ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 1 ΑΑΔ 878

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Πολιτική Έφεση Αρ. 2/2009)

 

14 Μαΐου, 2012

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., XATZHXAMΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

                                                 

αναφορικα με το αρθρο 155.4 του συνταγματοσ της κυπριακησ δημοκρατιασ και το αρθρο 3 του περι απονομησ της δικαιοσυνησ (ποικιλαι διαταξεισ) νομου του 1964

 

και

 

αναφορικα με την αιτηση της τραπεζασ κυπρου δημοσιασ εταιρειασ λτδ και του ταμειου προνοιασ προσωπικου τραπεζασ κυπρου δημοσιασ εταιρειασ λτδ, για αδεια για καταχωρηση αιτησησ για ενταλματα της φυσησ certiorari και mandamus,

 

kai

 

αναφορικα με την αποφαση του δικαστηριου εργατικων διαφορων που εξεδοθη στις 19.12.2008

στην υποθεση αρ. 480/07

 

μεταξυ:

ανδρονικη παντελιδου,

                                                            Αιτήτρια,

- και -

 

1.    ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ,

2.    ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ,

                                                            Καθ' ων η αίτηση.

 

 

Π. Πολυβίου με Μ. Αντωνίου (κα), για τους Εφεσείοντες.

Χ. Σταυράκης, για την Εφεσίβλητη.

 

 

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη.  Την απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνώ εγώ και οι Ε. Παπαδοπούλου και Α. Πασχαλίδης, Δ.Δ., θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

Ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής, θα δώσει δική του διϊστάμενη απόφαση.

_____________________________________

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Το ιστορικό της υπόθεσης, συνοψίζεται από την Πλήρη Ολομέλεια στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ και του Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολιτική Έφεση 2/2009, ημερ. 18.7.2011, από την οποία και παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:-

«Η Αίτηση 100/08 για παραχώρηση άδειας για καταχώρηση Αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari, που αφορούσε προδικαστικό σημείο που αποφασίστηκε από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών στην ενώπιον του Αίτηση με αριθμό 480/07, απορρίφθηκε από τον αδελφό Δικαστή Ναθαναήλ πρωτοδίκως. Η Αίτηση αυτή, που ήταν ex parte, εφεσιβλήθηκε χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε ειδοποίηση προς την άλλη πλευρά, κάτι που είναι σύμφωνο με τη νομολογία (δέστε Φιλίππου (1993) 1 Α.Α.Δ. 857, Γενικός Εισαγγελέας (1999) 1 Α.Α.Δ. 1005 και Κακουλλή (2007) 1 Α.Α.Δ. 682).

 

Το πενταμελές Εφετείο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση που αφορούσε την άρνηση παραχώρησης άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση certiorari, αλλά περαιτέρω προχώρησε και εξεδίκασε την ουσία της αίτησης, κρίνοντας ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης. Ακολούθως, επέστρεψε την υπόθεση στον πρωτόδικο Δικαστή για να την εκδικάσει, δίδοντας την απαιτούμενη άδεια.

 

Παραθέτουμε σχετικά αποσπάσματα από την απόφαση αυτή:

 

«Παρατηρούμε συνεπώς ότι η εργατική σχέση έχει τερματιστεί και η σχέση των διαδίκων έχει καταστεί συμβατική. Από τη στιγμή που η σχέση των διαδίκων εδράζεται σε γραπτή συμφωνία, αναφύεται η ανάγκη παραμερισμού μιας συμβατικής σχέσης, θέμα που βρίσκεται έξω από το πλαίσιο της εργατικής διαφοράς.

 

.........................

 

Η αποκλειστική δικαιοδοσία του καθιδρυομένου με βάση το άρθρο 12(1) του Νόμου Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, έχει ως προαπαιτούμενο την ύπαρξη εργατικής διαφοράς, κάτι που στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε ότι δεν υφίσταται.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω βρίσκουμε ότι η έφεση θα πρέπει να επιτύχει και η προσβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται. Παρέχεται άδεια για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση certiorari, η οποία να υποβληθεί εντός δεκαπέντε ημερών για να τεθεί ενώπιον του αδελφού μας Δικαστή ο οποίος θα χειριστεί την υπόθεση.»

 

Η απόφαση αυτή λήφθηκε χωρίς να ακουστεί η άλλη πλευρά, αφού δεν βρισκόταν ενώπιον του Εφετείου.

 

Μετά απ΄αυτή την εξέλιξη, η υπόθεση επεστράφη στον πρωτόδικο Δικαστή Ναθαναήλ, για να αποφασίσει κατά πόσο θα εξέδιδε το αιτούμενο ένταλμα certiorari. O Ναθαναήλ, Δ. ορθά έκρινε ότι ο ίδιος δεσμευόταν από την απόφαση του πενταμελούς Εφετείου στην Έφεση 2/2009, όπου αποφασίστηκε ότι δεν υπήρχε εργατική διαφορά και, ως εκ τούτου, δικαιοδοσία και εξέδωσε διάταγμα certiorari, θέτοντας τέρμα σε κάθε διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών στην Αίτηση 480/07. Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε η Έφεση 2/2010. Όταν αυτή τέθηκε ενώπιον του αρμόδιου πενταμελούς Εφετείου, τούτο επεσήμανε θέμα παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, αφού στην έφεση 2/2009 αποφασίστηκε η ουσία της υπόθεσης στην απουσία της άλλης πλευράς.

 

Ως συνέπεια των πιο πάνω, το Εφετείο παρέπεμψε το θέμα στην Πλήρη Ολομέλεια για να εξεταστεί στη βάση της σύμφυτής της εξουσίας κατά πόσο η υπό κρίση απόφαση του Εφετείου ήταν άκυρη εξ υπαρχής, λόγω της απουσίας της μίας πλευράς από τη διαδικασία, και της συνακόλουθης παράβασης της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης.»

 

Η Πλήρης Ολομέλεια έκρινε ότι:-

«Είναι σαφώς η άποψη μας πως στην περίπτωση αυτή έχει παραβιασθεί το δικαίωμα διαδίκου να ακουστεί η θέση του προτού κριθεί το ζήτημα που εκκρεμούσε ενώπιον του Δικαστηρίου και θα πρέπει η υπό κρίση απόφαση, για το λόγο αυτό, να κηρυχθεί άκυρη, όπως και η βασισμένη σ΄αυτή απόφαση του Ναθαναήλ, Δ., στην οποία εκδόθηκε το ένταλμα certiorari.

 

Μας απασχόλησε η διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθηθεί μετά την κατάληξη μας αυτή και μετά από αρκετή σκέψη καταλήξαμε να ενεργήσουμε, και ενεργούμε, όπως αναφέρουμε πιο κάτω.

 

Είναι προφανές από τα αποσπάσματα της απόφασης που ήδη παραθέσαμε, ότι ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο στην Π.Ε. 2/2009 παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση, δίδοντας άδεια για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση certiorari, ήταν η κατάληξή του πως το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν είχε δικαιοδοσία να δικάσει την ενώπιόν του Αίτηση. Έτσι, αφού η απόφαση αυτή κρίνεται άκυρη, ο λόγος για τον οποίο διατάχθηκε η παραχώρηση άδειας δεν υφίσταται πλέον. Συνεπώς, η Έφεση 2/2009 εναντίον της απόφασης του αδελφού Δικαστή Ναθαναήλ, με την οποία αρνήθηκε να παράσχει άδεια, παραμένει χωρίς κρίση και θα πρέπει να δοθούν τέτοιες οδηγίες ώστε να εκδικασθεί.

 

Η απόφαση στην Π.Ε. 2/2009 και, συνακόλουθα η απόφαση του Ναθαναήλ, Δ., στην Αίτηση Αρ. 63/09 ακυρώνονται. Δίδονται οδηγίες όπως η Π.Ε. 2/2009 ακουστεί εξ αρχής.

Η υπόθεση θα τεθεί ενώπιον αρμόδιου πενταμελούς Εφετείου από το Πρωτοκολλητείο για τον ορισμό ημερομηνίας ακρόασης.»

