  Περαιτέρω, στο τρίτο αιτιολογικό του προοιμίου της συμφωνίας αναφέρεται ότι η επιχείρηση πωλείται ως «ενιαίο σύνολο» συμπεριλαμβανομένης της εμπορικής έννοιας, καθώς και της φήμης και πελατείας («goodwill»), και των επίπλων, εμπορευμάτων και οποιωνδήποτε άλλων πραγμάτων που υπήρχαν τότε στην επιχείρηση.

 

Προκύπτει από τα πιο πάνω, ότι η επιχείρηση πωλήθηκε ως «λειτουργούσα εταιρεία», («as a going concern»), όπως άλλωστε αναφέρεται και στον τίτλο της ίδιας της συμφωνίας,  και οι αγοραστές την λειτουργούσαν προς ίδιον όφελος κατά την περίοδο  που είχαν στη διάθεση τους να εξοφλήσουν ολόκληρο το  τίμημα αγοράς.  Η  προς  ίδιον   όφελος   λειτουργία    της επιχείρησης, σε  πλήρη   μάλιστα   αποκλεισμό   του   πωλητή,   Ν. Θεοχαρίδη, εξυπακούει βέβαια και τη λειτουργία της ενδεχομένως και προς ζημιά τους.  Προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορεί και η παράγρ. 10 της συμφωνίας όπου συμφωνήθηκε ότι, «... όλες οι πάσης φύσης υποχρεώσεις της εταιρείας ως την ημέρα υπογραφής της παρούσας συμφωνίας θα παραμείνουν υποχρεώσεις της εταιρείας και σε καμιά περίπτωση του αποχωρούντα ιδιοκτήτη (beneficiary)», δηλαδή, του εφεσείοντα στην έφεση αρ. 23/2009 και εφεσίβλητου 1 στην έφεση αρ. 41/2009.  Περαιτέρω δε στην παρ. 11, οι αγοραστές συμφώνησαν πιο συγκεκριμένα και στην αποπληρωμή του χρέους της εταιρείας προς μια άλλη εταιρεία, την Framespex Limited, ιδιοκτησίας και αυτή του πωλητή, ύψους £27.133 κατά τον εν τη συμφωνία καταγραφέντα τρόπο.

 

Επομένως, η πρωτόδικη θεώρηση ότι ο αγοραστής λειτουργούσε την επιχείρηση για αριθμό ετών, της λειτουργίας αυτής συνδεδεμένης ουσιαστικά με το τίμημα πώλησης και αγοράς, δεν είναι βάσιμη.  Δικαίως, η συνήγορος των εδώ εφεσειόντων-αγοραστών εισηγείται στο περίγραμμα της ότι δεν χρειαζόταν εκ μέρους τους μαρτυρία προς απόδειξη της δικογραφημένης τους θέσης ότι ο εφεσείων-πωλητής πλούτισε αδικαιολογήτως κατά £18.000.  Η συμφωνία η οποία συνομολογήθηκε ελευθέρως μεταξύ των διαδίκων, όσο ενδεχομένως περίεργη να ήταν σε κάποιες επί μέρους ρήτρες της, ήταν καθόλα έγκυρη.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εδώ εφεσείοντα-αγοραστή, Ιωάννου, αναξιόπιστο και οι επί της αξιοπιστίας λόγοι έφεσης αποσύρθηκαν από την κα Πηλείδου κατά τον έναρξη της εφετειακής διαδικασίας.  Στη βάση του ότι ο Ιωάννου ήταν υπεύθυνος για τη διάρρηξη της συμφωνίας, η ίδια η συμφωνία επενεργούσε ως προς τη λύση των απορρεόντων θεμάτων.  Τα διάδικα μέρη συμφώνησαν όπως σε περίπτωση μη καταβολής όλων των δόσεων από τον αγοραστή προς τον πωλητή, ο τελευταίος λάμβανε πίσω την επιχείρηση, η οποία εν πάση περιπτώσει δυνάμει της παρ. 13 της συμφωνίας, δεν θα αποτελούσε ποτέ ιδιοκτησία του αγοραστή μέχρι την πλήρη εξόφληση και των £40.000.  Η επαναφορά συνεπώς στην αρχική τάξη πραγμάτων ήταν ήδη συμφωνημένη στην περίπτωση μη ολοκλήρωσης της συμφωνίας και αυτό ανεξάρτητα από το αν η συμφωνία δεν τελεσφορούσε εξαιτίας του ενός ή του άλλου μέρους.  Η συμφωνία δεν προέβλεπε, ούτε περιείχε οποιαδήποτε ποινική ρήτρα σε περίπτωση διάρρηξης της, από τον αγοραστή.  Η παρ. 14, περιείχε το συνήθη όρο ότι, «όλοι οι όροι της συμφωνίας ήταν ουσιώδεις, ο δε παραβάτης οποιουδήποτε όρου δίνει το δικαίωμα στο αναίτιο μέρος να αξιώσει νόμιμες αποζημιώσεις.».

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι ο πωλητής της εταιρείας δεν εισήγαγε μαρτυρία προς απόδειξη οποιασδήποτε ζημιάς.  Μάλιστα, όπως ορθά παρατηρεί και η             κα Πηλείδου, δεν δικογραφήθηκαν καν ισχυρισμοί προς αυτή την κατεύθυνση.  Όντως ο πωλητής δεν υπέστη οποιαδήποτε ζημία εφόσον είχε συμφωνηθεί η επιστροφή της επιχείρησης σ΄ αυτόν.  Υπό τέτοιες συνθήκες, είναι η θέση μου ότι όφειλε ταυτόχρονα να επιστρέψει τις £18.000 που έλαβε έναντι, πίσω στον αγοραστή.  Καμιά αδικία δεν θα προέκυπτε στον πωλητή-εφεσίβλητο 1 στην έφεση αρ. 41/2009, από τέτοια διαταγή του Δικαστηρίου εφόσον, (i) η επιχείρηση επανήλθε αυτούσια και αυτόματα πίσω σ΄  αυτόν και (ii) ουδέποτε απέδειξε οποιαδήποτε  ζημιά προς κατακράτηση των £18.000, ή μέρος αυτών, εφόσον επέλεξε να μην τερματίσει τη συμφωνία, μια καταλυτική για τις παραπέρα νομικές επιπτώσεις, απόφαση.

 

Αποκατάσταση («restitution»), λαμβάνει χώραν όταν ο εναγόμενος πλουτίζει αδικαιολόγητα σε βάρος του ενάγοντα.  Στην καρδιά της θεωρίας της αποκατάστασης ως δίκαιης και ταυτόχρονα νόμιμης επιλογής, βρίσκεται η έννοια του αδικαιολόγητου πλουτισμού («unjust enrichment»).  Ιστορικά, η έννοια της αποκατάστασης στο Αγγλικό δίκαιο συνδέθηκε με την παλαιά μορφή αγωγών στο κοινοδίκαιο γνωστής ως «action on assumpsit», που ήταν η συνήθης θεραπεία για διάρρηξη συμβάσεων.  Δημιουργήθηκαν όμως  δυσκολίες όταν οι αγωγές για αποκατάσταση δεν μπορούσαν να ενταχθούν στις συνήθεις μορφές αγωγών επί συμβάσεων.  Το κοινοδίκαιο προχώρησε στη σταδιακή καθιέρωση της έννοιας του «quasi-constract» και στην ιδέα ότι υποθέσεις που αξίωναν αποκατάσταση βασίζονταν σε ένα εξυπακουόμενο συμβόλαιο.  Όμως, τέλος, στην υπόθεση Woolwich Equitalbe Building Society v. IRC (1992) 3 All E.R. 737, η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων, τώρα Supreme Court μετά την αλλαγή που επέφερε στο Ηνωμένο Βασίλειο το Constitutional Reform Act 2005, αναγνωρίστηκε ότι η ορθή βάση όλων των «restitutionary claims» είναι το «unjust enrichment».  Και στην Westdeutsche Landesbank Girozetrale v. Islington LBC (1996) 2 All E.R. 961, ανατράπηκε η παλαιότερη θεωρία του εξυπακουόμενου συμβολαίου («implied contract»), στην Sinclair v. Broughman (1914) AC 398, ως υποστηρίζουσα την αποκατάσταση.

 

Οι κατευθυντήριες γραμμές για επιτυχή  αξίωση προς αποκατάσταση τέθηκαν από τον Lord Steyn στην  Banque Financiere de la Cite v. Parc (Battessea) Ltd (1998) 1 All E.R. 737 και αφορούν την απάντηση στα εξής ερωτήματα: (i) έχει ο εναγόμενος οφεληθεί  ή πλουτίσει; (ii) ο πλουτισμός έγινε σε βάρος του ενάγοντα; (iii) ήταν ο πλουτισμός αυτός αδικαιολόγητος; και (iv) υπάρχουν οποιεσδήποτε υπερασπίσεις;  Ως προς το πρώτο ερώτημα, η θεωρία ασπάζεται τη θέση ότι η ωφέλεια μπορεί να είναι θετική ή αρνητική.  Θετική είναι η απλή περιπτωση, όπως εδώ, όπου ο εφεσίβλητος1-πωλητής λαμβάνει χρήματα από τον αγοραστή.  Και εφόσον πρόκειται για χρήματα δεν υπάρχει πρόβλημα στην επιστροφή τους. Δεν πρόκειται για περίπτωση όπου το αντικείμενο της αντιπαροχής έχει μεταποιηθεί και επομένως δεν μπορεί να επιστραφεί στην αρχική του μορφή.  Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, αναγνωρίζονται δύο βάσεις:  Η πρώτη είναι πλουτισμός διά αφαιρέσεως («unjust enrichment by substraction») και η άλλη είναι πλουτισμός διά αδικοπραξίας, («unjust enrichment by wrong»).  Εδώ ισχύει η πρώτη περίπτωση εφόσον ο πλουτισμός του πωλητή συνδέεται απευθείας με την απώλεια του αγοραστή.  Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα των Koffman & Macdonald: The Law of Contract, 6η έκδ., σελ. 557-558, παρ. 21.25, κατά κανόνα στην περίπτωση όπου ο ενάγων έχει ωφελέσει τον εναγόμενο με την καταβολή χρημάτων, η διάρρηξη της συμφωνίας θα επιφέρει τον τερματισμό της, έτσι ώστε η αποκαταστατική θεραπεία να δύναται να δοθεί χωρίς να θεωρείται ότι επεμβαίνει στις δοσοληψίες των διαδίκων.  Όπως αναφέρεται περαιτέρω:

 

«Here it is not relevant that restitutionary recovery will leave C better off than if the contract had been performed.  The basis of recovery is D´s enrichment, not C´s loss, and the factor making that enrichment "unjust" is total failure of consideration.»

 

Όσον αφορά την τρίτη ερώτηση, ένα από τα κριτήρια προς θεμελίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι και η κατάρρευση της αντιπαροχής.  Εδώ, με την ίδια τη συμφωνία, η επιστροφή της επιχείρησης πίσω στον πωλητή δεν αφήνει περιθώρια άλλα από του να ομιλεί κανείς για πλήρη και τελική αποτυχία της αντιπαροχής.  Και με αναφορά στο τέταρτο ερώτημα για πιθανές υπερασπίσεις, όπως για παράδειγμα, η αλλαγή στις περιστάσεις ώστε να θεωρείτα άδικο για τον εναγόμενο να προχωρήσει σε αποκατάσταση,  δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε από τον πωλητή που να δύναται να αποτελεί υπεράσπιση στην υπ΄ αυτού επιστροφή των χρημάτων.

 

 Κατά την άποψη μου, με βάση όλα τα ανωτέρω, το άδικο θα είναι να κρατήσει τις £18.000, ο εφεσίβλητος1-πωλητής, ο οποίος έστω και χωρίς τον τερματισμό της συμφωνίας, αποκτά όφελος, ενώ λαμβάνει πίσω αυτούσια και εξ ολοκλήρου την επιχείρηση. Η συμφωνία των μερών ήταν αυτή.  Επαναλαμβάνεται ότι η υπό του αγοραστή χρήση της επιχείρησης κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου κατά την οποία δικαιούτο να καταβάλλει σταδιακά το τίμημα αγοράς, δεν συνδεόταν ποσώς με οποιαδήποτε κερδοφορία (ή ζημιά βεβαίως),  ως επίπτωση επί του τιμήματος αγοράς.  Ούτε και  η συμφωνία θα μπορούσε να εξομοιωθεί με κάποιου είδους συμφωνία ενοικίασης της επιχείρησης.

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω, θα επέτρεπα την Πολ. Έφ. υπ΄ αρ. 41/09, ανατρέποντας την προς το αντίθετο πρωτόδικη κρίση και θα διέτασσα την επιστροφή στους εδώ εφεσείοντες του ποσού των £18.000 που καταβλήθηκαν, με έξοδα υπέρ τους και εναντίον του εφεσίβλητου.  Το κατά πόσον θα έπρεπε επί του ποσού αυτού να δοθεί και τόκος, δεν είναι ανάγκη να εξεταστεί ενόψει της αντίθετης απόφασης της πλειοψηφίας.

 

 

 

 

 

                             Στ. Ναθαναήλ,

                                           Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο