ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 588
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 14/2012)
2 Απριλίου, 2012
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ 155.4, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 5, 9, 11 ΚΑΙ 15 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/1964) ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 19 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1960 (Ν.14/60)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ (1) CEEIF CENTRAL AND EASTERN EUROPEAN INVERSTMENT LIMITED, ΑΠΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, (2) ALEXANDER ETIENNE HERGAN, ΑΠΟ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ, (3) MARK A. PROSKINE, ΑΠΟ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ, (4) PRICE NOMINEES LIMITED, ΑΠΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ ΚΑΙ/Ή ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡΙΘΜΟΣ 984/2011 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 4/1/2012 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 984/2011
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ CEEIF CENTRAL AND EASTERN EUROPEAN INVESTMENT LIMITED (HE 112753)
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ ΚΕΦ. 113
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ECEREC REAL ESTATE CONSULTANTS LTD (HE 160430), ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΕΚ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ CEEIF CENTRAL AND EASTERN EUROPEAN INVESTMENT LIMITED
- - - - - -
Γ. Μούντης με Δ. Κωνσταντίνου, για τους Αιτητές.
Γ. Παμπορίδης με Γ. Κυθραιώτου, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η εταιρεία CEEIF Central and Eastern European Investment Limited (στο εξής "η CEEIF") είναι ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δια μετοχών, εγγεγραμμένη στην Κύπρο, με έδρα τη Λευκωσία, ασχολούμενη κυρίως με τη διεξαγωγή εργασιών ανάπτυξης γης.
Οι μέτοχοι της CEEIF είναι οι ακόλουθοι:
ECEREC Real Estate Consultants Ltd ........................ 56.997 Μετοχές
ΒΟΝΥΤΗΟΝ TRADE LIMITED ................................. 154.345 »
Alan Hamburger ..................................................... 2,380 »
Alexander Etienne Hergan .................................... 379.173 »
James A. Lapera ..................................................... 2,380 »
LAPYTHIA LIMITED .............................................. 284.981 »
Dan Pascariu ....................................................... 91.192 »
Dragos Petrescu .................................................... 1.645 »
PRICE NOMINEES LIMITED ................................... 162.057 »
Mark A. Proskine ................................................ 289.754 »
H ECEREC Real Estate Consultants Ltd (στο εξής "η ECEREC") υπέγραψε συμφωνία με την CEEIF για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών και ταυτόχρονα της είχαν παραχωρηθεί οι μετοχές τις οποίες κατέχει στην CEEIF. Προέκυψαν διαφορές μεταξύ των δύο αυτών εταιρειών και η ECEREC καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αξιώνουσα αποζημιώσεις (Αγωγή αρ. 4958/2011) και έλαβε ένδικα μέσα και στην Ολλανδία. Διαφορές παρουσιάζονται να έχουν προκύψει και μεταξύ άλλων μετόχων της CEEIF και τελικά οι μέτοχοι αρ. 2-10 φαίνεται να συμφώνησαν ως προς τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων της CEEIF, διευθέτηση με την οποία η ECEREC διαφωνεί, αισθανόμενη ότι οι μέτοχοι της πλειοψηφίας επιχειρούν να επιβάλουν τη θέλησή τους.
Για τους πιο πάνω λόγους, η ECEREC καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την Αίτηση Εταιρειών αρ. 984/2011, σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113, ισχυριζόμενη ότι οι εργασίες της CEEIF διεξάγονται με τρόπο καταπιεστικό για την ίδια, ως μέτοχο μειοψηφίας και ζητά κυρίως:
(α) Τη διάλυση της CEEIF.
(β) Την ακύρωση καταδολιευτικών μεταβιβάσεων, επιβαρύνσεων κλπ.
Διαζευκτικά,
(γ) Την εξαγορά των μετοχών της ECEREC από τους άλλους μετόχους σε αξία που ήθελε καθορισθεί.
Η προαναφερθείσα αίτηση απευθυνόταν, και ορθά βέβαια, στην CEEIF και σε όλους τους άλλους μετόχους της, τα ονόματα των οποίων παρατίθενται στην αίτηση, καθώς επίσης και στον Έφορο Εταιρειών. Ταυτόχρονα με την Αίτηση Εταιρειών 984/2011, η ECEREC στο πλαίσιο της γενικής εκείνης αίτησης, καταχώρησε στις 29.12.2011 και μονομερή αίτηση για την έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων εναντίον της CEEIF και των μετόχων της. Επιδιώκετο κατά κύριο λόγο, η απαγόρευση σύγκλησης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων η οποία είχε ορισθεί για τις 30.12.2011, καθώς επίσης και η απαγόρευση στην εταιρεία CEEIF, και/ή στους μετόχους και αξιωματούχους της από του να πωλήσουν, αποξενώσουν κλπ, περιουσία της CEEIF. Το πλήρες κείμενο των διαταγμάτων θα το παραθέσω αργότερα στην παρούσα απόφαση.
Η μονομερής αίτηση ημερομηνίας 29.12.2011 τέθηκε προς εκδίκαση ενώπιον Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή αυθημερόν, ο οποίος, σύμφωνα με το τηρηθέν πρακτικό, αποφάσισε ως εξής:
"Δικαστήριο: Η Αίτηση να επιδοθεί στην άλλη πλευρά. Για σκοπούς επίδοσης 04.01.2012."
Στις 4.1.2012 η αίτηση τέθηκε ενώπιον Επαρχιακού Δικαστή, προφανώς λόγω των διακοπών των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους. Στο σχετικό πρακτικό της ημερομηνίας εκείνης σημειώθηκε εμφάνιση μόνο για την αιτήτρια, δηλαδή την ECEREC, ενώ για τους καθ΄ων η αίτηση σημειώθηκε "καμιά εμφάνιση". Η συνήγορος της αιτήτριας ζήτησε όπως το Δικαστήριο εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα και η Δικαστής η οποία επιλήφθηκε της αίτησης αποφάσισε ως ακολούθως:
"Δικαστήριο: Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται η σύγκληση και διεξαγωγή έκτακτης ή οιασδήποτε άλλης Γενικής Συνέλευσης της καθ΄ης η αίτηση η οποία θα έχει ως ημερήσια διάταξη η οποία επιλέχθηκε για την διεξαγωγή της έκτακτης γενικής συνέλευσης την 30.12.2011 και/ή στην οποία θα τεθούν προς ψήφιση ψηφίσματα όμοια με αυτά ή όμοια προς οιαδήποτε από αυτά τα οποία αναφέρονται στην ειδοποίηση για σύγκλιση της γενικής συνέλευσης την 30.12.2011, μέχρι την εκδίκαση της ως άνω αίτησης.
Εκδίδονται διατάγματα ως οι παράγραφοι Γ και Δ της αίτησης. Τα έξοδα στην πορεία."
Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι κατά τις 4.1.2012 που εκδόθηκαν τα διατάγματα, η αίτηση είχε επιδοθεί μόνο στην εταιρεία CEEIF και σε κανένα άλλο πρόσωπο φυσικό ή νομικό.
Τα εκδοθέντα διατάγματα συντάχθηκαν με το ακόλουθο λεκτικό:
"ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ την σύγκλιση και/ή διεξαγωγή Έκτακτης ή οιασδήποτε άλλης Γενικής Συνέλευσης της καθ΄ης η αίτηση η οποία έχει ως ημερήσια διάταξη την ημερήσια διάταξη η οποία επιλέχθηκε για την διεξαγωγή της έκτακτης γενικής συνέλευσης την 30/12/2011 και/ή στην οποία θα τεθούν προς ψήφιση ψηφίσματα όμοια με αυτά ή όμοια προς οιαδήποτε από αυτό τα οποία αναφέρονται στην ειδοποίηση για σύγκλιση της γενικής συνέλευσης την 30/12/2011, μέχρι την εκδίκαση της ως άνω αίτησης.
ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ στην Εταιρεία και/ή στους μετόχους και/ή στους αξιωματούχους της να αποξενώσουν και/ή πωλήσουν και/ή μεταβιβάσουν και/ή υποθηκεύσουν και/ή επιβαρύνουν και/ή ενεχυριάσουν και/ή δωρίσουν και/ή διαθέσουν και/ή διασπαθίσουν και/ή οικειοποιηθούν και/ή διαμοιράσουν και/ή διαχωρίσουν και/ή τεμαχίσουν και/ή μειώσουν την αξία της Εταιρείας και/ή την περιουσία αυτής ή άλλως διαχειριστούν χρηματικά ποσά και περιουσιακά στοιχεία της Εταιρείας στην Κύπρο και στο εξωτερικό γνωστά ή άγνωστα, οποιασδήποτε φύσεως ή είδους που ανήκουν άμεσα ή έμμεσα στην Εταιρεία υπό οποιαδήποτε μορφή περιλαμβανομένου οποιουδήποτε ρητού, σιωπηρού ή εξυπακουόμενου και οιονεί εμπιστεύματος προς όφελος της Εταιρείας και/ή προς όφελος της Εταιρείας από κοινού με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, μέχρι την τελική εκδίκαση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αίτησης ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ στους Διευθυντές και/ή αξιωματούχους και/ή αντιπροσώπους και/ή πληρεξούσιους αντιπροσώπους και/ή μετόχους και/ή οποιωνδήποτε εξ αυτών να υπογράφουν οποιαδήποτε έγγραφα και/ή συνάπτουν οποιεσδήποτε συμφωνίες είτε προφορικές είτε γραπτές και/ή προβαίνουν σε οποιαδήποτε άλλη πράξη και/ή διευθέτηση η οποία άμεσα και/ή έμμεσα θα έχει ως αποτέλεσμα την αποξένωση και/ή πώληση και/ή μεταβίβαση και/ή υποθήκευση και/ή επιβάρυνση και/ή ενεχυρίαση και/ή δωρεά και/ή διάθεση και/ή διασπάθιση και/ή οικειοποίηση και/ή διαμοιρασμό και/ή διαχωρισμό και/ή τεμαχισμό και/ή μείωση της αξίας της περιουσίας της Εταιρείας και/ή την περιουσία αυτής, μέχρι την τελική εκδίκαση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αίτησης ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου."
Αφού έλαβαν γνώση της ύπαρξης των διαταγμάτων, η CEEIF και τρεις άλλοι μέτοχοί της απευθύνθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο και, κατόπιν σχετικής αίτησής τους, εξασφάλισαν άδεια για την καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως προς το σκοπό έκδοσης προνομιακού εντάλματος Certiorari για ακύρωση των εκδοθέντων διαταγμάτων και, ταυτόχρονα, εξασφάλισαν αναστολή εκτέλεσης των επίδικων διαταγμάτων στο βαθμό μόνο που αυτά θα μπορούσαν να εκληφθούν ότι απαγορεύουν την πληρωμή οποιωνδήποτε εξόδων, τελών και συμβατικών υποχρεώσεων, που είναι απαραίτητα για τη διεξαγωγή των συνήθων εργασιών της CEEIF.
Η παρούσα διαδικασία αφορά στην αίτηση δια κλήσεως την οποία καταχώρησαν οι αιτητές για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, στην οποία υπέβαλε ένσταση η ECEREC.
Όπως θα ήταν αναμενόμενο, κύριος λόγος στον οποίο βασίζονται οι αιτητές, είναι το γεγονός της μη επίδοσης της αίτησης για την έκδοση των απαγορευτικών διαταγμάτων σε όλα τα εμπλεκόμενα και επηρεαζόμενα μέρη. Το ότι ακόμα τα εκδοθέντα διατάγματα δεν κατέστησαν επιστρεπτέα, έτσι ώστε, αφού επιδοθούν σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, να ακουσθούν προτού αυτά καταστούν απόλυτα, ενώ δε διατάχθηκε ούτε η κατάθεση οποιασδήποτε εγγύησης εκ μέρους της ECEREC, η οποία να εξασφάλιζε την έκδοση των διαταγμάτων.
Ο κεντρικός λόγος στον οποίο στηρίζεται η αιτήτρια CEEIF που εδράζεται στο θέμα της μη επίδοσης, έχει προβληθεί και προωθηθεί κάτω από διάφορους επιμέρους νομικούς λόγους, οι οποίοι μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:
Ότι, η έκδοση των παρεμπιπτόντων διαταγμάτων της 4.1.2012, τα οποία και κατέστησαν αμέσως απόλυτα, έτσι ώστε να ισχύουν μέχρι την εκδίκαση και πλήρη αποπεράτωση της κύριας αίτησης για διάλυση της CEEIF, συνιστά παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος, παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, έλλειψη/υπέρβαση δικαιοδοσίας και παράβαση της περί Πολιτικής Δικονομίας νομοθεσίας και Κανονισμών.
Ενιστάμενη στην έκδοση εντάλματος Certiorari, η ECEREC πρόβαλε, συνοπτικά αποδιδόμενους, τους ακόλουθους λόγους, για τους οποίους κατά τη θέση της δε θα πρέπει να εκδοθεί το αιτούμενο ένταλμα και δεν έπρεπε να είχε παραχωρηθεί η άδεια για καταχώρηση της παρούσας αίτησης:
Ότι στην αίτηση δεν παρατίθεται η ορθή νομοθετική ή νομική βάση στην οποία και βασίζεται.
Ότι ο ενόρκως δηλών, προς υποστήριξη της αίτησης, δεν αναφέρει ότι είναι πρόσωπο δεόντως εξουσιοδοτημένο από την αιτήτρια CEEIF να προβαίνει σ΄ αυτήν.
Ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση του αιτούμενου εντάλματος, εφόσον ορθά εκδόθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο τα διατάγματα των οποίων σκοπείται η ακύρωση.
Ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση του αιτούμενου εντάλματος, εφόσον δεν αποδείχθηκε συζητήσιμο θέμα ενώ υπάρχει διαθέσιμο άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία και δε συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις.
Ότι οι αιτητές καταχρώνται της διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εφόσον κατά την ημερομηνία πρώτης εμφάνισης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου στην Αίτηση 984/2011, εμφανίστηκαν και ζήτησαν από το Δικαστήριο χρόνο για να καταχωρήσουν αίτηση για παραμερισμό της Αίτησης και, περαιτέρω, επειδή μπορούσαν να αιτηθούν, αν επιθυμούσαν, και τον παραμερισμό των εκδοθέντων διαταγμάτων.
Η ECEREC με την Ένστασή της εγείρει και αριθμό άλλων λόγων Ένστασης, στους οποίους θα αναφερθώ όπου και όταν αυτό κριθεί αναγκαίο.
Εκείνο που κατ΄ αρχάς θα πρέπει να επισημανθεί είναι ότι η εκ των αιτητών στην παρούσα διαδικασία CEEIF δε νομιμοποιείται να παραπονείται περί μη επίδοσης στην ίδια και αποστέρησης οποιουδήποτε δικαιώματος να ακουσθεί. Και τούτο γιατί, όπως έχει προαναφερθεί, η ενδιάμεση αίτηση για έκδοση των επίδικων διαταγμάτων επιδόθηκε κανονικά στην εταιρεία αυτή, η οποία και κλήθηκε να εμφανιστεί στο Δικαστήριο κατά την 4.1.2012, όπως είχε ορίσει το Δικαστήριο. Όμως, όπως η ίδια αναφέρει σε ένορκη δήλωση υπαλλήλου της, η οποία συνόδευε την αίτηση για παραχώρηση άδειας για καταχώρηση της παρούσας αίτησης, εκ παραδρομής, η υπάλληλος αυτή παρέλειψε να παραδώσει στους αξιωματούχους της εταιρείας και στους δικηγόρους της την αίτηση, με αποτέλεσμα να μην εμφανισθούν κατά την 4.1.2012 και να ενστούν στην έκδοση των διαταγμάτων.
Εκείνοι οι οποίοι δικαίως παραπονούνται ως προς την παράλειψη επίδοσης σ΄ αυτούς σε οποιοδήποτε στάδιο πριν από τις 4.1.2012, είναι ασφαλώς όλοι οι μέτοχοι της καθ΄ης η αίτηση στην αίτηση για διάλυση της CEEIF και, ειδικότερα, οι τρεις μέτοχοι αιτητές οι οποίοι αποτείνονται για την έκδοση του προνομιακού εντάλματος Certiorari. Σύμφωνα με τους αιτητές, όμως, το παρόν Δικαστήριο σε καμιά περίπτωση δε θα έπρεπε να μην παρέμβει και να διατηρήσει τα εκδοθέντα διατάγματα σε ισχύ σε σχέση με την εταιρεία μόνο, επειδή η αίτηση για έκδοσή τους είχε επιδοθεί σ΄ αυτήν και δεν εμφανίστηκαν στο Δικαστήριο. Κάτι τέτοιο, εισηγούνται, πέραν του ότι δεν αποτελεί λόγο Ένστασης, θα ήταν και παράδοξο, αφού τα εν λόγω διατάγματα και η όλη διαδικασία αφορούν τους μετόχους της εταιρείας, ενώ η ίδια η εταιρεία κατά κανόνα δε θα πρέπει να είναι διάδικος. Εξάλλου, και οι ίδιοι οι μέτοχοι της εταιρείας θα μπορούσαν να ενστούν, αν τους επιδιδόταν η αίτηση, στην έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, τόσο σε ότι αφορά τους ίδιους, αλλά και εναντίον της ίδιας της εταιρείας.
Θα συμφωνήσω με αυτή την άποψη. Ανεξάρτητα από το ότι στην εταιρεία CEEIF είχε επιδοθεί κανονικά η αίτηση και δεν εμφανίστηκε στη διαδικασία, το γεγονός παραμένει ότι ναι μεν όσον αφορά στην ίδια θα μπορούσαν νόμιμα να εκδοθούν στην απουσία της τα επίδικα διατάγματα, αν τούτο έκρινε δικαιολογημένο το Δικαστήριο, πλην όμως, όσον αφορά τους μετόχους, αυτοί στερήθηκαν του δικαιώματός τους όπως ακουσθούν. Και το στερήθηκαν όχι απλά και μόνο ως μέτοχοι της εταιρείας, αλλά και ως πρόσωπα τα οποία έχουν το δικαίωμα να δείξουν λόγους για τους οποίους τα διατάγματα δεν έπρεπε ή δεν μπορούσαν να εκδοθούν, ούτε και εναντίον της ίδιας της εταιρείας στην οποία είναι μέτοχοι, επειδή προφανώς τα δικαιώματά τους από τυχόν έκδοση των διαταγμάτων, αναπόφευκτα θα επηρεάζονταν.
Το κύριο ζήτημα που εγείρεται εδώ αφορά στις επιπτώσεις από το γεγονός ότι τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν χωρίς να έχουν επιδοθεί στους άλλους μετόχους της εταιρείας CEEIF, μετά που το Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, έκρινε ότι η μονομερής αίτηση θα έπρεπε να επιδοθεί.
Στο σημείο τούτο, θεωρώ σκόπιμο όπως, εξ΄ αφορμής του τρόπου χειρισμού από το Επαρχιακό Δικαστήριο της μονομερούς αίτησης, προβώ σε κάποιες γενικότερες παρατηρήσεις για την ορθή τήρηση των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.48 κ.8(3) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, το Δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται αιτήσεως η οποία καταχωρήθηκε χωρίς ειδοποίηση (ex parte), μπορεί να δώσει οδηγίες όπως η αίτηση γίνει δια κλήσεως (by summons), με ειδοποίηση σε τέτοια πρόσωπα, όπως το Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει πρέπον. Αυτή η πρόνοια συνεπάγεται κατ΄ αρχάς ότι, εφόσον το Δικαστήριο ασκεί διακριτική εξουσία, θα πρέπει να δώσει κάποιους λόγους για τους οποίους δε θα επιληφθεί της αίτησης μονομερώς, χωρίς δηλαδή ειδοποίηση. Έπειτα, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, στην οποία εμπλέκονται διατάγματα εναντίον φυσικών και νομικών προσώπων και επηρεάζονται αντίστοιχα δικαιώματα, το Δικαστήριο, αφ΄ ης στιγμής κρίνει ότι η αίτηση θα πρέπει να γίνει δια κλήσεως, θα πρέπει να αναφέρει σε ποιο ή ποια πρόσωπα θα πρέπει να δοθεί ειδοποίηση με επίδοση της αίτησης, είτε ονομαστικά, ονομάζοντας τους διαδίκους, ή έστω περιγραφικά, π.χ. "σε όλους τους μετόχους της εταιρείας" ή "σε όλα τα πρόσωπα στα οποία απευθύνεται η κυρίως αίτηση κλπ." Κάτι τέτοιο εδώ δε φαίνεται να έγινε, με αποτέλεσμα να αφήνεται απλά να νοηθεί ή να υπονοηθεί ότι θα έπρεπε η αίτηση να επιδοθεί σε όλα τα πρόσωπα τα οποία θα επηρεάζοντο από την έκδοση των διαταγμάτων.
Κατά το επόμενο στάδιο, θα έπρεπε το Δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνετο της αίτησης, ειδοποίηση της οποίας διατάχθηκε να δοθεί με επίδοση, να διεξέλθει το φάκελο προσεκτικά και, αφού διακριβώσει σε ποιο ή ποια πρόσωπα είχε διαταχθεί ονομαστικά ή σε ποια πρόσωπα εννοείτο όπως είχε επιδοθεί, να εξακριβώσει κατά πόσο έγιναν πράγματι όλες οι απαιτούμενες επιδόσεις. Και μετά να εξετάσει κατά πόσο, στην απουσία των εμπλεκόμενων μερών, επληρούντο ή όχι οι προϋποθέσεις για έκδοση των διαταγμάτων.
Κάτι που και πάλι δεν έγινε εδώ από το Δικαστήριο, το οποίο, προτού προβεί στην έκδοση διαταγμάτων εναντίον όλων των μετόχων ατομικά και συλλογικά, θα έπρεπε να είχε αντιληφθεί ότι η επίδοση της αίτησης έπρεπε να είχε γίνει και σε αυτούς και να μην προχωρήσει, αφού δεν έγινε επίδοση.
Ως προς τις επιπτώσεις από την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων τα οποία εκδόθηκαν χωρίς η αίτηση για έκδοσή τους να επιδοθεί και έρθει σε γνώση των μετόχων της εταιρείας, αυτές δεν μπορούν παρά να είναι καταλυτικές. Συνιστούν έκδηλη παραβίαση του δικαιώματος επηρεαζόμενου-εμπλεκόμενου μέρους όπως ακουσθεί. Καθ΄ ην στιγμή μάλιστα το ίδιο το Δικαστήριο είχε κρίνει προηγουμένως, και ορθά βέβαια, ότι η συγκεκριμένη αίτηση θα έπρεπε να επιδοθεί για να δοθεί το δικαίωμα σε όλα τα επηρεαζόμενα από την έκδοση των διαταγμάτων μέρη να ακουσθούν και να ενστούν, αν επιθυμούσαν. Προς επιβεβαίωση αυτής της νομικής αντίκρυσης του θέματος, δε χρειάζεται η επιστράτευση νομικής ή συνταγματικής αυθεντίας, αφού πρόκειται για μια αυτονόητη αρχή φυσικής δικαιοσύνης. Όπως τονίστηκε και στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση της Πολυξένης Ν. Παναγίδη (1991) 1 ΑΑΔ 591, από τον Κωνσταντινίδη, Δ., δε χρειάζεται ιδιαίτερη αναφορά στην εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα Certiorari και Prohibition στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται η παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Είναι αρκετό να σημειωθεί ότι αποτελεί κλασική περίπτωση τέτοιας παράβασης η μη παροχή στον επηρεαζόμενο, της ευκαιρίας να ακουστεί, όταν από τη φύση της διαδικασίας του αναγνωρίζεται αυτό το δικαίωμα. (In Re Panaretou (1972) 1 CLR 165, In Re Georghiou (1986) 1 CLR 413 και άλλες).
Το ζήτημα που εγείρεται στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας έγκειται στο ερώτημα κατά πόσο οι παραπονούμενοι μέτοχοι δικαιούνται σε θεραπεία από το Ανώτατο Δικαστήριο, ζητώντας και εξασφαλίζοντας την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, ή αντίθετα κατά πόσο θα έπρεπε να ανατρέξουν σε άλλες εναλλακτικές θεραπείες, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Με δεδομένο ότι οι αιτητές επέλεξαν να αποταθούν στο Ανώτατο Δικαστήριο για έκδοση ακυρωτικού εντάλματος Certiorari, το θέμα εξετάζεται από τη σκοπιά του κατά πόσο το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί και πρέπει να το εκδώσει, παρά την ύπαρξη εναλλακτικών ένδικων μέσων στο Επαρχιακό Δικαστήριο.
Σειρά Αγγλικών αποφάσεων, οι οποίες υιοθετήθηκαν σε Κυπριακές αποφάσεις δημιουργώντας πάγια και συνεπή αρχή της νομολογίας μας, καθιέρωσαν ότι και αν ακόμα ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμο ζήτημα και/ή εκ πρώτης όψεως υπόθεση για έκδοση προνομιακού εντάλματος, δε θα πρέπει να χορηγείται άδεια για καταχώρηση της αίτησης εκεί όπου παρέχονται στη διάθεση του αιτητή άλλα ένδικα μέσα, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Νικολάου, Δ., στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση των (1) Χριστάκη Μιχαήλ κ.ά. (1988) 1 Γ (ΑΑΔ) 1320, επεξηγεί με σαφήνεια αυτή την αρχή:
"Απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας είναι η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης με την έννοια της συζητήσιμης υπόθεσης, χωρίς αναφορά προς ο,τιδήποτε θα μπορούσε να αντιταχθεί: βλ. In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250. Η ύπαρξη ωστόσο αυτής της προϋπόθεσης δεν προεξοφλεί την έκβαση. Διότι όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο, άδεια δεν χορηγείται εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ενόψει των οποίων το άλλο ένδικο μέσο να εμφανίζεται μη ευχερές και μη αποτελεσματικό. Όπως εξήγησε η Ολομέλεια στην Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, (στις σελ. 48-49):
"Και αν ακόμα ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως ή/και συζητήσιμο ζήτημα, αυτό δεν είναι αρκετό από μόνο του για να του δοθεί η αναγκαία άδεια. Πρέπει, επίσης, να αποδείξει ότι υπάρχουν εξαιρετικές συνθήκες. Όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και, ειδικά, διαδικασία έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις, δίδει άδεια.
Στην υπόθεση R. v. Epping and Harlow General Commissioners (1983) 3 All E.R. 257, στη σελ. 262 ειπώθηκε:-
"But it is a cardinal principle that, save in the most exceptional circumstances, that jurisdiction will not be exercised where other remedies were available and have not been used."
Το απόφθεγμα αυτό υιοθετήθηκε στην υπόθεση R. v. Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All E.R. 257. Στην μεταγενέστερη υπόθεση R. v. Secretary of State [1986] 1 All E.R. 717, o Sir John Donaldson, MR., είπε στις σελ. 723-724:-
"However, the matter does not stop there, because it is well established that, in giving or refusing leave to apply for judicial review, account must be taken of alternative remedies available to the applicant. This aspect was considered by this court very recently in R. v. Chief Constable of Merseyside Police, ex p Calveley [1986] 1 All E.R. 257, [1986] 2 WLR 144 and it was held that the jurisdiction would not be exercised where there was an alternative remedy by way of appeal, save in exceptional circumstances. By definition, exceptional circumstances defy definition, but, where Parliament provides an appeal procedure, judicial review will have no place unless the applicant can distinguish his case from the type of case for which the appeal procedure was provided."
Στην υπό εξέταση περίπτωση, η δυνατότητα λήψης ένδικου μέσου στο Επαρχιακό Δικαστήριο δεν έχει ουσιαστικά αμφισβητηθεί και είναι υπαρκτή. Πρόκειται για τη δυνατότητα κίνησης του μηχανισμού, δυνάμει της Δ.48(8)(4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, για ακύρωση/παραμερισμό των εκδοθέντων διαταγμάτων.
Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Ανδρούλλας Ιωάννου (1993) 1 ΑΑΔ 305, ο Κωνσταντινίδης, Δ., επιλήφθηκε αιτήματος για έκδοση εντάλματος Certiorari και/ή Prohibition για ακύρωση διατάγματος που εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού με το οποίο διατάχθηκε αναστολή εκτέλεσης απόφασης για καταβολή ποσού διατροφής στην αιτήτρια, το οποίο διάταγμα είχε εκδοθεί, κατόπιν μονομερούς αίτησης, χωρίς να ορισθεί ημερομηνία κατά την οποία αυτό θα ήταν επιστρεπτέο. Η αίτηση για τα προνομιακά εντάλματα απορρίφθηκε επειδή, μεταξύ άλλων, παρείχετο το εναλλακτικό ένδικο μέσο της υποβολής αίτησης δια κλήσεως, δυνάμει της Δ.48(8)(4) των Θεσμών, προς επιδίωξη της ακύρωσης των διαταγμάτων από το Δικαστήριο το οποίο τα εξέδωσε.
Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Αυγής Κωνσταντινίδου και του Ιωσήφ Κωνσταντινίδη (1992) 1 Β ΑΑΔ 853, το Ανώτατο Δικαστήριο (Ι. Πογιατζής, Δ.) κλήθηκε να παράσχει άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari για ακύρωση παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος το οποίο είχε εκδώσει το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λευκωσίας. Το διάταγμα είχε εκδοθεί μετά από μονομερή αίτηση, δεν είχε χρονική διάρκεια ούτε και ορίστηκε ημερομηνία κατά την οποία οι καθ΄ων η αίτηση θα μπορούσαν να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου για να αμφισβητήσουν τη συνέχιση της ισχύος του διατάγματος. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι επρόκειτο για κλασική περίπτωση εφαρμογής της Δ.48 κ.8(4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία παρείχε στους αιτητές εναλλακτικό ένδικο μέσο, δηλαδή τη δυνατότητα υποβολής αίτησης δια κλήσεως για την ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος. Τόνισε δε, ότι στις περιπτώσεις όπου παρέχεται στους αιτητές εναλλακτικό ένδικο μέσο, το Ανώτατο Δικαστήριο σε σπάνιες περιπτώσεις και όπου υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις δίδει άδεια καταχώρησης αίτησης για έκδοση προνομιακού διατάγματος, έστω και αν έχει καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση ή συζητήσιμο θέμα. Δεδομένου δε ότι στην περίπτωση εκείνη δεν είχαν καταδειχθεί οποιεσδήποτε εξαιρετικές περιστάσεις, η αίτηση απορρίφθηκε.
Επανερχόμενος στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, παρατηρώ ότι οι αιτητές δεν έχουν υποδείξει οποιεσδήποτε περιστάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως εξαιρετικές και να εγείρουν ουσιαστικά θέμα εξαίρεσης από τον κανόνα, όπως αυτός έχει εκτεθεί ανωτέρω. Είναι απλά η θέση των αιτητών, όπως την έχω αντιληφθεί, ότι αρκεί εδώ, ή ότι εν πάση περιπτώσει συνιστά ειδικές περιστάσεις, το γεγονός ότι παραβιάστηκε το συνταγματικά και νομοθετικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των αιτητών να είχαν ακουσθεί πριν από την έκδοση των διαταγμάτων ή έστω μετέπειτα. Αυτή η θέση όμως δεν υποστηρίζεται από τις προαναφερθείσες και άλλες αυθεντίες.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι η φύση και η έκταση των εκδοθέντων διαταγμάτων είναι σαρωτικής φύσεως, ούτε και αυτό φαίνεται να συνιστά εξαιρετική περίσταση. Όπως ορθά υποδείχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο και στην απόφαση στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Τάκη Σιακαλλή κ.ά. (1995) 1 ΑΑΔ 55, οποιαδήποτε πρόνοια εκδοθέντος διατάγματος που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως υπερβολική, καταστροφική, εξοντωτική ή στραγγαλιστική για τη δραστηριότητα των καθ΄ων η αίτηση, οπωσδήποτε μπορεί να διορθωθεί, τροποποιηθεί και απαλειφθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο, όπως προβλέπεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.
Υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων, διαφαίνεται ότι δεν θα ήταν δικαιολογημένη η έκδοση του αιτούμενου εντάλματος Certiorari και, επομένως, παρέλκει η εξέταση οποιωνδήποτε άλλων θεμάτων τα οποία απασχόλησαν στο πλαίσιο εκδίκασης της παρούσας αίτησης.
Η αίτηση απορρίπτεται και ασφαλώς η προσωρινή και περιορισμένη αναστολή εκτέλεσης των επίδικων διαταγμάτων, η οποία είχε διαταχθεί στις 10.2.2012, τερματίζεται.
Τα έξοδα της αίτησης, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ των καθ΄ων η αίτηση και εναντίον των αιτητών.
Κ. Kληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