ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

20 Ιουνίου, 2012

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,  Δ/στές]

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.  23/2009)

 

ΝΑΚΗΣ ΘΕΟΧΑΡΙΔΗΣ,

Εφεσείοντας,

ΚΑΙ

 

1.     ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

2.    OPTOPHARM CO. LTD,

Εφεσίβλητοι.

_________________________

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.  41/2009)

 

1.     ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

2.    ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΛΟΥΗ,

Εφεσείοντες,

ΚΑΙ


1.     ΝΑΚΗΣ ΘΕΟΧΑΡΙΔΗΣ,

2.    NAKIS THEOCHARIDES OPTICAL LTD (ΠΡΩΗΝ FRAMESPEX LTD),

Εφεσίβλητοι.

_________________________

 

Χρ. Χριστοφή, για τον Εφεσείοντα στην Π.Ε. 23/2009.

Α. Πηλείδου (κα.), για τους Εφεσίβλητους στην Π.Ε. 23/2009.

Α. Πηλείδου (κα.), για τους Εφεσείοντες στην Π.Ε. 41/2009.

Χρ. Χριστοφή, για τους Εφεσίβλητους στην Π.Ε. 41/2009.

__________________________

Νικολάτος, Δ.:    Ενόψει του γεγονότος ότι η απόφαση δεν είναι ομόφωνη  και στις δύο εφέσεις, αυτές αποσυνενώνονται για σκοπούς έκδοσης των αποφάσεων.  Η απόφαση στην Π.Ε. 23/09 είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον υποφαινόμενο.  Η απόφαση στην Π.Ε. 41/09 δεν είναι ομόφωνη.  Η απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνεί ο Δικαστής Παμπαλλής και ο υποφαινόμενος  θα δοθεί από εμένα, ενώ ο Δικαστής Ναθαναήλ θα δώσει διϊστάμενη απόφαση.  

_________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Επί της Π.Ε. 23/09)

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:   Στην Αγωγή 10566/04 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (πρωτόδικου δικαστηρίου) ενάγοντες ήταν οι Νάκης Θεοχαρίδης και Nakis Theocharides Optical Ltd (πρώην Framespex Ltd) και εναγόμενοι ήταν οι Ιωάννης Ιωάννου, Αντρούλλα Λούη και Optopharm Co. Ltd.

 

Με την αγωγή τους οι ενάγοντες ζητούσαν απόφαση εναντίον των εναγομένων για το ποσό των £22.000.- με νόμιμο τόκο από 12.11.1997, δυνάμει γραπτής και ή προφορικής συμφωνίας, ημερ. 12.11.1997, η οποία συνήφθη μεταξύ εναγόντων και εναγομένων 1 και 2.   Επίσης ζητούσαν ποσό £9.097,35.- με τόκο από 12.11.1997, δυνάμει της ίδιας συμφωνίας, υπέρ της ενάγουσας  2, Nakis Theocharides Optical Ltd,  και εναντίον της εναγόμενης 3, Optopharm Ltd.   Ακόμα ζητούσαν και γενικές και ειδικές αποζημιώσεις εναντίον όλων των εναγομένων για παράβαση της προαναφερόμενης συμφωνίας. 

 

Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, στις 12.11.1997, μεταξύ του πρώτου ενάγοντα, αποκλειστικού ιδιοκτήτη και/ή δικαιούχου όλων των μετοχών της τρίτης εναγόμενης εταιρείας από τη μια, και των εναγομένων 1 και 2 από την άλλη, συνήφθη γραπτή συμφωνία (την οποίαν όμως δεν υπέγραψε η δεύτερη εναγόμενη).    Δυνάμει της συμφωνίας οι εναγόμενοι 1 και 2, οι οποίοι συμφώνησαν να αγοράσουν τις μετοχές του πρώτου ενάγοντα (και την επιχείρηση) στην τρίτη εναγόμενη εταιρεία , έναντι ποσού £40.000.-, κατέβαλαν ποσό £18.000.- έναντι και παρέμεινε ποσό οφειλόμενο ανερχόμενο σε £22.000.-    Επίσης, σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, η εναγόμενη 3 θα έπρεπε να καταβάλει στη δεύτερη ενάγουσα και ποσό £9.097,35.- ως οφειλόμενο υπόλοιπο.  

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο άκουσε μαρτυρία και προέβηκε σε αξιολόγηση και συμπεράσματα.  Διαπίστωσε, συναφώς, ότι η συμφωνία υπογράφηκε μόνο από τον εναγόμενο 1, εκ μέρους των αγοραστών, όχι όμως από την εναγόμενη 2.   Επομένως, και ελλείψει άλλης μαρτυρίας που να εμπλέκει την εναγόμενη 2, απέρριψε την αγωγή εναντίον της εναγόμενης 2. 

 

Για τους ενάγοντες κατέθεσε ο πρώτος ενάγων κ. Νάκης Θεοχαρίδης και ο κ. Μάριος Τασουρής, εγκεκριμένος λογιστής.  Για τους εναγόμενους κατέθεσε ο πρώτος εναγόμενος κ. Ιωάννης Ιωάννου.  Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το ποια εκδοχή ήταν η αληθινή.  Δέχθηκε εξολοκλήρου τη μαρτυρία του πρώτου ενάγοντα κ. Νάκη Θεοχαρίδη και απέρριψε εξολοκλήρου τη μαρτυρία του πρώτου εναγόμενου, κ. Ιωάννη Ιωάννου.  Δέχθηκε επίσης ως αξιόπιστη και τη μαρτυρία του Μ.Ε.2 κ. Μάριου Τασουρή. 

 

Στη συνέχεια, το πρωτόδικο δικαστήριο, κατέληξε σε ευρήματα ως προς τα γεγονότα.  Σύμφωνα με αυτά, στις 12.11.1997, στη Λευκωσία, υπεγράφη συμφωνία (τεκμήριο 5) μεταξύ του Νάκη Θεοχαρίδη, αποκλειστικού ιδιοκτήτη και/ή δικαιούχου προς εγγραφή, όλων των μετοχών της εταιρείας (και λειτουργούσας επιχείρησης) Optopharm Ltd (ο οποίος συνεβλήθη ως αποκλειστικός ιδιοκτήτης και/ή δικαιούχος μέτοχος της προαναφερόμενης επιχείρησης και εταιρείας), εκπροσωπούντος το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου το οποίο έχει εκδοθεί και καταβληθεί ως την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας (από την μια), και του Ιωάννη Ιωάννου, εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη των μετοχών της εταιρείας Optopharm Ltd, ως καταπιστευματοδόχου του δικαιούχου-ιδιοκτήτη Νάκη Θεοχαρίδη (από την άλλη).  Με τη συμφωνία, ο Νάκης Θεοχαρίδης πωλούσε τις μετοχές του (και την επιχείρηση) στην Optopharm Ltd, στον Ιωάννη Ιωάννου, αντί  ποσού £40.000.-, και υπό όρους.  Το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε, ως γεγονός, ότι η συμφωνία εκείνη δεν ακυρώθηκε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο και ότι ο εναγόμενος κατέβαλε £12.000.- κατά την υπογραφή της συμφωνίας και στη συνέχεια άλλες £6.000.- υπό μορφή μηνιαίων δόσεων, σύμφωνα με προφορική τροποποιητική διευθέτηση μεταξύ των μερών.  Το υπόλοιπο ποσό των £22.000.- δεν είχε καταβληθεί και γι΄ αυτό καταχωρήθηκε η αγωγή. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε και τη νομική πτυχή της υπόθεσης και, όπως αναφέρθηκε, απέρριψε την αγωγή εναντίον της εναγόμενης 2, ως αβάσιμη.   Αναφέρθηκε στο καθήκον του δικαστηρίου  να ερμηνεύσει τη συμφωνία με σκοπό την ανεύρεση της πρόθεσης των συμβληθέντων και να την ερμηνεύσει και να την εφαρμόσει με τρόπο ώστε να υλοποιείται η πρόθεση των συμβληθέντων.  ΄Εκαμε ειδική αναφορά στις παραγράφους 5 και 9 της συμφωνίας.  Από την παράγραφο 5, το πρωτόδικο δικαστήριο, συμπέρανε ότι, για να αποκτήσει την κυριότητα (beneficial ownership) των μετοχών ο αγοραστής (εναγόμενος 1), θα έπρεπε να εξοφλήσει ολόκληρο το τίμημα, δηλαδή να καταβάλει το ποσό των £40.000.-, ενώ στην προκείμενη περίπτωση είχε καταβάλει συνολικά μόνον £18.000.-.  Όσον αφορά την παράγραφο 9 της συμφωνίας το  πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στην πρόνοια της παραγράφου εκείνης ότι τα συμφωνηθέντα θα ίσχυαν μόνο εφόσον οι πληρωμές γίνονταν σύμφωνα με τις παραγράφους 6 και 7 της συμφωνίας «άλλως αυτόματα και άνευ ειδοποιήσεως η ιδιοκτησία και έλεγχος της Εταιρείας επιστρέφει στον Πωλητή». 

 

Ερμηνεύοντας τις προαναφερόμενες παραγράφους, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής, είπε ότι, εφόσον ο αγοραστής δεν κατέβαλε το υπόλοιπο του τιμήματος και ειδικότερα εφόσον δεν κατέβαλε το ποσό των £15.000.- που προβλέπεται στην παράγραφο 7 της συμφωνίας, εμπρόθεσμα, αυτόματα και άνευ ειδοποιήσεως η ιδιοκτησία και ο έλεγχος της εταιρείας επέστρεψε στον πωλητή (πρώτο ενάγοντα).  Εφόσον λοιπόν η ιδιοκτησία και ο έλεγχος της εταιρείας επέστρεψαν στον πωλητή, «αυτόματα ο Πωλητής (Ενάγοντας 1), δεν μπορεί να έχει αξίωση για το υπόλοιπο της συμφωνίας.   Το μόνο που δικαιούται μετά από αυτό είναι να αξιώσει νόμιμες αποζημιώσεις».  Στη συνέχεια, το πρωτόδικο δικαστήριο, βρήκε ότι ο ενάγοντας 1 απέτυχε να αποδείξει οποιεσδήποτε ζημιές, εξαιτίας της παράβασης της συμφωνίας από τον αγοραστή-εναγόμενο 1 και συνεπώς δεν δικαιούτο σε απόφαση για οποιοδήποτε ποσόν, υπό τύπον αποζημιώσεων. 

 

Επίσης, εφόσον η ιδιοκτησία και ο έλεγχος της εταιρείας επέστρεψαν αυτόματα στον πωλητή-ενάγοντα 1, ο όρος 11 της συμφωνίας παρέμεινε ανεφάρμοστος και ως εκ τούτου οι  ενάγοντες δεν μπορούσαν να βασίσουν αξίωση επί του όρου αυτού, απαιτώντας οποιοδήποτε άλλο ποσό.  

 

Όσον αφορά την ανταπαίτηση των εναγομένων με την οποίαν αυτοί ανταπαιτούσαν £18.000.-, δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού, με τόκο 8%, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι εναγόμενοι δεν απέδειξαν πως ο ενάγοντας πλούτισε αδικαιολόγητα με την είσπραξη του ποσού των £18.000.- (έναντι του τιμήματος πωλήσεως).  Κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό αφού έλαβε υπόψη ότι «ο Εναγόμενος είχε τον απόλυτο έλεγχο της εταιρείας για κάποιο χρονικό διάστημα και αφού σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας έπρεπε να καταβάλει κάποια ποσά προοδευτικά, όπως κατέβαλε τις £18.000.-, δεν προσκόμισε μαρτυρία αξιόπιστη που να αποδεικνύει πως ο Ενάγοντας πλούτισε αδικαιολόγητα με την είσπραξη των £18.000».   Τελικά το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε και την αγωγή και την ανταπαίτηση, με έξοδα.

 

Ενώπιον του Εφετείου καταχωρήθηκαν δύο εφέσεις. Η  Π.Ε. 23/09 καταχωρήθηκε εκ μέρους του εφεσείοντα-ενάγοντα Νάκη Θεοχαρίδη εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων 1 και 3, Ιωάννη Ιωάννου και Optopharm Co. Ltd.  Με την έφεση εκείνη ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα, το πρωτόδικο δικαστήριο, έκρινε ότι ο ενάγων 1 δεν μπορούσε να έχει αξίωση «για το υπόλοιπο της συμφωνίας» ημερ. 12.11.1997.  Εφόσον η συμφωνία εκείνη δεν είχε ακυρωθεί, όπως συμπέρανε το πρωτόδικο δικαστήριο, ο ενάγων είχε δικαίωμα να απαιτήσει το συμφωνηθέν υπόλοιπο του τιμήματος πωλήσεως.  Επιπρόσθετα ο εφεσείων-ενάγων 1 ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι αυτός δεν απέδειξε ότι δικαιούτο σε νόμιμες ή οποιεσδήποτε αποζημιώσεις. 

 

Με την Π.Ε. 41/09 οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 1 και 2, με εφεσίβλητους τους πρώην ενάγοντες, ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αρνήθηκε να διατάξει την επιστροφή του ποσού των £18.000.- από τους εφεσίβλητους στους εφεσείοντες.   Εφόσον η ιδιοκτησία και ο έλεγχος της εταιρείας επέστρεψε στους εφεσίβλητους, το ποσό των £18.000.- που οι εφεσείοντες κατέβαλαν στους εφεσίβλητους θα έπρεπε να τους επιστραφεί ουσιαστικά ως ποσό που κατέβαλαν αχρεωστήτως, δηλαδή χωρίς αντάλλαγμα, και με αποτέλεσμα τον αδικαιολόγητο πλουτισμό των εφεσιβλήτων εις βάρος των εφεσειόντων.  Οι εφεσείοντες απέσυραν τους λόγους έφεσης 1 μέχρι 4, 6 και 7 και βασίζονται μόνον στους λόγους έφεσης 5 και 8 μέχρι 13. 

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.  Η πρόνοια της παραγράφου 5 ότι ο αγοραστής δεν αποκτά κυριότητα (beneficial ownership) των μετοχών και της επιχείρησης, μέχρι πλήρους εξοφλήσεως, και ότι μέχρι τότε θα ενεργεί ως καταπιστευματοδόχος (trustee) του ιδιοκτήτη, αλλά και η πρόνοια της παραγράφου 9 της συμφωνίας ότι, εάν οι πληρωμές (έναντι του τιμήματος πωλήσεως των μετοχών), δεν γίνονται ως προβλέπεται στις παραγράφους 6 και 7 της συμφωνίας, τότε, χωρίς οποιαδήποτε ειδοποίηση, η ιδιοκτησία και ο έλεγχος της εταιρείας επιστρέφουν στον πωλητή, ήταν η συμφωνία των συμβαλλομένων ως προς το τι θα συνέβαινε αν δεν γίνονταν οι πληρωμές, όπως είχαν συμφωνηθεί.  Ενόψει των προνοιών αυτών, ο πωλητής, που είναι το αθώο και ανυπαίτιο μέρος, είχε μεν δικαίωμα να επιμείνει στην τήρηση της συμφωνίας αλλά όχι επιλεκτικά, δηλαδή να επιλέξει την τήρηση μέρους της συμφωνίας, αλλά όχι του υπολοίπου, δηλαδή της παρ. 9.   Η συμφωνία θα πρέπει να τηρηθεί, σε τέτοια περίπτωση, στο σύνολό της.

 

Είναι θεμελιωμένο ότι όταν υπάρχει αθέτηση μιας συμφωνίας (όπως εδώ έγινε αθέτηση από τους εναγόμενους) το αθώο μέρος, δηλαδή, στην προκείμενη  περίπτωση, οι ενάγοντες (συγκεκριμένα ο ενάγοντας 1-εφεσείων), έχουν δικαίωμα είτε να τερματίσουν τη συμφωνία και να αξιώσουν αποζημιώσεις, είτε να επιμείνουν στην τήρηση της συμφωνίας και να αξιώσουν αποζημιώσεις.  Εδώ είναι προφανές ότι το αθώο μέρος, δηλαδή οι ενάγοντες, επέμειναν στην τήρηση της συμφωνίας και προς τούτο προέβησαν και σε παραχώρηση, δίνοντας περαιτέρω πίστωση χρόνου στους εναγόμενους, για την αποπληρωμή του συμφωνηθέντος τιμήματος πωλήσεως των μετοχών.   Η πλήρης τήρηση της συμφωνίας όμως, προέβλεπε ότι, σε περίπτωση μη καταβολής των δόσεων, όπως είχε συμφωνηθεί, οι μετοχές και η επιχείρηση επέστρεφαν, αυτόματα, και χωρίς ειδοποίηση, στον πωλητή. Ο πωλητής  δεν απέδειξε οποιαδήποτε ζημιά εξαιτίας της αθέτησης της συμφωνίας από τον αγοραστή.  Επομένως η ΄Εφεση 23/09 είναι αβάσιμη και απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα.    

 

 

                                                            Δ.

         

                                                            Δ.

         

                                                            Δ.

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο