ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 579
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 401/2008)
29 Μαρτίου, 2012
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
FREGATA HOLDINGS LTD.,
Εφεσείοντες/Ενάγοντες,
ν.
PETROLINA (HOLDINGS) PUBLIC LTD.,
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων.
Μιχ. Βορκάς, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Ζαχαρίου (κα) για Α. Ζαχαρίου, για τους Εφεσιβλήτους.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με το δεύτερο λόγο έφεσης - ο πρώτος έχει αποσυρθεί - αμφισβητείται η ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου να απορρίψει αίτημα των εφεσειόντων για αναβολή της ακρόασης, έτσι ώστε να τους παρασχεθεί η δυνατότητα προσκόμισης περαιτέρω μαρτυρίας, με αποτέλεσμα να παραβιασθεί το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα τους για δίκαιη δίκη.
Με τον τρίτο και τελευταίο λόγο έφεσης, αμφισβητείται η ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν ζημιές ύψους €170.860,14 (Λ.Κ. 100.000), ως αποτέλεσμα της από τους εφεσιβλήτους παραβίασης της επίδικης συμφωνίας και συνακόλουθα η ορθότητα της άρνησης του πρωτόδικου δικαστηρίου να τους επιδικάσει αποζημίωση ανάλογου ύψους.
Για να γίνουν κατανοητές οι σχετικές με τους πιο πάνω λόγους έφεσης θέσεις των δύο πλευρών και η επί του προκειμένου επιχειρηματολογία τους, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε, στο βαθμό και την έκταση βέβαια που μας αφορά, το ιστορικό της υπόθεσης.
Με αγωγή που καταχωρήθηκε στις 4/4/2006, οι εφεσείοντες αξίωναν από τους εφεσιβλήτους αποζημιώσεις για παραβίαση προφορικής συμφωνίας, δυνάμει της οποίας αγόρασαν από τους τελευταίους συγκεκριμένη ακίνητη περιουσία αντί του ποσού των Λ.Κ.250.000. Δυνάμει των όρων της εν λόγω συμφωνίας οι εφεσείοντες κατέβαλαν έναντι το ποσό των Λ.Κ.10.000. Κατά παράβαση της επίδικης συμφωνίας οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν να προσέλθουν στο Κτηματολόγιο και να μεταβιβάσουν το ακίνητο στους εφεσείοντες, οι οποίοι είχαν εκδηλώσει γραπτώς την ετοιμότητα τους να εκπληρώσουν τις συμβατικές υποχρεώσεις τους και να εξοφλήσουν το μέχρι τότε υπόλοιπο του τιμήματος αγοράς.
Για τους εφεσείοντες κατέθεσαν τρεις μάρτυρες, μεταξύ των οποίων ένας εγκεκριμένος εκτιμητής ακινήτων (Μ.Ε.2), του οποίου η μαρτυρία, η οποία είχε περιστραφεί γύρω από την αγοραία αξία του ακινήτου, όπως και την αξία καταναγκαστικής πώλησης του, απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο «ως μη πειστική» και ένας αρχιτέκτονας (Μ.Ε.3), του οποίου μέρος μόνο της μαρτυρίας του έγινε δεκτό και αυτό αφορούσε το ποσό των Λ.Κ.1.500, που του καταβλήθηκε ως μέρος της αμοιβής του.
Αναφορικά με τα γεγονότα που περιέβαλλαν τη συνομολόγηση της επίδικης συμφωνίας και τα συνεπόμενα για τους εφεσείοντες της παραβίασης της συμφωνίας από τους εφεσιβλήτους, σχετική ήταν η μαρτυρία του Μ.Ε.1, η οποία έγινε δεκτή στο σύνολο της, σε αντίθεση με την αντίστοιχη μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα των εφεσιβλήτων, η οποία απορρίφθηκε στο σύνολό της.
Αφού συμπληρώθηκαν τα δικόγραφα και οι όσες ενδιάμεσες διαδικασίες είχαν κριθεί απαραίτητες και αφού εξαντλήθηκαν τα περιθώρια εξώδικης διευθέτησης της επίδικης διαφοράς, η υπόθεση ορίστηκε για πρώτη φορά για ακρόαση στις 18/9/2008, ημερομηνία κατά την οποία άρχισε η ακροαματική διαδικασία με την κατάθεση του Μ.Ε.1, η οποία και ολοκληρώθηκε αυθημερόν. Η ακροαματική διαδικασία συνεχίστηκε και την επομένη, 19/9/2008 ημερομηνία κατά την οποία ολοκληρώθηκε η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα εκτιμητή ακινήτων (Μ.Ε.2). Στις 23/9/2008, ημερομηνία κατά την οποία συνεχίστηκε η ακροαματική διαδικασία, κατέθεσε ο τρίτος και τελευταίος μάρτυρας των εφεσειόντων (Μ.Ε.3), του οποίου η μαρτυρία άρχισε και ολοκληρώθηκε την ίδια μέρα. Θα πρέπει να πούμε πως τόσο η μαρτυρία του Μ.Ε.2, όσο και η μαρτυρία του Μ.Ε.3, αμφισβητήθηκαν έντονα, ιδιαίτερα αυτή του Μ.Ε.2, από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσιβλήτων ο οποίος αντεξέτασε τους εν λόγω δύο μάρτυρες επί όλων ουσιαστικά των πτυχών της μαρτυρίας τους.
Με την ολοκλήρωση της μαρτυρίας του Μ.Ε.3, η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων υπέβαλε προφορικά αίτημα για αναβολή της υπόθεσης, με σκοπό να προσκομισθεί περαιτέρω μαρτυρία από δεύτερο εμπειρογνώμονα εκτιμητή ακινήτων, αίτημα το οποίο όμως αντιμετώπισε την ένσταση της άλλης πλευράς. Το πρωτόδικο δικαστήριο, χωρίς να διακόψει, με λακωνική ενδιάμεση απόφαση του απέρριψε το αίτημα. Ενόψει της εκατέρωθεν ενώπιον μας προβληθείσας επιχειρηματολογίας, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της δίκης:
"κ. Μηλιώτου:
Δεν έχω επανεξέταση. Έκανα προσπάθεια την Παρασκευή για να προσκομίσουμε εκτιμητή, δεν κατέστη δυνατό για ένα συγκεκριμένο εκτιμητή. Ο πελάτης μου επικοινώνησε με κάποιο εκτιμητή ο οποίος είπε ότι θα χρειαστεί λίγες μέρες για να ετοιμάσει την εκτίμηση του. Παρακαλώ να μας δοθεί αναβολή.
κ. Ζαχαρίου:
Έχω ένσταση. Έχουν ήδη προσκομίσει μαρτυρία εκτιμητή, η υπόθεση αναβλήθηκε την προηγούμενη δικάσιμο για να τελειώσει η άλλη πλευρά σήμερα, παρόλο που είχα τους μάρτυρες μου. Έπρεπε να προβούν σε διευθετήσεις. Θα παρουσιάσω την υπόθεση μου χωρίς όλους τους μάρτυρες μου γιατί κάποιος δεν μπορεί να εμφανιστεί και θα έχω μόνο ένα μάρτυρα και δεν θα παρουσιαστεί και ο κ. Κίκης Λευκαρίτης λόγω προβλημάτων υγείας και δεν θα ζητήσω αναβολή.
Δικαστήριο:
Το αίτημα για αναβολή απορρίπτεται. Έπρεπε να ήταν έτοιμη σήμερα η πλευρά των εναγόντων να συνεχίσει. Πέρασε από το στάδιο των οδηγιών η υπόθεση. Η αναβολή ζητείται για ζητήματα τα οποία ήταν από την αρχή επίδικα.
κ. Μηλιώτου:
Αυτή είναι η υπόθεση των εναγόντων."
Στη συνέχεια κλήθηκε στο εδώλιο του μάρτυρα ο μοναδικός μάρτυρας υπεράσπισης, του οποίου η μαρτυρία ολοκληρώθηκε αυθημερόν. Ακολούθως, η υπόθεση αναβλήθηκε για αγορεύσεις στις 29/9/2008. Η απόφαση δόθηκε ένα μήνα αργότερα και συγκεκριμένα στις 31/10/2008.
Στην άρνηση του πρωτόδικου δικαστηρίου να εγκρίνει το αίτημα των εφεσειόντων για αναβολή εστιάζεται ο δεύτερος λόγος έφεσης, τον οποίο και παραθέτουμε πιο κάτω:
"Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα και/ή βασιζόμενο σε λανθασμένη και/ή ανεπαρκή εκτίμηση και εφαρμογή των βασικών γεγονότων της υπόθεσης και/ή μη λαμβάνοντας επαρκώς υπόψιν και/ή παρερμηνεύοντας την προσαχθείσα μαρτυρία και/ή τις νομικές αρχές και/ή αδικαιολόγητα και/ή χωρίς να αιτιολογήσει πλήρως την απόφασή του άσκησε λανθασμένα την διακριτική του ευχέρεια αφού δεν επέτρεψε το αίτημα των Εναγόντων στις 23 Σεπτεμβρίου του 2008 για αναβολή της ακρόασης για 7 ημέρες ούτως ώστε να προσκομίσουν ενώπιον του Δικαστηρίου περαιτέρω μαρτυρία και συγκεκριμένα μαρτυρία εμπειρογνώμονα που κρίθηκε αναγκαία από τους Ενάγοντες υπό τις περιστάσεις παραβιάζοντας έτσι τα δικαιώματα των Εναγόντων για δίκαιη δίκη και/ή την δυνατότητά τους για προσκόμιση τέτοιας μαρτυρίας και/ή αποδεικτικών στοιχείων για απόδειξη της υπόθεσής τους."
Ο κ. Βορκάς υπέβαλε ουσιαστικά ότι δεν τηρήθηκαν κατά την πρωτόδικη διαδικασία τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης, όπως διασφαλίζονται από το άρθρο 30.3 του Συντάγματος. Ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων ότι, ενώ έγκριση του αιτήματος για αναβολή θα βοηθούσε στην ανεύρεση και διακρίβωση των πραγματικών γεγονότων και συνακόλουθα στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, χωρίς μάλιστα να προκαλείται οποιαδήποτε ζημιά στους εφεσιβλήτους, η οποία δεν θα μπορούσε να θεραπευθεί με την ανάλογη διαταγή για έξοδα, απόρριψη του αιτήματος έπληξε ανεπανόρθωτα το κατοχυρωμένο δυνάμει του άρθρου 30.3(γ) του Συντάγματος δικαίωμα των εφεσειόντων να αποδείξουν την αξίωση τους με όλα τα μέσα που διέθεταν.
Το κατά πόσο θα αναβληθεί μια υπόθεση είναι θέμα που ανάγεται αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται του σχετικού αιτήματος, η οποία ασκείται δικαστικά στη βάση των γεγονότων της κάθε υπόθεσης, σε συνάρτηση πάντα με τους λόγους επί των οποίων το αίτημα εδράζεται. Περιθώριο επέμβασης του Εφετείου στον τρόπο άσκησης της επί του προκειμένου διακριτικής ευχέρειας παρέχεται μόνο εκεί όπου διαπιστώνεται ότι αυτή δεν ασκήθηκε δικαστικά, όπως π.χ. στην άσκηση της υπεισήλθαν εξωγενείς παράγοντες ή η άσκηση της οδηγεί σε πασιφανή αδικία. (Βλ., μεταξύ άλλων, Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222, Κληρίδης ν. Σταυρίδη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1348, Παπακόκκινου Β. κ.ά. ν. Α. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1653 και την εκεί σχετική νομολογία που η απόφαση του Εφετείου παραπέμπει).
