ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 1 ΑΑΔ 1069

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αíτηση Αρ. 73/2012)

 

 

25 Μαΐου, 2012

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤA ΑΡΘΡA 3 KAI 4 ΤΟΥ ΠΕΡΙ

ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ)

ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 15 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ

ΑΡΘΡΑ 6 ΚΑΙ 8 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ

ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ ΝΟΜΟ

ΚΕΦ. 9, ΑΡΘΡΟ 22(4) ΚΑΙ (5),ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΝΟΜΟ

ΤΟΥ 1997 (Ν. 66(Ι)/97) ΑΡΘΡΟ 29 ΚΑΙ ΤΗ Δ.48 Θ. 1-5 ΚΑΙ 9

ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ALDI MARINE LTD ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ,

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ

ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 11/4/2012 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ 3582/2011 ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΓΙΝΕ ΑΠΟΛΥΤΟ ΤΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 14/6/2011, ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΠΑΓΟΡΕΥΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΤΡΙΑ ΝΑ ΕΜΒΑΣΕΙ, ΠΛΗΡΩΣΕΙ, ΑΠΟΞΕΝΩΣΕΙ, ΔΙΑΘΕΣΕΙ ΚΑΙ/Ή ΕΠΙΒΑΡΥΝΕΙ Ή ΜΕΤΑΦΕΡΕΙ ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ ΧΡΗΜΑΤΙΚΟ ΠΟΣΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΣΟ              ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΚΑΤΑΤΕΘΕΙΜΕΝΟ ΣΤΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΜΕ ΑΡ. 244-07-179448-0 ΠΟΥ ΤΗΡΕΙΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΟΥΤΩΣ ΩΣΤΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟ ΤΩΝ $669.022 ΜΕΧΡΙ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ

 

----------------------------------------

 

Κ. Κακουλλή (κα) με Α. Κακογιάννη (κα), για τους Αιτητές.

 

-----------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 23/5/2011 καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας η αγωγή 3582/2011, η οποία στρεφόταν εναντίον έξι συνολικά εναγομένων, μεταξύ των οποίων και οι αιτητές στην παρούσα αίτηση (εναγόμενος 2), όπως και η Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ. (Η Τράπεζα, εναγόμενη 6).

 

Μαζί με την αγωγή οι ενάγοντες καταχώρισαν μονομερή αίτηση με την οποία, για μεν την Τράπεζα ζητούσαν την έκδοση εναντίον της διατάγματος τύπου γνωστού ως Norwich Pharmacal, με το οποίο να διατάσσεται η Τράπεζα να δώσει πληροφορίες αναφορικά με λογαριασμούς του εναγόμενου 1 και να αποκαλύψει όλα τα σχετικά με τους εν λόγω λογαριασμούς έγγραφα (Αιτητικό "Α" στη μονομερή αίτηση), όπως και την έκδοση διατάγματος φίμωσης γνωστού ως τύπου Gagging Order, με το οποίο να απαγορεύεται στην Τράπεζα να αποκαλύψει στους εναγόμενους 1-5 την έγερση εναντίον τους της αγωγής (Αιτητικό "B" στη μονομερή αίτηση), για δε τους εναγόμενους 1-5 την έκδοση διατάγματος τύπου Mareva (Αιτητικό "Γ" στη μονομερή αίτηση). Το κείμενο του τελευταίου διατάγματος παρατίθεται αυτούσιο σε κατοπινό στάδιο.

 

Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση που συνόδευε τη μονομερή αίτηση, ο εναγόμενος 1 φέρεται, ενώ κατείχε διευθυντική θέση στον Όμιλο Εταιρειών στον οποίο ανήκουν οι ενάγουσες, να έχει σε βάρος τους αποδεχθεί παράνομες προμήθειες και φιλοδωρήματα, ανερχόμενα στο συνολικό ποσό των $669.022.00.

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο επελήφθη της μονομερούς αίτησης αυθημερόν και έκδωσε εναντίον της Τράπεζας το διάταγμα τύπου Gagging Order μόνο, το οποίο και όρισε επιστρεπτέο στις 30/5/2011. Αναφορικά με το αίτημα για έκδοση διατάγματος τύπου Norwich Pharmacal, το οποίο επίσης στρεφόταν εναντίον της Τράπεζας, όπως και με το αίτημα για έκδοση διατάγματος τύπου Mareva, το οποίο στρεφόταν και εναντίον των αιτητών στην παρούσα αίτηση, ο συνήγορος των εναγόντων δήλωσε στο Δικαστήριο στις 23/5/2011 ότι, σ' εκείνο το στάδιο, δεν επέμενε στην έκδοση τους μονομερώς.

 

Στις 8/6/2011 και ενώ ακόμα εκκρεμούσε το αίτημα για έκδοση εναντίον  της διατάγματος αποκάλυψης (Norwich Pharmacal), η Τράπεζα προχώρησε στην καταχώριση ένορκης δήλωσης με το περιεχόμενο της οποίας ουσιαστικά αποκάλυπτε όλα τα στοιχεία που της ζητείτο να αποκαλύψει στα πλαίσια του αιτούμενου διατάγματος τύπου Norwich Pharmacal, καθιστώντας έτσι το υπό στοιχείο "A" αιτούμενο διάταγμα ουσιαστικά, άνευ αντικειμένου. Στο μεταξύ το εκδοθέν μονομερώς εναντίον της Τράπεζας διάταγμα τύπου Gagging Order είχε, με τη συγκατάθεση της Τράπεζας, καταστεί απόλυτο.

 

Στις 14/6/2011 που η μονομερής αίτηση των εναγόντων ήταν ορισμένη, με δήλωση του ευπαίδευτου συνήγορου των εναγόντων, στην παρουσία του συνηγόρου της Τράπεζας, στην απουσία όμως των εναγόμενων 1-5 στους οποίους δεν είχε γίνει κατορθωτό να επιδοθεί η αίτηση, αποσύρθηκε και απορρίφθηκε το αίτημα για έκδοση διατάγματος Norwich Pharmacal, εφόσον η ένορκη δήλωση της Τράπεζας που είχε καταχωρηθεί στις 8/6/2011 ικανοποιούσε ουσιαστικά την απαίτηση των εναγόντων για αποκάλυψη από πλευράς της Τράπεζας. Παράλληλα, κατά την εν λόγω ημερομηνία το Δικαστήριο, κάνοντας δεκτό σχετικό αίτημα του συνήγορου των εναγόντων που υποβλήθηκε προφορικά, έκδωσε μονομερώς εναντίον των εναγόμενων 1-5 το αιτούμενο διάταγμα τύπου Mareva, το οποίο και όρισε επιστρεπτέο στις 22/6/2011. Με το εκδοθέν στις 14/6/2011 διάταγμα απαγορεύεται στους εναγόμενους 1-5, «από του να εμβάσουν, πληρώσουν, αποξενώσουν, διαθέσουν και/ή καθ' οιονδήποτε τρόπο επιβαρύνουν και μεταφέρουν οποιονδήποτε χρηματικό ποσό από τα ποσά που ευρίσκονται κατατιθέμενα στους τραπεζικούς λογαριασμούς που διατηρούν οι Εναγόμενοι Αρ. 1-5 και/ή οιοσδήποτε εξ αυτών στους Εναγομένους Αρ. 6, συμπεριλαμβανομένου του Τραπεζικού Λογαριασμού του Εναγομένου Αρ. 1 υπ' αριθμόν 140-07-509594-01 που τηρείται στην Εναγομένη Αρ. 6, ως και του λογαριασμού της Εναγομένης 2 υπ' αρ. 244-07-179448-01, που επίσης τηρείται στην Εναγομένη 6, ούτως ώστε το πιστωτικό υπόλοιπο του συνόλου των εν λόγω τραπεζικών λογαριασμών να μην είναι μικρότερο των Δολ. Αμερικής 669,022.00 μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου και/ή μέχρι τελικής ακρόασης της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής».

 

Στις 6/7/2011 επιδόθηκε στους αιτητές (εναγόμενους 2) η αγωγή, η μονομερής αίτηση ημερομηνίας 23/5/2011, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε το πιο πάνω διάταγμα εναντίον των αιτητών, η ένορκη δήλωση που υποστήριζε την εν λόγω μονομερή αίτηση μαζί με τα επισυνημμένα έγγραφα-τεκμήρια και το διάταγμα τύπου Mareva. Δεν επιδόθηκε όμως στους αιτητές το διάταγμα τύπου Gagging Order που εκδόθηκε στις 23/5/2011 εναντίον της Τράπεζας, ούτε η ένορκη δήλωση αποκάλυψης στην οποία είχε προβεί η Τράπεζα στις 8/6/2011, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να αποσυρθεί από τους ενάγοντες το αίτημα για έκδοση διατάγματος τύπου Norwich Pharmacal.

 

Οι αιτητές καταχώρισαν ένσταση στην αίτηση των εναγόντων την 1/9/2011. Ένσταση στην αίτηση καταχώρισε και ο εναγόμενος 1, ένα περίπου μήνα αργότερα και συγκεκριμένα στις 3/10/2011. Στις 7/10/2011 οι ενάγοντες καταχώρισαν μονομερή αίτηση, της οποίας όμως διατάχθηκε η επίδοση, με την οποία ζητούσαν όπως τους επιτραπεί να χρησιμοποιήσουν σε ποινική διαδικασία στη Ρωσία «αποκτηθέντα έγγραφα κατόπιν αποκάλυψης δυνάμει διατάγματος ημερομηνίας 23/5/2011 από την Εναγόμενη 6 ("Τράπεζα")». Στις 24/10/2011 η πλευρά του εναγόμενου 1 καταχώρισε αίτηση επιδιώκοντας την ακύρωση του διατάγματος αποκάλυψης, το οποίο η αίτηση 7/10/2011 εσφαλμένα έφερε ή είχε εκδοθεί στις 23/5/2011. Τελικά η αίτηση των εναγόντων 7/10/2011 αποσύρθηκε στις 21/2/2012, εφόσον τέτοιο διάταγμα ουδέποτε είχε εκδοθεί.

 

Με απόφαση που δόθηκε στις 11/4/2011, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, το Επαρχιακό Δικαστήριο κατέστησε απόλυτο το προσωρινό διάταγμα τύπου Mareva μόνο σε σχέση με τους εναγόμενους 1 και 2 και μάλιστα στην περίπτωση του εναγόμενου 1, σε περιορισμένο βαθμό. Σε σχέση με τους εναγόμενους 3, 4 και 5 το διάταγμα ακυρώθηκε.

 

Με στόχο την ανατροπή της πιο πάνω απόφασης και την ακύρωση του διατάγματος, οι αιτητές καταχώρισαν έφεση στις 24/4/2012. Παράλληλα, καταχώρισαν την παρούσα αίτηση, με την οποία επιδιώκουν την εξασφάλιση άδειας για καταχώριση προνομιακού εντάλματος τύπου Certiorari, με απώτερο στόχο, επίσης την ακύρωση του πιο πάνω διατάγματος. Παραθέτω αυτούσιους τους λόγους που οδήγησαν τους αιτητές στην καταχώριση της παρούσας αίτησης, όπως αυτοί εκτίθενται στην αίτηση και έχουν αποτελέσει τους άξονες της επιχειρηματολογίας της κας Κακουλλή:

 

"Κατά παράβαση των συνταγματικών δικαιωμάτων των Αιτητών, του νόμου και της φυσικής δικαιοσύνης, το επίδικο διάταγμα ημερομηνίας 11.4.2011 βασίστηκε στην Ένορκη Δήλωση υπαλλήλου της Ελληνικής Τράπεζας ημερομηνίας 8.6.2011 η οποία περιείχε κατάσταση λογαριασμού δύο λογαριασμών του Εναγόμενου 1 με την Ελληνική Τράπεζα, αποκάλυπτε κάθε μεταφορά, έμβασμα, πληρωμή, χρέωση, πίστωση, κατάθεση και είσπραξη που έγινε στους λογαριασμούς αυτούς, καθώς και όλα τα έγγραφα που κατατέθηκαν για το άνοιγμα και τη λειτουργία των λογαριασμών αυτών:

