ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 1 ΑΑΔ 817

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 79/2009)

 

 

4 Μαΐου, 2012

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

ΑΡΤΕΜΙΟΣ ΠΑΠΑΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,

 

Εφεσείοντας/Ενάγοντας,

 

ν.

 

1. ΚΩΣΤΑ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ & ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΙ,

                            2. ΚΩΣΤΑ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ,

                            3. ΑΛΚΗ ΚΟΥΛΛΗ,

                            4. ΜΑΡΙΟΥ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ,

 

Εφεσιβλήτων/Εναγομένων.

 

 

Ε. Χειμώνας για Πιερίδη & Πιερίδη, για τον Εφεσείοντα.

 

Χρ. Λειβαδιώτου (κα), για τους Εφεσιβλήτους.

 

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την αγωγή 7611/2002, την οποία καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 15/7/2002, ο εφεσείων αξίωνε εναντίον των εφεσιβλήτων αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας συνεταιρισμού. Παράλληλα, επεδίωκε την έκδοση αριθμού διαταγμάτων με τα οποία να απαγορεύεται στους πρώην συνέταιρους του να διαχειρίζονται τα περιουσιακά στοιχεία του εφεσίβλητου 1 συνεταιρισμού, όπως και αριθμού διαταγμάτων με τα οποία να του επιτρέπεται η ελεύθερη πρόσβαση στους λογαριασμούς του συνεταιρισμού, για σκοπούς ελέγχου.

 

Κεντρικό άξονα των απαιτήσεων του εφεσείοντα, όπως αυτές προβάλλουν μέσα από τις οκτώ πυκνοδακτυλογραφημένες σελίδες της έκθεσης απαίτησής του, αποτελεί η διαφωνία που προέκυψε μεταξύ του ιδίου και των συνεταίρων του αναφορικά με το ύψος της αμοιβής στην οποία αυτός δικαιούτο στη βάση συμφωνίας, που όπως ισχυρίζεται, είχε συνάψει με τους συνεταίρους του σχετικά με τις υπηρεσίες που πρόσφερε στο συνεταιρισμό για σκοπούς εκπόνησης της απαιτούμενης μελέτης για την ανέγερση του Λυκείου Λευκοθέας στη Λεμεσό, έργο το οποίο είχε κατακυρωθεί στον εφεσίβλητο 1 συνεταιρισμό.

 

Της καταχώρισης της αγωγής του εφεσείοντα προηγήθηκε η καταχώριση δύο άλλων αγωγών. Συγκεκριμένα, προηγήθηκε η καταχώριση της αγωγής 818/2002, την οποία ήγειραν οι συνέταιροι του εφεσείοντα εναντίον του τελευταίου και η αγωγή 6619/2002, η οποία ακολούθησε την 818/2002, την οποία ο εφεσείων καταχώρισε εναντίον των εφεσιβλήτων και την οποία, σε κάποιο στάδιο, απέσυρε ανεπιφύλακτα.

 

Της καταχώρισης όλων των πιο πάνω αγωγών είχαν προηγηθεί διαβουλεύσεις μεταξύ των συνεταίρων, στα πλαίσια των οποίων είχε ανταλλαγεί και σχετική αλληλογραφία. Οι εν λόγω διαβουλεύσεις στις οποίες είχαν ενεργό εμπλοκή και οι συνήγοροι των διαδίκων, δεν έφεραν οποιοδήποτε αποτέλεσμα.

 

Επτά περίπου χρόνια μετά την καταχώριση της αγωγής, ο εφεσείων επεδίωξε την τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης του. Η σχετική αίτηση καταχωρήθηκε τέσσερις μέρες πριν την έναρξη της ακρόασης της αγωγής, η εκδίκαση της όμως άρχισε και ολοκληρώθηκε μετά την έναρξη της ακρόασης. Με την εν λόγω αίτηση ο εφεσείων επεδίωκε εκτενείς τροποποιήσεις του δικογράφου του. Σε εκείνο το στάδιο, η μεν ακρόαση στην αγωγή 818/2002 ήταν στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων, η δε αγωγή 6619/2002 είχε ήδη αποσυρθεί.

 

Ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι οι αιτούμενες τροποποιήσεις ήταν απαραίτητες, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να τεθεί η διαφορά των διαδίκων στην πραγματική και νομική της διάσταση, με πλήρη και ακριβέστερο τρόπο. Ήταν επίσης η θέση του ότι η ανάγκη για τροποποίηση του δικογράφου του διαπιστώθηκε από τους νέους δικηγόρους που είχε διορίσει, κατά τη διάρκεια μελέτης της υπόθεσης από τους τελευταίους και ότι προβαίνει στο σχετικό αίτημα καλόπιστα. Τέλος ήταν η θέση του ότι οι εφεσίβλητοι δεν θα υποστούν, σε περίπτωση έγκρισης της αίτησης, οποιαδήποτε ζημιά η οποία να μην μπορεί να αποζημιωθεί με την καταβολή εξόδων.

 

Η αίτηση για τροποποίηση αντιμετώπισε την ένσταση των εφεσιβλήτων, οι οποίοι ισχυρίζοντο βασικά ότι με τις αιτούμενες τροποποιήσεις αποσκοπείτο ο επαναπροσδιορισμός των επίδικων θεμάτων με την επέκταση της απαίτησης σε νέα θέματα τα οποία αποτελούσαν ουσιαστικά νέες βάσεις αγωγής και ότι η θέση των εφεσιβλήτων θα μεταβαλλόταν, σε περίπτωση έγκρισης της αίτησης, ριζικά προς το δυσμενέστερο. Ήταν επίσης η θέση τους ότι ο εφεσείων δεν αποκάλυπτε τον ακριβή χρόνο κατά τον οποίο περιήλθαν για πρώτη φορά σε γνώση του τα κατ' ισχυρισμό γεγονότα που σύμφωνα με τον ίδιο επέβαλλαν τις τροποποιήσεις, καθώς επίσης και ότι ο εφεσείων επέδειξε  αδικαιολόγητη και υπέρμετρη καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης για τροποποίηση και συνεπώς κακοπιστία, καταχρώμενος έτσι τη δικαστική διαδικασία. Τέλος ήταν η θέση τους ότι ενόψει των όσων ο εφεσείων είχε εγείρει, αρχικά στα πλαίσια της υπεράσπισης και ανταπαίτησης του στην αγωγή 818/2002 και στη συνέχεια στα πλαίσια της απαίτησης του στην αγωγή 6619/2002, την οποία τελικά απέσυρε ανεπιφύλακτα, η αίτηση τροποποίησης συνιστούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας γιατί τα όσα επιχειρούσε να θέσει ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου με τις αιτούμενες τροποποιήσεις, τα είχε ήδη εγείρει στα πλαίσια των δύο αγωγών που είχαν προηγηθεί.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού διέγνωσε την αναγκαιότητα αιτιολόγησης της καθυστέρησης στην εκδήλωση διαβήματος για εξασφάλιση άδειας για τροποποίηση και με αναφορά σε νομολογία, επεσήμανε τη σημασία της με την έννοια όχι αυτής της ίδιας της εκκρεμότητας της αγωγής για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά της καθυστέρησης στη λήψη μέτρων για εξασφάλιση άδειας για τροποποίηση (Federal Bank of Lebanon v. Σιακόλας (2002)    1(Α) Α.Α.Δ. 223, Astor Manufacturing & Exporting Co. κ.ά. v. A.G. Leventis κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 726 και Ταξί Κυριάκος Λτδ. ν. Ανδρέα Παύλου (1995) 1 Α.Α.Δ. 560), υπέδειξε το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν προσδιορίζει το χρόνο κατά τον οποίο είχαν περιέλθει σε γνώση του τα κατ' ισχυρισμό γεγονότα που, σύμφωνα με τον ίδιο επέβαλλαν την τροποποίηση του δικογράφου του. Τα αφήνει να αιωρούνται στο χρόνο διορισμού από πλευράς του, νέων δικηγόρων. Αλλά και επί της σχετικής με τα περί «αντικατάστασης» των παλιών δικηγόρων του με νέους δικηγόρους, πτυχής των ισχυρισμών του εφεσείοντα, το πρωτόδικο δικαστήριο αφού επισημαίνει ότι εκείνο που πραγματικά είχε συμβεί δεν ήταν η αντικατάσταση δικηγόρων, αλλά η διαφοροποίηση στην ονομασία με την οποία οι μέχρι τότε δικηγόροι του εφεσείοντα διεξήγαγαν τις δικηγορικές εργασίες τους και αυτή η διαφοροποίηση έλαβε χώραν ένα χρόνο πριν την καταχώριση της αίτησης για τροποποίηση, καταλήγει ότι έστω και αν υπήρξε αντικατάσταση δικηγόρων, ουδόλως αιτιολογείται από τον εφεσείοντα το γιατί άφησε να διαρρεύσει ένας ολόκληρος χρόνος προτού προσφύγει στο δικαστήριο για εξασφάλιση          άδειας για τροποποίηση. Η παράλειψη του εφεσείοντα να αιτιολογήσει τη συγκεκριμένη παράλειψη του, να αποταθεί δηλαδή στο δικαστήριο έγκαιρα, σφράγιζε, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο τη μοίρα της αίτησης, την οποία και απέρριψε.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε επίσης την αίτηση και γιατί έκρινε ότι ενόψει των δικογραφημένων ισχυρισμών του εφεσείοντα στις αγωγές 818/2002 και 6619/2002, έγκριση της αίτησης για τροποποίηση αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε δικογράφηση, για τρίτη φορά των ίδιων ισχυρισμών, γεγονός που συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και κατασπατάληση δικαστικού χρόνου.

 

Την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης του δικαστηρίου ο εφεσείων αμφισβητεί με τους πιο κάτω λόγους έφεσης:

 

"Πρώτος Λόγος Έφεσης

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε να απορρίψει την αίτηση για την τροποποίηση της έκθεσης απαιτήσεως και ότι υπάρχει κατάχρηση της διαδικασίας και κατασπατάληση δικαστικού χρόνου.

 

Δεύτερος Λόγος Έφεσης

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα άσκησε την διακριτικήν του ευχέρεια και/ή την άσκησε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από τον Νόμο / Νομολογία και/ή γιατί η απόφαση οδηγεί σε πασιφανή αδικία και/ή γιατί δεν λήφθηκε με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης. Η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη και η διακριτική του ευχέρεια ασκήθηκε όχι δικαστικά και/ή λήφθηκαν υπόψη παράγοντες που δεν έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη."

 

 

Κεντρικό άξονα της σχετικής με τον πρώτο λόγο έφεσης επιχειρηματολογίας του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα, συνιστά η θέση ότι η επί του προκειμένου κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι «πρόωρη γιατί τα θέματα της κατάχρησης της διαδικασίας άπτονται της ουσίας της υπόθεσης και το δικαστήριο θα μπορεί να αποφανθεί στο τέλος της διαδικασίας και αφού ακούσει τη μαρτυρία». Παράλληλα, είναι και εσφαλμένη γιατί συνιστά προϊόν παραπλάνησης από πλευράς των εφεσιβλήτων αναφορικά με το ποσοστό εργασίας του εφεσείοντα «γιατί τα ποσά που διεκδικούνται με την ανταπαίτηση στην αγωγή 818/2002 είναι εντελώς διαφορετικά με τα επίδικα θέματα και/ή τα ποσά τα οποία αξιώνονται με την παρούσα αγωγή. Διαφορετικά είναι επίσης τα ποσά της απαίτησης στην αγωγή 6619/2002».

 

Κεντρικό άξονα της σχετικής με το δεύτερο λόγο έφεσης επιχειρηματολογίας του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα συνιστά η θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντα που συνόδευε την αίτηση και συνεπώς εσφαλμένα οδηγήθηκε στην κατάληξη ότι ο εφεσείων δεν αποκαλύπτει το χρόνο κατά τον οποίο περιήλθαν σε γνώση του τα κατ' ισχυρισμό γεγονότα που επέβαλλαν την τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης, ούτε και δικαιολογεί την καθυστέρηση επαρκώς.

 

Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου σε σχέση με αιτήσεις που έχουν ως νομικό υπόβαθρο τις πρόνοιες του κ. 1 της Δ.25[1], όπως είναι η παρούσα περίπτωση, έχουν γίνει αντικείμενο εξέτασης και λεπτομερούς ανάλυσης σε πληθώρα υποθέσεων[2].

 

Το συμπέρασμα που μπορεί με ασφάλεια να συναχθεί από τη σχετική νομολογία, είναι ότι το θέμα, τροποποίησης δικογράφων, ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου η οποία ασκείται φιλελεύθερα και δεν διέπεται από άκαμπτους κανόνες, αλλά από διάφορους παράγοντες, η βαρύτητα των οποίων ποικίλει ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η βασική αρχή η οποία πηγάζει μέσα από την εν λόγω νομολογία είναι ότι στις περιπτώσεις όπου ο προσδιορισμός της ουσίας της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων και η αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών επιβάλλουν την τροποποίηση των δικογράφων, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται υπέρ της έγκρισης της αίτησης νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί βλάβη ή αδικία στην άλλη πλευρά η οποία δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα ή ο αιτητής δεν ενεργεί κακόπιστα. Το αποδεικτικό βάρος για την αιτιολόγηση του αιτήματος και της οποιασδήποτε καθυστέρησης στη διατύπωση των θέσεων του αιτητή, ποικίλει ανάλογα με το στάδιο κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Η έναρξη της δίκης δεν δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιδίωξη τροποποίησης δικογράφων, όμως η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου στο στάδιο αυτό, ασκείται με φειδώ. Τέλος μπορεί να λεχθεί ότι η εισαγωγή ενός νέου θέματος δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκη και την απόρριψη της αίτησης, νοουμένου όμως ότι δεν έχει καταλυτικές συνέπειες για την αντίδικη πλευρά.

Διεξήλθαμε προσεκτικά την πρωτόδικη απόφαση, έχοντας συνέχεια κατά νου τις θέσεις και τα επιχειρήματα του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα, όπως αυτά διατυπώθηκαν αρχικά στα πλαίσια της αιτιολογίας των λόγων έφεσης και στη συνέχεια προωθήθηκαν στα πλαίσια του περιγράμματός του. Δεν έχουμε διαπιστώσει οτιδήποτε το μεμπτό στην πρωτόδικη απόφαση. Τόσο η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων επέδειξε υπέρμετρη καθυστέρηση στη λήψη διαβημάτων για τροποποίηση του δικογράφου του, όσο και η κατάληξη του ότι η εν λόγω παράλειψη του ουδόλως αιτιολογήθηκε, μας βρίσκει σύμφωνους.

 

Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μας ότι ο λόγος καθυστέρησης από μόνος του δεν συνιστά κατ' ανάγκη αιτία για απόρριψη αίτησης για τροποποίηση, ούτε και ότι το γεγονός της καθυστέρησης δεν εξισούται κατ' ανάγκη με κακοπιστία. Ο παράγοντας χρόνος είναι σχετικός και συνιστά έναν από τους πολλούς παράγοντες που το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, συνεκτιμάται δε σαν λογική απόρροια του άρθρου 30.2 του Συντάγματος (Astor Manufacturing (πιο πάνω) και Clive Preece (πιο πάνω)). Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αργοπορία του εφεσείοντα να επιδιώξει τροποποίηση του δικογράφου του προβάλλει ανάγλυφη μέσα από το ιστορικό των γεγονότων που περιβάλλουν το θέμα. Η αγωγή εκκρεμούσε ενώπιον του δικαστηρίου αναμένοντας εκδίκαση για επτά και πλέον χρόνια. Μετά από μια σειρά ανησυχητικών εξελίξεων, στα πλαίσια των οποίων η εκδίκαση της υπόθεσης οδηγείτο από αναβολή σε αναβολή, εξελίξεις για τις οποίες η πλευρά του εφεσείοντα δεν είναι απαλλαγμένη ευθυνών, η υπόθεση ορίστηκε τελικά για ακρόαση στις 13/1/2009, ημερομηνία κατά την οποία άρχισε η ακρόαση. Ενδεικτικό της συμπεριφοράς του εφεσείοντα συνιστά το γεγονός ότι ενώ η υπεράσπιση των εφεσιβλήτων καταχωρήθηκε το Μάρτιο του 2003, η απάντηση στην υπεράσπιση δεν καταχωρήθηκε παρά μόνο ένα χρόνο αργότερα και συγκεκριμένα στις 21/5/2004, όπως και το γεγονός ότι για ένα και πλέον χρόνο ο εφεσείων, για λόγους που δεν έχουν αποκαλυφθεί, παρέμενε άπρακτος. Δεν επεδίωξε τροποποίηση του δικογράφου του, ειμή μόνο τέσσερις μέρες πριν την ακρόαση της αγωγής, γεγονός που εγείρει σοβαρά ερωτηματικά αναφορικά με τις πραγματικές προθέσεις του και τους στόχους της αίτησής του.

 

Συμφωνούμε επίσης με την πρωτόδικη απόφαση πως οι προτεινόμενες τροποποιήσεις, σε περίπτωση που αυτές εγκρίνονταν, το Δικαστήριο θα κατέληγε να εκδικάζει, ενόψει των δικογραφημένων θέσεων του εφεσείοντα στην αγωγή 818/2002, τα ίδια γεγονότα δύο φορές, γεγονός που, όπως ορθά και το πρωτόδικο δικαστήριο διαπιστώνει, «δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί κατάχρηση διαδικασίας και κατασπατάληση δικαστικού χρόνου». Είναι αρκετό να διεξέλθει ένας τόσο την έκθεση απαίτησης στην αγωγή 6619/2002, όσο και την υπεράσπιση και ανταπαίτηση του εφεσείοντα στην αγωγή 818/2002, αντίγραφα των οποίων είχαν επισυναφθεί στην ένσταση που οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν στην αίτηση για τροποποίηση, για να διαπιστώσει του λόγου το ασφαλές.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, εκτός αν συμφωνηθούν μεταξύ των διαδίκων.

 

 

 

 

                                              Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

 

 

 

                                              Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.

 

 

 

 

                                              Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.

 

 

/ΔΓ



[1] «Το Δικαστήριο, ή ο Δικαστής, μπορεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας να επιτρέψει σε οποιοδήποτε διάδικο να αλλάξει ή να τροποποιήσει το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα ή τα δικόγραφα του με τέτοιο τρόπο και κάτω από τέτοιους όρους που θα κρίνει δίκαιο, και όλες οι αναγκαίες τροποποιήσεις θα γίνονται οι οποίες θα είναι αναγκαίες για το σκοπό της διαλεύκανσης των πραγματικών θεμάτων, για τα οποία οι διάδικοι έχουν διαφορές».

 

[2] Φοινιώτης ν. Green Mar Navigation (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 33, Δόμνα Χριστοδούλου ν. Αθηναίδης Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 934, Γραμμές Τρινζί Αιγαίου ν. Επίσημου Παραλήπτη (1995) 1 Α.Α.Δ. 607, Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) v. Σιακόλα (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 44, C & A, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. κ.ά. ν. Βιομ. Χαρ. Αλωνεύτης Λτδ. κ.ά. (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 237, Clive Preece κ.ά. ν. Νάσου Θεοφίλου Ρωσσίδου, Πολιτική Έφεση 271/2008, ημερομηνίας 16/12/2011.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο