ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 1344
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.364/2008)
20 Ιουνίου, 2012
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., XATZHXAMΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
1. ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ,
2. ΤΑΚΗΣ ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ,
Εφεσειόντων/Εναγομένων 1 και 2,
- και -
ΛΕΥΚΟΝΙΚΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
Χ. Τσέλιγκας, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Παπαθεοδώρου, για τους Εφεσίβλητους.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
_____________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Εφεσίβλητοι-Ενάγοντες είναι χρηματιστηριακή εταιρεία. Ο Εφεσείων 1-Εναγόμενος 1 ήταν υπάλληλος τους, ενώ ο Εφεσείων 2-Εναγόμενος 2 είναι πατέρας του. Υπήρχε και τρίτος εναγόμενος, όμως η αγωγή δεν επιδόθηκε σ' αυτόν, με αποτέλεσμα να μην προχωρήσει εναντίον του. Οι Εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι, ο Εφεσείων 1 ενεργούσε προσωπικά και για λογαριασμό των Εφεσειόντων 2 και του τρίτου Εναγομένου, των οποίων υπήρχε ισχυρισμός ότι ήταν και εγγυητής. Οι Εφεσίβλητοι με την αγωγή τους ισχυρίστηκαν ότι κατά την περίοδο 2000 προσέφεραν στους Εφεσείοντες 1 και 2 και στον Εναγόμενο 3 χρηματιστηριακές υπηρεσίες, οι οποίες σχετίζονταν με την αγορά και πώληση μετοχών. Για το σκοπό αυτό, ετηρείτο για τον καθένα ξεχωριστός λογαριασμός (Trading Account), στον οποίο φαίνονταν οι συναλλαγές. Κατά τον ισχυρισμό των Εφεσιβλήτων, υπήρχε ρητός όρος, ότι το υπόλοιπο του κάθε λογαριασμού θα ήταν πληρωτέο σε πρώτη ζήτηση. Με την αγωγή τους, οι Εφεσίβλητοι αξιώνουν τα υπόλοιπα των λογαριασμών που ήταν ως ακολούθως:-
Εφεσείων 1 ........ Λ.Κ.£27.361,64
Εφεσείων 2 ........ Λ.Κ.£ 3.387,28
Εναγόμενος 3 ....... Λ.Κ.£ 3.702,30
Λ.Κ.£34.451,22
Σημειώνεται ότι εναντίον του Εφεσείοντος 1, διεκδικείτο ολόκληρο το ποσό των Λ.Κ.£34.451,22, ενώ για τους υπόλοιπους διεκδικείτο το ποσό που αφορούσε στον κάθε ένα.
Ο Εφεσείων 1, με την υπεράσπισή του αρνήθηκε ότι έδωσε εντολές για συναλλαγές, ότι ήταν αντιπρόσωπος ή εγγυητής των άλλων δύο ή ότι εξουσιοδότησε ποτέ τους Εφεσίβλητους να ανοίξουν οποιοδήποτε από τους επίδικους λογαριασμούς, ενώ ο Εφεσείων 2 αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε σχέση με τους λογαριασμούς.
Το δικαστήριο, αφού άκουσε τον ένα μάρτυρα εκ μέρους των Εφεσιβλήτων και τους δύο Εφεσείοντες, κατέληξε ότι ο Εφεσείων 1 δεν εγγυήθηκε τα υπόλοιπα των λογαριασμών του Εφεσείοντος 2 και του άλλου προσώπου και ούτε ήταν υπεύθυνος για πληρωμή του προστίμου των £774 που επέβαλε το ΧΑΚ και εξέδωσε απόφαση εναντίον του για ποσό €45.427,68 (Λ.Κ.£26.587,64) και εναντίον του Εφεσείοντος 2 για ποσό €5.587,51 (Λ.Κ.£3.387,28), με νόμιμο τόκο, πλέον έξοδα.
