ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 915
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 144/2009)
17 Μαίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ,
Εφεσείοντας,
ΚΑΙ
1. ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΗ,
2. ΜΑΡΙΑ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΗ,
Εφεσίβλητοι.
_________________________
΄Ελενα Βασιλείου (κα.), για τον Εφεσείοντα.
Μιχάλης Αλεξόπουλος και Αντώνης Αλεξόπουλος, για τους Εφεσίβλητους.
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με τρεις λόγους έφεσης, οι οποίοι αφορούν στην υπεράσπιση του κωλύματος (estoppel). Κατά τον εφεσείοντα το πρωτόδικο δικαστήριο αυθαίρετα, λανθασμένα και αδικαιολόγητα αποφάσισε ότι η υπεράσπιση του κωλύματος ευσταθεί και ότι το ποσό των €15.804,56 σεντ που θα έπρεπε να επιδικαστεί υπέρ του ενάγοντα στη βάση των προσφερθεισών υπηρεσιών του, δεν μπορούσε να επιδικασθεί υπέρ του, ένεκα της υπεράσπισης του κωλύματος που προέβαλαν οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι.
Κατά τον εφεσείοντα το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε εφαρμόζοντας και ερμηνεύοντας την αρχή του κωλύματος στην παρούσα υπόθεση. Επιπρόσθετα, κατά τον εφεσείοντα, οι αρχές του κωλύματος δεν προβλήθηκαν δεόντως στη δικογραφία και δεν προωθήθηκαν κατά τη δίκη.
Κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης ακροαματικής διαδικασίας οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι ζήτησαν και πέτυχαν την τροποποίηση του δικογράφου τους με την προσθήκη λεπτομερειών απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων εκ μέρους του ενάγοντος-εφεσείοντος και με την προσθήκη παραγράφου σχετικά με κατ΄ ισχυρισμό κώλυμα του ενάγοντος. Η παράγραφος αυτή αναφέρει ότι: «Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι δια της συμπεριφοράς του ενάγοντος, συγκεκριμένα δια της επιστροφής του ποσού της προκαταβολής, ο ενάγων κωλύεται να προβάλει τέτοιους ισχυρισμούς στην Έκθεσην Απαιτήσεως του (estopped)». Στο δικόγραφο των εναγομένων-εφεσιβλήτων γίνεται συγκεκριμένα αναφορά σε επιστολή του ενάγοντος-εφεσείοντος ημερ. 26.1.2004, προς την Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακος, στην οποίαν αυτός αναφέρει ότι υπέδειξε στους εναγόμενους-εφεσίβλητους ότι θα έπρεπε να εξεύρουν άλλο πολιτικό μηχανικό, προσοντούχο, για να εκδοθεί οικοδομική άδεια και κατά συνέπεια να συνεχιστεί η οικοδομή.
Με την αγωγή του ο ενάγων-εφεσείων αξίωσε εναντίον των εναγομένων-εφεσιβλήτων το ποσό των £10.000.- ως συμφωνηθείσα και/ή εύλογη αμοιβή, ως ειδικός πολιτικός μηχανικός, για εκπόνηση σχεδίων και επίβλεψη της οικίας των εναγομένων στην Καλαβασό. Επίσης αξίωσε γενικές αποζημιώσεις για παράβαση προφορικής συμφωνίας καθώς και παραδειγματικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις εναντίον τους.
Οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι με την τροποποιημένη έκθεση υπεράσπισης τους αρνήθηκαν τους ισχυρισμούς του ενάγοντα και επικαλέστηκαν απάτη και ψευδείς παραστάσεις εκ μέρους του, καθώς και κώλυμα και έμμεσα παρανομία. Ανταπαιτητικά αξίωσαν το ποσό των£30.000.- για ζημιά που υπέστησαν λόγω καθυστέρησης στην αποπεράτωση της οικίας τους.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στην ενώπιον του μαρτυρία και στα ευρήματα του αναφορικά με τη μαρτυρία, έκαμε ειδική αναφορά στα τεκμήρια 4 και 27. Το τεκμήριο 4 είναι η προαναφερόμενη επιστολή του ενάγοντα-εφεσείοντα προς την Επαρχιακή Διοίκησης Λάρνακας ημερ. 26.1.2004, ενώ το τεκμήριο 27 είναι επιστολή, στην αγγλική, του ενάγοντα-εφεσείοντα προς τους εναγόμενους -εφεσίβλητους ημερ. 21.11.2003.
Στο τεκμήριο 27, στο οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε μεγάλη βαρύτητα και ορθά, κατά την κρίση μας, ο εφεσείων έγραφε στους εφεσίβλητους τα εξής:
"In view of the difficulties arising in issuing your building permit, due to the unlawful interpretation of the building regulations law by the Area District Office, I here by return the 1500 CP deposit of the 8% agreed fee, in order to free your hands to proceed your own way, since you do not appear at the moment prepared to apply to the Supreme Court, together with me, for the resolution of the matter."
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής βρήκε, ως γεγονός, ότι οι οικοδομικές εργασίες άρχισαν, για τους εναγόμενους, περί τον Απρίλιο του 2003, υπό την επίβλεψη του ενάγοντα. Προέκυψαν προβλήματα στην έκδοση της απαιτούμενης άδειας για την οικοδομή και ο Έπαρχος Λάρνακος ζήτησε από τον εναγόμενο 1 βεβαίωση αρχιτέκτονα πριν προβεί σε οποιαδήποτε έκδοση άδειας. Ο ενάγοντας διαφώνησε με αυτή τη θέση του Επάρχου, οι οικοδομικές εργασίες όμως συνεχίστηκαν μέχρι και τον Νοέμβριο του 2003, οπόταν ο ενάγοντας απέστειλε την προαναφερόμενη επιστολή, τεκμήριο 27, με συνημμένη επιταγή εκ £1.500.-, με την οποία επέστρεφε το ποσό του είχε λάβει από τους εναγόμενους ως προκαταβολή, «ελευθερώνοντας τα χέρια τους» για να ενεργήσουν αυτοί όπως θεωρούσαν ορθότερο και καλύτερο για τους ιδίους. Στις 26.1.2004 ο ενάγων-εφεσείων απέστειλε και την επιστολή, τεκμήριο 4, στην Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας, με την οποία την πληροφορούσε ότι οι εναγόμενοι αποφάσισαν να πάρουν δικαστικά μέτρα εναντίον του και ότι ο ίδιος δεν θα επέβλεπε πλέον την οικοδομή τους.
Μετά την επιστολή, τεκμήριο 27, οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι ανέθεσαν σε άλλον αρχιτέκτονα την ολοκλήρωση της οικοδομής τους, η οποία ολοκληρώθηκε τελικά περί τον Ιούνιο-Ιούλιο του 2004, αφού εκδόθηκε και πιστοποιητικό τελικής έγκρισης και αφού οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι κατέβαλαν ως αμοιβή στο νέο αρχιτέκτονα (Μ.Υ. 6) το ποσό των £2.000.-
Αφού εφάρμοσε στα γεγονότα τις σχετικές νομικές αρχές, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υπεράσπιση του κωλύματος ίσχυε στην παρούσα υπόθεση και ότι ο ενάγων-εφεσείων εμποδιζόταν να εγείρει τις αξιώσεις του εναντίον των εναγομένων-εφεσιβλήτων εξαιτίας του κωλύματος. Βρήκε συγκεκριμένα ότι υπήρχε κώλυμα λόγω συμπεριφοράς και παραστάσεων που ο ενάγων-εφεσείων έκαμε προς τους εναγόμενους-εφεσίβλητους. Έκρινε ότι με την επιστροφή του ποσού των £1.500.-, δηλαδή την προκαταβολή του 8% της συμφωνηθείσας αμοιβής του, ο ενάγων έλυσε τη συμφωνία του με τους εναγόμενους-εφεσίβλητους και τους έδωσε την ελευθερία να προχωρήσουν με οποιοδήποτε τρόπο οι ίδιοι επιθυμούσαν. Κατ΄ αυτό τον τρόπο ο ενάγων-εφεσείων απεμπόλησε τα οποιαδήποτε δικαιώματα του αλλά και οδήγησε τους εναγόμενους-εφεσίβλητους στην πεποίθηση ότι η μεταξύ τους συμβατική σχέση είχε λυθεί και επομένως ότι αυτοί ήταν ελεύθεροι να προχωρήσουν σε νέα συμβατική σχέση με άλλο αρχιτέκτονα, όπως και έπραξαν, με αποτέλεσμα να πληρώσουν και επιπρόσθετο ποσό £2.000.-
Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο η ενέργεια του ενάγοντα, που φαίνεται στο τεκμήριο 27, ήταν ενέργεια στην οποία οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι μπορούσαν να βασιστούν και βασίστηκαν, στην πράξη, με αποτέλεσμα να μεταβάλουν τη θέση τους εις βάρος τους, διορίζοντας τον Μ.Υ. 6 ως νέον αρχιτέκτονα τους και καταβάλλοντας του και αμοιβή £2.000.-
Οι αρχές αναφορικά με το κώλυμα, οι οποίες ισχύουν στην Κύπρο δυνάμει του άρθρου 29(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν 14/60), έχουν αναπτυχθεί στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δέστε: Βογαζιανός κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφεση 281/06, ημερ. 18.2.2011). Στην υπόθεση Μάρκου ν. Πασχάλη (2001) 1 Α.Α.Δ. 829 το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις αγγλικές αποφάσεις Hughes v. Metropolitan Railway Co. (1877) 2 App. Cas. 439 και Central London Property Trust v. High Trees House Ltd (1947) K.B. 130, καθώς και στις κυπριακές αποφάσεις Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542 και Boustani v. Linmare Shipping Company Ltd (1984) 1 C.L.R. 354, τόνισε ότι εξ υποσχέσεως κώλυμα μπορεί να προκύψει μόνο από σαφείς και θετικές παραστάσεις, οι οποίες γίνονται από πρόσωπο προς το οποίο οφείλεται η συμβατική υποχρέωση, ως αποτέλεσμα των οποίων ο οφειλέτης, βασιζόμενος σ΄ αυτές, αναπροσαρμόζει τη συμπεριφορά του επί του προκειμένου, με τρόπο που θα ήταν άδικο, σε μεταγενέστερο στάδιο, να κληθεί να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις.
Στην παρούσα υπόθεση κρίνουμε ότι η υπεράσπιση του κωλύματος ηγέρθη επαρκώς στο δικόγραφο των εναγομένων-εφεσιβλήτων και προσφέρθηκε μαρτυρία που έγινε δεκτή από το πρωτόδικο δικαστήριο, με βάση την οποία ο ενάγων-εφεσείων είχε προβεί σε σαφείς και θετικές παραστάσεις προς τους εναγόμενους-εφεσίβλητους, ότι δεν θα επέμενε στα συμβατικά του δικαιώματα και ότι τους απελευθέρωνε από τις υποχρεώσεις τους προς αυτόν, επιστρέφοντας τους μάλιστα και την προκαταβολή που του είχαν καταβάλει. Ήταν θεμιτό και επιτρεπτό για τους εναγόμενους-εφεσίβλητους να βασισθούν στις παραστάσεις, τη συμπεριφορά και τις υποσχέσεις του εφεσείοντα και να αναπροσαρμόσουν τη θέση τους επί του προκειμένου, όπως και έπραξαν, με αποτέλεσμα να είναι άδικο, σε μεταγενέστερο στάδιο, να επιτραπεί στον εφεσείοντα να επιμείνει στα συμβατικά δικαιώματα, που ο ίδιος κατάργησε και απεμπόλησε.
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον εφεσείοντα ότι έσφαλε το πρωτόδικο δικαστήριο στα συμπεράσματα του ή στην καθοδήγηση του αναφορικά με την υπεράσπιση του κωλύματος την οποίαν ήγειραν οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι, με επιτυχία, εις βάρος του ενάγοντα-εφεσείοντα.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.