ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 1054
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 411/2008)
24 Μαΐου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΙΟΛΑΡΗΣ,
Εφεσείων/Καθ΄ου η Αίτηση,
ΚΑΙ
MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD,
Εφεσίβλητοι/Αιτητές.
- - - - - -
Χρ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Ιωαννίδου με Λ. Παπακωνσταντίνου, για τους Εφεσίβλητους.
- - - - - -
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται ως εσφαλμένη απόφαση Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία εκδόθηκε διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του εφεσείοντα και στο πλαίσιο εκδίκασης της έφεσης, απασχόλησαν δύο ζητήματα που αντιστοιχούν σε ισάριθμους λόγους έφεσης, τα οποία ζητήματα μπορούν να διατυπωθούν ως ακολούθως:
1. Κατά πόσο η υπογραφή της αίτησης για έκδοση διατάγματος παραλαβής της περιουσίας ενός προσώπου από το δικηγόρο του αιτητή αντί από τον αιτητή, συνιστά ή όχι παρατυπία και, αν ναι, κατά πόσο οι επιπτώσεις αυτής της παρατυπίας μπορούν να αποβούν μοιραίες για την αίτηση.
2. Κατά πόσο ο αιτητής οφείλει να δηλώσει στην αίτησή του, ότι είναι πρόθυμος να αποποιηθεί την εξασφάλιση την οποία έχει προς όφελος των άλλων πιστωτών σε περίπτωση έκδοσης Διατάγματος Παραλαβής και να αποκαλύψει την ύπαρξη πρόσθετης εξασφάλισης την οποία έχει και διεκδικεί με άλλη αγωγή του εναντίον του καθ΄ου η αίτηση.
Το θέμα της υπογραφής της αίτησης για έκδοση διατάγματος παραλαβής.
Είναι κοινός τόπος μεταξύ των διαδίκων και αντικειμενικά διαπιστώσιμο το γεγονός ότι η αίτηση την οποία είχαν υποβάλει οι εφεσίβλητοι για έκδοση διατάγματος παραλαβής της περιουσίας του εφεσείοντα, είχε υπογραφεί όχι από τους ίδιους αλλά από τους δικηγόρους τους.
Επικαλούμενος τις πρόνοιες των περί Πτωχεύσεως Κανονισμών και το περιεχόμενο του προβλεπόμενου από αυτούς Τύπου, ο συνήγορος του εφεσείοντα υπέβαλε ότι δεν παρέχεται η δυνατότητα υπογραφής της αίτησης από το δικηγόρο του αιτητή και ότι μια τέτοια παρασπονδία δε συνιστά απλή παρατυπία η οποία μπορεί να θεραπευθεί, αλλά καθιστά ολόκληρη την αίτηση εξ υπαρχής ανύπαρκτη.
Αντίθετη άποψη υιοθέτησε και πρόβαλε η πλευρά των εφεσίβλητων, εισηγούμενη ότι το γεγονός ότι η αίτηση υπογράφηκε από τους δικηγόρους τους, ενδεχόμενα να συνιστά αντικανονικότητα, η οποία όμως δεν είναι τέτοιας φύσεως που να προκάλεσε οποιαδήποτε αδικία, ενώ τα κύρια στοιχεία της αίτησης, όπως είναι η εκκρεμούσα οφειλή, η διάπραξη πράξης πτώχευσης κλπ, δεν είχαν αμφισβητηθεί. Εφαρμοζομένων δε των προνοιών του άρθρου 102(1) του Κεφ. 5 και του Κανονισμού 2 των περί Πτωχεύσεων Κανονισμών, η όποια αντικανονικότητα δεν μπορεί να έχει τη σημασία και επίπτωση η οποία της αποδίδεται από τον εφεσείοντα.
Στην εκκαλούμενη απόφασή του, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου, αφού επιλήφθηκε αυτού του θέματος, έκρινε ότι η εντοπισθείσα εκτροπή δεν μπορεί να οδηγήσει στο αποτέλεσμα που εισηγείται ο εφεσείων, δηλαδή στην απόρριψη της αίτησης. Βάσισε αυτή του την κατάληξη, στις ρητές πρόνοιες του άρθρου 102(2) του Κεφ. 5 και του Κανονισμού 2 των Πτωχευτικών Κανονισμών. Δεδομένου δε ότι η πλευρά του εφεσείοντα δεν υπέστη οποιαδήποτε ουσιαστική αδικία, ούτε και επικαλέστηκε κάτι σχετικό, ενώ τα κύρια γεγονότα της αίτησης παρέμειναν αδιαμφισβήτητα και ενώ ήταν φανερό από την όλη δομή της αίτησης ότι αυτή γινόταν εκ μέρους των εφεσιβλήτων, το Δικαστήριο απέρριψε τη θέση του εφεσείοντα.
Το ότι η επίδικη Αίτηση Πτώχευσης όπως αυτή καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο είναι παράτυπη, δε χωρεί αμφιβολία. Οι πρόνοιες του Κανονισμού 46(1) των περί Πτωχεύσεων Διαδικαστικών Κανονισμών έχουν ως εξής:
"46-(1) Every bankruptcy petition shall be signed by the person presenting it in the Registrar´s presence. The Registrar shall date and witness the petition...."
(Σε μετάφραση:
"46.(1) Κάθε αίτηση πτωχεύσεως πρέπει να υπογράφεται από το πρόσωπο που υποβάλλει αυτή στην παρουσία Πρωτοκολλητή. Ο Πρωτοκολλητής θα χρονολογήσει και μαρτυρήσει την αίτηση.)
Είναι επομένως επιτακτικό όπως η αίτηση υπογράφεται από το πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, το οποίο την παρουσιάζει, δηλαδή τον αιτητή. Η απαίτηση όπως η αίτηση υπογράφεται από τον ίδιο τον αιτητή, καθίσταται ακόμα πιο έκδηλη, με τις πρόνοιες του εδαφίου (2) του Κανονισμού 46, οι οποίες έχουν ως εξής:
"(2) Where owing to illness the person presenting a petition cannot attend at the office of the Registrar the Registrar may, on payment of his proper expenses go to the house of such person for the purpose of attesting the petition."
(Σε μετάφραση:
(2) Όταν λόγω ασθένειας το πρόσωπο που υποβάλλει αίτηση δεν μπορεί να παρουσιασθεί στο γραφείο του πρωτοκολλητή, ο Πρωτοκολλητής δύναται, με την πληρωμή των κατάλληλων δαπανών του, να μεταβεί στο σπίτι τέτοιου προσώπου προς το σκοπό επιβεβαίωσης της αίτησης.)
Η μόνη δηλαδή περίπτωση κατά την οποία δεν είναι αναγκαστικό για ένα αιτητή να μεταβεί στο Δικαστήριο για να υπογράψει την αίτησή του ενώπιον του Πρωτοκολλητή, είναι μόνο η περίπτωση ασθένειας του αιτητή. Και σ΄ αυτή όμως την περίπτωση, ακόμα δηλαδή και ασθένειας, που καθιστά αδύνατη τη μετάβαση του αιτητή ενώπιον του Πρωτοκολλητή για να υπογράψει προσωπικά, ο Κανονισμός δε δίδει το δικαίωμα όπως η αίτηση υπογραφεί από άλλο εξουσιοδοτημένο προς τούτο άτομο, αλλά προνοεί ως μόνη δυνατότητα τη μετάβαση του Πρωτοκολλητή στο χώρο διαμονής του αιτητή, έτσι ώστε και σ΄ αυτή την περίπτωση, ο δεύτερος να υπογράψει προσωπικά, ενώπιον του πρώτου.
Στην Αγγλική υπόθεση London CC v. Agricultural Food Products Ltd (1955) 2 All E.R. 229, επιβεβαιώθηκε η γενική αρχή ότι στο κοινοδίκαιο ένα πρόσωπο θεωρείται ότι "υπογράφει" με ικανοποιητικό τρόπο εάν κάποιος άλλος με δική του εξουσιοδότηση υπογράφει στο όνομά του, οπότε η υπογραφή του αντιπροσώπου εκλαμβάνεται ως εκείνη του αντιπροσωπευομένου. Από την άλλη όμως, τονίστηκε ότι εάν, κατόπιν απαίτησης νομικής αρχής ή νόμου, ένα έγγραφο πρέπει να υπογράφεται προσωπικά, τότε το καθήκον υπογραφής δεν μπορεί να ανατεθεί σε κάποιο τρίτο πρόσωπο. Ανέκαθεν αναγνωριζόταν, προστίθεται στην απόφαση, ότι ασφαλώς το περιεχόμενο κάποιων νομοθετημάτων μπορεί να απαιτεί προσωπική υπογραφή, αλλά ακόμα και χωρίς νομοθετική επιταγή, το κείμενο του Νόμου λαμβάνεται πάντα υπόψη. [London CC (ανωτέρω) σελίδα 233].
Στην υπό εξέταση περίπτωση, η δευτερογενής νομοθεσία, δηλαδή οι περί Πτωχεύσεων Κανονισμοί, οι οποίοι θεσπίστηκαν δυνάμει του Νόμου Κεφ. 5, μέσω των προαναφερθεισών διατάξεών τους, τις οποίες έχουμε παραθέσει προηγουμένως, καθιστούν πέραν από σαφή την προϋπόθεση όπως η αίτηση υπογράφεται προσωπικά από τον αιτητή-πιστωτή, πράγμα που δεν έγινε στην προκείμενη περίπτωση, αφού η αίτηση υπογράφηκε από τους δικηγόρους των εφεσίβλητων και όχι από τους ίδιους. Οι συνήγοροι των εφεσίβλητων παρέπεμψαν σε Αγγλική νομολογία και αυθεντίες, για να εισηγηθούν ότι η υπογραφή της αίτησης από τους δικηγόρους των εφεσίβλητων-αιτητών ήταν επιτρεπτή, εφόσον ο δικηγόρος κατ΄ εξουσιοδότηση εκπροσωπεί τον πελάτη του. (Halsbury´s Laws of England, 4th Edition, Vol. 3, para. 283, In re Tomkins & Co (1901) 1 KB 476). Εκείνο το οποίο όμως θέτουν ουσιαστικά αυτές οι αυθεντίες είναι ότι μια εταιρεία δεν αποκλείεται από του να υποβάλει αίτηση πτώχευσης στο Δικαστήριο, ενεργώντας μέσω δεόντως εξουσιοδοτημένου προς τούτο εκπροσώπου της. Στην Κύπρο αυτή η δυνατότητα δίδεται από τον Κανονισμό 126(1) των περί Πτωχεύσεων Κανονισμών, το κείμενο του οποίου έχει ως ακολούθως:
"Proceedings by Company or Co-partnership.
126.-(1) ...................................................
(2) A bankruptcy petition against or bankruptcy notice to any debtor to a limited company or other corporation may be presented or sued out by any officer thereof duly authorized in that behalf on his filing an affidavit stating that he is such officer and that he is duly authorized to present the petition or sue out the notice."
(Σε μετάφραση:
126.(1) Αίτηση πτωχεύσεως εναντίον, ή ειδοποίηση πτωχεύσεως σε οποιοδήποτε οφειλέτη εταιρείας ή συνεταιρισμού που εξουσιοδοτείται δεόντως να ενάξει και εναχθεί στο όνομα δημόσιου λειτουργού ή αντιπροσώπου τέτοιας εταιρείας ή συνεταιρισμού, δύναται να υποβληθεί από, ή να ληφθεί από τέτοιο δημόσιο λειτουργό ή αντιπρόσωπο ως ονομαστικό αιτητή της εταιρείας και για λογαριασμό αυτής ή του συνεταιρισμού, του δημοσίου λειτουργού ή αντιπροσώπου καταχωρούντος ένορκο δήλωση η οποία να δηλώνει ότι είναι δημόσιος λειτουργός ή αντιπρόσωπος και ότι εξουσιοδοτήθηκε να υποβάλει ή να λάβει τέτοια αίτηση ή ειδοποίηση πτωχεύσεως.)
Δεδομένου ότι στην υπό εξέταση περίπτωση οι εφεσίβλητοι-αιτητές είναι εταιρεία, η αίτηση Πτώχευσης θα μπορούσε μόνο να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο από κάποιο αξιωματούχο, ο οποίος να είχε δεόντως εξουσιοδοτηθεί γι΄ αυτό το σκοπό και ο οποίος θα έπρεπε να καταχωρήσει ένορκη δήλωση, αναφέροντας ότι είναι αξιωματούχος και είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος. Κάτι που εδώ δεν έγινε.
Εκείνο το οποίο όμως εδώ έγινε ήταν το ότι η αίτηση, παρά το γεγονός ότι υπογραφόταν από τους δικηγόρους των εφεσιβλήτων, συνοδευόταν από ένορκη δήλωση προσώπου ο οποίος δήλωνε ότι ήταν στην υπηρεσία των εφεσιβλήτων-αιτητών και ήταν εξουσιοδοτημένος να προβεί στην ένορκη δήλωση. Με την ένορκη δε αυτή δήλωση, ο ομνύων δήλωνε ότι οι δηλώσεις που περιέχονται στην αίτηση είναι αληθείς και ότι έχει προσωπική γνώση ότι "τα πιο πάνω είναι ορθά και αληθή".
Όμως, αυτή η δήλωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένορκη δήλωση με την οποία θα εξουσιοδοτείτο η καταχώρηση της αίτησης από τον ίδιο εκ μέρους της εταιρείας των εφεσιβλήτων. Αυτή η ένορκη δήλωση, όπως άλλωστε αναφέρεται στον ίδιο τον τίτλο της, είναι "ΕΝΟΡΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΩΝ ΔΗΛΩΣΕΩΝ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ", δυνάμει, όπως επίσης ρητά αναγράφεται σ΄ αυτήν, του Τύπου Πτώχευσης Αρ. 7Α. Αυτή η ένορκη δήλωση δεν έχει όμως σχέση με την αναφερόμενη στον Κανονισμό 12(2) ένορκη δήλωση που θα καθιστούσε νομότυπη την καταχώρηση της αίτησης. Αυτή η ένορκη δήλωση είναι επιτακτικό όπως συνοδεύει κάθε αίτηση πτώχευσης που υποβάλλεται από πιστωτή, δυνάμει του Κανονισμού 50(1), ο οποίος ρητά προνοεί ότι κάθε αίτηση από πιστωτή θα πρέπει να επαληθεύεται με ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της, η οποία θα πρέπει να γίνεται από κάποιο πρόσωπο το οποίο μπορεί να ορκισθεί ως προς την αλήθεια των γεγονότων που αναφέρει εξ ιδίας γνώσεως. Σ΄ αυτή την περίπτωση, υπάρχει πράγματι η δυνατότητα όπως η ένορκη δήλωση γίνει όχι από τον αιτητή, αλλά από άλλο πρόσωπο, γνώστη των γεγονότων.
Το ζήτημα που εγείρεται εδώ είναι κατά πόσο αυτή η ένορκη δήλωση, η οποία έγινε από πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από την εφεσίβλητη-αιτήτρια και με την οποία βεβαιώνεται η αλήθεια των αναφερόμενων στην αίτηση γεγονότων, μπορεί να θεραπεύσει το γεγονός ότι η ίδια η αίτηση δεν υπογράφηκε από την αιτήτρια εταιρεία, δηλαδή τους εφεσίβλητους.
Κατά την άποψή μας, μια τέτοια θεώρηση των πραγμάτων θα καταστρατηγούσε τις ρητές πρόνοιες, απαιτήσεις και προϋποθέσεις της πρωτογενούς και δευτερογενούς νομοθεσίας. Αφ΄ ης στιγμής ο νομοθέτης απαιτεί την ικανοποίηση δύο, ανεξάρτητων προϋποθέσεων, η ύπαρξη της μιας δεν μπορεί να καλύψει την ανυπαρξία της άλλης. Επομένως, η δεύτερη προϋπόθεση που τίθεται για επαλήθευση των όσων μεταφέρθηκαν στο Δικαστήριο, ως επιπρόσθετη που είναι, δεν μπορεί να επενεργήσει ως θεραπεύουσα ή υποκαθιστούσα ή καθιστούσα την πρώτη άνευ σημασίας.
Όπως αποφασίστηκε και στην Πολιτική Έφεση αρ. 37/2008, Αναφορικά με τον Α.Τ. από τη Λεμεσό, ημερομηνίας 20.12.2010, η επιβεβαίωση η οποία απαιτείται από τον Κανονισμό 50(1) των Κανονισμών Πτωχεύσεων, με την έννοια που της αποδίδεται στην ένορκη εκείνη δήλωση από το Νόμο, καθίσταται "αποδεικτικό μέσο" και όχι δικόγραφο.
Το ζήτημα το οποίο παραμένει εδώ προς εξέταση έγκειται στο κατά πόσο η παρατηρηθείσα παρασπονδία στην τήρηση των Κανονισμών θα πρέπει ή θα μπορούσε να έχει τη μοιραία για την αίτηση επίπτωση, την οποία εισηγείται ο εφεσείων, ή αντίθετα κατά πόσο αυτή θα μπορούσε να αγνοηθεί ή να θεραπευθεί.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 102 του περί Πτωχεύσεων Νόμου, Κεφ. 5:
"102.-(1) Καμμιά πτωχευτική διαδικασία δεν ακυρώνεται εξαιτίας τυπικού ελαττώματος ή αντικανονικότητας, εκτός αν το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβλήθηκε ένσταση εναντίον της διαδικασίας, είναι της γνώμης ότι προκλήθηκε από το ελάττωμα ή την αντικανονικότητα ουσιαστική αδικία και ότι η αδικία δεν δύναται να θεραπευτεί από οποιοδήποτε διάταγμα του Δικαστηρίου εκείνου."
Λόγω της απουσίας οποιασδήποτε Κυπριακής νομολογίας επί του θέματος, η έρευνά μας οδηγήθηκε σε Αγγλικές αποφάσεις στις οποίες έτυχε ερμηνείας το ίδιο κείμενο του πιο πάνω άρθρου το οποίο υπήρχε στο S.147(1) του Bankruptcy Act 1914, καθώς επίσης και στο R.7.55 των Insolvency Rules 1986. Συγκεκριμένα, το S.147(1) του Bankruptcy Act προέβλεπε:
"No proceedings in bankruptcy shall be invalidated by any formal defect or by any irregularity, unless the court before which an objection is made to the proceedings, is of opinion that substantial injustice has been caused by the defect or irregularity and that the injustice cannot be remedied by any order of that court."
To R.7.55 των Insolvency Rules 1986 προέβλεπε:
"No insolvency proceedings shall be invalidated by any formal defect or by any irregularity, unless the court before which objection is taken is made considers that substantial injustice has been caused by the defect or irregularity and that the injustice cannot be remedied by any order of the court."
Λόγω της ταυτοσημίας των κειμένων των πιο πάνω διατάξεων με το κείμενο του άρθρου 102(1) του Κυπριακού Νόμου, καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από Αγγλικές αποφάσεις επί του εξεταζόμενου θέματος και ειδικότερα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των όρων "formal defect" και "irregularity" ("τυπικό ελάττωμα" και "αντικανονικότητα").
Στην υπόθεση Re a Debtor (No. 21 of 1950) (1950) 2 All E.R. 1129, η ειδοποίηση πτώχευσης η οποία επιδόθηκε στον χρεώστη έφερε στον τίτλο της το όνομα άλλου Δικαστηρίου, αντί εκείνου από το οποίο εκδόθηκε, αν και σφραγίστηκε με τη σφραγίδα του ορθού Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο κατ΄ έφεση έκρινε ότι αυτό δε συνιστούσε "τυπικό ελάττωμα" και, εφόσον αφορούσε σε ειδοποίηση πτώχευσης, που είναι το κατ΄ εξοχή έγγραφο με το οποίο τίθεται σε κίνηση ο μηχανισμός που οδηγεί σε πτώχευση, η οποία είναι διαδικασία παρόμοια με ποινική, θα πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρά και στενά. Το ουσιαστικό δε κριτήριο για την απόφανση ως προς την τυπικότητα ή μη του ελαττώματος έγκειται στο ερώτημα κατά πόσο το ελάττωμα ήταν τέτοιο ώστε να μπορούσε εύλογα να παραπλανήσει το χρεώστη στον οποίο επιδίδεται το έγγραφο και όχι κατά πόσο αυτός πράγματι παραπλανήθηκε.
Στην υπόθεση Re a Debtor (No. 478 of 1908) (1908) 2 KB 687, η ειδοποίηση πτώχευσης ακυρώθηκε από το Εφετείο επειδή σ΄ αυτήν είχε υπολογισθεί εσφαλμένα ο οφειλόμενος τόκος ώστε να υπερέβαινε κατά £15s.6d τον ορθά υπολογιζόμενο, κρίνοντας ότι το σφάλμα τούτο δε συνιστούσε απλό τυπικό ελάττωμα σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 147(1) του Bankruptcy Act 1914 (ανωτέρω).
Εκείνο που ενέχει εδώ σημασία είναι η διάκριση στην οποία προβαίνει ο ίδιος ο νομοθέτης μεταξύ "ελαττώματος" ("defect") και "τυπικού ελαττώματος" ή "αντικανονικότητας" ("formal defect" και "irregularity"). Δεν είναι δηλαδή όλα τα ελαττώματα τα οποία μπορούν να θεραπευθούν ή να αγνοηθούν αν δεν προκαλούν ουσιαστική αδικία, παρά μόνο εκείνα τα οποία μπορούν να θεωρηθούν ως "τυπικά ελαττώματα". Αυτή η σημαντική διάκριση έγινε αντικείμενο ανάλυσης από το Privy Council στην υπόθεση Pillai v. Comptroller of Income Tax (1970) AC 1124. Όπως είχε εκεί αναφέρει ο Lord Diplock, το άρθρο 147(1) του Αγγλικού Νόμου προβαίνει σ΄ αυτή τη διάκριση και οποιαδήποτε παράλειψη συμμόρφωσης προς νομοθετικές διατάξεις ως προς τον τύπο ειδοποίησης πτώχευσης, τέτοιας φύσεως, ώστε δεν θα μπορούσε εύλογα να παραπλανήσει ένα χρεώστη στον οποίο εκδίδεται, είναι "τυπικό ελάττωμα" και η ειδοποίηση καθίσταται έγκυρη με βάση το άρθρο.
Η μελέτη των Αγγλικών αποφάσεων επί του θέματος αποκαλύπτει ότι τα Δικαστήρια επιδεικνύουν γενικά περισσότερη αυστηρότητα στην ανάγκη για πιστή και ακριβή τήρηση του Νόμου και των Κανονισμών στις περιπτώσεις όπου παρατηρείται ελάττωμα ή αντικανονικότητα στην ίδια την ειδοποίηση πτώχευσης παρά στην αίτηση για πτώχευση που ακολουθεί. Τούτο επειδή η ειδοποίηση πτώχευσης και η συμμόρφωση ή μη προς το περιεχόμενό της, είναι το θεμέλιο στη βάση του οποίου διαπράττεται η πράξη πτώχευσης που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για συνέχιση της διαδικασίας πτώχευσης. Όπως λέχθηκε και στην προαναφερθείσα υπόθεση Re a Debtor (No. 21 of 1950) (ανωτέρω), είναι προφανώς ευκολότερο να θεραπευθεί ένα ελάττωμα σε αίτηση πτώχευσης, παρά σε ειδοποίηση πτώχευσης. Περαιτέρω, για να θεωρηθεί ένα ελάττωμα ή μια αντικανονικότητα τέτοια ώστε να μπορεί να θεραπευθεί ή παραγνωριστεί αν δεν προκαλεί ουσιαστική αδικία, θα πρέπει να είναι τυπική (formal), δηλαδή τέτοια ώστε να μη μπορούσε εύλογα να προκαλέσει ουσιαστική αδικία στον χρεώστη και όχι κατ΄ ανάγκη να έχει προκαλέσει τέτοια αδικία.
Επανερχόμενοι στα ιδιαίτερα περιστατικά της υπό εξέταση αίτησης πτώχευσης, κρίνουμε ότι το παρατηρούμενο σ΄ αυτή ελάττωμα και αντικανονικότητα μπορεί να θεωρηθεί ως τυπικό και δυνάμενο να θεραπευθεί χωρίς πρόκληση αδικίας προς την πλευρά του οφειλέτη. Στην κατάληξή μας αυτή λάβαμε υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες:
1. Ότι οι δηλώσεις εκ μέρους των πιστωτών-εφεσιβλήτων έγιναν στον σωστό Τύπο 7, ο οποίος προβλέπεται στους Κανονισμούς.
2. Ότι στον σωστό Τύπο έχουν περιληφθεί όλα τα απαιτούμενα από τους Κανονισμούς στοιχεία, ρητά δε αναφέρεται σ΄ αυτόν ότι πρόκειται για αίτηση η οποία γίνεται από τους εφεσίβλητους.
3. Ότι στον καταχωρηθέντα Τύπο, όλα τα παρατιθέμενα σ΄ αυτόν στοιχεία ξεκάθαρα φαίνονται ότι προέρχονται από τους ίδιους τους εφεσίβλητους ως αιτητές και όχι από τους δικηγόρους τους ή άλλους, δεδομένου ότι χρησιμοποιείται το πρώτο πρόσωπο πληθυντικού, π.χ. "Εμείς οι Marfin Popular Bank Co. Ltd..........αναφέρουμε τα ακόλουθα..." ". ότι η μόνη εξασφάλιση που κρατούμε..." κλπ.
4. Ότι με την ένορκη δήλωση στον Τύπο 7Α, η οποία συνοδεύει την αίτηση και η οποία έγινε από πρόσωπο ειδικά εξουσιοδοτημένο από την εφεσίβλητη, υιοθετούνται και επαληθεύονται ενόρκως όλα τα γεγονότα που παρατίθενται στην αίτηση ως προερχόμενα από την εφεσίβλητη.
5. Ότι πουθενά δε διακρίνεται να έχει παραπλανηθεί ο εφεσείων ως εκ του ελαττώματος, ούτε και διαφαίνεται περίπτωση να μπορούσε εύλογα να είχε παραπλανηθεί ή να αδικηθεί.
Γενικά, εκείνο το οποίο μπορεί να λεχθεί ως το μόνο ελάττωμα είναι στο θέμα της υπογραφής της αίτησης, αντί από τους εφεσίβλητους, από τους δικηγόρους τους. Αυτό κατά την άποψή μας, όσο και αν φαίνεται τυπικό, θα πρέπει να διορθωθεί με την κατάλληλη διαταγή η οποία μπορεί να εκδοθεί από το Εφετείο προς πλήρη αποκατάσταση της τάξης. (Βλ. Ιωάννης Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακής Λτδ (2004) 1 Γ ΑΑΔ 1716.
Το θέμα των αναφορών των εφεσίβλητων ως προς την ύπαρξη και/ή αποποίηση εξασφαλίσεων.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε εκδίδοντας το διάταγμα παραλαβής, δεδομένου ότι η εφεσίβλητη ως εξασφαλισμένος πιστωτής θα έπρεπε να δηλώσει τούτο στην αίτησή της, όπως επίσης να δηλώσει κατά πόσο ήταν πρόθυμη να αποποιηθεί την εξασφάλισή της προς όφελος των άλλων πιστωτών σε περίπτωση έκδοσης διατάγματος παραλαβής, ή να παραδώσει μέρος τουλάχιστον της προϋπολογισθείσας αξίας της εξασφάλισης.
Αναπτύσσοντας αυτό το λόγο έφεσης, ο εφεσείων υπέβαλε ότι από τη στιγμή που η εφεσίβλητη είναι ενυπόθηκος πιστωτής, όφειλε να δηλώσει αποποίηση της υποθήκης, πράγμα που δεν έπραξε, και όφειλε περαιτέρω να δηλώσει ακόμα μία επιπρόσθετη εξασφάλιση την οποία διεκδικεί με άλλη αγωγή της (αρ. 3197/2008), την οποία προωθεί παράλληλα.
Επί του θέματος τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποφανθεί ως ακολούθως:
"Έγινε, επιδερμικά πρέπει να πω, επίκληση από την πλευρά του Καθ΄ου η Αίτηση της ύπαρξης επιβαρύνσεων επί της περιουσίας του και αυτής συνοφειλέτη του, προς όφελος των Αιτητών, σε μια προσπάθεια να καταδειχθεί πως υπάρχει εξασφάλιση του χρέους, στα πλαίσια που ο Νόμος ορίζει. Προσπάθεια καταδικασμένη σε αποτυχία, δεδομένου ότι, όπως παρέμεινε αναντίλεκτο, η ασφάλεια επί της περιουσίας του Καθ΄ου η Αίτηση είναι ουσιαστικά χωρίς αντίκρισμα, αφού η ίδια περιουσία είναι ήδη δεσμευμένη για ποσό πέραν της αξίας της με τρεις προηγούμενες υποθήκες προς όφελος άλλων προσώπων. Ούτως ή άλλως, το οφειλόμενο ποσό είναι της τάξης των πολλών εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, τέτοιας δηλαδή έκτασης που δεν αφήνει οποιοδήποτε περιθώριο εξασφάλισής του από την ήδη δοθείσα ασφάλεια. Όπως είναι νομολογημένο, αυτό που έχει σημασία είναι το ποσό του χρέους μετά την αφαίρεση της εξασφάλισης (Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδότησης Παγκυπριακής Λτδ (2004) 1 ΑΑΔ 1716). Σε σχέση δε με την επιβάρυνση περιουσίας άλλου προσώπου, συνεναγόμενου του αιτητή στην αγωγή 8534/08, αυτή δεν μπορεί να ενταχθεί στα πλαίσια εξασφάλισης, όπως η έννοια αυτή ορίζεται από το άρθρο 5(2) του Κεφ. 5 (Τάκης Οικονομίδης ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (1997) 1 ΑΑΔ 1255, 1260)."
Συμφωνούμε με τα πιο πάνω λεχθέντα πρωτοδίκως. Εξάλλου, όπως επισημαίνει και η συνήγορος των εφεσίβλητων το άρθρο 5(2) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5, το οποίο είναι σχετικό με το θέμα τούτο, δίδει στον αιτούντα πιστωτή επιλογή, στην περίπτωση κατά την οποία αυτός θεωρείται ως εξασφαλισμένος πιστωτής. Μπορεί δηλαδή, είτε να δηλώσει ότι προτίθεται να παραιτηθεί από την ασφάλεια του προς όφελος των πιστωτών, ή να δώσει εκτίμηση της ασφάλειάς του. Όπως δε διαφαίνεται στην αίτησή τους, οι εφεσίβλητοι έδωσαν τα στοιχεία που σχετίζονται με την επιβάρυνση την οποία έχουν επί περιουσίας του εφεσείοντα και, αφού αναφέρθηκαν σε εκτιμήσεις αξιών αυτής της περιουσίας και άλλων επιβαρύνσεων οι οποίες προηγούνται, δήλωσαν ότι δεν θεωρούν εαυτούς ως ασφαλισμένους πιστωτές.
Ως προς την εισήγηση ότι ενυπήρχε και άλλη εξασφάλιση προς όφελος των εφεσίβλητων την οποία αυτοί διεκδικούν στην προαναφερθείσα άλλη αγωγή, η οποία δε δηλώθηκε στην αίτηση, διαπιστώνουμε ότι, ανεξάρτητα από τη βασιμότητα ενός τέτοιου γεγονότος, το θέμα τούτο δεν φαίνεται να είχε τεθεί πρωτόδικα και βέβαια δεν υπάρχει δικαστική απόφανση, έτσι ώστε να απασχολήσει το Εφετείο.
Τελικά, καταλήγουμε ότι η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και θα πρέπει να απορριφθεί, αφού ορθά εκδόθηκε πρωτόδικα το διάταγμα παραλαβής παρόλο ότι, κατά την κρίση μας, θα έπρεπε να είχε διαταχθεί η τροποποίηση της αίτησης, έτσι ώστε να υπάρχει και τυπική συμμόρφωση προς τις πρόνοιες των Κανονισμών.
Ως εκ τούτου, δίδουμε οδηγίες όπως καταχωρηθεί τροποποιημένη αίτηση με τον Τύπο 7, δεόντως υπογεγραμμένη από τους ίδιους τους εφεσίβλητους, από τους οποίους και προέρχεται.
Η παρούσα απόφαση να συνταχθεί μόνο μετά την παρουσίαση πιστού αντιγράφου της καταχωρηθησόμενης τροποποιημένης αίτησης.
Η έφεση απορρίπτεται. Υπό τις περιστάσεις όμως επιδικάζουμε υπέρ των εφεσίβλητων μόνο το ½ των εξόδων της έφεσης, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Φρ. Νικολαϊδης, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Κ. Κληρίδης, Δ.
/ΧΤΘ