ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 738
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 146/2009
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., XATZHXAMΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ Δ/στές]
ΜΙΝΕΡΒΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ (ΔΗΜΟΣΙΑ) ΛΤΔ
Εφεσείουσας-Αιτήτριας,
και
MΑΡΙΑΣ ΛΟΝΤΟΥ,
Eφεσίβλητης-Καθ΄ης η αίτηση.
― ― ― ―
Μ. Κυριακίδης, για εφεσείουσα
Γ. Παπαθεοδώρου, για εφεσίβλητη
Π. Αρτέμη, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Τον Ιανουάριο του 2005 επιδόθηκε στους εναγομένους κλητήριο ένταλμα της Αγωγής 39/2005 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, που αφορούσε αξίωση της ενάγουσας-εφεσίβλητης σε σχέση με ζημιές που προκλήθηκαν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Η αγωγή ήταν εναντίον του Πασχάλη Σπιτέρη και της Βασιλούς Σπιτέρη, εναγομένων.
Κατά το χρόνο του δυστυχήματος υπήρχε ασφαλιστική κάλυψη έναντι τρίτου του 1ου εναγόμενου από τη Μινέρβα Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ.
Η δικηγόρος της ενάγουσας κοινοποίησε το σχετικό κλητήριο ένταλμα στη Μινέρβα, αλλά δεν έγινε κατορθωτή εξώδικη διευθέτηση. Έτσι, η ασφαλιστική εταιρεία, αφού εξασφάλισε από τους εναγόμενους έντυπο διορισμού δικηγόρου, ανέθεσε την υπόθεση στον κ. Χάρη Κυριακίδη.
Η αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας απορρίφθηκε περί τα τέλη του 2006 λόγω παράλειψης προώθησής της.
Τον Οκτώβριο του 2008, το δικηγορικό γραφείο Χάρη Κυριακίδη πληροφορήθηκε από το δικηγόρο της ενάγουσας κ. Παπαθεοδώρου, ότι η ενάγουσα είχε εξασφαλίσει με μονομερή αίτηση διάταγμα επαναφοράς της αγωγής. Ακολούθως, επιδόθηκε αίτηση για απόφαση στο δικηγορικό γραφείο του Χάρη Κυριακίδη και επειδή η Μινέρβα προφανώς δεν εντόπισε τους εναγομένους, καταχώρησε αίτηση στην Αγωγή 39/2005, με την οποία ζητούσε τον παραμερισμό και την ακύρωση της μονομερώς εκδοθείσας απόφασης για επαναφορά, ημερομηνίας 26.3.08. Η εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο και η εταιρεία Μινέρβα καταχώρησε την παρούσα έφεση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη σελ.2 της απόφασής του, παραθέτει τα επιχειρήματα επί των οποίων στηρίχθηκαν οι δύο πλευρές, ως ακολούθως:
«Οι αιτητές ζητούν τον παραμερισμό των πιο πάνω διαταγμάτων καθότι αυτά εκδόθηκαν μονομερώς, χωρίς να δοθεί η δυνατότητα στους αιτητές ν΄ακουσθούν. Ισχυρίζονται, περαιτέρω, ότι εκδόθηκαν «στην απουσία οποιουδήποτε πλαισίου και κατά παράβαση των σχετικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας . . .» και ότι τα διατάγματα έχουν προκαλέσει «ανεπανόρθωτη ζημιά και βλάβη» στα δικαιώματα της αιτήτριας, για λόγους που επεξηγεί στην ένορκη δήλωσή του.
Η καθ΄ης η αίτηση, ενάγουσα στην υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγή, κατεχώρησε ένσταση στην οποία ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η αίτηση είναι νομικά και ουσιαστικά αστήρικτη, η αιτήτρια δεν είναι διάδικος στη διαδικασία και το Δικαστήριο «δεν έχει εξουσία ν΄αποδώσει σ΄αυτή οποιανδήποτε θεραπεία στα πλαίσια της αίτησης αυτής». Η καθ΄ης η αίτηση ισχυρίζεται επίσης ότι η παράλειψη των εναγομένων να καταχωρήσουν εμφάνιση «. . . αποτελεί νομικό και ουσιαστικό κώλυμα τόσο όσο αφορά την καταχώρηση της ΑΙΤΗΣΗΣ όσο και την εμφάνιση στη διαδικασία τόσο της αιτήτριας όσο και του δικηγόρου της». Ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι τα επίδικα διατάγματα είναι οριστικά και δεσμευτικά και η ακύρωση τους μπορεί να επιτευχθεί μόνο κατ΄έφεση.»
Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής θεώρησε ως πρώτο θέμα, το οποίο εκαλείτο να αποφασίσει και το οποίο χαρακτήρισε ως «καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της υπόθεσης» το κατά πόσο το Δικαστήριο είχε εξουσία, στα πλαίσια της Δ.48 θ.8(4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, να παραμερίσει το επίδικο διάταγμα. Με όλο το σεβασμό, παρατηρούμε πως, αφ΄ης στιγμής είχε εγερθεί θέμα δικαιώματος της αιτήτριας ασφαλιστικής εταιρείας να υποβάλει την αίτηση, καθ΄ην στιγμή δεν ήταν διάδικος στη διαδικασία, αυτό θα ήταν το θέμα που θα έπρεπε πρώτα να εξετασθεί, για να αποφασισθεί η ύπαρξη ή όχι locus standi εκ μέρους της αιτήτριας εταιρείας.
Για να υποβάλει την αίτηση αυτή η εφεσείουσα-αιτήτρια εταιρεία βασίστηκε στη Δ.48 θ.8(4), που προνοεί τα ακόλουθα:
"Any person (other than the applicant) affected by an order made ex parte may apply by summons to have it set aside or varied and the Court or Judge may set aside or vary such order on such terms as may seem just."
Στην υπόθεση Κουή ν. Χριστοδούλου, Π.Ε. 238/07, ημερ. 22.3.10, στην οποία μας παρέπεμψε ο συνήγορος της εφεσίβλητης, κ. Παπαθεοδώρου, αναφέρονται τα ακόλουθα στη σελ.2:
«Η Δ.48 θ.8(4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στην οποία βασίστηκε η εφεσείουσα για την υποβολή της προαναφερόμενης αίτησης της, δεν παρέχει δικαίωμα, σε τρίτα πρόσωπα (μη διαδίκους), γενικά, υποβολής αίτησης δια κλήσεως με σκοπό την ακύρωση ή την τροποποίηση ενός παρεμπίπτοντος διατάγματος το οποίο εκδόθηκε σε διαδικασία στην οποία τα τρίτα πρόσωπα δεν είναι διάδικοι. Οι λέξεις "any person" (οποιοδήποτε πρόσωπο) στη Δ.48 θ.8(4) δεν καλύπτουν πρόσωπα για τα οποία δεν έχει καταχωρηθεί οποιαδήποτε αίτηση για συνένωση τους ως διάδικους, σε διαδικασία στην οποία τα επίδικα θέματα είναι ανοικτά (Δέστε; Heli-Air v. Drescher (1988) 1 A.A.Δ. 234).
Πιο κάτω στην ίδια απόφαση αναφέρθηκαν και τα ακόλουθα:
«Άλλες υποθέσεις στις οποίες αναφέρθηκε η εφεσείουσα αφορούν σε περιπτώσεις ασφαλιστικών εταιρειών οι οποίες έχουν, εκ του νόμου, απορρέον καθήκον να καλύψουν τη ζημιά του εναγομένου και οι οποίες υποκαθίστανται ουσιαστικά στη θέση και στα δικαιώματα του ίδιου του εναγόμενου. Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις των Ασφαλιστικών Εταιρειών, ο κανόνας πρακτικής είναι ότι, μόνον οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να καταχωρίσουν παρεμπίπτουσες αιτήσεις και αν ασφαλιστικής εταιρεία επιθυμεί κάτι τέτοιο, πρέπει να το κάμει χρησιμοποιώντας το όνομα του ασφαλισμένου-πελάτη της και διαδίκους στην αγωγή (Δέστε: Murfin v. Ashbridge & Martin (1941) 1 All E.R. 231)."
Στην υπό εκδίκαση υπόθεση, όπως και στην Κουή, η εφεσείουσα εταιρεία δεν υπέβαλε σε κανένα στάδιο οποιαδήποτε αίτηση για να καταστεί διάδικος στη διαδικασία, αλλά ούτε και εξασφάλισε άδεια για να καταχωρήσει την έφεση, που έχουμε τώρα ενώπιόν μας.
Ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου της εφεσείουσας πως είχε τέτοιο δικαίωμα και τούτο προέκυπτε και με αναφορά στο άρθρο 15Β του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλεια Υπέρ Τρίτου) Νόμου. Το εν λόγω άρθρο, παρατηρούμε πως προβλέπει υποκατάστατη επίδοση αγωγής στον ασφαλιστή εάν η επίδοση στον εναγόμενο δεν είναι δυνατή λόγω μη διαμονής του στη Δημοκρατία και σε τέτοια περίπτωση ο ασφαλιστής έχει το δικαίωμα καταχωρήσεως εμφανίσεως και διορισμού δικηγόρου εκ μέρους και για λογαριασμό του ενάγοντα. Δεν νομίζουμε ότι το άρθρο αυτό έχει εφαρμογή στην περίπτωσή μας, ώστε να δίδει το απαραίτητο locus standi στην εταιρεία να υποβάλει την αίτηση και την έφεση με τον τρόπο που το έπραξε, τοσούτω μάλλον αφού δεν ήταν περίπτωση υποκατάστατης επίδοσης της αγωγής στον ασφαλιστή. Έτσι, ούτε η απόφαση Lion Insurance Agency Ltd v. Κωνσταντίνου 2 (2002) 1 Α.Α.Δ. 265, στην οποία μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας έχει εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση.
Γι΄αυτό και μόνο το λόγο η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.
Εντούτοις, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και αποφάσισε την υπόθεση με βάση την εμβέλεια της Δ.48 θ.8(4), θα επιληφθούμε και αυτού του θέματος.
Επί του προκειμένου, η νομολογία παρουσιάζει συγκρουόμενες θέσεις, κατά πόσο ο θεσμός αυτός εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις υποβολής αίτησης μονομερώς, ή μόνο στις περιπτώσεις εκείνες όπου, με βάση τους θεσμούς, θα μπορούσε να γίνει αίτηση μονομερώς.
Στην Έλληνας ν. Χριστοδούλου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 438 αποφασίστηκαν τα ακόλουθα (σελ. 445):
«Προκύπτει συνεπώς ότι η κατ΄εξοχήν προσφερόμενη δικονομική οδός είναι εκείνη που διαλαμβάνεται στην Δ.48 θ.8(4). Δεν παραγνωρίζουμε το ότι η πρόνοια αυτή συνιστά την απόληξη στη ρύθμιση που γίνεται με τον θ.8 της Δ.48 αναφορικά με μονομερείς αιτήσεις. Θα ήταν όμως κατά τη γνώμη μας ασυμβίβαστο με την ευρύτητα του λεκτικού της παραγράφου (4) του θ.8, αν περιοριζόταν η λειτουργία της μόνο στις μονομερείς αιτήσεις που εξειδικεύονται στην παράγραφο (1) του θ.8. Θα λέγαμε ότι κατά μείζοντα λόγο η δυνατότητα λειτουργίας της παραγράφου (4) παρέχεται και εκεί όπου διάταγμα εκδόθηκε σε μονομερή αίτηση αναγομένη έξω από την σφαίρα της παραγράφου (1) του θ.8 και τούτο δεδομένου ότι θεωρούμε πως σε τέτοια περίπτωση το γεγονός αυτό δεν εκθεμελιώνει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.
Εν προκειμένω το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να εντοπίσει τη δικονομική δυνατότητα την οποία προσφέρει η Δ.48 θ.8(4) για εξέταση της αίτησης του εφεσείοντα ημερομηνίας 27 Σεπτεμβρίου 1993, μια δυνατότητα που έθετε την εξέταση της εν λόγω αίτησης εντός της δικαιοδοσίας, αρμοδιότητας και εξουσίας του. Το αποτέλεσμα της έφεσης καθίσταται αυτονόητο.»
Αντιθέτως, στην αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari Τάσου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1372, ο Κωνσταντινίδης, Δ., έκρινε πως η δυνατότητα που προσφέρει η Δ.48 θ.8(4) για υποβολή αίτησης προς παραμερισμό ή τροποποίηση διάταξης που εκδίδεται μονομερώς, καλύπτει μόνο περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι δυνατή η έκδοση τέτοιας ex parte Διαταγής.
Η θέση του Κωνσταντινίδη, Δ., κατά τη γνώμη μας, υποστηρίζεται από το γεγονός ότι η πρόνοια είναι υποπαράγραφος στο θ.8 της Δ.48, που αφορά μόνο της αιτήσεις που μπορεί να γίνουν ex parte και ως εκ τούτου, φαίνεται να περιορίζεται στο θέμα αυτό. Τούτο θα καθιστούσε τη θέση του Κωνσταντινίδη, Δ., κατά την άποψη μας, ορθότερη. Έτσι, αν αυτή θα ήταν η ορθή θέση, έστω και αν είχε το απαραίτητο locus standi η εφεσείουσα-αιτήτρια, η διαδικασία που ακολούθησε δεν θα προσφερόταν κάτω από τις συνθήκες. Αφήνουμε όμως το θέμα ανοικτό.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ της εφεσίβλητης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. Αρτέμης, Π. Δ. Χατζηχαμπής, Δ. Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/Χ.Π.