Οι Εφεσείοντες εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση. Στην Ειδοποίηση Έφεσης περιέλαβαν 10 λόγους έφεσης. Όμως, με το περίγραμμα αγόρευσής του, ο δικηγόρος τους δήλωσε ότι οι πελάτες του δεν θα επιμείνουν στους λόγους έφεσης 3-10 και θα προωθήσουν την έφεσή τους μόνο σε σχέση με τους εναπομείναντες δύο λόγους έφεσης. Με τον λόγο έφεσης 1 αμφισβητούν το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν αποδείξει το κατ' ισχυρισμό χρεωστικό υπόλοιπο που παρουσίαζαν οι λογαριασμοί των Εφεσειόντων 1 και 2, ενώ με τον δεύτερο ότι οι επίδικες συναλλαγές διεκπεραιώθηκαν από υπαλλήλους των Εφεσιβλήτων, με εντολή των Εφεσειόντων 1 και 2.
Κατ' αρχάς, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι με τον τρόπο που είναι διατυπωμένοι οι λόγοι έφεσης, δίδεται η εντύπωση ότι οι Εφεσείοντες αμφισβητούν τον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε την αξιοπιστία των μαρτύρων και ιδιαίτερα των Εφεσειόντων. Όμως ο δικηγόρος τους, τόσο στη γραπτή αγόρευσή του (σελ. 15), όσο και ενώπιον μας, δήλωσε ότι «σε καμία περίπτωση, δεν επιδιώκεται η ανατροπή της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία του μάρτυρα της Ενάγουσας, αλλά αυτό που αμφισβητείται είναι ότι η μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστη, αποδεικνύει την υπόθεση της Ενάγουσας».
Από τη στιγμή που δεν αμφισβητούνται τα ευρήματα αξιοπιστίας, τότε το μόνο που παραμένει να αποφασιστεί, είναι κατά πόσον από τη μαρτυρία που έγινε αποδεχτή, προέκυπτε θετική μαρτυρία, στην οποία θα μπορούσε να στηριχθεί το πρωτόδικο δικαστήριο για να καταλήξει:- (α) ότι δόθηκαν οι επίδικες εντολές από τους Εφεσείοντες και (β) ότι αποδείχθηκε το υπόλοιπο του λογαριασμού στη βάση του επιπέδου του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.
Η έφεση κατά την κρίση μας δεν ευσταθεί. Από τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη, το δικαστήριο ορθά κατέληξε ότι οι Εφεσείοντες είχαν δώσει εντολές στους Εφεσιβλήτους για διεκπεραίωση των σχετικών πράξεων. Κρίσιμα στοιχεία είναι τα δύο πληρεξούσια (Τεκμήρια 1 και 2), με τα οποία εξουσιοδοτούνταν οι Εφεσείοντες να προβαίνουν σε χρηματιστηριακές πράξεις στο όνομα των Εφεσειόντων και οι τελευταίοι αναλάμβαναν να τις αναγνωρίζουν. Ο Εφεσείων 1 παραδέχθηκε την υπογραφή στο δικό του πληρεξούσιο, πλην όμως αρνήθηκε ότι έδωσε οποιαδήποτε εντολή. Όμως η θέση του αυτή, όπως και του Εφεσείοντος 2, απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη από το πρωτόδικο δικαστήριο, με αποτέλεσμα να παραμείνει αναντίλεκτη η μαρτυρία των Εφεσειόντων. Πέραν τούτου, είναι ορθή η εισήγηση του δικηγόρου των Εφεσιβλήτων ότι με τα πληρεξούσια έγγραφα οι Εφεσείοντες, αυστηρά ομιλούντες, ήταν δεσμευμένοι να αναγνωρίζουν οποιαδήποτε πράξη διενεργείτο για λογαριασμό τους από τους Εφεσιβλήτους, έστω και αν δεν υπήρχε ρητή εντολή από τους Εφεσείοντες. Όμως υπήρχε ενώπιον του δικαστηρίου περιστατική μαρτυρία, από την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο εύλογα μπορούσε να συμπεράνει ότι είχαν δοθεί οι σχετικές εντολές. Αναφερόμαστε στο γεγονός ότι οι διάφορες πράξεις που είχαν εκτελεστεί, ήταν σε γνώση των Εφεσειόντων, χωρίς ποτέ αυτοί να τις αμφισβητήσουν. Το ότι οι Εφεσίβλητοι δεν τηρούσαν όλες τις διαδικασίες του ΧΑΚ για λήψη εντολών, με αποτέλεσμα να τους επιβληθεί πρόστιμο, δεν αλλοιώνει την κατάσταση. Οι Εφεσείοντες πλήρωσαν με επιταγή έναντι του λογαριασμού τους διάφορα ποσά, χωρίς ποτέ να εγείρουν θέμα ότι γίνονταν πράξεις εν αγνοία τους. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά απέρριψε τον ισχυρισμό των Εφεσειόντων περί εκβιασμού από τους Εφεσιβλήτους, ότι αν δεν εξέδιδε τις επιταγές ο Εφεσείων 1, θα έχανε τη δουλειά του. Επίσης, υπήρξε μαρτυρία από τον ΜΕ 1, υπάλληλο των Εφεσιβλήτων, ότι ο Εφεσείων 1 του παραδέχθηκε την οφειλή του και ζήτησε να πληρώνει με δόσεις. Ουδέποτε τέθηκε στο ΜΕ 1 κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του, ότι κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί και ως εκ τούτου ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο στηρίχθηκε και σ' αυτό το στοιχείο μαρτυρίας. Υπήρχε επίσης ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου μαρτυρία προερχόμενη από το ΜΕ 1, ότι είχε καθημερινή επαφή με τον Εφεσείοντα 1 και συζητούσαν καθημερινά για τις πράξεις που εκτελούσε. Ούτε αυτή η πτυχή της μαρτυρίας του ΜΕ 1 αμφισβητήθηκε και γι' αυτό και το πρωτόδικο δικαστήριο στηρίχθηκε σ' αυτή για να εξάξει το ορθό συμπέρασμα, ότι οι Εφεσείοντες γνώριζαν για τις συναλλαγές που γίνονταν. Ούτε ο Εφεσείων 2 εξήγησε κατά την αντεξέταση του, γιατί δεν έλαβε άμεσα μέτρα όταν πληροφορήθηκε για την ύπαρξη του πληρεξουσίου, εφόσον ο ίδιος θεωρούσε ότι ποτέ δεν υπέγραψε ενώπιον του πιστοποιούντος υπαλλήλου. Κατά την κρίση μας, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Εφεσείοντες όχι μόνο είχαν δώσει τις απαιτούμενες εντολές, αλλά και ανεξαρτήτως τούτου, οι πράξεις καλύπτονταν από την εξουσιοδότηση που παραχωρείτο από το πληρεξούσιο και την ανάληψη υποχρέωσης να αναγνωρίζουν τις πράξεις που γίνονταν στο όνομά τους.
Ως προς το χρεωστικό υπόλοιπο, η κεντρική θέση του δικηγόρου των Εφεσειόντων, είναι ότι το δικαστήριο εσφαλμένα βρήκε ότι αποδείχθηκε το υπόλοιπο των λογαριασμών των Εφεσειόντων. Πολλά από τα όσα ανέφερε ο δικηγόρος των Εφεσειόντων για τον ΜΕ 1, τείνουν να αμφισβητήσουν τα ευρήματα του Δικαστηρίου για την αξιοπιστία του μάρτυρα, γι' αυτό και δεν θα τα σχολιάσουμε, εφόσον δεν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος έφεσης. Κεντρικό σημείο της επιχειρηματολογίας του δικηγόρου των Εφεσειόντων είναι ότι δεν αποδείχθηκε με θετική μαρτυρία το υπόλοιπο των λογαριασμών. Δεν συμφωνούμε. Οι δύο καταστάσεις λογαριασμών δεν ήταν περίπλοκα έγγραφα και με τις εξηγήσεις που έδωσε ο ΜΕ 1, επεξηγείται το υπόλοιπο του λογαριασμού. Βασικά οι ίδιοι οι λογαριασμοί παρέχουν ικανοποιητική πληροφόρηση, δηλαδή την ημερομηνία και αριθμό των μετοχών που αγοράστηκαν ή πωλήθηκαν, τον αριθμό του εγγράφου που υποστηρίζει την καταχώρηση, τον κωδικό της μετοχής, καθώς και το αντίστοιχο ποσό πίστωσης ή χρέωσης και το υπόλοιπο του λογαριασμού. Πέραν τούτου, ο ΜΕ 1 αντεξετάστηκε επί των καταστάσεων. Πολλές από τις υποβολές αφορούσαν το δεύτερο λόγο έφεσης, δηλαδή κατά πόσον δόθηκαν εντολές. Όμως σε ό,τι αφορά το υπόλοιπο του λογαριασμού, ο ΜΕ 1 έδωσε πειστικές απαντήσεις και κατά την άποψή μας το πρωτόδικο δικαστήριο, στηριζόμενο στη μαρτυρία του, εξήγαγε τα ορθά συμπεράσματα. Φαίνεται από το φάκελο της υπόθεσης ότι ζητήθηκαν περισσότερες και καλύτερες λεπτομέρειες, οι οποίες δόθηκαν με επιστολή ημερ. 2.4.2003 και ως εκ τούτου όλα τα σχετικά στοιχεία ήταν στη διάθεση της υπεράσπισης. Παρά ταύτα, σε κανένα σημείο της αντεξέτασης δεν υποβλήθηκε στο μάρτυρα ειδικό ερώτημα, ότι συγκεκριμένη καταχώρηση αγοραπωλησίας μετοχών, ήταν λανθασμένη. Οι ερωτήσεις που υποβλήθηκαν ήταν γενικής φύσεως και αφορούσαν στο ποιος έκαμε τις καταχωρήσεις, με το μάρτυρα να εξηγεί επανειλημμένως τον τρόπο λειτουργίας του ηλεκτρονικού συστήματος και ότι ο ίδιος μάρτυρας συζητούσε σχεδόν καθημερινώς τις πράξεις που εκτελούσε ο Εφεσείων 1, τις οποίες και γνώριζε. Κατά την άποψή μας, το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά στηρίχθηκε στη μαρτυρία του ΜΕ 1 και στα τεκμήρια που κατάθεσε. Ο δικηγόρος των Εφεσειόντων, για να υποστηρίξει τις θέσεις του, έκαμε αναφορά σε υποθέσεις όπως η A. L. Mantovani & Sons Ltd v. Christis Travel & Tourism Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 156 και D & G Products Ltd v. Premixco Asphalting Co Ltd (1999) 1(A) ΑΑΔ 263, οι οποίες όμως αφορούσαν εξ' ακοής μαρτυρία με βάση το άρθρο 5Α του Κεφ. 9, το οποίο όμως καταργήθηκε προ πολλού και δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε στις 24.3.2008, δηλαδή κατά πολύ μετά την έναρξη της ισχύος του τροποποιητικού Νόμου (βλ. άρθρο 6, Ν. 32(Ι)/2004). Κατά την κρίση μας, η μαρτυρία που προσκόμισαν οι Εφεσίβλητοι ήταν εκ πρώτης όψεως αρκετή για να αποδείξει το υπόλοιπο των λογαριασμών. Εναπόκειτο πλέον στους Εφεσείοντες να αντικρούσουν τα στοιχεία που αποτελούσαν το λογαριασμό, ώστε να πείσουν το δικαστήριο ότι οι Εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν και την υπόθεση τους επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Όμως, η μαρτυρία που προσκόμισαν, όχι μόνο δεν ήταν αρκετή να αμφισβητήσει συγκεκριμένα στοιχεία του λογαριασμού, αλλά εν πάση περιπτώσει, δεν έγινε αποδεχτή εφόσον οι Εφεσείοντες κρίθηκαν αναξιόπιστοι.
Ένα άλλο επιχείρημα του δικηγόρου των Εφεσειόντων, είναι ότι οι δύο καταστάσεις λογαριασμών - Τεκμήρια 3 και 4 - έγιναν δεχτά χωρίς να τηρηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 35 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, αφού δεν προσκομίστηκε σχετικό πιστοποιητικό. Στην παρούσα περίπτωση, δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στις πρόνοιες του άρθρου 35, αφού οι καταστάσεις παρουσιάστηκαν από μάρτυρα και όχι αυτόνομα. Επομένως, εκείνο που έχει κύρια σημασία, είναι η μαρτυρία του ΜΕ 1 για το υπόλοιπο των λογαριασμών η οποία, αφού κρίθηκε αξιόπιστη, έγινε αποδεχτή.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €2.500 έξοδα υπέρ των Εφεσιβλήτων.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
/ΕΠς