ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 1009
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 46/2008)
23 Μαΐου, 2012
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., XATZHXAMΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
CLR INVESTMENT FUND LTD,
Εφεσείοντες/Ενάγοντες,
- και -
alliance international reinsurance company ltd,
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων.
Π. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Α. Γιωρκάτζης με Ι. Στυλιανίδου (κα) και Ν. Θρασυβούλου, για τους Εφεσίβλητους.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
_____________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Εφεσείοντες με την αγωγή ισχυρίζονται ότι με επιστολή τους ημερ. 27.12.2000 πρότειναν στους Εφεσίβλητους να αποκτήσουν με ιδιωτική τοποθέτηση τρία εκατομμύρια μετοχές των Εφεσιβλήτων. Πρότειναν επίσης όπως πληρώσουν την αξία των μετοχών που θα αποκτούσαν με μεταβίβαση προς τους Εφεσίβλητους, μετοχών των Εφεσειόντων και κάποιας άλλης εταιρείας. Υπήρχαν και άλλοι όροι στους οποίους θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η πρόταση έγινε δεχτή με αποτέλεσμα να συναφθεί συμφωνία. Το πλήρες κείμενο της κατ' ισχυρισμό συμφωνίας έχει ως ακολούθως:-
«27th December, 2000
Alliance International Reinsurance Company Limited
Lophitis Business Center
28th October Street
CY-3035 Limassol
Attention: Mr Khader Hemsi
Chief Executive Officer
Dear Sirs
Payment of C£3.000.000 for the Participation by the CLR Group in the Private Placement of the Share Issue of Alliance International Reinsurance Company Limited
We are pleased to effect the payment of C£3.000.000 (Cyprus Pounds Three Million) stated above by transferring to you the following marketable listed securities on the Cyprus Stock Exchange:
1. Europrofit Capital Investors Ltd 1.350.000 shares @ C£1.75 per share (Stock Market symbol "ERP")
2. CLR Investment Fund Ltd 2.225.000 shares @ C£0.285 per share
3. Balance payable in cash C£3.375
Our above mentioned payment is in respect of our participation with 3.000.000 shares in the private placement of your issue at C£1.00 per share for which we will receive one bonus share for every four shares when your company is listed on the Cyprus Stock Exchange. It is understood that the resulting valuation of the company will be at P/E of about 13 times the net profit for the 2000 year.
The above listed shares will be transferred to Alliance International Reinsurance Company Limited (Alliance Re) not later than Friday 29th December 2000. It is also agreed that the cost of transfer for the above shares will be shared equally between CLR and Alliance Re:
i. Alliance Re undertake not to sell the above listed share prior to 30th of September 2001.
ii. In the event that Alliance Re wish to sell the above share on or after 30th of September 2001, CLR Financial Services Ltd will have the first right of refusal for the purchase of these shares at the stock market prices on the date of the proposed sale.
iii. CLR Financial Services Ltd undertake not to sell the above mentioned shares including the bonus shares prior the 30th of September 2001.
iv. In the event that CLR Financial Services ltd wish to sell the above shares on or after the 30th of September 2001, Alliance Re will have the first right of refusal to offer the shares to the existing strategic shareholders or to new investors for the purchase of these shares at the stock market price on the date of the proposed sale.
It is also agreed that in the event that Alliance Re is not listed by 30 September 2001, the amount of £3 million will be refundable with interest of 6.5 percent per annum as per current law. *
Yours faithfully
For and on behalf of CLR Group
Lambros Panayiotides
I accept the above
(υπάρχει υπογραφή)
Mr Khader Hemsi
For and on behalf of Alliance
International Reinsurance Company Limited»
(* Ο τονισμός των γραμμάτων είναι δικός μας)
Προς υλοποίηση της συμφωνίας, οι Εφεσίβλητοι, στις 28.12.2000, παρέδωσαν στους Εφεσείοντες έντυπο για απόκτηση τριών εκατομμυρίων μετοχών, αξίας £3.000.000 με ιδιωτική τοποθέτηση, το οποίο θα καταβαλλόταν όπως προέβλεπε η γραπτή συμφωνία, δηλαδή με την ανταλλαγή μετοχών. Στις 28.12.2000, δηλαδή την επομένη της επιστολής-πρότασης, που μετατράπηκε σε συμφωνία, οι Εφεσείοντες αγόρασαν χρηματιστηριακώς τον αντίστοιχο αριθμό 1.350.000 μετοχών της εταιρείας Europrofit Capital Investment Ltd, στο εξής «η Europrofit» και 2.225.000 μετοχές των Εφεσειόντων (CLR Investments Fund Ltd), ώστε να μπορέσουν να υλοποιήσουν τη συμφωνία. Για την αγορά των μετοχών πλήρωσαν £2.999.550,23, τέλη του ΧΑΚ και προμήθεια του χρηματιστηριακού γραφείου.
Οι Εφεσείοντες με την αγωγή τους ισχυρίστηκαν ότι υπήρχε σιωπηρός όρος ότι οι Εφεσίβλητοι δεν θα τους εξέδιδαν τις αντίστοιχες μετοχές πριν οι μετοχές τους θα εισάγονταν στο ΧΑΚ και εν πάση περιπτώσει, όχι πριν την 30.9.2001. Παρά ταύτα, οι Εφεσίβλητοι με επιστολή τους ημερ. 24.1.2001, πληροφόρησαν τους Εφεσείοντες ότι τους παραχώρησαν τρία εκατομμύρια μετοχές των Εφεσιβλήτων και ότι κατά την αναμενόμενη εισδοχή τους στο ΧΑΚ, θα τους παραχωρούσαν επιπλέον δωρεάν (bonus) 750.000 μετοχές. Την 21.3.2001, οι Εφεσίβλητοι απέστειλαν και το πιστοποιητικό για τις μετοχές των τριών εκατομμυρίων και στις 29.6.2001, τους τίτλους των δωρεάν μετοχών και τα πιστοποιητικά για τα δικαιώματα αγοράς μετοχών.
Μέχρι τις 30.9.2001 οι μετοχές των Εφεσιβλήτων δεν είχαν ακόμα εισαχθεί στο ΧΑΚ, με αποτέλεσμα οι Εφεσείοντες να θεωρήσουν ότι υπήρξε παράβαση συμφωνίας. Στις 9.10.2001 απέστειλαν στους Εφεσίβλητους επιστολή με την οποία πρότειναν επιστροφή των μετοχών, των δωρεάν μετοχών και των δικαιωμάτων που τους παραχώρησαν οι Εφεσίβλητοι. Επειδή οι τελευταίοι αγνόησαν την επιστολή τους, καταχώρησαν αγωγή με την οποία διεκδικούσαν:-
(Α) δυνάμει της συμφωνίας ημερ. 27.12.2000, επιστροφή του ποσού των £3 εκατομμυρίων εντόκως προς 6.5%, από 28.12.2000, πλέον ποσό £11.548 για τα χρηματιστηριακά δικαιώματα.
(Β) Διαζευκτικά τα ίδια ποσά, δυνάμει του άρθρου 58Α(1)(α) και (3)(β) και του άρθρου 58Β του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993 (Ν. 14(Ι)/93), όπως αυτός τροποποιήθηκε με το Νόμο 42(Ι)/2000.
Οι Εφεσίβλητοι αρνήθηκαν πλείστους ισχυρισμούς των Εφεσειόντων. Μεταξύ άλλων:- (1) Αρνήθηκαν ότι συνήφθη συμφωνία για αγορά μετοχών. Ισχυρίζονταν ότι οι Εφεσείοντες με αίτησή τους, ημερ. 28.12.2000, ζήτησαν να αποκτήσουν μετοχές των Εφεσιβλήτων με ανταλλαγή μετοχών δικών τους εταιρειών. Η αίτηση τους έγινε αποδεχτή, με αποτέλεσμα την ανταλλαγή των μετοχών που συμφωνήθηκαν. Οι Εφεσείοντες αφού δέχθηκαν τις μετοχές των Εφεσιβλήτων, στη συνέχεια συμπεριφέρθηκαν ως μέτοχοι αποδεχόμενοι μέρισμα, με αποτέλεσμα να αποκλείονται από του να διεκδικούν τις θεραπείες που ζητούν με την αγωγή τους. (2) Ισχυρίστηκαν περαιτέρω, ότι η συμφωνία ημερ. 27.12.2000 παρέμεινε ανενεργός και ματαιώθηκε με αποτέλεσμα να παύσει να ισχύει. (3) Αρνήθηκαν την ύπαρξη του ισχυριζόμενου σιωπηρού όρου στην επιστολή ημερ. 27.10.2000. (4) Αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της πρόνοιας περί επιστροφής του ποσού £3 εκατομμυρίων με τόκο 6.5% ετησίως, αφού αυτό υπονοεί την ακύρωση της παραχώρησης και θα ισοδυναμούσε με υποχρέωση των Εφεσιβλήτων να ενεργήσουν παράνομα και σε αντίθεση με το Νόμο. (5) Σε περίπτωση που θα γινόταν δεχτό από το Δικαστήριο ότι υπήρξε συμφωνία, τότε διαζευκτικά ισχυρίζονταν ότι μια τέτοια συμφωνία, η οποία προέβλεπε για επιστροφή μετοχών και του ποσού των £3 εκατομμυρίων, είναι παράνομη, αφού αντίκειται στον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113, ο οποίος απαγόρευε κατά τον ουσιώδη χρόνο σε εταιρεία να αποκτά τις δικές τις μετοχές. Όπως ισχυρίζονταν, κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με συγκαλυμμένη μείωση του κεφαλαίου των Εφεσιβλήτων και (6) αρνούνταν ότι οι Εφεσείοντες δικαιούνται επιστροφή των ποσών που διεκδικούν δυνάμει του άρθρου 58Α και 58Β του Νόμου 14(Ι)/93 και διαζευκτικά ότι οι πρόνοιες αυτές είναι αντισυνταγματικές.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού ανέλυσε τη μαρτυρία, κατέληξε ότι:- (α) υπήρξε συμβατική σχέση μεταξύ των διαδίκων ως αποτέλεσμα της συμφωνίας ανταλλαγής, ημερ. 27.12.2000, (β) η συμφωνία δεν εγκαταλείφθηκε και ότι η συμφωνία ιδιωτικής τοποθέτησης ήταν ένα συνεχόμενο και αναπόσπαστο τμήμα της, (γ) η συμφωνία ανταλλαγής δεν τερματίστηκε ως αποτέλεσμα των ενεργειών των διαδίκων, (δ) η συμφωνία δεν είναι παράνομη όπως ισχυρίζονταν οι Εφεσίβλητοι, αλλά είναι έγκυρη και δεσμευτική, (ε) ως αποτέλεσμα της είσπραξης μερίσματος, της ενεχυρίασης αριθμού μετοχών σε δύο τράπεζες και άλλων ενεργειών των Εφεσειόντων, δεν δημιουργείται εξ υποσχέσεως κώλυμα για τους Εφεσείοντες για να διεκδικήσουν τις θεραπείες που ζητούν με την αγωγή τους, (στ) ως αποτέλεσμα της μη εισδοχής των μετοχών των Εφεσιβλήτων στο ΧΑΚ, η συμφωνία παραβιάστηκε εξ υπαιτιότητας των Εφεσιβλήτων, (ζ) οι Εφεσείοντες δεν απέδειξαν ότι έχουν υποστεί οποιαδήποτε ζημιά ή απώλεια ώστε να τους επιδικαστούν αποζημιώσεις και ως εκ τούτου επιδίκασε μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις τις οποίες καθόρισε στο ποσό των £100, (η) ότι με δεδομένο ότι η αίτηση για εισδοχή των μετοχών των Εφεσιβλήτων στο ΧΑΚ έγινε στις 3.8.2000 και η συμφωνία ανταλλαγής στις 27.12.2000, δηλαδή μετά την παρέλευση των τριών μηνών που προέβλεπε η υποπαράγραφος (3)Β του άρθρου 58Α και ο προσδιορισμός στη συμφωνία της 30.9.2001, ως τη μελλοντική ημερομηνία εισδοχής των μετοχών των Εφεσιβλήτων στο ΧΑΚ, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι οι διάδικοι δεν εξαρτούσαν τη συμφωνία τους σε οποιοδήποτε γεγονός που είχε σχέση με το χρόνο υποβολής της αίτησης. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι δεν εφαρμοζόταν το άρθρο 58Α του Νόμου και (θ) επιδίκασε έξοδα υπέρ των Εφεσειόντων.
Οι Εφεσείοντες προσβάλλουν ως λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση. Ο μοναδικός λόγος έφεσης είναι διατυπωμένος ως ακολούθως:-
«Το μέρος της αποφάσεως του Δικαστηρίου με το οποίον το Δικαστήριον απέρριψε την απαίτησιν των Εναγόντων δι' επιστροφήν και/ή πληρωμήν του ποσού των ΛΚ3 εκ., ή του ισοδύναμου του σήμερον σε Ευρώ 5,130,000 πλέον τόκον προς 6.5% ετησίως επ' αυτού από 28.12.2000 μέχρι πληρωμής του ποσού τούτου, πλέον ΛΚ11,548.20 χρηματιστηριακά δικαιώματα, πλέον έξοδα σύμφωνα με την κλίμακα του ποσού της αγωγής, και επεδίκασε μόνον ΛΚ100 ονομαστικές αποζημιώσεις, είναι λανθασμένον διότι το Δικαστήριον παρεγνώρισεν ότι δεν επρόκειτο δι' αγωγήν διά την καταβολήν αποζημιώσεων αλλά διά την επιστροφήν και/ή πληρωμήν των δικεδικηθέντων ποσών λόγω του ότι οι μετοχές της Εναγομένης 1 δεν είχαν εισαχθή μέχρι της 30.9.2001 εις το Χρηματιστήριον Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ), όπως προεβλέπετο ρητώς εις την συμφωνίαν της 27.12.2000, Τεκμήριον 1.4.
Το Δικαστήριον παρεγνώρισε περαιτέρω ότι δεν επρόκειτο διά μίαν απόλυτον σύμβασιν αλλά μίαν σύμβασιν υπό διαλυτικήν αίρεσιν (condition subsequent) και το διεκδικηθέν ποσόν ήτο πληρωτέον προς τους Ενάγοντας ανεξαρτήτως ζημίας.»
Την πρωτόδικη απόφαση προσβάλλουν και οι Εφεσίβλητοι με τους πιο κάτω 11 λόγους αντέφεσης, με τους οποίους ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι:- (1) Συνάφθηκε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, (2) οι «διαζεύξεις» που προκύπτουν από τις παραγράφους 4 και 12 της Έκθεσης Υπεράσπισης, ήταν βοηθητικές για τη διακρίβωση της πρόθεσης των μερών αναφορικά με την ταυτότητα των συμβαλλομένων, (3) οι μάρτυρες των Εφεσειόντων ήταν αξιόπιστοι, σε αντίθεση με αυτούς των Εφεσιβλήτων, (4) η συμφωνία ανταλλαγής μετοχών δεν τερματίστηκε από τους Εφεσιβλήτους και ούτε αντικαταστάθηκε με νέα συμφωνία, (5) η συμφωνία δεν ήταν παράνομη, παρά την αντίθεση της στις πρόνοιες του Κεφ. 113, (6) η μη χαρτοσήμανση της συμφωνίας δεν αποτελούσε εμπόδιο (7) οι Εφεσείοντες, ως αποτέλεσμα δικών τους θετικών ενεργειών, δεν κωλύονταν από του να αποκηρύξουν τη συμφωνία, (8) η παράβαση της συμφωνίας οφειλόταν στους Εφεσίβλητους, (9) οι Εφεσείοντες δικαιούνταν σε αποζημίωση και όχι σε επιστροφή μετοχών, (10) η ερμηνεία που δόθηκε θα έπρεπε να στηριχθεί μόνο στη γραπτή συμφωνία, και (11) η ορθή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, επέβαλλε όπως τα έξοδα επιδικαστούν υπέρ των Εφεσειόντων.
Ο δικηγόρος των Εφεσειόντων στο περίγραμμα αγόρευσής του, υποστήριξε ότι οι Εφεσείοντες με την αγωγή τους δεν ζήτησαν αποζημιώσεις και γι' αυτό η επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημιώσεων είναι λανθασμένη. Η μόνη θεραπεία, είπε, που διεκδίκησαν οι Εφεσείοντες ήταν:- (Α) επιστροφή του ποσού £3 εκατομμυρίων, πλέον ποσό £11.548,20, το οποίο αντιπροσώπευε χρηματιστηριακά έξοδα, λόγω παράβασης γραπτής συμφωνίας και διαζευκτικά, (Β) επιστροφή του ίδιου ποσού δυνάμει του άρθρου 58Α και Β του Νόμου 14(Ι)/93, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 42(Ι)/00. Όπως εξήγησε ο δικηγόρος των Εφεσειόντων, η συμφωνία υπόκειτο σε «διαζευκτική αίρεση», δηλαδή της διαλύσεως της συμφωνίας σε περίπτωση που δεν ετηρείτο ο όρος για εισαγωγή των μετοχών των Εφεσιβλήτων μέχρι τις 20.9.2001 και επιστροφή του ανταλλάγματος. Εισηγήθηκε ότι η περίπτωση ήταν παρόμοια με αυτή στις υποθέσεις D. Nicolaou & Sons (Landowners) Ltd v. Νίκου Χατζηαντώνη κ.α. (1997) 1(Α) ΑΑΔ 273, Cannon v. Miles (1974) 2 LLR 129, Ridge Nominees Ltd v. Inland Revenue Commissioners (1962) 1 Ch. 376, Total Gas Marketing Ltd v. Arco British Ltd and Others (HL) (1998) 2 Lloyd´s LR 209, Union Insurance Society of Canton Ltd v. George Wills & Co (1916) A.C. 281 και Wickham Machine Tool Sales Ltd v. Schuller and Others (1972) 1 WLR 840. Ο δικηγόρος των Εφεσειόντων, συνοψίζοντας τις θέσεις του, ανέφερε και τα εξής υπό μορφή καταληχτικού σχολίου:-
«Είναι πασίδηλον ότι επρόκειτο για μίαν έγκυρον και δεσμευτικήν συμφωνίαν. Ο όρος του Τεκμ.1.4, όπως έχει εκτεθή ανωτέρω, είναι ένας θεμελιώδης όρος, έγκυρος και νόμιμος, όπως εδέχθη και το Δικαστήριον. Εφ΄ όσον οι μετοχές των Εφεσιβλήτων δεν εισήχθησαν εις το ΧΑΚ την 30.9.2001 και οι Ενάγοντες δεν ήθελαν να τις κρατήσουν, αφού οι Ενάγοντες ήταν επενδυτική εταιρεία και η Εναγομένη 1 εσυνέχιζε να είναι μία εταιρεία, της οποίας οι τίτλοι δεν θα διεπραγματεύοντο στο ΧΑΚ, ο όρος της συμφωνίας της 27.12.2000 έπρεπε να τεθή σε εφαρμογήν αυτόματα. Εδόθησαν όμως και ειδοποιήσεις, ως ανωτέρω, από τους Εφεσείοντας και οι τελευταίοι εδικαιούντο εις την επιστροφήν των ΛΚ3,000,000 που επλήρωσαν, εντόκως προς 6.5% από της 28.12.2000 μέχρι πληρωμής του ποσού, όπως συνεφωνήθη με την σύμβασιν.
Το ποσόν των ΛΚ11,548.2, έξοδα αγοράς και μεταβίβασης των ως άνω μετοχών επ' ονόματι της Εναγομένης 1, ωφείλετο εν πάση περιπτώσει προς τους Εφεσείοντας δυνάμει του Τεκμ.1.4.
........................
Είναι πασιφανές ότι το Δικαστήριον έπρεπε να εκδώση απόφασιν σύμφωνα με την συμφωνίαν και να μη παρασυρθή από την συνήθη έννοια των αποζημιώσεων. Τις οποίες άλλωστε και δεν εζήτησαν οι Ενάγοντες».
Από την άλλη, ο δικηγόρος των Εφεσιβλήτων αν και θεωρεί εσφαλμένο το υπόβαθρο της απόφασης για τους λόγους που αναπτύσσονται στην αντέφεση, εισηγήθηκε ότι η επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων δεν ήταν εσφαλμένη. Στηριζόμενος, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1 AAΔ 400 και Alexandros Evangelou Camera House Ltd κ.α. ν. Minerva Finance and Investments Ltd (2004) 1(Γ) AAΔ 1734, εισηγήθηκε ότι είναι δυνατή η απόδοση θεραπείας που δεν επιζητείται με την αγωγή, εφόσον στοιχειοθετούνται τα αναγκαία γεγονότα για την παροχή της. Πέραν τούτου, ανέφερε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε θέμα διαζευκτικής αίρεσης, επειδή θεώρησε ότι η ύπαρξη ποινικής ρήτρας και η ανυπαρξία μαρτυρίας ως προς το ύψος της ζημιάς, του παρείχε τη δυνατότητα να επιδικάσει αποζημιώσεις. Ανέφερε επίσης, ότι η όλη επιχειρηματολογία των Εφεσειόντων παραγνωρίζει την αρχή ότι η θεραπεία της αποκατάστασης την οποία ζητούν οι Εφεσείοντες, μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις παρέχεται. Τέλος επιχειρηματολόγησε ότι όλες οι αποφάσεις που παραθέτει ο δικηγόρος των Εφεσειόντων, διαφοροποιούνται, εφόσον σ' αυτές παρέμειναν διαβήματα για να γίνουν, ώστε να εκτελεστεί η συμφωνία. Ακόμη και αν υπήρχε αίρεση, οι Εφεσείοντες, πρόσθεσε ο δικηγόρος των Εφεσιβλήτων, δικαιούνταν μόνο σε αποζημιώσεις και όφειλαν να αποδείξουν τη ζημιά τους.
Έχουμε εξετάσει το μοναδικό λόγο έφεσης, αλλά δεν συμφωνούμε ότι στην προκειμένη περίπτωση η σύμβαση ήταν υπό διαλυτική αίρεση (subsequent condition). Κατ' αρχάς, οι Εφεσείοντες δεν δικαιολογούνται να παραπονούνται για το χειρισμό του θέματος από το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού ούτε οι ίδιοι έθεσαν πρωτοδίκως ως υπόβαθρο της αξίωσής τους ότι η σύμβαση ήταν υπό διαλυτική αίρεση. Ούτε στην Έκθεση Απαίτησης, ούτε στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου των Εφεσειόντων που κατατέθηκε πρωτοδίκως, έγινε οποιαδήποτε αναφορά για σύμβαση υπό αίρεση. Ανεξαρτήτως τούτου, η σύμβαση προέβλεπε για ανταλλαγή μετοχών συγκεκριμένης αξίας κατά τον ουσιώδη χρόνο. Επίσης, προέβλεπε για υποχρέωση των Εφεσιβλήτων για εισαγωγή των μετοχών στο ΧΑΚ. Ο συγκεκριμένος όρος της σύμβασης προέβλεπε επίσης ότι σε περίπτωση παράβασης του όρου για εισαγωγή των μετοχών στο ΧΑΚ μέχρι 30.9.2001, οι Εφεσίβλητοι θα ήταν υπόχρεοι να επιστρέψουν το αντάλλαγμα με τόκο. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, δεν είναι ορθή η εισήγηση ότι πρόκειται για σύμβαση υπό αίρεση. Κλασσική περίπτωση σύμβασης υπό διαλυτική αίρεση που συχνά διατυπώνεται σε ακαδημαϊκά συγγράμματα, είναι η περίπτωση στην οποία ο Α΄ συμβάλλεται με τη θυγατέρα του έναντι νομίμου ανταλλάγματος και αναλαμβάνει υποχρέωση να της πληρώνει £50 το μήνα μέχρι να παντρευτεί. Η τέλεση του γάμου της, φέρνει στο προσκήνιο τη διαλυτική αίρεση, με αποτέλεσμα η σύμβαση να ακυρώνεται (βλ. Chitty on Contract, 30η Έκδοση, Τόμος 1, παρ. 12-30). Στην υπόθεση D. Nicolaou & Sons (Landowners) Ltd v. Χατζηαντώνη κ.α., πιο πάνω, ο όρος επεξηγήθηκε με αναφορά τόσο στο αγγλοσαξωνικό, όσο και στο ελληνικό δίκαιο. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:-
«Το είδος αυτό της συμφωνίας προσομοιάζει με τη διαλυτική αίρεση του άρθρου 202 του Ελληνικού Αστικού Κώδικα. Η αντιστοιχία με το αγγλοσαξωνικό δίκαιο μπορεί να αναζητηθεί στις συμβάσεις που περιέχουν conditions subsequent. Σχετικό είναι το εξής απόσπασμα από το Chitty on Contracts, General Principles, 27η έκδοση, τόμος 1, παράγραφος 12 - 028 στη σελ. 573:
"Conditions subsequent. The obligation of one or both parties may be made subject to a condition that it is to be immediately binding, but if certain facts are ascertained to exist or upon the occurrence or non - occurrence of some further event, then either the contract is to cease to bind or one or both parties are to have the right to avoid the contract or bring it to an end."»
Στην προκειμένη περίπτωση, πρόκειται για κανονική εκτελεστή σύμβαση, η οποία υπόκειται σε υποσχετικό όρο (promissory condition) για εισαγωγή μετοχών στο ΧΑΚ μέχρι συγκεκριμένης ημερομηνίας. Δεν πρόκειται για σύμβαση υπό διαλυτική αίρεση, εφόσον δεν διαπιστώνουμε ότι πρόθεση των μερών ήταν όπως με τη μη εισαγωγή των μετοχών των Εφεσιβλήτων στο ΧΑΚ κατά την 30.9.2001, η σύμβαση θα διαλύετο, χωρίς οποιοσδήποτε των διαδίκων να ευθύνεται. Γίνεται αντιληπτό ότι στην περίπτωση διαλυτικής αίρεσης κανένας από τους συμβαλλομένους δεν αναλαμβάνει υποχρέωση για εκπλήρωση της αίρεσης. Όμως στην προκειμένη περίπτωση, πρόκειται για όρο με βάση τον οποίο οι Εφεσίβλητοι είχαν υποχρέωση να εισαγάγουν τις μετοχές τους στο ΧΑΚ, μέχρι τις 30.9.2001. Κατά την κρίση μας, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε παράβαση της σύμβασης με υπαιτιότητα των Εφεσιβλήτων.
Με δεδομένη τη διαπίστωση της παράβασης, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του στο θέμα των αποζημιώσεων από το υπαίτιο μέρος. Οι Εφεσείοντες είχαν το βάρος να αποδείξουν τη ζημιά τους σύμφωνα με το άρθρο 73 του Κεφ. 149. Στην προκειμένη περίπτωση, τα μέρη συμφώνησαν ότι οι Εφεσίβλητοι ήταν υπόχρεοι να επιστρέψουν το αντάλλαγμα των £3 εκατομμυρίων. Σύμφωνα με το άρθρο 74 του Κεφ. 149:-
«74.-(1) Αν στη σύμβαση διαλαμβάνεται όρος ως προς το ποσό το οποίο πρέπει να καταβληθεί σε περίπτωση παράβασης αυτής ή ποινική ρήτρα, σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης από τον ένα από τους συμβαλλόμενους, ο άλλος δικαιούται, και αν ακόμη δεν αποδειχτεί ότι υπέστη από την παράβαση πραγματική ζημιά ή απώλεια, να λάβει από τον υπαίτιο εύλογη αποζημίωση που δεν υπερβαίνει το ποσό που ορίστηκε κατά τον πιο πάνω τρόπο, ή ανάλογα με την περίπτωση, την ποινική ρήτρα.
Ρήτρα για καταβολή αυξημένου τόκου από την υπερημερία, δύναται να θεωρηθεί ως ποινική ρήτρα.
(2) ..........................»
Σύμφωνα με τη νομολογία, ο καθορισμός ποσού σε ρήτρα αποζημιώσεων είναι δεσμευτικός μόνο καθ' όσον αφορά το μέγιστο ύψος των αποζημιώσεων που το δικαστήριο θα επιδικάσει. Το δικαστήριο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να επιδικάσει εύλογη αποζημίωση μη υπερβαίνουσα το ποσό που έχει οριστεί (βλ. Katsikides v. Constantinides (1969) 1 CLR 31 και Iordanou v. Anyftos 24 CLR 97). Επομένως, οι Εφεσείοντες είχαν υποχρέωση να αποδείξουν τη ζημιά τους. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά κατά την κρίση μας έκρινε ότι αναφορικά με την αξία των μετοχών δεν είχε τεθεί ενώπιον του το αναγκαίο υπόβαθρο για τον καθορισμό της ζημιάς που είχαν υποστεί οι Εφεσείοντες, ώστε να μπορέσει στη συνέχεια να επιδικάσει εύλογες αποζημιώσεις, μη υπερβαίνουσες βέβαια το ποσό που καθοριζόταν στο σχετικό όρο.
Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά εξέτασε θέμα αποζημιώσεων, αφού σύμφωνα με το άρθρο 73 του Κεφ. 149, ο συμβαλλόμενος που ζημιώνεται για παράβαση, δικαιούται σε αποζημιώσεις από τον υπαίτιο για τη ζημιά που προέκυψε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την παράβαση. Το άρθρο 73(3) προβλέπει για την υποχρέωση λήψης εύλογων μέτρων για μείωση της ζημιάς. Επομένως, σε περίπτωση παράβασης σύμβασης, το αθώο μέρος δεν δικαιούται, στη χωρίς άλλων πλήρη αποζημίωση, είτε αυτή έχει προκαθοριστεί, είτε όχι. Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι αναφορικά με την αξία των μετοχών δεν αποδείχθηκαν οποιεσδήποτε αποζημιώσεις, είναι ορθή, αφού δεν τέθηκε οποιοδήποτε υλικό ενώπιον του. Η θέση των Εφεσειόντων ήταν ότι δεν χρειαζόταν να προσκομίσουν οποιαδήποτε μαρτυρία για τη ζημιά τους, αφού:- (α) δεν ζητούσαν αποζημιώσεις και (β) η ζημιά τους ήταν η αξία των μετοχών που οι ίδιοι παραχώρησαν στους Εφεσίβλητους, ήτοι £3 εκατομμύρια. Εκείνο που στην ουσία διατείνονται οι Εφεσείοντες, είναι ότι δικαιούνται σε ειδική εκτέλεση, δηλαδή σε επιστροφή του ποσού των £3 εκατομμυρίων που αναφέρεται στη σύμβαση. Όμως, για να ετίθετο η αγωγή τους σε μια τέτοια βάση, θα έπρεπε να είχε τεθεί το αναγκαίο υπόβαθρο στα δικόγραφα. Οι Εφεσείοντες στην αγωγή τους δεν διεκδίκησαν ειδική εκτέλεση, αλλά επιστροφή ποσού £3 εκατομμυρίων, χωρίς αναφορά για την τύχη των μετοχών που κρατούσαν. Όμως, η απόδοση θεραπείας για ειδική εκτέλεση, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Σύμφωνα με το άρθρο 76(1), ένας από τους όρους για επιβολή ειδικής εκτέλεσης της σύμβασης, είναι ότι αυτή «δεν θα ήταν παράλογη ή άλλως πως ανεπιεικής ή πρακτικά ανεφάρμοστη». Στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη και αν θεωρήσουμε ότι υπήρχε το αναγκαίο υπόβαθρο, δεν έχουμε πειστεί ότι συνυπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις. Πρωτίστως οι Εφεσείοντες με ενέργειές τους, κατέστησαν την επιστροφή των μετοχών δύσκολη, αφού, μεταξύ άλλων, προχώρησαν στην ενεχυρίασή τους. Σύμφωνα μάλιστα με τον κατάλογο παραδεκτών γεγονότων που κατατέθηκαν ενώπιον μας, οι Εφεσείοντες μετά την καταχώρηση της έφεσης, εισέπραξαν ποσό €842.400,48 μετά από την υποχρεωτική εξαγορά των μετοχών των Εφεσιβλήτων που κατείχαν, από την εταιρεία Flagstone Reinsurance Swisse S.A.. Βέβαια εισέπραξαν το ποσό με επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους, αλλά εκείνο που έχει σημασία είναι ότι ακόμη και αν υπήρχαν, έστω και τώρα, κάποιες δυνατότητες για παραχώρηση και τέτοιας θεραπείας, δυνάμει του άρθρου 76(1) του Κεφ. 149, αυτές εξανεμίστηκαν και η παραχώρηση ειδικής εκτέλεσης κατέστη πρακτικά ανεφάρμοστη. Επομένως, η μόνη θεραπεία που δικαιούνταν οι Εφεσείοντες, ήταν αυτή των αποζημιώσεων για την οποία όμως, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την αξία των μετοχών κατά την ημερομηνία της παράβασης, δεν υπήρχαν τα προαπαιτούμενα για να παραχωρηθεί κανονικά σύμφωνα με το άρθρο 73. Η υπόθεση Καραολή ν. Λαουρή (2008) 1 ΑΑΔ 225, διακρίνεται, αφού εκεί δεν επρόκειτο για ανταλλαγή μετοχών. Πέραν τούτου, το δικαστήριο έκρινε ότι οι Εφεσείοντες σ' εκείνη την υπόθεση, δικαιούνται υπό μορφή αποζημιώσεων «και οποιαδήποτε ζημιά αποδείκνυαν». Εν πάση περιπτώσει, αυτό ισχύει και στην υπό εκδίκαση έφεση, με μόνη διαφορά ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά έκρινε ότι οι Εφεσείοντες δεν απέδειξαν τις ζημιές που υπέστησαν σε ό,τι αφορά την αξία των μετοχών. Στην περίπτωση των Εφεσειόντων οι μετοχές που ήδη παραχώρησαν ήταν εισηγμένες στο ΧΑΚ και ως εκ τούτου υπόκειντο σε καθημερινή διακύμανση.
Όμως, η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου να επιδικάσει ονομαστικές αποζημιώσεις δεν ήταν ορθή, αφού ενώπιον του υπήρχε και ένα δεύτερο σκέλος αποζημιώσεων που αφορούσε στη συμφωνία των μερών να υποστούν εξ ημισίας τα χρηματιστηριακά έξοδα για τη μεταβίβαση των μετοχών, τα οποία ανέρχονταν, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των Εφεσειόντων, στην παράγραφο 16 της Έκθεσης Απαίτησης, στο ποσό των £23.996,40. Ενώ στην επόμενη παράγραφο της Έκθεσης Απαίτησης, αναφέρεται ορθά ότι το ½ μερίδιο είναι £11.998,20 στην παράγραφο 22 και στο απαιτητικό της αγωγής (παρ. 27Α), ζητείται, προφανώς εκ παραδρομής, ποσό £11.548,20. Όμως ανεξάρτητα τούτου, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με αυτό το κονδύλι των αποζημιώσεων, το οποίο είχε συμφωνηθεί ρητά από τους διαδίκους και είχε διεκδικηθεί ειδικά στην Έκθεση Απαίτησης. Παρά τη μακρά αντεξέταση της μάρτυρος (ΜΕ 1), δεν υπήρξε ενασχόληση με αυτό το θέμα.
Από την άλλη, στην Έκθεση Υπεράσπισης, πέραν της γενικής άρνησης των ισχυρισμών των Εφεσειόντων για το συγκεκριμένο κονδύλι, δεν αναφέρεται οτιδήποτε άλλο. Ούτε από πλευράς του κ. Khader Hemsi (ΜΥ1), κύριου μάρτυρα των Εφεσιβλήτων, υπήρξε οποιαδήποτε ενασχόληση με αυτό το κονδύλι των αποζημιώσεων, αφού η εκδοχή του ήταν ότι η συμφωνία είχε εγκαταλειφθεί.
Από τη στιγμή που το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ενώπιον του τη μαρτυρία της κας Καλλιόπης Τουμπουρή (ΜΕ1), η οποία, αφού παρουσίασε μέσω της γραπτής της κατάθεσης τα σχετικά αντίγραφα των πράξεων αγοράς που έγιναν στο ΧΑΚ (Τεκ. 16), επιβεβαίωσε ότι το συνολικό ποσό των εξόδων ανερχόταν στις £23.996,40 και ότι οι Εφεσείοντες διεκδικούσαν με την αγωγή τους το ½ του ποσού, ήτοι το ποσό £11.998,20, το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να ενδιατρίψει στο θέμα.
Κατά την κρίση μας, το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε στο να επιδικάσει μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις. Από τη στιγμή που για το σχετικό κονδύλι υπήρχε μαρτυρία, η οποία παρέμεινε αναντίλεκτη, ότι είχε δαπανηθεί από τους Εφεσείοντες συγκεκριμένο ποσό για τα έξοδα μεταβίβασης των μετοχών, το δικαστήριο όφειλε να επιδικάσει, αντί ονομαστικών αποζημιώσεων, το ήμισυ του ποσού προς όφελος των Εφεσειόντων, όπως αξίωναν με την αγωγή τους.
Ως εκ της κατάληξής μας επί της έφεσης, δεν θα μας απασχολήσουν οι λόγοι αντέφεσης, πέραν ορισμένων παρατηρήσεών μας, ως προς τον έβδομο λόγο αντέφεσης. Έχουμε ήδη εξηγήσει ότι σε περίπτωση που οι Εφεσείοντες διεκδικούσαν με τον ορθό δικογραφικό τρόπο τη θεραπεία της ειδικής εκτέλεσης, η οποία είναι θεραπεία του δικαίου της επιείκειας, θα έρχονταν αντιμέτωποι, με τις πρόνοιες του άρθρου 76(1)(δ), αφού η επιβολή ειδικής εκτέλεσης θα ήταν ανεπιεικής, λόγω της συμπεριφοράς τους να θεωρήσουν τις μετοχές ως δικές τους, να εισπράξουν μερίσματα, να τις ενεχυριάσουν, να υπογράψουν έγγραφα διασποράς των μετοχών και τέλος να υπογράψουν proxy για να αντιπροσωπευθούν σε έκτακτη γενική συνέλευση των Εφεσιβλήτων. Επομένως σε περίπτωση που ετίθετο θέμα ειδικής εκτέλεσης, ενδεχομένως τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 76(1)(δ), σε συνάρτηση με τη συμπεριφορά των Εφεσειόντων, να αποτελούσαν ένα σημαντικό στοιχείο για τη μη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου υπέρ των Εφεσειόντων. Όμως από τη στιγμή που το πρωτόδικο δικαστήριο προσέγγισε το θέμα από τη σκοπιά του καθορισμού αποζημιώσεων, αυστηρά ομιλούντες δεν ετίθετο θέμα ειδικής εκτέλεσης.
Ενόψει της μερικής επιτυχίας της έφεσης ως προς το ποσό των £11.548,20 που διεκδικούν οι Εφεσείοντες, η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση υπέρ των Εφεσειόντων-Εναγόντων και εναντίον των Εφεσιβλήτων-Εναγομένων, για το ποσό των £11.548,20, σύμφωνα με την παρ. 27(Α) της Έκθεσης Απαίτησης.
Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα, παραμένει ως έχει.
Ως προς την έφεση, επιδικάζουμε έξοδα επί της αντίστοιχης κλίμακας επί της οποίας επιτυγχάνουν οι Εφεσείοντες, πλέον ΦΠΑ, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Καμιά διαταγή ως προς τα έξοδα της αντέφεσης.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π. Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ. Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
/ΕΠσ