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τους Εφεσείοντες, εξήγησε ότι το θέμα της δικαιοδοσίας που ηγέρθη αφορούσε στο ότι ο σχετικός Νόμος εμπεριέχει περίοδο «αποσβεστικής προθεσμίας» η οποία παρήλθε, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών να στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί της υπόθεσης της Εφεσίβλητης μετά που παρήλθε ο χρόνος παραγραφής.

 

Εκείνο που στην ουσία εφεσιβάλλεται με τους τέσσερις λόγους έφεσης, είναι ότι είναι εσφαλμένη η κρίση του αδελφού μας Δικαστή, ο οποίος θεώρησε ως δεδομένη την ύπαρξη εναλλακτικού ένδικου μέσου στο τέλος της υπόθεσης και περαιτέρω ότι όπου υπάρχει άλλο ένδικο μέσο δεν χορηγείται άδεια, παρά το γεγονός ότι το εγειρόμενο θέμα αφορά στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.  Η επιχειρηματολογία του δικηγόρου των Εφεσειόντων εστιάζεται στο ότι από την απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών δεν υπήρχε οποιοδήποτε αποτελεσματικό εναλλακτικό μέσο έφεσης, καθότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η ενδιάμεση κρίση του Δικαστηρίου δεν ήταν η ίδια εφέσιμη, αλλά μόνο η τελική απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών υπόκειτο σε έφεση.  Όπως εισηγήθηκε ο κ. Πολυβίου, η δυνατότητα έφεσης στο τέλος της δικαστικής διαδικασίας και μετά που το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών «θα έχει υφαρπάσει δικαιοδοσία που δεν του ανήκει», ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί αποτελεσματικό και/ή επαρκές εναλλακτικό μέτρο.  Όπως εξήγησε, η έννοια του αποτελεσματικού και/ή επαρκούς εναλλακτικού μέτρου, αναφέρεται μόνο στην υπό κρίση απόφαση και όχι σε άλλη απόφαση η οποία ενδεχόμενα θα ληφθεί στο τέλος μιας μακράς διαδικασίας.  Σε θέματα δικαιοδοσίας, πρόσθεσε, όταν συζητείται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, δεν είναι δυνατό να αναμένεται η τελική απόφαση, εφόσον στο μεταξύ θα έχει συντελεστεί η παράνομη ανάληψη δικαιοδοσίας.

 

Ο δεύτερος άξονας της επιχειρηματολογίας του, αφορούσε στο εσφαλμένο, κατά την άποψή του, συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστή ότι ακόμη και όταν εγείρεται θέμα δικαιοδοσίας, δεν παραχωρείται άδεια για καταχώρηση αίτησης για Certiorari όπου υπάρχει το εναλλακτικό ένδικο μέσο της έφεσης στην τελική απόφαση του Δικαστηρίου, εκτός και αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις.

 

Βέβαια, ο αδελφός μας Δικαστής ακολούθησε την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως αυτή διατυπώνεται με σαφήνεια στις υποθέσεις Re Αλέκος Κωνσταντινίδης (2003) 1 ΑΑΔ 1298, Re Gennaro Perella (1995) 1 ΑΑΔ 692, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.α. (2004) 1 ΑΑΔ 1535 και Re Hellenger Trading Ltd (2000) 1 ΑΑΔ 1965, στις οποίες έκαμε αναφορά.  Ο κ. Πολυβίου εισηγήθηκε ότι η νομολογία μας δεν είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένη επί των υπό κρίση θεμάτων. Υπάρχουν, είπε, δύο προσεγγίσεις.  Η μία, η οποία είναι «ευρύτερη», εκφράζεται από την καθιερωμένη αγγλική πρακτική, η οποία υιοθετήθηκε από παλαιότερη κυπριακή νομολογία.  Με αυτή επιτρέπεται η καταχώρηση αίτησης για Certiorari, όταν το θέμα είναι δικαιοδοτικό και δεν υπάρχει ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση των ουσιωδών γεγονότων.  Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, παρά την ύπαρξη άλλων διαθέσιμων εναλλακτικών μέσων έφεσης, δεν υπάρχει ανάγκη για διακρίβωση εξαιρετικών περιστάσεων εκεί, που το θέμα αφορά σε κατ' ισχυρισμό υπέρβαση δικαιοδοσίας.  Ο λόγος, κατά το δικηγόρο των Εφεσειόντων, είναι ότι εάν δεν επέμβει το Ανώτατο Δικαστήριο, τότε, πέραν της καθυστέρησης και των εξόδων που θα δημιουργηθούν, ενδεχομένως να διεξαχθεί μια επίπονη και μακρά διαδικασία ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, χωρίς αυτό να έχει δικαιοδοσία, κάτι που είναι ανεπίτρεπτο από το δικαιϊκό μας σύστημα.

 

Η δεύτερη, η οποία είναι μια πιο «στενή» προσέγγιση, εκφράζεται από πιο πρόσφατη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ιδιαίτερα από την Re Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω.  Εκεί κρίθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ., ότι η ύπαρξη οποιασδήποτε εναλλακτικής θεραπείας, σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρχουν «εξαιρετικές περιστάσεις» για να είναι δυνατή η έκδοση Certiorari, ανεξάρτητα αν το εγειρόμενο θέμα αφορά στη δικαιοδοσία του κατώτερου δικαστηρίου.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τους Εφεσείοντες, μας κάλεσε να υιοθετήσουμε την ευρύτερη προσέγγιση, αφού σκοπός της διαδικασίας Certiorari «στο χώρο της δικαιοδοσίας είναι ακριβώς να εμποδίσει το κατώτερο δικαστήριο να αναλάβει μια δικαιοδοσία που δεν του ανήκει.  Εάν δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο και η πιθανότητα έφεσης στο τέλος της διαδικασίας θεωρείται επαρκές εναλλακτικό μέσο, με αποτέλεσμα να ενεργοποιείται ο κανόνας των «εξαιρετικών περιστάσεων», τότε ουσιαστικά θα εξουδετερωθεί η χρησιμότητα και αναγκαιότητα του Certiorari, σε τέτοιες περιπτώσεις».

 

Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη, προβάλει ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν υφάρπασε δικαιοδοσία, αφού δεν κατέληξε ότι έχει δικαιοδοσία, αλλά ότι υπό ορισμένες προϋποθέσεις που αν αποδειχθούν ότι υφίστανται, θα έχει δικαιοδοσία.  Ο κ. Σταυράκης υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση, αφού αυτή στηρίχθηκε αυστηρώς στην πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως αυτή εκφράστηκε στην Re Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω.  Η δήθεν «ευρύτερη προσέγγιση», ανέφερε ο κ. Σταυράκης, δεν υποστηρίζεται από καμία νομική αυθεντία.

 

Έχουμε μελετήσει τα επιχειρήματα του δικηγόρου των Εφεσειόντων, αλλά δεν συμφωνούμε ότι η πρωτόδικη απόφαση πάσχει καθ' οιονδήποτε λόγο.  Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι αποκρυσταλλωμένη και η αναφορά σε παλαιότερες και σε νεότερες προσεγγίσεις είναι κατά την άποψή μας αχρείαστη (βλ. Σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα», Π. Αρτέμη, Έκδοση 2004, σελ. 55-68).  Ο κ. Πολυβίου για να υποστηρίξει τη θέση του περί ύπαρξης «ευρύτερης» προσέγγισης, έκαμε αναφορά σε απόσπασμα από το Σύγγραμμα Halsbury´s, Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 11, σελ. 140, παρ. 265.  Όμως το συγκεκριμένο απόσπασμα σε σχέση με το δικαιοδοτικής φύσης θέμα, υπήρξε αντικείμενο εξέτασης από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Re Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω, στην οποία κρίθηκε ότι:-

«Με προβλημάτισε ιδιαιτέρως, όμως, η εισήγηση πως θα έπρεπε να χορηγήσω άδεια παρά την ύπαρξη δυνατότητας άσκησης έφεσης, ενόψει της δικαιοδοτικής φύσης των σημείων που συζητήθηκαν. Κυρίως ενόψει του πιο κάτω αποσπάσματος από τους Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση Τόμος 11 σελ. 140 §265. (Βλ. επίσης την 4η έκδοση, Τόμος Ι(ι) § 117, σημ. 22 και Bazu's Commentary on the Constitution of India 6η έκδοση Τόμος Ι σελ. 375.)

 

"Although the order is not of course it will though discretionary nevertheless be granted ex debito justitiae, to quash proceedings which the Court has power to quash, where it is shown that the court below has acted without jurisdiction or in excess of jurisdiction, if the application is made by an aggrieved party and not merely by one of the public and if the conduct of the party applying has not been such as to disentitle him to relief and this is the case even though certiorari is taken away by statute and although there is an alternative remedy."

 

Αυτή η πολύ γενική διατύπωση μεταδίδει πράγματι πως σε περιπτώσεις έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας, όταν η αίτηση προέρχεται από επηρεαζόμενο, εκδίδεται certiorari παρά την ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας. Δεν έχω δει να διατυπώνεται τέτοια γενική αρχή στις βασικές υποθέσεις πάνω στο θέμα. Έχω υπόψη μου τις αναφερθείσες από την Ολομέλεια στην Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41 και στη συνέχεια στη Σταύρου Μεστάνα (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469

 

Ο Κωνσταντινίδης, Δ., αφού ανέλυσε την αγγλική νομολογία, στην οποία στηρίχθηκε το πιο πάνω απόσπασμα, από το Halsbury´s Laws of England, ανωτέρω, κατέληξε ότι δεν υποστηρίζει την απολυτότητα με την οποία διατυπώνεται η παρατήρηση στο πιο πάνω Σύγγραμμα.  Τελικά, κατέληξε πως:-

«.. ενώ η ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας δεν αποκλείει τη διεκδίκηση certiorari, αυτό, στο πλαίσιο της νομολογίας, μπορεί να γίνει μόνο αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να το δικαιολογούν. Όπως αντιλαμβάνομαι το θέμα, αυτό ισχύει γενικά, ανεξάρτητα δηλαδή από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα. Και εφόσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, που επίσης θα εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και δι' αυτής θα είναι δυνατή η παροχή πλήρους και εξ ίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται.»

 

Η πιο πάνω προσέγγιση υιοθετήθηκε από το Νικήτα, Δ., στη Σπύρος Γεωργίου, Αίτηση Αρ. 3/2001, ημερ. 14.2.2001 και σε πολλές άλλες υποθέσεις που ακολούθησαν.  Ο κ. Πολυβίου έκαμε επίσης αναφορά στη Larissa (Αρ. 1) (1997) 1 ΑΑΔ 534, ως υποστηρίζουσα τις θέσεις του.  Εκεί έγινε αναφορά από τον Καλλή, Δ., σε εξόφθαλμη υπέρβαση δικαιοδοσίας.  Όπως υποδεικνύει ο Αρτέμης, Δ., όπως ήταν τότε, στην υπόθεση Re Ανδρέας Σάββα (2001) 1(Γ) ΑΑΔ 1941, ανεξάρτητα αν «με βάση παλαιότερη νομολογία, επικράτησε η άποψη ότι, όπου μεταξύ άλλων υπήρχε εξόφθαλμη υπέρβαση δικαιοδοσίας, τότε θα μπορούσε να εκδοθεί διάταγμα Certiorari, έστω και αν υπήρχε άλλο ένδικο μέσο, χωρίς την απόδειξη εξαιρετικών περιστάσεων», ακολούθησαν οι υποθέσεις Μεστάνας, ανωτέρω και Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω, στις οποίες αποφασίστηκε όπως πάντοτε πρέπει να αποδεικνύεται η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα.

 

Αν και τα πιο πάνω αποφασίστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο σε μονομελή σύνθεση, εντούτοις έτυχαν της έγκρισης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.α. (2004) 1 ΑΑΔ 1535, στην οποία το κατώτερο δικαστήριο κατόπιν αίτησης της εταιρείας B.M.T.L., εξέδωσε διάταγμα Mareva εναντίον της Fastact και άλλων εταιρειών, με το οποίο απαγορευόταν στη Fastact και στις άλλες εταιρείες να αποσύρουν χρήματα από τραπεζικό λογαριασμό.  Ενώ το διάταγμα ήταν επιστρεπτέο στις 15.3.2002 για να καταχωρηθεί ένσταση, στις 7.3.2002 η Fastact και οι άλλες εταιρείες, καταχώρησαν αίτηση για ένταλμα Certiorari για ακύρωση του διατάγματος.  Η άδεια χορηγήθηκε και στη συνέχεια, κατόπιν ακροάσεως εκδόθηκε ένταλμα Certiorari, με το οποίο ακυρωνόταν το διάταγμα Mareva στη βάση της έλλειψης δικαιοδοσίας.  Μετά από έφεση της B.M.T.L. το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθετώντας την μέχρι τότε νομολογία, επέτρεψε την έφεση, αναφέροντας ότι.-

«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή "ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα". Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.»

 

Ο κ. Πολυβίου μας κάλεσε να αποστούμε από την πιο πάνω πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Όμως δεν υπάρχει αντίστοιχος λόγος έφεσης.  Οι τέσσερις λόγοι έφεσης εστιάζονται στο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε τις ορθές νομικές αρχές, προφανώς όπως αυτές προκύπτουν από τη νομολογία.  Όμως, ενόψει της ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου στο τέλος της διαδικασίας, ο αδελφός μας Δικαστής εφάρμοσε πιστά την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως την περιγράψαμε πιο πάνω.  Όμως, ακόμη και αν εγειρόταν ένα τέτοιο ζήτημα ως λόγος έφεσης, αυτός και πάλιν δεν θα ευσταθούσε, αφού δεν έχουμε πειστεί ότι συντρέχουν οποιοιδήποτε λόγοι για να αποστούμε από τη μέχρι σήμερα νομολογία μας, όπως αυτή συνοψίζεται ιδιαίτερα στη Re Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω και επιβεβαιώθηκε από το διευρυμένο Εφετείο στη Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd, ανωτέρω.

 

Πέραν τούτου, όπως πολύ ορθά υπέδειξε ο κ. Σταυράκης, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν έκρινε τελεσίδικα ότι είχε δικαιοδοσία.  Εκείνο που ανέφερε στη σελίδα 10 της απόφασης του, είναι το εξής:-

«Η επίκληση επομένως από μέρους της Αιτήτριας δόλου ή αμέλειας δεν στερεί το Δικαστήριο τούτο από την καθορισμένη δικαιοδοσία του να επιληφθεί της παρούσας υπόθεσης καθότι η διαφορά εγείρεται συνεπεία της εφαρμογής του περί Ταμείων Προνοίας Νόμου και η επίκληση δόλου ή αμέλειας αποτελεί επίδικο θέμα, του οποίου το Δ.Ε.Δ. έχει εξουσία να αποφανθεί.

 

Ως εκ των ανωτέρω θεωρούμε ότι τα γεγονότα που προβάλλονται μέσα από τις δικογραφημένες θέσεις δεν μπορούν να μας οδηγήσουν στην εξαγωγή ευλόγων συμπερασμάτων.  Θα ήταν άδικο και ανεπιεικές να επιληφθούμε ενός τόσο σοβαρού ζητήματος που άπτεται της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου χωρίς την απόδειξη και εξειδίκευση των γεγονότων της υπόθεσης.

 

Σ'  αυτό επομένως το στάδιο είναι αδύνατο να αποφασίσουμε επί των προβαλλομένων προδικαστικών ενστάσεων και ως εκ τούτου θα πρέπει να προχωρήσουμε στην ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης.»

 

(Η έμφαση είναι δική μας)

 

Για τους λόγους που εξηγήσαμε, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

   

                                                                  Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.

 

 

                                                                  Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                  Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

 

 

                          Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.

 

 

/ΕΠς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο