ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 996
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 192/2008)
22 Μαΐου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στες]
HOUSSAM KHANJI,
Εφεσείων,
ν.
LATOUROS WINNERS CARS LTD,
Εφεσιβλήτων.
_________
Μ. Ιακώβου, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Παναγιώτου, για τους Εφεσίβλητους.
_________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.
________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία επιδικάστηκε υπέρ της εφεσίβλητης εταιρείας και εναντίον του εφεσείοντα ποσό €36.705,80 (£21.482,95) και 10.000 Δολλαρίων Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής ή το αντίστοιχο σε Ευρώ κατά τις 25.10.2004 με νόμιμο τόκο μέχρι εξόφλησης, πλέον έξοδα.
Το δικαστήριο είχε καταλήξει ότι η εφεσίβλητη εταιρεία συμφώνησε την αγορά από τον εφεσείοντα δύο αυτοκινήτων τα οποία είχαν το τιμόνι αριστερά με τη δυνατότητα το τιμόνι να μεταφερθεί στα δεξιά, αντί συγκεκριμένου τιμήματος.
Με βάση τη συμφωνία καταβλήθηκαν στον εφεσείοντα στις 25.10.2004 10.000 Δολλάρια Ηνωμένων Πολιτειών, στις 19.11.2004 £6.482,95 και στις 10.12.2004, £15.000.
Όταν τα αυτοκίνητα εισήχθηκαν στην Κύπρο ήταν φανερό ότι δεν ήταν δυνατό να μετατραπούν σε δεξιοτίμονα, παρά τις αντίθετες ρητές διαβεβαιώσεις του εφεσείοντα, γεγονός το οποίο τα καθιστούσε μη εμπορεύσιμα στην κυπριακή αγορά. Στη συνέχεια, σύμφωνα με τη μαρτυρία που δόθηκε, η εφεσίβλητη αποδέχτηκε την αγορά ενός αυτοκινήτου το οποίο είχε σκοπό να αποστείλει στο εξωτερικό, αντί της μισής συμφωνηθείσας τιμής. Στο λιμάνι της Λεμεσού, όπου η εφεσίβλητη και ο δικηγόρος του εφεσείοντα μετέβηκαν για παραλαβή του αυτοκινήτου, τα μέρη δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν στις λεπτομέρειες και ιδιαίτερα στον τρόπο πληρωμής, με αποτέλεσμα η μεταξύ τους συμφωνία να ναυαγήσει πλήρως.
Σύμφωνα πάντα με τη μόνη μαρτυρία που δόθηκε στο δικαστήριο, αυτή του Μ.Ε.1 Αντώνη Γεωργίου, αρχικά είχε συμφωνηθεί η πληρωμή του υπολοίπου να γίνει με τραπεζιτική εντολή χωρίς να υπάρξει τελική συμφωνία επί τούτου και όταν η εναγόμενη έδωσε επιταγή υπήρχε κατατεθημένο στο λογαριασμό της αρκετό ενεργητικό που να καλύπτει το ποσό.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων υποστηρίζει ότι το δικαστήριο λανθασμένα παραγνώρισε το περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης της εφεσίβλητης τις αξιούμενες θεραπείες σ΄ αυτήν και αποφάσισε τελικά με τρόπο εντελώς αντίθετο με το περιεχόμενο των δικογράφων.
Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι η εφεσίβλητη υποστήριξε ότι υπέστη, λόγω της αδυναμίας της να πωλήσει τα αγορασθέντα οχήματα με συγκεκριμένο κέρδος, ζημιά ύψους £90.000, ενώ το δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων θα έπρεπε να επιστρέψει στην εφεσίβλητη το ποσό που κατέβαλε σ΄ αυτόν, ήτοι θεραπεία αντίθετη από την αξιούμενη στην έκθεση απαίτησης.
Ο λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί. Στην έκθεση απαίτησης αφού γίνεται λεπτομερής αναφορά στη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες αυτή αθετήθηκε, αξιώνονται αποζημιώσεις για τη ζημία την οποία η εφεσίβλητη υπέστη λόγω της αθέτησης. Η αποζημίωση αναφέρεται στην τιμή που θα επωλούντο τα δύο αυτοκίνητα και βέβαια στο κέρδος που θα αποκόμιζε η εφεσίβλητη. Το δικαστήριο για τους λόγους που επεξηγεί στην απόφασή του, δεν αποδέχτηκε ότι αποδείχθηκε το ύψος της γενικότερης απώλειας που η εφεσίβλητη είχε υποστεί και περιόρισε, ορθά, τη θεραπεία στα ποσά τα οποία είχαν καταβληθεί από την εφεσίβλητη χωρίς ουσιαστικό αντάλλαγμα και αναμφίβολα αποτελούσαν μέρος της απώλειας της εφεσίβλητης. ΄Ετσι καταλήγουμε ότι η απόφαση του δικαστηρίου συνάδει πλήρως με την έκθεση απαίτησης και συνεπώς ο λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.
Με τον ίδιο λόγο έφεσης ο εφεσείων υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο ο εφεσείων παραβίασε τη μεταξύ των μερών συμφωνία. Το δικαστήριο, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, παραγνώρισε παντελώς την παραδοχή της εφεσίβλητης ότι η αρχική συμφωνία είχε τροποποιηθεί και ότι συμφωνήθηκε όπως αγοράσει τελικά ένα μόνο αυτοκίνητο, καταβάλλοντας επιπλέον ποσό £11.650.
Και αυτό το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Εκτός του ότι η τελευταία συμφωνία των διαδίκων θεωρείται δικογραφημένη αφού γίνεται γι΄ αυτή αναφορά στην υπεράσπιση, η τελευταία «συμφωνία» των μερών, δεν συνιστά νέα συμφωνία αλλά ουσιαστικά τροποποίηση της πρώτης λόγω αδυναμίας του εφεσείοντα να την υλοποιήσει. Η συμφωνία όμως για τον περιορισμό της αγοράς σε ένα μόνο αυτοκίνητο ήταν ασαφής αφού, όπως φαίνεται από τη μαρτυρία του Μ.Ε.1, ουσιαστικά τίποτε δεν είχε συμφωνηθεί για τον τρόπο πληρωμής γιατί, όπως ο ίδιος ο μάρτυρας το έθεσε, είχαν πει να τα βρουν γιατί υπήρχε μεταξύ τους εμπιστοσύνη.
Καταλήγουμε ότι στην ουσία υπήρξε μόνο η πρώτη συμφωνία και μία προσπάθεια διάσωσης μέρους της, η οποία τελικά δεν τελεσφόρησε. ΄Ετσι, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε ως αποζημίωση το ποσό που η εφεσίβλητη είχε καταβάλει έναντι της αξίας των αγορασθέντων αυτοκινήτων.
Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι η ενάγουσα συνιστούσε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και ότι νομιμοποιείται να παρουσιάζεται ως ενάγουσα στην αγωγή. Στηρίζει το επιχείρημά του στο ότι ο εφεσείων στην Υπεράσπισή του δεν παραδέχεται τη νομική οντότητα της εφεσίβλητης και η εφεσίβλητη δεν προσεκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία που να αποδεικνύει το συγκεκριμένο γεγονός.
Και αυτό το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Ορθά το δικαστήριο βασιζόμενο σε νομολογία (K.N.G. Autoparts Ltd v. Ιωάννου (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 689) απεφάσισε ότι η εφεσίβλητη συναλλάχτηκε με τον εφεσείοντα ως εταιρεία νομίμως εγγεγραμμένη. Ο εφεσείων παραδέχεται στην παράγραφο 3 της Υπεράσπισης την ύπαρξη συμφωνίας με την εφεσίβλητη. Δεν αμφισβήτησε την πληρωμή από την εφεσίβλητη προς τον ίδιο των συγκεκριμένων ποσών, ενώ η εταιρική ιδιότητα της εφεσίβλητης αναφέρεται και στα Τεκμήρια 1, 3 και 4, στα οποία γίνεται σαφής αναφορά στην εταιρική της ιδιότητα.
Είναι αλήθεια ότι η ύπαρξη διαδίκου αποτελεί προϋπόθεση για την όποια διεκδίκηση. ΄Ετσι, όπου ο διάδικος δεν είναι φυσικό πρόσωπο, η νομική οντότητά του πρέπει να καταδεικνύεται με απόδειξη του αντίστοιχου ισχυρισμού, εκτός όπου προκύπτει άμεσα από το νόμο, οπότε λαμβάνεται δικαστική γνώση. Στην περίπτωση εταιρείας, η ύπαρξή της βέβαια θα πρέπει να αποδεικνύεται. Όταν μαρτυρία καταδεικνύει ότι συγκεκριμένος διάδικος λειτουργούσε ως εταιρεία, η μαρτυρία αυτή είναι αρκετή για την έγερση μαχητού νομικού τεκμηρίου κανονικότητας (K.N.G Autoparts Ltd ν. Ιωάννου, ανωτέρω).
Στην παρούσα υπόθεση υπήρξε ένα τέτοιο μαχητό νομικό τεκμήριο κανονικότητας το οποίο δεν είχε ανατραπεί από τον εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το δικαστήριο.
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.
Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.
/ΜΔ