ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 102
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 54/2008
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., XATZHXAMΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ,
Εφεσείων-εναγόμενος,
και
ΝΙΚΟΛΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,
Εφεσίβλητος-Ενάγων.
― ― ― ―
Μ. Βορκάς, για εφεσείοντα
Α. Παπαδοπούλου (κα), και Γ. Καραμανώλης, για εφεσίβλητο
Π. Αρτέμη, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Με την αγωγή του ο εφεσίβλητος-ενάγων απαιτούσε αποζημιώσεις για λίβελο και «συκοφαντική δυσφήμιση» (επιζήμια ψευδολογία), που κατά τον ισχυρισμό του περιέχονταν σε άρθρο του δημοσιογράφου εφεσείοντα-εναγομένου που είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα «ΠΟΛΙΤΗΣ», στις 21.8.05, το οποίο είχε ως ακολούθως:
«΄Η ΣΧΕΣΗ ΔΙΑΠΛΟΚΗΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΜΕ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ - Ο «ΗΛΙΟΣ» ΟΙ ΦΟΥΣΚΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΑΞΙΟΠΙΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ.
Ακόμη και εάν το πόρισμα, είναι δίκαια αθωωτικό για την εταιρεία «Ήλιος» κανείς δεν θα πιστέψει το αποτέλεσμα, διότι κλονίστηκε - όχι αδικαιολόγητα - η εμπιστοσύνη του Πολίτη στους θεσμούς . Η έρευνα αυτή της Βουλής δεν κατέληξε πουθενά, κυρίως λόγω της διαπλοκής που υπήρξε την εποχή της φούσκας στο ΧΑΚ με πολιτικά πρόσωπα και ισχυρούς πολιτικούς παράγοντες .
Η διαπλοκή
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι πολιτικοί παράγοντες, κυρίως μεγαλοδικηγόροι, συμμετέχουν ή είναι πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων σε εταιρείες που δραστηριοποιήθηκαν στο ΧΑΚ. Αυτή η σχέση θεωρείται φυσιολογική, αφού κάθε μεγάλη εταιρεία έχει πρόσβαση με δικό της άνθρωπο στο πολιτικό σύστημα . Να σημειωθεί πως η συμμετοχή πολιτικών σε συμβούλια ιδιωτικών επιχειρήσεων δεν θεωρείται μεμπτή στη χώρα μας. Ο Τάσσος Παπαδόπουλος, προτού εκλεγεί Πρόεδρος, συμμετείχε στα συμβούλια πολλών μεγάλων εταιρειών και τραπεζών, των οποίων ήταν και νομικός σύμβουλος. Με τέτοιες προσωπικές σχέσεις και εξαρτήσεις είναι σχεδόν αδύνατο να υπάρξει ουσιαστικός έλεγχος των δραστηριοτήτων των εταιρειών από το κράτος, γεγονός που ενθαρρύνει την ασυδοσία και εκτρέφει τη διαφθορά.
Η "Suphire"
Ενδεικτικό του μεγέθους της διαφθοράς που υπάρχει στη χώρα μας είναι η περίπτωση της επενδυτικής εταιρείας "Suphire" εναντίον της οποίας εξετάζεται ποινική υπόθεση οικειοποίησης 8.000.000 λιρών από το Ταμείο Προνοίας των υπαλλήλων της Αρχής Ηλεκτρισμού, ενώ άλλα έξι εκατομμύρια έκαναν φτερά από το ταμείο των πιλότων. Το γεγονός ότι στο συμβούλιο της εταιρείας, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν ο γιος του Προέδρου Παπαδόπουλου, Νικόλας, καθώς και η κόρη του τότε υφυπουργού του, Πολάκη Σαρρή, πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Είναι επίσης γνωστό ότι ο πρόεδρος της εταιρείας Γ. Ανδρονίκου ήταν από τους βασικούς χρηματοδότες της εκστρατείας του Προέδρου Παπαδόπουλου στις εκλογές, ενώ οι φωτογραφίες του δίπλα από τον Πρόεδρο στο επινίκιο πάρτι που οργάνωσε στο σπίτι του μετά τις εκλογές, φιλοξενήθηκαν στα κοσμικά περιοδικά . (βλ. Τεκμήρια 1 και 8).
Ανάμεσα στα παραδεκτά γεγονότα ήταν και το ακόλουθο:
«Ο ενάγων είναι γιος του Προέδρου της Δημοκρατίας και ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου, ως συνέταιρος στο δικηγορικό γραφείο Τάσσος Παπαδόπουλος & Σια, με έδρα τη Λευκωσία και κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου του ΔΗΚΟ και γνωστός στη κυπριακή κοινωνία για το ήθος και ακεραιότητα του.»
Ο πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε την αιτία αγωγής που αφορούσε επιζήμια ψευδολογία και η κατάληξη αυτή δεν έχει εφεσιβληθεί. Περαιτέρω, κατέληξε πως το άρθρο ήταν δυσφημιστικό και, απορρίπτοντας τις υπερασπίσεις που πρόβαλε ο εφεσείων-εναγόμενος, δηλαδή της αλήθειας, του έντιμου σχολίου, και του προνομίου υπό επιφύλαξη, επεδίκασε ποσό £8.000 ως αποζημίωση στον εφεσίβλητο-ενάγοντα.
Με τους λόγους έφεσης βασικά προσβάλλονται τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως το άρθρο ήταν δυσφημιστικό καθώς και η ορθότητα της απόρριψης των υπερασπίσεων που εγέρθηκαν. Υπάρχει επίσης και λόγος έφεσης που αφορά τα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων που κατέθεσαν, καθώς και τον αποκλεισμό ορισμένων γεγονότων που φαίνονται στις λεπτομέρειες των παραγράφων 17 και 18 της Έκθεσης Υπεράσπισης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε τη μαρτυρία, έκαμε και αναφορά στις αρχές που διέπουν τον τρόπο που κρίνεται αν κάποιο δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό. Ορθά αποδίδει τη νομική θέση το απόσπασμα που ακολουθεί από τις σελ. 10 - 11 της απόφασης:
«Το κατά πόσον ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό, κρίνεται από το Δικαστήριο και αποφασίζεται ως ζήτημα πραγματικό, με απόδοση στις λέξεις ή φράσεις, της συνήθους φυσικής τους έννοιας, με γνώμονα το μέτρο του μέσου λογικού πολίτη. Δεν έχει σημασία το κατά πόσον ένας αναγνώστης ή ακόμη και ο ίδιος ο ενάγων, δυνατόν να θεωρήσει το δημοσίευμα δυσφημιστικό, ούτε και έχει σημασία η μαρτυρία που τυχόν δίδεται για το πώς ένα δημοσίευμα έγινε αντιληπτό σε σχέση με το νόημα και τη γενική του έννοια. Ο ενάγων, δε μπορεί να αποδώσει ο ίδιος δυσφημιστική έννοια στο δημοσίευμα και να θεωρήσει τον εαυτό του θιγμένο, αν το κείμενο είναι δεκτικό και άλλων αθώων ερμηνειών. Κατά την εξέταση του κειμένου το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, όχι μόνον την ετυμολογία συγκεκριμένων λέξεων αλλά και το σύνολο του περιεχομένου του, με αναφορά στο χρόνο και τόπο του δημοσιεύματος καθώς και στην ισχύουσα κοινή γνώμη για το θέμα, με την επισήμανση, ότι κάποια μομφή δυνατόν να είναι δυσφημιστική, ανεξαρτήτως αν γίνεται πιστευτή από αυτούς στους οποίους δημοσιοποιείται. Οι λέξεις στις οποίες αποδίδεται δυσφημιστικό περιεχόμενο πρέπει να ερμηνεύονται στο σύνολό τους. Είναι δυνατόν η μια ή η άλλη διατύπωση σε ένα κείμενο, να θεωρείται δυσφημιστική, όπως είναι εξίσου δυνατόν, να υπάρχουν εκεί και άλλες φράσεις ή προτάσεις οι οποίες να απομακρύνουν από την πρώτη εντύπωση (βλ. Gatley On Libel and Slander, 10η έδ., 2004, παρα. 3.12 - 3.17).»
Προχώρησε ακολούθως και, με αναφορά στις λέξεις και το περιεχόμενο του άρθρου, έδωσε τη δική του ερμηνεία στην έννοια της δημοσίευσης, ορθά παρατηρώντας κατά τη διαδικασία αυτή πως ο εφεσίβλητος «ως δικηγόρος και δημόσιο πρόσωπο, . ήταν δυνατόν (και τούτο είναι θεμιτό), να έδιδε αφορμή σε δημόσια συζήτηση και σκληρή κριτική ακόμη και στην περίπτωση που δεν υπήρχε (και δεν υπήρχε εδώ), κατά νομική ακριβολογία πρόβλημα ασυμβατότητας μεταξύ της συμμετοχής του στο διοικητική συμβούλιο δημόσιας εταιρείας. με την ιδιότητά του ως δικηγόρου και πολίτου και ακόμη, καλώς ή κακώς, με την ιδιότητα του ως γιου του Προέδρου της Δημοκρατίας».
Η τελική του κατάληξη επί του θέματος ήταν η ακόλουθη:
«Με κατά νουν τις πρόνοιες του άρθρου 17 του Κεφ. 148, το δημοσίευμα είτε διαβαστεί μεμονωμένως (στη μορφή δηλαδή, που το παράθεσε ο ενάγων στην Έκθεση Απαίτησης), είτε αναγνωστεί ως μέρος του συνόλου του δημοσιεύματος - Τεκμήριο 8, είναι δυσφημιστικό για το πρόσωπο του ενάγοντα, αφού του αποδίδει ανεντιμότητα, ανηθικότητα, αναξιοπρέπεια, διαφθορά, διαπλοκή και χρησιμοποίηση αντιδεοντολογικών μεθόδων με σκοπό την αποκόμιση οικονομικού και προσωπικού οφέλους.»
Παρόλο ότι κατά την άποψη μας το άρθρο αυτό δεν αποδίδει στον εφεσίβλητο-ενάγοντα άμεσα «ανεντιμότητα, ανηθικότητα, αναξιοπρέπεια, διαφθορά, διαπλοκή και χρησιμοποίηση αντιδεοντολογικών μεθόδων με σκοπό την αποκόμιση οικονομικού και προσωπικού οφέλους», εντούτοις κρίνουμε ότι τουλάχιστον αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να υπάρχει τέτοια δυνατότητα ή ανοχή από τον ενάγοντα. Θεωρούμε πως το δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό.
Θα προχωρήσουμε τώρα να εξετάσουμε κατά πρώτον τις υπερασπίσεις έντιμου σχολίου (fair comment) και προνομίου υπό επιφύλαξη (qualified privilege).
Προτού όμως προχωρήσουμε θα θέλαμε να επισημάνουμε την παράθεση από το πρωτόδικο Δικαστήριο των αρχών που διέπουν το θέμα της ελεύθερης έκφρασης, όπως προκύπτουν από τη νομολογία.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, με βάση τις σχετικές αυθεντίες, παρατηρεί τα ακόλουθα, τα οποία μας βρίσκουν απόλυτα σύμφωνους:
«Η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί ευλογία και γνώρισμα κάθε πολιτισμένης κοινωνίας, όμως ο περιορισμός του δικαιώματος αυτού, δικαιολογείται προς όφελος της προστασίας της υπόληψης και των δικαιωμάτων τρίτων. Ο περιορισμός είναι προς όφελος και των ιδίων των δημοσιογράφων έτσι ώστε τα γραφόμενα τους να απεικονίζουν την αλήθεια και όχι την αναλήθεια. Τελικός κριτής για την αναγκαιότητα του περιορισμού είναι το Δικαστήριο. Αν γινόταν παραδεκτή, άνευ συνεπειών, η προβολή αναληθών δημοσιευμάτων, το κοινό θα έπαυε να τους αποδίδει πίστη, είτε αυτά είναι αληθή είτε είναι ψευδή. Η φήμη αποτελεί αναπόσπαστο και σημαντικό μέρος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Μια και κηλιδωθεί από ανυπόστατους ισχυρισμούς σε εφημερίδες εθνικής εμβέλειας ή άλλα συγγράμματα (που αναλόγως της περίπτωσης, μπορεί να έχουν το ίδιο ή και περισσότερο εκτόπισμα), η φήμη του ατόμου μπορεί να ζημιωθεί για πάντα, ιδιαίτερα εάν δεν παρέχεται η ευκαιρία στο ίδιο να την υπερασπίσει. Όταν αυτό συμβαίνει, χαμένοι είναι τόσον η κοινωνία όσον και το άτομο. Η προστασία της φήμης του ατόμου συντελεί στο καλό του δημοσίου. Είναι προς το δημόσιο συμφέρον να μην αμαυρώνεται η φήμη δημοσίων προσώπων με ασύδοτο λόγο και ψέμα. Η προστασία της υπόληψης είναι απαραίτητη για την ανεμπόδιστη άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου. Δεν είναι δίκαιο το άτομο να λειτουργεί κάτω από τη σκιά του ψόγου και της υπονόμευσης της κοινωνικής του υπόστασης. Είναι αυτή η πραγματικότητα που καθιστά αναγκαίο τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης. Το θέμα της εξισορρόπησης του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης και της μετάδοσης πληροφοριών από τον Τύπο και τα ΜΜΕ, με το θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου για τη φήμη και υπόληψή του, είναι δύσκολο και λεπτό. Από τη μια, το δικαίωμα ελευθερίας του Τύπου, δίδει ενθάρρυνση στην ελεύθερη συζήτηση πάνω σε δημόσια θέματα, ενώ από την άλλη, παρίσταται αναγκαίος ο αποκλεισμός αναληθών και δυσφημιστικών δηλώσεων έτσι ώστε να προστατεύεται το άτομο και για να βελτιώνεται η ποιότητα της δημοσιογραφίας με τον αποκλεισμό της κακής πληροφόρησης και την προστασία του δικαιώματος του κοινού για ορθή ενημέρωση. Δεν υφίσταται δικαίωμα στη δυσφήμιση οποιουδήποτε προσώπου. Ωστόσο, η προστασία του δικαιώματος στη φήμη, δε θα πρέπει να είναι υπέρμετρη σε σχέση με την προστασία άλλων ανταγωνιστικών δικαιωμάτων, όπως το συζητούμενο δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης. Θα πρέπει να υπάρχει μεταξύ των δύο αναλογία. Η έννοια της αναλογικότητας δεν εξυπακούει ισότητα μεταξύ ανταγωνιστικών συμφερόντων, αλλά αντιπαραβολή με ανοικτή συζήτηση, θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος, με τρόπο που να μην αποθαρρύνει το κοινό από την έκφραση γνώμης λόγω φόβου ποινικών ή άλλων κυρώσεων. Η σύγχρονη τάση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι να περιορίζει το δικαίωμα στη φήμη, προς όφελος του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, την οποία το Δικαστήριο κατατάσσει ψηλά, αποδίδοντας της ιδιαίτερη αξία ως ουσιαστικό θεμέλιο της δημοκρατικής κοινωνίας και βασικής προϋπόθεσης προόδου της. Η ελευθερία αυτή εφαρμόζεται όχι μόνο σε πληροφορίες και ιδέες που είναι αρεστές ή τουλάχιστον, θεωρούνται ως μη εχθρικές ή αδιάφορες, αλλά και σε εκείνες που είναι προσβλητικές, εκπλήττουν ή ενοχλούν. Αυτό απαιτεί ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και η ευρύτητα πνεύματος. Πολιτικά ή άλλα δημόσια πρόσωπα, έχοντας εισέλθει στο δημόσιο στίβο, θα πρέπει να αναμένουν και ανέχονται πιο εύκολα τη δημόσια κριτική και είναι γεγονός ότι, στους δημοσιογράφους αναγνωρίζεται και σε κάποιο βαθμό επιτρέπεται (με τη χαλαρή έννοια του όρου) και ένας βαθμός υπερβολής ή ακόμη και πρόκλησης σε αυτά που αναφέρονται, νοουμένου βεβαίως ότι εμπίπτουν εντός των αναφερόμενων παραμέτρων [βλ. μεταξύ άλλων, «Αλήθεια» Εκδοτική Εταιρεία Λτδ και Άλλων ν. Αλωνεύτη (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1863 (Ολομέλεια), Stoll v. Switzerland, Application 69698/01, ημερομηνίας 25.04.06 (Ολομέλεια), Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ ν. Παπαευσταθίου (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 856, Ονουφρίου και Άλλων ν. Εταιρείας «Κ.Κ. Σύγχρονες Κούρσες Λτδ (2006) 1(Α)Α.Α.Δ. 742, Λουκαϊδης ν. Εκδοτική Εταιρεία Αλήθεια Λτδ (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 22, Jameel v. Wall Street Journal Europe (2006) 4 All.E.R. 609).»
Το άρθρο 19 του Κεφ. 148 προνοεί, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«Σε αγωγή για δυσφήμηση αποτελεί υπεράσπιση -
(α) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
(β) ότι το δημοσίευμα για το οποίο έγινε η αγωγή ήταν έντιμο σχόλιο για θέμα δημοσίου συμφέροντος:[1]
Νοείται ότι όταν το δυσφημιστικό δημοσίευμα συνίσταται εν μέρει στον ισχυρισμό γεγονότων και εν μέρει στην έκφραση γνώμης, υπεράσπιση έντιμου σχολίου δεν καταρρίπτεται για μόνο το λόγο ότι δεν αποδεικνύεται το αληθές κάθε ισχυρισμού γεγονότος, αν η έκφραση γνώμης αποτελεί έντιμο σχόλιο αφού ληφθούν υπόψη αυτά τα οποία ισχυρίζονται[2] ή αναφέρονται στο δυσφημιστικό δημοσίευμα για το οποίο έγινε η αγωγή τα οποία αποδεικνύονται:
Νοείται περαιτέρω ότι βάσει της παραγράφου αυτής υπεράσπιση δεν επιτυγχάνει αν ο ενάγων αποδείξει ότι η δημοσίευση δεν έγινε καλή τη πίστει εντός της έννοιας του εδαφίου 2 του άρθρου 21 του Νόμου αυτού.»
Η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου περιορίζεται στα θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος που καλύπτουν, μεταξύ άλλων, και τη διαγωγή δημοσίων προσώπων (Papastratis v. HadjiEfthymiou and Others (1986) 1 C.L.R. 905.).
H δήλωση του εναγομένου πρέπει να συνιστά γνώμη ή σχόλιο και όχι δήλωση γεγονότων (Δημοσιογραφική Χ.Λ.Σ. Λίμιτεδ κ.α. ν. Φιλίππου (1998) 1 Α.Α.Δ. 958). Για να αποφασισθεί όμως τούτο, αυτή η δήλωση δεν πρέπει να εξετάζεται κατά απομόνωση από το υπόλοιπο κείμενο.
Όταν το σχόλιο βασίζεται σε γεγονότα που περιέχονται στη δήλωση, για να επιτύχει η υπεράσπιση πρέπει να αποδειχθεί ότι τα γεγονότα είναι αληθή. (Glafx Ltd v. Loizia (1984) 1 C.L.R. 729). Όπου όμως δεν αποδεικνύονται όλα τα γεγονότα δεν αποτυγχάνει η υπεράσπιση αν η έκφραση γνώμης εξακολουθεί να είναι έντιμο σχόλιο με βάση τα γεγονότα εκείνα που αποδεικνύονται.
Όσον αφορά την έννοια του «έντιμου» τούτο σημαίνει ότι πρέπει να είναι η έκφραση της έντιμης και ειλικρινούς γνώμης του εναγομένου, έστω και αν αυτό μεταδίδει το νόημα ότι η διαγωγή του ενάγοντα ήταν ανέντιμη, ανειλικρινής ή υποκριτική. (Slim and Others v. Daily Telegraph Ltd and Another (1968) 1 All E.R.497).
Eδώ πρέπει να παρατηρήσουμε πως στην υπόθεση αυτή δεν τέθηκε θέμα κακής πίστης, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 21(2).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχεται ότι το θέμα είναι σίγουρα θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος, αλλά καταλήγει πως τα γεγονότα επί των οποίων βασίζεται το σχόλιο δεν έχουν αποδειχθεί ως αληθή «σε οποιοδήποτε επίπεδο, ακόμη και το πιο χαλαρό και ασθενές».
Η πιο πάνω θέση δεν μας βρίσκει σύμφωνους.
Προβλήθηκε από τον ενάγοντα πως δεν ήταν αληθές ότι αυτός ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Suphire Security & Financial Services Ltd, εναντίον της οποίας γινόταν η έρευνα και τελικά καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση, αλλά ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ιθύνουσας εταιρείας (Suphire Holdings Public Ltd, πρώην Suphire Financial Services Ltd), θυγατρική της οποίας ήταν η πιο πάνω.
Τούτο είναι ορθό, αλλά, κατά την άποψη μας, δεν αλλάζει την κατάσταση. Ουσιαστικά ο εφεσίβλητος-ενάγων ήταν μέλος σε διοικητικό συμβούλιο ιθύνουσας εταιρείας που ήταν μία από εκείνες που συναποτελούσαν την ομάδα εταιρειών γνωστή ως Suphire. Παρόλο ότι δυνατόν να μην αποδεικνύονται με ακρίβεια όλα τα γεγονότα, εντούτοις κατά την άποψη μας η έκφραση της γνώμης του εφεσείοντα-εναγομένου δεν παύει από του να είναι έντιμο σχόλιο με βάση τα γεγονότα που ουσιαστικά αποδεικνύονται, έστω και αν αποδίδει κατά κάποιο τρόπο το νόημα ότι η διαγωγή του ενάγοντα είναι σε κάποιο μέτρο ανέντιμη. Καταλήγουμε πως τα σχόλια είναι η έκφραση της έντιμης και ειλικρινούς γνώμης του εφεσείοντα-εναγομένου πάνω σε ένα θέμα μεγάλου δημόσιου ενδιαφέροντος, που όπως φαίνεται από την ολότητα του άρθρου καλύπτει πολλές πτυχές του ζητήματος της διαπλοκής συμφερόντων.
Όσον αφορά την υπεράσπιση του υπό επιφύλαξη προνομίου, με βάση το άρθρο 21(1)(α) του Κεφ. 148, καταλήγουμε και πάλι πως τυγχάνει πλήρους εφαρμογής.
Όπως παρατηρήσαμε πιο πάνω, δεν τίθεται θέμα κακής πίστης και οι αρχές που παρατέθηκαν πιο πάνω σε σχέση με την υπεράσπιση του έντιμου σχολίου ισχύουν και εδώ και, όπως αναφέρει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, «με την προσθήκη ότι τα πραγματικά γεγονότα πάνω στα οποία βασίζεται ο σχολιασμός, επιτρέπεται να είναι (πέραν από δυσφημιστικά) και αναληθή με αναγκαιότητα όμως απόδειξης ότι το σχόλιο ή το δημοσίευμα δικαιολογούνταν υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις που αναγνωρίζονται ως δεκτικές του προνομίου στο άρθρο 21(α)(α) του Κεφ. 148 .».
Όπως διαπιστώνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εφεσείων-εναγόμενος, ως δημοσιογράφος τελούσε κάτω από το καθήκον να προβεί στη δημοσίευση, αφού ήταν ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος, το οποίο το κοινό είχε συμφέρον να πληροφορηθεί και να τύχει προστασίας. Δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι υπό τις περιστάσεις είναι στην εκτέλεση αυτού του καθήκοντος που είχε προβεί με την αρθρογραφία του ο εφεσείων-εναγόμενος και εξέφραζε την έντιμη και ειλικρινή του άποψη επί του θέματος. Είναι, νομίζουμε, μια κλασσική περίπτωση εφαρμογής της υπεράσπισης του προνομίου υπό επιφύλαξη.
Τελειώνοντας, παρατηρούμε πως με μια ελεύθερη, τολμηρή θαραλλέα αλλά και υπεύθυνη δημοσιογραφία, είναι δυνατό να διορθωθούν πολλά κακώς έχοντα σε μια σύγχρονη κοινωνία.
Έχοντας καταλήξει στις δύο πιο πάνω υπερασπίσεις, περιττεύει να ασχοληθούμε με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.
Κατά συνέπεια, η έφεση επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η αγωγή απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του εφεσείοντα-εναγομένου τόσο πρωτόδικα όσο και κατ΄έφεση, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Π. Δ. Δ.
/Χ.Π.
[1] Η φράση του Αγγλικού κειμένου "of public interest" πρέπει εδώ να μεταφράζεται «δημοσίου ενδιαφέροντος» και όχι «δημοσίου συμφέροντος».
[2] Το ρήμα «ισχυρίζομαι» είναι μέσης φωνής και όχι παθητικής. Η χρήση του είναι λανθασμένη γραμματικά.