ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 384
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 255/2007)
13 Μαρτίου, 2012
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. CNH CAPITAL MARKETS LTD,
2. ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΓΑΒΡΙΗΛ,
3. ΜΑΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΑΒΡΙΗΛ,
4. ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΒΡΙΗΛ,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,
ΚΑΙ
SHANGHAILINK INVESTMENT CO LTD,
Εφεσίβλητη/Ενάγουσα,
- - - - - -
Κ. Χατζηιωάννου, για τους Εφεσείοντες.
Π. Σπανός, για την Εφεσίβλητη.
- - - - - -
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Στο πλαίσιο αγωγής η οποία εκδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, οι εφεσίβλητοι απαιτούσαν από τους εφεσείοντες αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα την πληρωμή ποσού εκ £100.000 ως οφειλόμενο προς αυτούς, είτε δυνάμει συμβάσεων, είτε δυνάμει νομοθετικής πρόνοιας, ή ως χρήματα καταβληθέντα βάσει ανταλλάγματος που απέτυχε πλήρως και/ή βάσει αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Η εφεσείουσα 1 είναι δημόσια εταιρεία που συστάθηκε με βάση τις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου, οι δε εφεσείοντες 2, 3 και 4 ήσαν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, διοικητικοί σύμβουλοι της εφεσείουσας 1.
Η βασική εκδοχή των εφεσιβλήτων ήταν ότι στις 18.10.2000, κατόπιν συμφωνίας με τους εφεσείοντες, πλήρωσαν σ΄ αυτούς το διεκδικούμενο ποσό των £100.000 για αγορά μετοχών της εφεσείουσας 1 εταιρείας, με την προοπτική εισαγωγής των τίτλων της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (Χ.Α.Κ.), κάτι που δεν πραγματοποιήθηκε και, παρά το γεγονός ότι επανειλημμένα ζήτησαν από τους εφεσείοντες την επιστροφή του καταβληθέντος ποσού, αυτό δεν τους επιστράφηκε ποτέ.
Με την κοινή Έκθεση Υπεράσπισής τους, οι εφεσείοντες αρνούντο ότι οι εφεσίβλητοι συνήψαν με αυτούς την κατ΄ ισχυρισμό ή οποιανδήποτε συμφωνία πώλησης μετοχών και, επίσης, αρνούντο ότι εισέπραξαν οποιοδήποτε ποσό από τους εφεσίβλητους για πώληση μετοχών. Όλοι οι υπόλοιποι ισχυρισμοί των εφεσειόντων στην Έκθεση Απαίτησης ήσαν συνεπείς με την κεντρική τους θέση ότι ποτέ δεν συμφώνησαν με τους εφεσίβλητους για πώληση προς αυτούς μετοχών και, συνακόλουθα, ότι ποτέ δεν εισέπραξαν ή οφείλουν στους ίδιους οποιοδήποτε ποσό.
Τα ακόλουθα είχαν δηλωθεί από τους διαδίκους και καταγραφεί από το Δικαστήριο ως παραδεκτά γεγονότα:
"1) Οι εναγόμενοι 1 υπέβαλαν αίτηση για εισαγωγή των τίτλων τους στο Χ.Α.Κ. στις 13/10/00 και μέχρι σήμερα οι τίτλοι αυτοί δεν έχουν εισαχθεί.
2) Οι εναγόμενοι παρέλαβαν επιστολή των εναγόντων ημερομηνίας 4/2/02, η οποία απευθυνόταν προς τον εναγόμενο 2 ως Διοικητικό Σύμβουλο των εναγομένων 1 και με την οποία καλούνταν να επιστρέψουν το ποσό των Λ.Κ.100.000 στους ενάγοντες.
3) Οι εναγόμενοι 1 ουδέποτε εξέδωσαν απόδειξη είσπραξης του επίδικου ποσού από τους ενάγοντες.
4) Στις 7/2/02, οι ενάγοντες έστειλαν επιστολή προς τους εναγόμενους 1 με την οποία καλούσαν όλους τους εναγόμενους να τους επιστρέψουν το επίδικο ποσό μαζί με τόκους."
Κατόπιν της διεξαχθείσας ακρόασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τις παραστάσεις και την εκδοχή των εφεσιβλήτων και εξέδωσε εναντίον όλων των εφεσειόντων αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα απόφαση για ολόκληρο το διεκδικούμενο ποσό, πλέον τόκους και έξοδα.
Στην απόφασή του, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν αξιολόγησης της προσαχθείσας μαρτυρίας, έκρινε τους μάρτυρες των εφεσιβλήτων ως αξιόπιστους, εν αντιθέσει με τους μάρτυρες των εφεσειόντων, για λόγους τους οποίους κατέγραψε στην απόφαση. Απέρριψε ιδιαίτερα ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσείοντα 3, κύριου μάρτυρα των εφεσειόντων, ο οποίος είχε κατά κύριο λόγο ισχυριστεί ότι η επίδικη συμφωνία είχε επιτευχθεί μεταξύ του εφεσείοντα 2 προσωπικά και των εφεσιβλήτων και όχι μεταξύ των εφεσιβλήτων και της εφεσείουσας 1 οι οποίοι, όπως κατέθεσε, δεν ανέλαβαν οποιαδήποτε υποχρέωση έναντι των εφεσιβλήτων για πώληση μετοχών.
Σύμφωνα με τα κύρια ευρήματα του Δικαστηρίου, οι εφεσίβλητοι στις 18.10.2000 συμφώνησαν με την εφεσείουσα 1, κατόπιν παραστάσεων της δεύτερης, να αγοράσουν από αυτή μετοχές της, συνολικής αξίας £100.000, με την προοπτική εισαγωγής των τίτλων της στο Χ.Α.Κ. μέσα σε περίοδο 12 μηνών από την ημερομηνία της συμφωνίας. Η συμφωνία ήταν προφορική και αποτελούσε το επιστέγασμα διαβουλεύσεων που προηγήθηκαν μεταξύ εφεσιβλήτων και εφεσείοντα 2, ο οποίος ενεργούσε με προφανή εξουσία δέσμευσης της εφεσείουσας 1 και κατ΄ επέκταση των εφεσειόντων 3 και 4. Κείμενο πρότασης προς συμφωνία - Τεκμήριο 6 υπογράφηκε μεν μόνο από αντιπρόσωπο των εφεσιβλήτων και όχι από τους εφεσείοντες, πλην όμως ήταν στη βάση των όρων που περιέχονταν στο κείμενο εκείνο, όπως είχαν συμφωνηθεί, που συμπληρώθηκε η συμφωνία, με την εφεσείουσα 1 να αποδέχεται την καταβολή του αντιτίμου των £100.000 διά του εφεσείοντα 2. Σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 6 στο σύνολό του, απετέλεσε και το περιεχόμενο της προφορικής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων και των όρων της. Το ποσό των £100.000 που πλήρωσαν οι εφεσίβλητοι με επιταγή κατατέθηκε σε λογαριασμό πελατών της εφεσείουσας 1.
Στο σημείο τούτο, παρεμβάλλουμε ότι διαπιστώνεται ότι το Τεκμήριο 6 έχει τίτλο "ΣΥΜΦΩΝΙΑ", υπογράφεται εκ μέρους των εφεσιβλήτων, απευθύνεται προς τον εφεσείοντα 2 και αναφέρει, μεταξύ άλλων:
"ΕΠΕΙΔΗ γνωρίζουμε ότι είστε ο βασικός μέτοχος και το πρόσωπο που έχετε τον έλεγχο των εργασιών της εταιρείας C.N.H. CAPITAL MARKETS LTD (η "C.N.H."), με την οποία όπως γνωρίζετε συνεργαζόμαστε και
ΕΠΕΙΔΗ έχουμε πληροφορηθεί για την πρόθεση σας να προωθήσετε τη δημοσιοποιήση της C.N.H. και την εισαγωγή των μετοχών της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ("ΧΑΚ"), και
ΕΠΕΙΔΗ επιθυμούμε να αποκτήσουμε μετοχές στο κεφάλαιο της C.N.H. και θα θέλαμε όπως φροντίσετε να μας μεταβιβαστούν τέτοιες μετοχές και/ή εκδοθούν και παραχωρηθούν προς εμάς από την C.N.H. μετοχές στο κεφάλαιο της.
Με την επιστολή μας αυτή εσωκλείουμε επιταγή.."
Ακολούθως δε, αναφέρονται τα ακόλουθα στο έγγραφο - Τεκμήριο 6:
"3. Σε περίπτωση που οι μετοχές της C.N.H. δεν εισαχθούν στο ΧΑΚ μέσα σε περίοδο δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία αυτής της επιστολής, το Σχετικό Ποσό θα πρέπει να μας επιστραφεί μαζί με τόκους πάνω σ΄ αυτό που θα υπολογιστούν με τον ίδιο τρόπο όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2(γ) ανωτέρω."
Σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι εφεσείοντες 2-4, ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εφεσείουσας 1, καθίστανται υπόλογοι για την επιστροφή του επίδικου ποσού προς τους εφεσίβλητους, βάσει του άρθρου 3(3) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου αρ. 42(Ι)/2000 και σύμφωνα με τη γραμματική και τελεολογική ερμηνεία των προνοιών του.
Το ποσό των £100.000 πληρώθηκε με την προοπτική, κατόπιν συναφών παραστάσεων εκ πλευράς εφεσείοντα 2, της εισαγωγής των τίτλων των μετοχών της εφεσείουσας 1 στο ΧΑΚ.
Με την παρούσα έφεσή τους, οι εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, εγείροντας προς τούτο, τέσσερις συνολικά λόγους έφεσης.
Λόγος Έφεσης αρ. 1.
Σύμφωνα με τους εφεσείοντες, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και/ή εφάρμοσε το Νόμο αρ. 42(Ι)/2000, με τον οποίο προστέθηκε το άρθρο 58Β στο Νόμο αρ. 14(Ι)/1993 και, συνακόλουθα, εσφαλμένα εξέδωσε απόφαση εναντίον των εφεσειόντων και μάλιστα κεχωρισμένα. Ο Νόμος αρ. 42(Ι)/2000 θεσπίστηκε στις 7.4.2000. Ναι μεν οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονταν ότι συμφώνησαν και κατέβαλαν το διεκδικούμενο ποσό στις 18.10.2000, πλην όμως το άρθρο 3(3) του Νόμου εκείνου αναφέρεται και καλύπτει μόνο ποσά που εισπράχθηκαν πριν την έναρξη της ισχύος του Νόμου, δηλαδή πριν τις 7.4.2000. Με αυτό ως δεδομένο, το άρθρο 3(3) στο οποίο παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να έχει εφαρμογή. Θα μπορούσε να συζητηθεί, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, η εφαρμογή του άρθρου 58Β, το οποίο όμως δεν συζητήθηκε και, εν πάση περιπτώσει, και αν είχε εφαρμογή, δημιουργεί αλληλέγγυα και όχι κεχωρισμένα, ευθύνη εις βάρος εκείνων μόνο από τους διοικητικούς συμβούλους οι οποίοι εισέπραξαν ποσό εκ μέρους της εταιρείας. Στην υπό εξέταση δε περίπτωση, δεν αποδείχθηκε είσπραξη για λογαριασμό της εφεσείουσας 1 εταιρείας, ενώ διοικητικοί σύμβουλοι υπήρχαν και άλλοι, πέραν των εφεσειόντων, οι οποίοι όμως δεν προστέθηκαν ως εναγόμενοι.
Αντικρούοντας αυτό το λόγο έφεσης, οι εφεσίβλητοι συμφωνούν κατ΄ αρχάς ότι πράγματι το άρθρο 3(3) του Νόμου δεν είχε εδώ εφαρμογή, πλην όμως, η περίπτωση καλύπτεται από τις καθαρές πρόνοιες του άρθρου 58Β του Νόμου που εξάλλου είναι κατά της εφαρμογής του άρθρου τούτου που στρέφεται ο λόγος έφεσης αρ. 1.
Βρισκόμενοι σ΄ αυτό το σημείο, θα πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής:
Είναι γεγονός ότι οι πρόνοιες του άρθρου 3(3) του Νόμου δεν μπορούν να έχουν εδώ εφαρμογή για τους προαναφερθέντες λόγους που παρέθεσαν οι εφεσείοντες.