Προεξάρχον κριτήριο στην άσκηση της περί ου ο λόγος διακριτικής ευχέρειας, αποτελεί η αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. Το κατοχυρωμένο με το άρθρο 30.3(γ) του Συντάγματος δικαίωμα προσαγωγής μαρτυρίας, παραβίαση του οποίου ισχυρίζονται οι εφεσείοντες, συμβαδίζει με το επίσης κατοχυρωμένο συνταγματικά δικαίωμα του διαδίκου, δικαίωμα το οποίο εγγυάται και το άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, να τύχει διάγνωσης των αστικών του δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μέσα σε εύλογο χρόνο (άρθρο 30.2 του Συντάγματος). Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνεται στην υπόθεση Θεοδώρου ν. Θεοδώρου (1996) 1 Α.Α.Δ. 66:
"Το Άρθρο 30.3 παρέχει τη διαδικαστική δομή και προσφέρει μια επεξεργασμένη θεσμική βάση της δίκαιης δίκης χωρίς, όπως έχει λεχθεί, να εξαντλείται στα καθοριζόμενα από το Άρθρο 30.3 στοιχεία. Κατά την άποψή μου η προβληματική της δίκαιης δίκης εντοπίζεται ανάμεσα σε δύο πόλους: την παροχή των εχέγγυων που διασφαλίζουν το δικαίωμα ακρόασης αφενός και την ανάγκη απόδοσης δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο (άρθρο 30.2). Η εξισορρόπηση ανάμεσα σε αυτές τις συνταγματικές αρχές είναι λεπτό έργο, αλλά μπορεί να επιτευχθεί λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη και τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης."
Στην υπό κρίση περίπτωση παρατηρούμε τα πιο κάτω:
Η μαρτυρία του Μ.Ε.2 επί της οποίας υπενθυμίζουμε εδράζεται ουσιαστικά η αξίωση των εφεσειόντων για αποζημιώσεις για €170.860,14 (Λ.Κ. 100.000), ποσό που αντιπροσωπεύει τη διαφορά της αγοραίας αξίας του ακινήτου κατά το χρόνο παραβίασης της συμφωνίας, με τη συμφωνηθείσα τιμή αγοράς του, ολοκληρώθηκε στις 19/9/2009. Με την ολοκλήρωση της μαρτυρίας του Μ.Ε.2, το πρωτόδικο δικαστήριο ανέβαλε την υπόθεση για σκοπούς συνέχισης της ακρόασης για τις 23/9/2009, χωρίς οποιοδήποτε παράπονο από πλευράς των εφεσιβλήτων ή οποιασδήποτε ένδειξης εκ μέρους τους ότι προτίθεντο να καλέσουν οποιοδήποτε εμπειρογνώμονα ή τουλάχιστον ότι μελετούσαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο και ότι η περίοδος που θα μεσολαβούσε μέχρι τις 23/9/2009 δεν ήταν ικανοποιητική για τέτοιο σκοπό. Επίσης, στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των δύο ημερομηνιών, αλλά και στις 23/9/2009 πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, δεν δόθηκε από πλευράς εφεσειόντων οποιαδήποτε ένδειξη αναφορικά με την πρόθεση τους να καλέσουν δεύτερο εμπειρογνώμονα. Για πρώτη φορά οι εφεσείοντες κατέστησαν γνωστή τέτοια πρόθεση στις 23/9/2009, κι' αυτό μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας του Μ.Ε.3. Ακόμα και τότε, όταν το έπραξαν, το έπραξαν κατά τρόπο γενικό, αόριστο και ασαφή. Έχουμε ήδη παραθέσει το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της δίκης, το οποίο μιλά από μόνο του.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, κρίνουμε ότι δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης μας στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αντίθετη κατάληξη μας, στην ουσία θα συνιστούσε υποκατάστατη, ανεπίτρεπτη υπό τις περιστάσεις, του ρόλου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας στο συγκεκριμένο τομέα.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Η απόρριψη του δεύτερου λόγου έφεσης, σε συνδυασμό με την απόσυρση του πρώτου λόγου έφεσης, με τον οποίο αμφισβητείτο η ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου να απορρίψει τη μαρτυρία του Μ.Ε.2, επί του οποίου εδραζόταν ουσιαστικά η αξίωση των εφεσειόντων για αποζημιώσεις ύψους €170.860,14 (Λ.Κ. 100.000), σφραγίζει και τη μοίρα του τρίτου λόγου έφεσης, ο οποίος επίσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΔΓ