ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 370/11)
17 Ιανουαρίου, 2012
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ
ΝΟΜΟ 97/70
και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ VICTOR NICOLAEVICH MAKUSHIN,
Εφεσίβλητου.
_ _ _ _ _ _
Ε. Λοϊζίδου, για τη Δημοκρατία.
Ε. Πουργουρίδης και Γ. Γεωργίου, για τον Εφεσίβλητο.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η Ρωσική Ομοσπονδία ζήτησε από τις κυπριακές αρχές την έκδοση του εφεσίβλητου, ρώσου υπηκόου, Victor Nicolaevich Makushin, για να δικαστεί από Ρωσικό Δικαστήριο για αδικήματα απάτης σε μεγάλο βαθμό, της πρόκλησης ζημιάς σε περιουσία με απάτη και κατάχρηση εμπιστοσύνης σε συνομωσία με άλλα πρόσωπα.
Η διαδικασία της έκδοσης άρχισε ενώπιον δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Ο εφεσίβλητος ενέστη στο αίτημα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι η εναντίον του ποινική δίωξη στη Ρωσία είναι κακόπιστη και ασκείται με αλλότρια κίνητρα, κυρίως πολιτικά, λόγω των απόψεων που εκφράστηκαν με αρθρογραφία στα ρωσικά ΜΜΕ. Ισχυρίστηκε επίσης ότι η διαδικασία της έκδοσης πάσχει νομικά λόγω έλλειψης τυπικών προϋποθέσεων οι οποίες έπρεπε απαραιτήτως να υπάρχουν ώστε να καθίσταται δυνατή η έκδοσή του στη Ρωσία.
Ο ευπαίδευτος δικαστής διαπίστωσε ότι η έκθεση γεγονότων (τεκμ. 17) όπως είναι διατυπωμένη, δεν αποκαλύπτει τη διάπραξη από τον εφεσίβλητο οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος με βάση το κυπριακό δίκαιο και ενόψει τούτου, κατ΄ εφαρμογή του κανόνα της διπλής ή αμφιτερόπλευρης εγκληματικότητας (double criminality rule), έκρινε πως δεν μπορούσε να διατάξει την έκδοση του εφεσίβλητου στη Ρωσική Ομοσπονδία για να δικαστεί από ρωσικό δικαστήριο αφού η συμπεριφορά που του αποδίδουν οι ρωσικές αρχές με βάση τα έγγραφα που συνοδεύουν την αίτηση, δεν συνιστά ποινικό αδίκημα με βάση το κυπριακό δίκαιο.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας άσκησε την παρούσα έφεση με την οποία αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση για έκδοση του εφεσίβλητου στη Ρωσική Ομοσπονδία.
Κατά την έναρξη της ακρόασης της έφεσης, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσίβλητου ήγειρε προς εξέταση δικαιοδοτικής φύσεως θέματα η εξέταση των οποίων, συναινούσης της ευπαίδευτης δικηγόρου που εκπροσωπεί τον εφεσείοντα, θα προηγηθεί εφόσον η επίλυση τους συναρτάται με την περαιτέρω πορεία της έφεσης. Τα προς εξέταση θέματα είναι,
(α) αν ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας έχει δικαίωμα έφεσης κατά απορριπτικής απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου σε διαδικασία έκδοσης,
(β) διαζευκτικά, και αν ακόμη ο Γενικός Εισαγγελέας έχει δικαίωμα έφεσης, η έφεση αυτή είναι εκπρόθεσμη εφόσον η διαδικασία έκδοσης συνιστά «θέμα» (matter) και όχι «αντιδικία» (cause) μεταξύ ενάγοντα και εναγόμενου εν τη εννοία του άρθρου 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν. 14/60 όπου η προβλεπόμενη προθεσμία για την άσκηση έφεσης είναι 14 ημέρες από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου. (Η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε στις 7.9.2011 και η έφεση καταχωρήθηκε στις 26.9.2011.)
Η κα Λοϊζίδου εισηγήθηκε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας έχει δικαίωμα άσκησης έφεσης κατά αποφάσεως Επαρχιακού Δικαστηρίου, απορριπτικής αιτήματος έκδοσης φυγοδίκου. Η θέση του εφεσείοντα επί του προκειμένου είναι ότι το θέμα είναι λελυμένο από τη νομολογία. Ειδική αναφορά έγινε στην Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1995) 1 ΑΑΔ 361 η οποία αποτελεί, σύμφωνα με την εισήγηση, δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο και η οποία έτυχε εφαρμογής, μεταξύ άλλων, στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Vlatislav (2009) 1(B) ΑΑΔ 1299 και στην Kotlyarenko v. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 2 ΑΑΔ 269.
Ο εφεσίβλητος υποστήριξε ότι το θέμα δεν έχει επιλυθεί από τη νομολογία κατά τρόπο δεσμευτικό. Η σχετική αναφορά στη Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (ανωτέρω) αποτελεί obiter dictum και όχι το σκεπτικό (ratio) της απόφασης και συνεπώς με αυτή δεν έχει δημιουργηθεί δικαστικό προηγούμενο. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από τη Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3):
«Ο όρος «πολιτική διαδικασία», στο πλαίσιο του Ν. 14/60, περιλαμβάνει κάθε διαδικασία άλλη από ποινική. Ο όρος «ποινική διαδικασία», περιλαμβάνει κάθε διαδικασία ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου, η οποία έχει ως αντικείμενο την τιμωρία ατόμου για αδίκημα που προκύπτει από παράβαση νόμου. Ανάλογος είναι ουσιαστικά ο προσδιορισμός της πολιτικής και ποινικής διαδικασίας που προβλέπεται αντίστοιχα στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς και τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 155. Προκύπτει από τον ορισμό των αντίστοιχων όρων στο Ν. 14/60 ότι κάθε διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου άλλη από ποινική συνιστά εξ ορισμού πολιτική διαδικασία. Η διάκριση η οποία γίνεται μεταξύ ποινικής και πολιτικής διαδικασίας και η διαίρεση των διαδικασιών των πρωτοδίκων δικαστηρίων σε ποινικές και πολιτικές αντανακλά την πατροπαράδοτη διάκριση του Αγγλικού δικαίου μεταξύ ποινικής και πολιτικής διαδικασίας και των δικαιοδοσιών των πρωτόδικων δικαστηρίων, αστικών και ποινικών, στις οποίες ανάγονται. Η διαίρεση του συνόλου της δικαιοδοσίας των πρωτοδίκων δικαστηρίων της Αγγλίας σε αστική και ποινική τονίστηκε στη Re Norway's Applications (Nos 1 and 2) [1989] 1 All E.R. 745 (H.L.). Η διαίρεση αυτή αντανακλάται και στις αντίστοιχες διαδικασίες, ποινική και πολιτική.
Το ΄Αρθρο 25 του Ν. 14/60 παρέχει, τηρουμένου του διαδικαστικού κανονισμού, δικαίωμα έφεσης εναντίον κάθε απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία. Η πολιτική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου προσδιορίζεται στο ΄Αρθρο 22 του ιδίου Νόμου και επεκτείνεται στην εκδίκαση κάθε αγωγής. Ο όρος «αγωγή» δε συμπίπτει με την έννοια της λέξης στην καθομιλουμένη, αλλά έχει τη σημασία που του προσδίδει το ΄Αρθρο 2 του Ν. 14/60 και περιλαμβάνει κάθε διαδικασία η οποία άρχεται με την έκδοση κλητηρίου εντάλματος ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο που καθορίζεται από το διαδικαστικό κανονισμό. Η Δ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, αφετέρου, ορίζει ότι ο όρος «αγωγή) (action) περιλαμβάνει και κάθε διαδικασία η οποία προβλέπεται εκτός από τους κανονισμούς και από νόμο.
Η διαδικασία για την έκδοση φυγοδίκου δε σκοπεί στην τιμωρία του φυγοδίκου, προβλέπεται από το νόμο και συνιστά ένα από τους τρόπους έγερσης «αγωγής». Συνεπώς, συνιστά πολιτική διαδικασία συνυφασμένη με την πολιτική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου οι αποφάσεις στο πλαίσιο της άσκησης της οποίας υπόκεινται σε έφεση βάσει του ΄Αρθρου 25(1) του Ν. 14/60.»
Στη Δημοκρατία ν. Kolesnikov (2008) 1(A) ΑΑΔ 594 εξετάστηκε, μεταξύ άλλων, παρόμοιο ζήτημα. Το Εφετείο υπέδειξε την ανάγκη εκσυγχρονισμού της νομοθεσίας η οποία διέπει το θέμα των ένδικων μέσων που έχει εκ του νόμου η κάθε πλευρά εναντίον απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου σε υποθέσεις έκδοσης φυγοδίκων. Προφανώς, η εν παρόδω υπόδειξη του Εφετείου, έγινε για να αρθεί νομοθετικά η αμφισβήτηση η οποία φαίνεται πως εξακολουθεί να υποβόσκει ως προς τα προσφερόμενα ένδικα μέσα προς αμφισβήτηση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου των αποφάσεων των Επαρχιακών Δικαστηρίων σε υποθέσεις έκδοσης φυγοδίκων και αυτό, παρά το γεγονός ότι τόσο στην Kolesnikov (ανωτέρω) όσο και στις In re Kotlyarenko και Vlatislav (ανωτέρω), επιβεβαιώθηκε το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα για άσκηση έφεσης κατά απορριπτικής απόφασης αιτήματος έκδοσης φυγοδίκου.
Ο κ. Πουργουρίδης εισηγείται ότι το άρθρο 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, παρέχει δυνατότητα έφεσης μόνο όπου υπάρχει «διαφορά» (cause) και μόνο σε «διαδίκους». Υποβάλλει συναφώς ότι η διαδικασία έκδοσης δεν συνιστά «διαφορά» αλλά «θέμα» (matter). Λέγει επίσης πως και αν ακόμα θεωρηθεί ότι η διαδικασία έκδοσης είναι «διαφορά» και ο Γενικός Εισαγγελέας (και όχι η αιτούσα χώρα) είναι «ενάγοντας», η διαδικασία αυτή δεν αρχίζει με «αγωγή» καθότι πρόκειται για «θέμα» που περιλαμβάνει οποιαδήποτε διαδικασία στο δικαστήριο που δεν είναι «διαφορά», στην έννοια της οποίας, εμπίπτει η αγωγή. Η επιχειρηματολογία που ο κ. Πουργουρίδης ανέπτυξε προς υποστήριξη της εισήγησής του θα ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα αν το θέμα επρόκειτο να εξεταστεί ακαδημαϊκά. Αυτό όμως δεν είναι έργο του δικαστηρίου. Επαναλαμβάνουμε ωστόσο ό,τι ακριβώς υποδείξαμε στην Kolesnikov (ανωτέρω) όταν εντοπίσαμε την ανάγκη καλύτερης ρύθμισης ανάλογων ζητημάτων που συχνά εγείρονται σε παρόμοιες διαδικασίες και τα οποία εύκολα μπορούν να εντοπιστούν μέσα από τους τόμους της νομολογίας. Επανερχόμενοι όμως στην εισήγηση του κ. Πουργουρίδη θεωρούμε ότι από το σκεπτικό της Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) συνάγεται και η απάντηση, παρά τη γενικότητα της διατύπωσης. (Βλ. το τονισμένο από εμάς μέρος του πιο πάνω αποσπάσματος.) Ενόψει τούτου, θεωρούμε πως η περίπτωση δεν είναι κατάλληλη για να αποστούμε από το δικαστικό προηγούμενο.
Η αυστηρή προσήλωση στη νομολογία, stare decisis, συνιστά καθιερωμένη αρχή δικαίου θεμελιωμένη στο δόγμα της δεσμευτικότητας της νομολογίας (δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο) ως μέσου διασφάλισης της βεβαιότητας του δικαίου. Στην Κύπρο, το δικαστικό προηγούμενο λειτουργεί στη βάση αρχών που διέπλασε η νομολογία, σύνοψη των οποίων γίνεται στη συνέχεια,
(α) οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Εφετείου, είναι δεσμευτικές για τα Επαρχιακά Δικαστήρια, τα Κακουργιοδικεία και όλα τα άλλα πρωτοβάθμια δικαστήρια των ειδικών δικαιοδοσιών. Οι αποφάσεις του Εφετείου είναι επίσης δεσμευτικές για το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την ενάσκηση της πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας του.
(β) Οι αποφάσεις πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν μόνο πειστική αξία για τα Επαρχιακά Δικαστήρια. Πειστική μόνο είναι και η αξία των αποφάσεων των Επαρχιακών Δικαστηρίων σε σχέση προς άλλα Δικαστήρια. Μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου, η αξία των αγγλικών αποφάσεων είναι μόνο πειστική και όχι δεσμευτική, γεγονός το οποίο ενίοτε παραγνωρίζεται ή δεν εκτιμάται σωστά ώστε να αποδίδεται και η δέουσα σημασία.
(γ) Στο Εφετείο παρέχεται η δυνατότητα απόκλισης από προηγούμενη απόφασή του για λόγους ανάλογους με εκείνους για τους οποίους η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην Αγγλία μπορεί να αποκλίνει από προηγούμενες αποφάσεις της. Βλ. Practice Note [1966] 3 All E.R. 77. Η δυνατότητα αυτή αναγνωρίστηκε, μεταξύ άλλων, στις Republic (Minister of Finance and Another) v. Demetriades (1977) 3 CLR 213, Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων και άλλων (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 1034 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Γ. & Κ. Βιονευρολογική Λτδ κ.α., Π.Ε. 123/10, ημερ. 18.2.1011.
Τα λεχθέντα στη Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) δεν αποτελούν obiter dictum αλλά μέρος του σκεπτικού της απόφασης. Θεωρούμε πως είναι πλέον επιβεβαιωμένο ότι η διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου συνιστά «πολιτική διαδικασία» εν τη εννοία του άρθρου 22 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν. 14/60 η οποία εφεσιβάλλεται συμφώνως του άρθρου 25 του ιδίου νόμου. Η εκκρεμούσα έφεση συνιστά κατ΄ ουσίαν αναβίωση της πρωτόδικης διαδικασίας για έκδοση του φυγοδίκου με τον παραμερισμό της τελικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Εφόσον η εκκαλούμενη απόφαση είναι τελική η προθεσμία άσκησης της έφεσης είναι αυτή των 42 ημερών που προβλέπουν οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί. Καταληκτικά αποφαινόμαστε πως δεν έχει καταδειχθεί λόγος απόκλισης από το δικαστικό προηγούμενο και συνεπώς η σχετική επί του προκειμένου εισήγηση απορρίπτεται. Απομένει η συμπλήρωση της ακρόασης της έφεσης επί της ουσίας. Οδηγίες θα δοθούν στη συνέχεια.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.
ΣΦ.