Είναι όμως επίσης γεγονός ότι στην Ειδοποίηση Έφεσης οι εφεσείοντες τόσο στην περιγραφή του 1ου λόγου έφεσης, όσο και στην αιτιολογία του, αναφέρονται μόνο σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου 42(Ι)/2000 "που θέσπισε το αρ. 58 Β στο Ν.14(Ι)/93" και παραθέτουν στη συνέχεια λόγους για τους οποίους το άρθρο 58Β δεν κάλυπτε την περίπτωση, χωρίς να γίνεται καμιά μνεία στο άρθρο 3(3) του Νόμου. Επίσης, στο Περίγραμμα Αγόρευσής τους οι εφεσείοντες και πάλι εκθέτουν τα περί μη εφαρμογής του άρθρου 58Β και λόγους για τους οποίους δεν μπορούσε να εκδοθεί απόφαση κεχωρισμένα εναντίον των εφεσειόντων, ενώ ακροθιγώς γίνεται και η προαναφερθείσα αναφορά στην εσφαλμένη παραπομπή και επίκληση από το πρωτόδικο Δικαστήριο, των προνοιών του άρθρου 3(3).
Το Εφετείο μπορεί εν πάση περιπτώσει να επικυρώσει πρωτόδικη απόφαση της οποίας το αποτέλεσμα και κατάληξη ήταν ορθά, παρόλον ότι θα έπρεπε να εφαρμοσθεί διαφορετική νομική βάση από εκείνη την οποία χρησιμοποίησε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Στην υπό εξέταση δε περίπτωση, η νομική βάση που παρέχεται από το άρθρο 58Β μπορεί κάλλιστα να διερευνηθεί από το Εφετείο, μετά που ασχολήθηκαν με αυτή σχεδόν αποκλειστικά και οι δύο πλευρές στην αντιδικία. Και θα πρέπει να διερευνηθεί έτσι ώστε να διακριβωθεί κατά πόσο ενυπάρχει η καταλογιζόμενη ευθύνη των διοικητικών συμβούλων - εφεσειόντων 2-4, δεδομένου ότι η ευθύνη της εφεσείουσας 1, δηλαδή της εταιρείας για επιστροφή των χρημάτων, υπήρχε εν πάση περιπτώσει λόγω της πρόνοιας στον όρο 3 της Συμφωνίας, η οποία προέβλεπε για επιστροφή των καταβληθέντων χρημάτων με τόκο στην περίπτωση μη εισαγωγής των μετοχών στο Χ.Α.Κ.
Οι πρόνοιες του άρθρου 58Β που εισήχθηκαν με το Νόμο αρ. 42(Ι)/2000 έχουν ως εξής:
"58Β. Εκδότης ή εταιρεία ή μέλος διοικητικού συμβουλίου εταιρείας για λογαριασμό της οποίας έγινε είσπραξη ποσού ή ανταλλάγματος από πώληση ή προσφορά πώλησης, ή από αποδοχή προσφοράς ή αίτησης για αγορά τίτλων, καθίσταται προσωπικά αλληλέγγυος για την επιστροφή οποιωνδήποτε ποσών ή ανταλλαγμάτων στους ενδιαφερόμενους επενδυτές σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 58 Α και οποιαδήποτε δήλωση ή συμφωνία που δεσμεύει τον ενδιαφερόμενο επενδυτή ότι δε θα ζητήσει την επιστροφή οποιουδήποτε ποσού ή ανταλλάγματος είναι άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε νόμιμο αποτέλεσμα."
Κατά την άποψή μας, αναφερόμενο σε κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου, το πιο πάνω άρθρο και καθιστώντας το "προσωπικά αλληλέγγυο" για την επιστροφή "οποιωνδήποτε ποσών", τίποτε άλλο δεν μπορεί να σημαίνει παρά ότι το κάθε ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου είναι προσωπικά υπεύθυνο για επιστροφή ολόκληρου του ποσού που καταβλήθηκε, όπως είναι και τα άλλα μέλη εξίσου υπεύθυνα, δηλαδή το κάθε μέλος είναι αλληλέγγυα και κεχωρισμένα υπεύθυνο για την επιστροφή ολόκληρου του ποσού και όχι οποιουδήποτε μέρους του.
Το γεγονός επομένως ότι στην υπό εξέταση υπόθεση κάποια άλλα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δεν είχαν εναχθεί, αυτό σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να επηρεάσει τη νομική ευθύνη των εναχθέντων εφεσειόντων.
Ούτε και μπορεί να ευσταθήσει ο άλλος ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι δεν θα έπρεπε να εκδοθεί απόφαση εναντίον οποιουδήποτε από τους εφεσείοντες στη βάση του άρθρου 58Β επειδή δεν υπήρχε μαρτυρία ότι οποιοσδήποτε από αυτούς εισέπραξε ποσό για λογαριασμό της εταιρείας, ούτε και η εταιρεία, ενώ ο εφεσείων 2 ο οποίος το εισέπραξε ήταν για δικό του όφελος. Ήταν το καθαρό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην πραγματικότητα η εφεσείουσα 1, δηλαδή η εταιρεία, εισέπραξε το επίδικο ποσό διά του εφεσείοντα 2. Εν πάση δε περιπτώσει, θα πρέπει εδώ να υπομνησθεί ότι ο ισχυρισμός των εφεσειόντων περί είσπραξης του ποσού προσωπικά από τον εφεσείοντα 2 και για λογαριασμό του ίδιου, όπως ασφαλώς και όλη η σχετιζόμενη προς τούτο μαρτυρία που δόθηκε από πλευράς εφεσειόντων, δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη ή ακόμα να επιτραπεί, εφόσον δεν καλυπτόταν από τη μόνη δικογραφημένη θέση των εφεσειόντων, στην κοινή Υπεράσπισή τους, σύμφωνα με την οποία, κανένα ποσό δεν εισέπραξαν από τους εφεσίβλητους και, επομένως, κανένας από αυτούς υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη.
Για τους λόγους τούτους, ο πρώτος λόγος έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.
Λόγος Έφεσης αρ. 2.
Όπως υποβάλλουν οι εφεσείοντες κάτω από αυτό το λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε τη δέουσα σημασία στα δικόγραφα και, ιδιαίτερα, στην Έκθεση Απαίτησης. Ενώ, δηλαδή, με την Έκθεση Απαίτησης οι εφεσίβλητοι προέβαλαν το βασικό ισχυρισμό ότι το ποσό των £100.000 καταβλήθηκε στην εφεσείουσα 1, δηλαδή την εταιρεία, τόσο η δοθείσα μαρτυρία όσο και η Συμφωνία - Τεκμήριο 6 κατέδειξαν ότι η συμφωνία έγινε με τον εφεσείοντα 2 και η εφεσείουσα 1 εισέπραξε το ποσό για λογαριασμό του πρώτου, το κατέθεσε σε λογαριασμό πελατών της και το πλήρωσε στον εφεσείοντα 2.
Βέβαια, οι πιο πάνω ισχυρισμοί, όπως ορθά παρατήρησε και ο συνήγορος των εφεσιβλήτων, δε συνιστούν ευρήματα με βάση την αξιολογηθείσα μαρτυρία που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, παρά μόνο την εκδοχή των εφεσειόντων. Εκδοχή η οποία δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο και η οποία, όπως έχουμε σχολιάσει προηγουμένως, δε θα έπρεπε εν πάση περιπτώσει να επιτραπεί, καθότι δε συνείδε με τη δικογραφημένη θέση των εφεσιβλήτων. Αντίθετα, έγινε δεκτή η εκδοχή και μαρτυρία των εφεσιβλήτων, η οποία σε τίποτε δεν υπολείπετο ή συγκρούετο με τους ισχυρισμούς τους στην Έκθεση Απαίτησης.
Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης δεν μπορεί να γίνει δεκτός.
Λόγος Έφεσης αρ. 3.
Με αυτό το λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα "συγκροτεί τη μαρτυρία" και εσφαλμένα κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων.
Συγκεκριμενοποιούν αυτό τους το γενικό ισχυρισμό οι εφεσείοντες, υποβάλλοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστους μάρτυρες οι οποίοι σε δύο περιπτώσεις έδωσαν διαφορετικές εκδοχές ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης, ήτοι στις καταθέσεις τους στην Αστυνομία με βάση τις οποίες ασκήθηκαν διώξεις και στη μαρτυρία τους ενώπιον του Δικαστηρίου. Μνεία ως προς τούτο, κάνουν οι εφεσείοντες του ότι ο ΜΕ3 Δ. Χρυσάνθου, χρηματιστής, ήταν αναξιόπιστος, αφού ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσε ότι την επιταγή των £100.000 την εξέδωσε κατόπιν εντολής της Διευθύντριας των εφεσιβλήτων κας Παρασκευαϊδου, με χρήματα που του είχε δώσει από πριν ο Όμιλος Ανδρέου και Παρασκευαϊδης και ότι την παρέδωσε αυθημερόν στον Όμιλο. Στην κατάθεσή του όμως στην Αστυνομία, ο ίδιος μάρτυρας ανέφερε ότι την επιταγή την εξέδωσε με εντολή του κ. Πανίκου Αριστοτέλους, που ήταν Λογιστής/Ελεγκτής και ενεργούσε για τους εφεσίβλητους από χρήματα που είχαν κατατεθειμένα για να διενεργούν χρηματιστηριακές πράξεις και την παρέδωσε αυθημερόν στον κ. Αριστοτέλους. Άλλος αναξιόπιστος μάρτυρας ήταν, σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, και ο Π. Αριστοτέλους, συνεταίρος στον Ελεγκτικό Οίκο που ήσαν οι Ελεγκτές του Ομίλου Ανδρέου και Παρασκευαϊδης και των εφεσιβλήτων, ο οποίος ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσε ότι ενήργησε κατ΄ εξουσιοδότηση των εφεσιβλήτων, παρουσιάζοντας ως Τεκμήριο και γραπτή εξουσιοδότηση. Αντεξεταζόμενος όμως ο μάρτυρας, παραδέχθηκε ότι στην κατάθεσή του στην Αστυνομία στις 30.7.2002, είχε αναφέρει ότι η εξουσιοδότηση που είχε από τους εφεσίβλητους ήταν προφορική. Δικαιολόγησε δε την τότε θέση του, λέγοντας αρχικά ότι δεν είχε πάρει μαζί του το φάκελο που τηρούσε για την υπόθεση, ενώ αργότερα είπε ότι είχε μαζί του και το φάκελο.
Σε σχέση με το θέμα τούτο, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την προσαχθείσα μαρτυρία, κατέγραψε την καλή εντύπωση την οποία του άφησαν οι μάρτυρες των εφεσιβλήτων ως σταθεροί στις τοποθετήσεις τους, ειλικρινείς και γνήσιοι από κάθε άποψη. Εντόπισε και το Δικαστήριο κάποιες "μικροαντιφάσεις" στη μαρτυρία τους, τις οποίες όμως χαρακτήρισε ως "επουσιώδεις" και "οπωσδήποτε με κανένα τρόπο δεικτικές οποιασδήποτε τάσης μεροληψίας προς όφελος των εναγόντων ή επίδειξης αλλότριων κινήτρων κατά των εναγομένων, αλλά τουναντίον ήσαν ενισχυτικές της γνησιότητας της μαρτυρίας τους."
Συμφωνούμε με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου τόσο ως προς την κατάταξη των υποδειχθεισών αντιφάσεων ως επουσιωδών, όσο και με τον τρόπο μεταχείρισής τους στο πλαίσιο αξιολόγησης της μαρτυρίας.
Περαιτέρω, κάτω από αυτό το λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες παραθέτουν σε κάποια έκταση τα κύρια σημεία της μαρτυρίας του ΜΥ1 Μ. Χατζηγαβριήλ - εφεσείοντα-εναγόμενου 3 και της ΜΥ2 Ε. Καραολή για να επαναλάβουν και πάλι ότι η εκδοχή την οποία θα έπρεπε να είχε αποδεχθεί το Δικαστήριο ήταν ότι η Συμφωνία - Τεκμήριο 6, η οποία υπογράφεται μόνο από τους εφεσίβλητους, δεν είναι συμφωνία με την εφεσείουσα 1, αλλά πρόκειται για συμφωνία μεταξύ των εφεσιβλήτων και του εφεσείοντα 2 ως μετόχου, η δε μη υπογραφή της από τον εφεσείοντα 2 δεν επηρεάζει την εγκυρότητά της, αφού ο εφεσείων 2 την αποδέχθηκε, εισέπραξε το ποσό των £100.000 και μεταβίβασε 125.000 μετοχές στους εφεσίβλητους. Βέβαια, πέραν του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε διαφορετικά κατόπιν ορθής αξιολόγησης της μαρτυρίας, δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε και πάλι επιπρόσθετα, ότι η εκδοχή του εφεσείοντα 2, αλλά και όλων των εφεσειόντων από κοινού στην Έκθεση Υπεράσπισής τους, ήταν ότι δεν έγινε οποιαδήποτε συμφωνία με αυτούς και δεν εισπράχθηκε κανένα ποσό για πώληση μετοχών της εφεσείουσας 1.
Επομένως, η εκ των υστέρων προβολή της πιο πάνω εκδοχής δεν ήταν επιτρεπτή, αφού εκβαίνει του δικογράφου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εν τούτοις, σε μια εμπεριστατωμένη ανάλυση της μαρτυρίας των μαρτύρων των εφεσιβλήτων στις σελίδες 5-8 της προσβαλλόμενης Απόφασης, αιτιολογεί πλήρως τους λόγους της αναξιοπιστίας αυτής της μαρτυρίας.
Υπ΄ αυτές τις συνθήκες, δε συντρέχει κανένας λόγος γιατί το Εφετείο θα έπρεπε ή θα εδικαιολογείτο να παρέμβει στον τρόπο αξιολόγησης της εκατέρωθεν δοθείσας μαρτυρίας και στη συνακόλουθη εξαγωγή των ευρημάτων και συμπερασμάτων του Δικαστηρίου με βάση τις καλά καθιερωμένες αρχές της νομολογίας που διέπουν το θέμα. (Αγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1 ΑΑΔ 713, Star Fiberglass Ltd v. Elneda Trading Ltd (1992) 1 ΑΑΔ 875, κ.ά.).
Δεν μπορεί να ευσταθήσει ούτε αυτός ο λόγος έφεσης.
Λόγος Έφεσης αρ. 4.
Με τον τελευταίο τούτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέκλεισε ουσιώδη μαρτυρία, χωρίς νόμιμη δικαιολογία.
Πιο συγκεκριμένα, οι εφεσείοντες διατείνονται κατ΄ αρχάς ότι το Δικαστήριο δε δέχθηκε την επανάκληση μάρτυρα για περαιτέρω αντεξέταση, απορρίπτοντας σχετική αίτηση. Πρόκειται για το ΜΕ2 Δ. Χρυσάνθου σε σχέση με τον οποίο, κατά τους εφεσείοντες, είχε υποβληθεί αίτημα για επανάκλησή του, ώστε να αντεξετασθεί περαιτέρω για ζητήματα που αφορούσαν την αξιοπιστία του, πλην όμως το αίτημα απορρίφθηκε, παρά την ύπαρξη ευνοϊκής για το αίτημα νομολογίας, στην οποία και παραπέμπουν οι εφεσείοντες.
Σε σχέση με το παράπονο τούτο των εφεσειόντων, διαπιστώνεται από τη σελίδα 33 των τηρηθέντων πρακτικών ότι, όπως είχε δηλώσει ο συνήγορος των εφεσειόντων-εναγομένων στο Δικαστήριο, ο μοναδικός λόγος για τον οποίο εζητείτο η επανακλήτευση ήταν για να επιβεβαιώσει ο ΜΕ2 ότι γραπτή κατάθεση που επισυνάπτεται στην αίτηση επανακλήτευσης ήταν πράγματι η κατάθεση που είχε δώσει ο μάρτυρας στην Αστυνομία, σε ασυμφωνία με σημεία της μαρτυρίας του ενώπιον του Δικαστηρίου.
Όμως, όπως επισημαίνει και ο συνήγορος των εφεσιβλήτων, παρά την απόρριψη του αιτήματος επανακλήτευσης του μάρτυρα για το δηλωθέντα σκοπό, ο σκοπός εκείνος εν πάση περιπτώσει επιτεύχθηκε, αφού οι εφεσείοντες καταχώρησαν στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 18 την κατάθεση που είχε δώσει ο μάρτυρας στην Αστυνομία. Όπως δε πράγματι διαπιστώνεται από τα τηρηθέντα πρακτικά, κατά τη δικάσιμο της 5.12.2006 και στην κύρια εξέτασή του ΜΥ3 Μ. Χατζηγαβριήλ, κατατέθηκαν ως τεκμήρια 13-18 έγγραφα από τα οποία το Τεκμήριο 18 ήταν η κατάθεση του μάρτυρα στην Αστυνομία. Ανεξάρτητα λοιπόν από την ορθότητα ή μη της απόρριψης του αιτήματος για επανακλήτευση του μάρτυρα προς επιβεβαίωσή του ότι είχε δώσει τη συγκεκριμένη κατάθεση, το γεγονός παραμένει ότι τελικά η κατάθεση κατέστη τεκμήριο ως η κατάθεση του μάρτυρα και αξιοποιήθηκε από τους εφεσείοντες για κατάδειξη αντιφάσεων μεταξύ των λεχθέντων από το ΜΥ3 στην Αστυνομία και δηλώσεων του ενώπιον του Δικαστηρίου, αντιφάσεων που εξετάστηκαν κάτω από το λόγο έφεσης αρ. 2. Επομένως, το παράπονο των εφεσειόντων παραμένει χωρίς ουσία και αντικείμενο.
Άλλο παράπονο των εφεσειόντων κάτω από αυτό το λόγο έφεσης είναι ότι το Δικαστήριο δε δέχθηκε ως τεκμήρια φωτοαντίγραφα εγγράφων που παρουσιάζοντο από τον υπογραφέα τους.
Όπως διαπιστώνεται από τη μελέτη των σελίδων 80-81 των τηρηθέντων πρακτικών, η υπεράσπιση επεχείρησε να παρουσιάσει ως τεκμήρια φωτοτυπίες ψηφισμάτων της εφεσείουσας 1 και, κατόπιν ένστασης από την πλευρά των εφεσιβλήτων και κατόπιν επιχειρηματολογίας των συνηγόρων, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις πρόνοιες των άρθρων 34 και 36, ιδιαίτερα του άρθρου 34(1)(β) (προφανώς του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε) και αποφάνθηκε ότι το αίτημα για κατάθεση των εγγράφων απορρίπτεται, επειδή δε δόθηκε επαρκής αιτιολογία για τη μη παρουσίαση των πρωτοτύπων των εγγράφων. Οι εφεσείοντες δεν επεξηγούν σε τι διαφωνούν με την ενδιάμεση αυτή απόφαση του Δικαστηρίου και, επομένως, δε θα εξετάσουμε το παράπονό τους περαιτέρω, εικοτολογώντας.
Άλλο έγγραφο, το οποίο σύμφωνα με τους εφεσείοντες εσφαλμένα αποκλείστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι το ενημερωτικό δελτίο της εφεσείουσας 1. Ούτε και σε σχέση με αυτό το έγγραφο εξηγείτο στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων πως επιχειρήθηκε η παρουσίασή του, από ποιόν, και γιατί αποκλείστηκε, αν αποκλείστηκε. Ούτε και προβάλλεται λόγος στον οποίο στηρίζεται η θέση των εφεσειόντων ότι εσφαλμένα ήταν που αποκλείστηκε η παρουσίαση του εγγράφου. Υπ΄ αυτές τις συνθήκες δεν μπορούμε να ασχοληθούμε με το θέμα περαιτέρω.
Η έφεση απορρίπτεται και ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα επιδικάζονται εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Κ. Κληρίδης, Δ.
/ΧΤΘ