ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 213
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 376/2008)
21 Φεβρουαρίου, 2012
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΑΛΑΦΩΡΗΣ,
Εφεσείων -Ενάγων
ν.
1. ΙΩΑΝΝΗ ΚΟΛΟΚΑΣΙΔΗ,
2. ΜΕΤΑΦΟΡΑΙ ΣΚΥΒΑΛΩΝ Α. ΚΟΛΟΚΑΣΙΔΗΣ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
________________________
Παύλος Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Στέλλα Ερωτοκρίτου (κα), για τους Εφεσίβλητους.
________________________
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του εφεσείοντα Αρ. 11158/2004 για αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες που αυτός υπέστη σε τροχαίο δυστύχημα.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως αυτά έγιναν αποδεκτά από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση της μαρτυρίας του Αστυφύλακα Στέφανου Ιωάννου, Μ.Ε.1, του εφεσίβλητου 1 - εναγομένου 1 και του περιεχομένου της κατάθεσης στην Αστυνομία του Yasid Hussein - ο μάρτυρας αυτός δεν κατέθεσε στο Δικαστήριο γιατί, στο μεταξύ, είχε αναχωρήσει από την Κύπρο - το δυστύχημα συνέβη λίγα λεπτά πριν τις 1.40 π.μ., στις 26/1/2004, στην οδό Γρηγόρη Αυξεντίου, στο χωριό Αγία Βαρβάρα. Πρόκειται για δρόμο διπλής κατεύθυνσης, εντός κατοικημένης περιοχής, με όριο ταχύτητας 50 χιλιόμετρα ανά ώρα. Το συγκεκριμένο βράδυ ο καιρός ήταν βροχερός, την ώρα, όμως, του δυστυχήματος η βροχή είχε σταματήσει, αλλά η άσφαλτος ήταν υγρή. Ο φωτισμός στο δρόμο ήταν καλός, πλησίον δε του σημείου του δυστυχήματος υπήρχε φωτισμός από λαμπτήρα της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, (η «Α.Η.Κ.»). Ο εφεσίβλητος 1 με βοηθό το Hussein, οδηγούσε το σκυβαλοφόρο με Αρ. Εγγραφής UE 266 στο χωριό Αγία Βαρβάρα. Σε κάποιο σημείο της οδού Γρηγόρη Αυξεντίου, το στάθμευσε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας του, έξω από την Υπεραγορά Κυπριανού, για περισυλλογή των σκυβάλων. Στο συγκεκριμένο σημείο, έχουν πλάτος: ο δρόμος 5.90 μέτρα, το πεζοδρόμιο στη λωρίδα που έγινε το δυστύχημα 2.40 μέτρα και το παγκέτο στην αντίθετη λωρίδα ένα μέτρο. Ο εφεσίβλητος 1 άφησε τη μηχανή του σκυβαλοφόρου αναμμένη, τα φώτα του στη χαμηλή στάση, τα φώτα κινδύνου να αναβοσβήνουν και το φάρο πάνω από την καμπίνα του οδηγού σε λειτουργία και πήγε με το βοηθό του να μαζέψουν τα σκύβαλα. Ο εφεσείων, ο οποίος οδηγούσε το αυτοκίνητο του με Αρ. Εγγραφής VL 492 κανονικά στην πορεία του, με κατεύθυνση προς Λευκωσία, χωρίς να αντιληφθεί το σταθμευμένο σκυβαλοφόρο, παρά την καλή ορατότητα που υπήρχε - κατά τη διάρκεια της ημέρας είναι 100 μέτρα, και το συγκεκριμένο βράδυ δεν περιοριζόταν ούτε από βροχή, ούτε από ομίχλη - κτύπησε σ' αυτό και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Το αυτοκίνητό του σφηνώθηκε κάτω από τον μπροστινό προφυλακτήρα του σκυβαλοφόρου και, για τον απεγκλωβισμό του, χρειάστηκε να μετακινηθεί το τελευταίο προς τα πίσω.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα και το Μ.Ε.2 - Κώστα Πιτταρά - είναι το πρόσωπο που πέρασε από τη σκηνή λίγα λεπτά μετά το δυστύχημα και που μετέφερε τον εφεσείοντα στο νοσοκομείο - ως αναξιόπιστους. Χαρακτήρισε τη μαρτυρία του εφεσείοντα «φτιαχτή» και «αντιφατική» και του Μ.Ε.2 «προσεκτική» και «επιλεκτική», με σκοπό να βοηθήσει τον εφεσείοντα. Απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα ότι το συγκεκριμένο βράδυ έβρεχε και είχε αέρα και πυκνή ομίχλη, η οποία περιόριζε την ορατότητά του σε ένα μόνο μέτρο γύρω από το φως του ηλεκτρικού πασσάλου, στη βάση της μαρτυρίας του ότι, λίγο πριν τη σύγκρουση, είδε φώτα αυτοκινήτου από απόσταση 80 - 100, περίπου, μέτρων να έρχονται κανονικά στην πορεία τους. Απέρριψε, επίσης, τη θέση του ότι ο ίδιος αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για αυτοκίνητο μόνο όταν χτύπησε σ' αυτό, γιατί, καθώς έκρινε, αυτός, καίτοι από απόσταση 80-100 μέτρων, όπως κατέθεσε, είδε φώτα αυτοκινήτου, δεν έλαβε μέτρα, παρά τις συνθήκες που ο ίδιος περιέγραψε ότι επικρατούσαν, αλλά και γιατί ο ισχυρισμός του ότι ο δρόμος στο συγκεκριμένο σημείο παρουσίαζε «σέλωμα», γι' αυτό τα φώτα αυτοκινήτου που αντιλήφθηκε χάθηκαν, ερχόταν σε αντίθεση με τη μαρτυρία του Μ.Ε.1. Ο ισχυρισμός του για την ταχύτητα με την οποία αυτός οδηγούσε κατά την ώρα του δυστυχήματος, επίσης, δεν έγινε δεκτός. Δεν μπορούσε, κατέληξε, εάν η ταχύτητά του ήταν 25 - 30 χιλιόμετρα ανά ώρα, η σύγκρουση να ήταν τόσο σφοδρή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη συνέχεια, καθοδηγούμενο από νομολογία[1], κατέληξε ότι ο εφεσείων έφερε την αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα. Αιτία του δυστυχήματος δεν ήταν η στάθμευση του σκυβαλοφόρου στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, αλλά η αδυναμία του εφεσείοντα. Αυτός, παρά το ότι αντιλήφθηκε το σκυβαλοφόρο από μεγάλη απόσταση - ήταν ορατό, αφού είχε αναμμένα τα φώτα του, τα φώτα κινδύνου και τον περιστρεφόμενο φάρο - δεν κατόρθωσε να αποφύγει τη σύγκρουση. Κτύπησε στο σκυβαλοφόρο με την ταχύτητα με την οποία κινείτο, με αποτέλεσμα το αυτοκίνητό του να σφηνωθεί κάτω από αυτό και να καταστραφεί εντελώς. Ενόψει της κατάληξής του σε σχέση με την ευθύνη, δεν ασχολήθηκε με το ζήτημα των αποζημιώσεων, για το οποίο είχε ακουστεί μαρτυρία.
Ο εφεσείων δε διατύπωσε λόγους έφεσης σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Υποστηρίζει ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ευθύνη, «έστω στη βάση των ευρημάτων του», είναι λανθασμένο. Ο δεύτερος και τελευταίος λόγος έφεσης αφορά μόνο στο γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν καθόρισε τις αποζημιώσεις, έτσι ώστε, σε περίπτωση που η πρωτόδικη απόφαση ήθελε ανατραπεί, να μην παρίστατο ανάγκη επανεκδίκασης της υπόθεσης.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα, τόσο με το περίγραμμα αγόρευσής του όσο και κατά την ενώπιόν μας συζήτηση της έφεσης, υποστήριξε, κατ' επίκληση της Τσολάκης ν. Ανδρέου κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 129, ότι μεγάλο ποσοστό ευθύνης για το δυστύχημα φέρει ο εφεσίβλητος 1, καίτοι, εισηγήθηκε, ο εφεσείων δεν είναι άμοιρος ευθύνης. Ο εφεσίβλητος 1 στάθμευσε στη λωρίδα κυκλοφορίας του εφεσείοντα, υπό τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν, ενώ είχε τη δυνατότητα να οδηγήσει το σκυβαλοφόρο σε μεγάλο χώρο στάθμευσης που υπήρχε πλησίον.
Είναι καλά γνωστό ότι κάθε υπόθεση κρίνεται υπό το φως των δικών της γεγονότων, όπως και ότι το εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει διαπιστώσεις ως προς τον καταμερισμό ευθύνης μόνο όταν διαπιστώνει λάθος αρχής ή καταφανώς εσφαλμένο καταμερισμό - (βλ., μεταξύ άλλων, Demetrios Emmanuel and Another v. Andronicos Nicolaou and Another (1977) 1 C.L.R. 15 και Flourentzou v. Christodoulou (1988) 1 C.L.R. 791).
Τα γεγονότα στην Τσολάκης ν. Ανδρέου κ.ά., (πιο πάνω), στην οποία, κατά κύριο λόγο, στηρίχτηκε ο συνήγορος του εφεσείοντα και στην οποία το ποσοστό ευθύνης καταμερίστηκε εξ ίσου στον οδηγό που στάθμευσε παράνομα το αυτοκίνητό του στη λανθασμένη λωρίδα κυκλοφορίας και στον οδηγό του οχήματος που κτύπησε σ' αυτό, είναι εντελώς διαφορετικά από τα γεγονότα της παρούσας. Εκεί, ο οδηγός, ο οποίος προσέκρουσε στο πίσω μέρος σταθμευμένου στην πορεία του οχήματος, οδηγούσε στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας - Λεμεσού - δρόμο διπλής κατεύθυνσης, με τέσσερις λωρίδες κυκλοφορίας και όριο ταχύτητας 100 χιλιόμετρα ανά ώρα - με κατεύθυνση προς Λεμεσό, με ταχύτητα 130 - 140 χιλιόμετρα ανά ώρα. Η ορατότητα στο σημείο όπου συνέβη το δυστύχημα, χωρίς παρεμβολή άλλων οχημάτων, ήταν γύρω στα 280 μέτρα, του αυτοκινήτου, όμως, του οδηγού που προσέκρουσε στο σταθμευμένο όχημα, προπορευόταν άλλο αυτοκίνητο, το οποίο επηρέαζε την ορατότητα. Ο οδηγός του προπορευόμενου οχήματος, την τελευταία στιγμή, ενώ βρισκόταν σε απόσταση 20 μέτρων από το σταθμευμένο όχημα, το αντιλήφθηκε και, με απότομο ελιγμό, κατόρθωσε να το αποφύγει. Ο οδηγός, όμως, που ακολουθούσε δεν είχε το χρόνο, με την ταχύτητα που οδηγούσε, να αντιληφθεί τον κίνδυνο από το σταθμευμένο αυτοκίνητο και να λάβει μέτρα για να αποφύγει τη σύγκρουση.
΄Οπως αναφέρθηκε στην Τσολάκης ν. Ανδρέου κ.ά.:- (σελ. 140)
«Σύμφωνα με το σκεπτικό της υπόθεσης Πραστίτης[2], το κατά πόσο η ύπαρξη ορισμένου αντικειμένου σε ορισμένο χώρο συνιστά κίνδυνο και το κατά πόσο εξ αυτού προκλήθηκε ζημιά, εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Το κριτήριο της ορατότητας είναι σχετικό.»
Τα γεγονότα της Κλεάνθους κ.ά. ν. Ευαγγέλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1681, από την οποία ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε - εκεί ολόκληρη η ευθύνη επιρρίφθηκε από το Εφετείο στον οδηγό που προσέκρουσε στο σταθμευμένο όχημα - είναι διαφορετικά από τα γεγονότα της Τσολάκης ν. Ανδρέου κ.ά., όπως, άλλωστε, διαπίστωσε και το Εφετείο στην τελευταία.
΄Εχοντας εξετάσει τα γεγονότα, όπως αυτά έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο, έχουμε τη γνώμη ότι δεν υπήρξε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της, κατά τα άλλα, παράνομης στάθμευσης του σκυβαλοφόρου οχήματος από τον εφεσίβλητο 1 και του δυστυχήματος που προκλήθηκε, το οποίο οφειλόταν αποκλειστικά στην αμέλεια του εφεσείοντα, ο οποίος, παρά την ορατότητα που υπήρχε στο δρόμο, τόσο από το λαμπτήρα της Α.Η.Κ. όσο και από τα φώτα του σκυβαλοφόρου, τα οποία έδιδαν επαρκή προειδοποίηση του κινδύνου στην πορεία του, παρέλειψε να τον αντιληφθεί και να λάβει μέτρα αποφυγής του, είτε ελαττώνοντας ταχύτητα, είτε οδηγώντας δεξιότερα. Θεωρούμε τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ευθύνη ορθή. Επαναλαμβάνουμε, όμως, πως, σε τέτοιες περιπτώσεις, το πρωτόδικο δικαστήριο είναι ορθό να καθορίζει τις αποζημιώσεις, ώστε να καλυφθεί το ενδεχόμενο έφεσης ως προς την ευθύνη.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσιβλήτων.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Κ. Κληρίδης, Δ.
/ΜΠ
[1] Flourentzou v. Christodoulou (1988) 1 C.L.R. 791 και Κλεάνθους κ.ά. ν. Ευαγγέλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1681.
[2] Πραστίτης ν. Συνδ. Αδειούχων Λιμεν. Αχθοφ. Λιμένος Λ/σού κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 2144