 

(i)  Χωρίς σχετικό δικαστικό διάταγμα που να επιτρέπει τούτο (και παρ' ότι το Δικαστήριο το επισήμανε) κατά παράβαση του Περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου, άρθρο 29, του Περί Απόδειξης Νόμου άρθρο 22(4) και (5) του δικαιώματος ιδιωτικής ζωής του Εναγόμενου 1 και των Αιτητών (στο βαθμό που αποκαλύφθηκαν και δικές τους συναλλαγές) που προστατεύονται από το άρθρο 15 του Συντάγματος.

 

(ii) Η ένορκη δήλωση ημερομηνίας 8.6.2011 δεν επιδόθηκε στους Αιτητές ως μέρος της διαδικασίας του προσωρινού διατάγματος και οι Αιτητές δεν γνώριζαν για την κατάθεση της όταν καταχωρούσαν την Ένσταση τους. Περαιτέρω, οι Αιτητές δεν γνώριζαν ότι κατά την ακρόαση και αναθεώρηση του διατάγματος, το Δικαστήριο θα λάμβανε υπόψη μαρτυρικό υλικό που ουδέποτε επιδόθηκε στους Αιτητές και που δεν ήταν μέρος της διαδικασίας του υπό εκδίκαση διατάγματος Γ (το Αιτητικό Α είχε αποσυρθεί) και ως εκ τούτου στερήθηκαν του δικαιώματος δίκαιης δίκης αφού δεν τοποθετήθηκαν και δεν μπορούσαν να τοποθετηθεί επί όλου του αποδεικτικού υλικού που εν τέλει έλαβε υπόψη το Δικαστήριο."

 

(Η υπογράμμιση είναι του κειμένου)

 

 

Όπως έχει κατ' επανάληψη λεχθεί, η χορήγηση άδειας για καταχώριση εντάλματος Certiorari συνιστά θέμα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία όμως θα πρέπει να ασκείται με πολλή φειδώ. Εκείνο που προκύπτει από τη σχετική νομολογία είναι πως για να χορηγηθεί η άδεια για καταχώριση αιτήματος αυτής της φύσης, ο αιτητής θα πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο για την ύπαρξη «εκ πρώτης όψεως υπόθεσης» και/ή την ύπαρξη «συζητήσιμου ζητήματος». Όπως όμως από την ίδια νομολογία προκύπτει, εκεί όπου στη διάθεση του αιτητή υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο, τότε ο παράγοντας αυτός επιδρά καταλυτικά στην άσκηση της επί του προκειμένου διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Στην ουσία, η ύπαρξη εναλλακτικού ένδικου μέσου και ειδικά του ένδικου μέσου της έφεσης, εξαφανίζει τα οποιαδήποτε περιθώρια υπάρχουν για άσκηση της διακριτικής ευχέρειας υπέρ της έγκρισης του αιτήματος, εκτός και αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις. Αναφορικά με την ερμηνεία και γενικά το εύρος του πεδίου που καλύπτει ο όρος «εξαιρετικές περιστάσεις», χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην πολύ πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ. και του Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ., Πολιτική Έφεση 2/2009, ημερομηνίας 14/5/2012, όπου η Ολομέλεια έθεσε τις αρχές που διέπουν την επί του προκειμένου άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου σε συνάρτηση με το συγκεκριμένο όρο, με αναφορά στη μέχρι σήμερα σχετική νομολογία και ιδιαίτερα στις υποθέσεις Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965 και Base Metal Trading Ltd. v. Fastact Developments Ltd. κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535.

 

Στην παρούσα περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι στους αιτητές παρέχεται εναλλακτικό ένδικο μέσο και συγκεκριμένα το ένδικο μέσο της έφεσης, το οποίο μάλιστα οι αιτητές έχουν επιλέξει. Είναι πιστεύω αρκετό να διεξέλθει ένας τους λόγους έφεσης - αντίγραφο της ειδοποίησης έφεσης επισυνάπτεται στην παρούσα αίτηση ως τεκμήριο - για να διαπιστώσει ότι έφεση και παρούσα αίτηση έχουν ουσιαστικά το ίδιο αντικείμενο και σκοπό και καλύπτουν τα ίδια ζητήματα∙ την ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία το ενδιάμεσο διάταγμα τύπου Mareva, στο βαθμό και την έκταση που αφορά τους αιτητές, κατέστη απόλυτο. Ενδεικτικό της εικόνας που αναδύεται μέσα από τους λόγους έφεσης αποτελεί ο πρώτος λόγος έφεσης μαζί με την αιτιολογία του, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο «εσφαλμένα και με πλήρη παραβίαση των συνταγματικών και/ή έννομων δικαιωμάτων των εφεσειόντων βασίστηκε στην ένορκη δήλωση ημερομηνίας 8/6/2011 του κ. Αβετή Τσουλτζιάν, υπαλλήλου της Ελληνικής Τράπεζας ως μέρος του αποδεικτικού υλικού της αίτησης για προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 23/5/91».

 

Στην υπόθεση In re Beogradska D.D. (1996) 1 Α.Α.Δ. 911 λέχθηκε ότι η πολλαπλότητα διαδικασιών που συνίσταται στην επιδίωξη όμοιου σκοπού με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων, αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Παράλληλα επισημάνθηκε το γεγονός ότι το Δικαστήριο κέκτηται σύμφυτης εξουσίας να απορρίπτει διαδικασίες που συνιστούν κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας ή και να αναστέλλει τη μεταγενέστερη μέχρι την εκδίκαση της προγενέστερης, ανάλογα με την περίπτωση. Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην εν λόγω υπόθεση έχει ως εξής:

 

"Όπως φαίνεται από την πιο πάνω επισκόπηση της Αγγλικής νομολογίας η τελευταία έχει υιοθετήσει κατά κανόνα το μέτρο της αναστολής της μιας από τις δυο διαδικασίες - της μεταγενέστερης. Έχει δε υιοθετήσει το μέτρο της απόρριψης σε ποινικές υποθέσεις (Βλ. Mills, πιο πάνω). Δεν έχει διατυπώσει οποιοδήποτε κανόνα ο οποίος ρυθμίζει το πότε εφαρμόζεται το ένα ή το άλλο από τα δύο μέτρα.

 

Η δική μας νομολογία έχει υιοθετήσει τόσο το μέτρο της απόρριψης (βλ. Περέλλα, πιο πάνω) όσο και το μέτρο της αναστολής (βλ. Κωνσταντινίδης και Υψαρίδης, πιο πάνω). Χωρίς να επιχειρούμε την διατύπωση ενός άκαμπτου κανόνα θεωρούμε ότι εκεί που η μεταγενέστερη διαδικασία καλύπτει ουσιωδώς τα ίδια ζητήματα αυτή πρέπει να απορρίπτεται. Εκεί που καλύπτει ζητήματα τα οποία δεν εγείρονται καθόλου στην προγενέστερη διαδικασία τότε πρέπει να αναστέλλεται μέχρι την εκδίκαση της προγενέστερης διαδικασίας."

 

 

Στην παρούσα περίπτωση, έφεση και αίτηση, στην ουσία τους ποσώς, όπως έχω διαπιστώσει, δεν διαφέρουν. Πρόκειται για δύο παράλληλες μεν διαδικασίες, ανεξάρτητες δικονομικά, όμοιες όμως ως προς το αντικείμενο τους και τα ζητήματα που καλύπτουν. Έχω την άποψη ότι η συνύπαρξη της παρούσας αίτησης και της έφεσης συνιστά, υπό το φως των συγκεκριμένων διαπιστώσεων μου, κατάχρηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, η οποία πρέπει να αποτραπεί και να παρεμποδιστεί, στόχος ο οποίος επιτυγχάνεται μόνο με την απόρριψη της παρούσας αίτησης, που είναι μεταγενέστερη της έφεσης.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

                                                     Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                               Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο