ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 1 ΑΑΔ 41

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.  347/2008)

 

23 Ιανουαρίου, 2012

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,  Δ/στές]

 

ΛΑΙΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ,

 Εφεσείοντες,

ΚΑΙ

 

ΑΝΔΡΕΑΣ  ΜΙΧΑΗΛ,

Εφεσίβλητος.

 

Και ως ετροποποιήθη δυνάμει Διατάγματος του Δικαστηρίου ημερ. 24.2.2009

 

MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO. LTD,

 Εφεσείοντες,

ΚΑΙ

 


ΑΝΔΡΕΑΣ  ΜΙΧΑΗΛ,

Εφεσίβλητος.

_________________________

 

Α. Ζαχαρίου με Γ. Ζαχαρίου (κα.), για τους Εφεσείοντες.

Α. Μαθηκολώνης, για τον Εφεσίβλητο.

__________________________

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:   Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη.  Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Νικολάτος, Δ. και με αυτή συμφωνώ εγώ και οι Δικαστές Κωνσταντινίδης,  Νικολαϊδης, Κραμβής, Παπαδοπούλου, Ερωτοκρίτου,  Παμπαλλής, Κληρίδης, και Πασχαλίδης.  Την απόφαση της μειοψηφίας θα δώσει ο Ναθαναήλ, Δ. και με αυτή συμφωνεί και ο Χατζηχαμπής, Δ..   Ο Φωτίου, Δ. συμφωνεί με την κατάληξη της απόφασης της μειοψηφίας για τους λόγους που αναφέρει στη δική του απόφαση.   

__________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:    Οι εφεσείοντες, με υπόμνημα τους, ζήτησαν την παραπομπή της εκδίκασης της έφεσης αυτής στην Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.   Αιτιολόγησαν το αίτημα τους προβάλλοντας τη θέση ότι πρόσφατη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έρχεται σε αντίθεση με θεμελιωμένες αρχές της Αγγλικής και Κυπριακής νομολογίας, επί νομικού ζητήματος που επηρεάζει ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου και τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος των ενοικιαγορών. 

 

Ουσιαστικά το αίτημα των εφεσειόντων είναι όπως ανατραπεί το σκεπτικό της απόφασης Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Χίνη (2008) 1Β Α.Α.Δ. 818, το οποίο ακολουθήθηκε και σε άλλες πρόσφατες αποφάσεις, ως λανθασμένο.   Κατά τους εφεσείοντες η Χίνη έρχεται σε αντίθεση με  συγκεκριμένες αποφάσεις της νομολογίας  μας.   Έρχεται επίσης σε αντίθεση με αγγλική νομολογία και ειδικά την απόφαση North Central Wagon Finance Ltd v. Brails Ford and another (1962) 1 All E.R. 502.

 

Με προοπτική τη διασαφήνιση και ευθυγράμμιση της νομολογίας, αν διαπιστωνόταν τέτοια ανάγκη, εγκρίθηκε το αίτημα για παραπομπή της υπόθεσης για εκδίκαση από την Πλήρη Ολομέλεια.

  

Ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου οι ενάγοντες-εφεσείοντες, με την αγωγή τους αξίωσαν ποσό £23.536.- ως υπόλοιπο ενοικίου για παράβαση σύμβασης ενοικιαγοράς, τόκο επί των καθυστερημένων δόσεων και διατάγματα για παράδοση των αντικειμένων ενοικιαγοράς και πώληση τους με δημόσιο πλειστηριασμό.  Τα αντικείμενα, ιδιοκτήτης των οποίων φέρεται πως ήταν οι ενάγοντες-εφεσείοντες, κατόπιν συμφωνίας ενοικιαγοράς με τον εφεσίβλητο-εναγόμενο τέθηκαν στην κατοχή του εναγομένου.  Διαζευκτικά οι ενάγοντες προέβαλαν ισχυρισμό ότι η συμφωνία ενοικιαγοράς με τον εναγόμενο ήταν συμφωνία παραχώρησης πιστωτικών διευκολύνσεων ύψους £36.965.- και αξίωσαν την επιστροφή του, υπολοίπου των £16.405,50.-  ως χρήματα τα οποία καταβλήθηκαν αχρεωστήτως και/ή ως αποζημιώσεις για παράβαση της συμφωνίας παραχώρησης πιστωτικών διευκολύνσεων. 

 

Ο κύριος μάρτυρας των εναγόντων ήταν ο Μ.Ε.2 κ. Ν. Σοφοκλέους, ο οποίος προέβηκε σε γραπτή δήλωση που κατατέθηκε ως τεκμήριο 6.  Ο μάρτυρας είναι υπάλληλος των εναγόντων-εφεσειόντων, Διευθυντής καταστήματος στη Λάρνακα, και χειρίστηκε προσωπικά την υπόθεση αυτή.   Συμφώνησε με τον εναγόμενο-εφεσίβλητο να τον χρηματοδοτήσει με το ποσό των £30.000.- και αυτό θα γινόταν με την ενοικιαγορά των επίπλων που ήδη είχε αγοράσει ο εναγόμενος-εφεσίβλητος και τα οποία βρίσκονταν στο σπίτι του στην Κύπρο.

 

Ο εφεσίβλητος κατέθεσε στο δικαστήριο τη δική του εκδοχή, ότι δηλαδή ζήτησε δάνειο από τους ενάγοντες-εφεσείοντες για να κάμει επενδύσεις στο ΧΑΚ και όταν ο κ. Σοφοκλέους τον ερώτησε κατά πόσον είχε στην κατοχή του οποιαδήποτε έπιπλα και ο εναγόμενος απάντησε ότι δεν είχε, ο κ. Σοφοκλέους του είπε ότι αυτό δεν ήταν  πρόβλημα, ότι οι ενάγοντες θα ετοίμαζαν ένα τυπικό κατάλογο αντικειμένων για να καταρτιστεί μια τυπική συμφωνία ενοικιαγοράς και αυτό έγινε.  Έγινε δηλαδή μια εικονική συμφωνία ενοικιαγοράς χωρίς να υπάρχουν οποιαδήποτε έπιπλα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν το αντικείμενο της ενοικιαγοράς, για να εξασφαλίσει ο εναγόμενος το δάνειο που χρειαζόταν για επένδυση στο ΧΑΚ.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του εναγόμενου-εφεσίβλητου και απέρριψε τη μαρτυρία των εφεσειόντων και ειδικά εκείνη του Μ.Ε. 2 κ. Σοφοκλέους.   Αξίζει να σημειωθεί ότι στη μαρτυρία του κ. Σοφοκλέους, που δόθηκε με κατάθεση-δήλωση του (τεκμήριο 6), μετά την αναφορά στο συμβόλαιο ενοικιαγοράς ημερ. 14.12.99, ο μάρτυρας λέει ότι ο εναγόμενος έλαβε τα χρήματα και τα οφείλει στους ενάγοντες, διότι τα χρήματα αυτά δεν του παραχωρήθηκαν ποτέ χαριστικά αλλά αυτός τα εισέπραξε υπό μορφή πιστωτικών διευκολύνσεων, πήρε το όφελος απ΄  αυτά και οφείλει να τα επιστρέψει.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού ανέλυσε την ενώπιον του μαρτυρία, εξέτασε και τους νομικούς ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από τις δύο πλευρές.   Άντλησε καθοδήγηση από τις αποφάσεις Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1432 και Χίνη (ανωτέρω).    Έκρινε ότι με βάση τις δύο προαναφερόμενες αποφάσεις θα έπρεπε να απορρίψει την αγωγή, εφόσον η βάση αγωγής, η οποία δικογραφήθηκε και προωθήθηκε με μαρτυρία, ήταν μόνο εκείνη της ενοικιαγοράς.  Η εκδοχή εκείνη κατέρρευσε εφόσον κρίθηκε ως αναξιόπιστη η μαρτυρία του κύριου μάρτυρα των εφεσειόντων και επομένως, στην απουσία άλλης προωθηθείσας αιτίας αγωγής, οι ενάγοντες-εφεσείοντες δεν μπορούσαν να επιτύχουν απόφαση υπέρ τους και εναντίον του εναγομένου-εφεσιβλήτου για επιστροφή των προαναφερόμενων ποσών.  

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, στη συνέχεια, εξέτασε και ζήτημα παρανομίας και δημόσιας πολιτικής.  Κατέληξε ότι δεν υπήρχε συγκεκριμένη δημόσια πολιτική που δέσμευε τους εφεσείοντες, οι οποίοι δεν ήταν τράπεζα αλλά χρηματοπιστωτικός οργανισμός.  Αναφορικά με το ζήτημα της παρανομίας, το πρωτόδικο δικαστήριο, έκρινε ότι, από τη στιγμή που η συγκεκριμένη σύμβαση ενοικιαγοράς θεωρήθηκε εικονική, δηλαδή ψεύτικη, δεν ετίθετο ζήτημα ύπαρξης δικαιωμάτων ενοικιαγοράς και συνεπώς δεν ετίθετο και ζήτημα χρέωσης τόκου πέραν του επιτρεπομένου.  

 

Ως προς τη διαζευκτική θεραπεία την οποίαν αξίωναν οι ενάγοντες-εφεσείοντες και η οποία αφορούσε στην παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων προς τον εναγόμενο-εφεσίβλητο, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι η όλη μαρτυρία που προσκομίστηκε από πλευράς εφεσειόντων αφορούσε στη γνησιότητα της ενοικιαγοράς και όχι την παροχή οποιωνδήποτε τραπεζικών διευκολύνσεων.  Από τη στιγμή που η σύμβαση κρίθηκε ως εικονική δεν μπορούσε να διεκδικηθεί επιτυχώς οποιαδήποτε άλλη διαζευκτική θεραπεία, η οποία δεν  προωθήθηκε.  Ακολούθησε, συναφώς, το σκεπτικό της Χίνη (ανωτέρω).    Σημείωσε, επιπρόσθετα, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι οι εφεσείοντες, σύμφωνα με τη δική τους μαρτυρία, δεν ήταν τράπεζα που παραχωρεί δάνεια, αλλά οργανισμός που προέβαινε σε ενοικιαγορές.  Επομένως πώς μπορούσε να ζητηθεί οποιαδήποτε διαζευκτική θεραπεία που να μη βασίζεται στη συμφωνία ενοικιαγοράς, διερωτήθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο.  Τελικά η αγωγή απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων. 

 

Με την έφεση τους οι εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με τους εξής λόγους έφεσης:

 

1.     Ήταν λανθασμένη η απόφαση του δικαστηρίου να απορρίψει τη μαρτυρία του Μ.Ε. 2 (ο οποίος λανθασμένα αναγράφεται ως Μ.Ε. 1) και να αποδεχθεί τη μαρτυρία του Μ.Υ. 1 (εφεσίβλητου).

2.   Λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείοντες προώθησαν την αγωγή τους αποκλειστικά στη βάση της συμφωνίας ενοικιαγοράς και ότι δεν προώθησαν τις διαζευκτικές βάσεις αγωγής τους.  Συγκεκριμένα γίνεται αναφορά στη γραπτή δήλωση του Μ.Ε. 2 - τεκμήριο 6.    Εν πάση περιπτώσει ο εφεσίβλητος ουδέποτε αμφισβήτησε ότι έλαβε χρήματα από τους εφεσείοντες τα οποία ουδέποτε επέστρεψε. 

3.   Ο τρίτος λόγος έφεσης προσομοιάζει με το δεύτερο και αφορά στην εσφαλμένη απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες επέλεξαν να προωθήσουν αποκλειστικά την αγωγή τους στη βάση της συμφωνίας ενοικιαγοράς.

4.   Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή των εφεσειόντων ότι η ενοικιαγορά ήταν γνήσια, παρά το ότι διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε παρανομία και με  μόνο λόγο ότι δεν υπήρχαν τα αντικείμενα ενοικιαγοράς.

5.   Ο πέμπτος λόγος έφεσης αποσύρθηκε.

6.   Με τον έκτο λόγο και πάλι καταλογίζεται σφάλμα στο πρωτόδικο δικαστήριο διότι απέρριψε την αγωγή χωρίς να εξετάσει τις διαζευκτικές βάσεις αγωγής που είχαν δικογραφηθεί και προωθηθεί, με επαρκή και αξιόπιστη μαρτυρία.  Εν  σχεσει με αυτό το λόγο, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η παρούσα υπόθεση διαφέρει, επί των γεγονότων, από τη Χίνη (ανωτέρω), στην οποία δεν προωθήθηκε διαζευκτική θεραπεία.

 

Τα ζητήματα που εγείρονται από την παρούσα έφεση είναι τα εξής:

 

(α)  Το ζήτημα της αξιοπιστίας του Μ.Ε. 2 και του Μ.Υ. 1. 

 

(β)  Το ζήτημα του κατά πόσον ορθά ή λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η ενοικιαγορά δεν ήταν γνήσια παρά το ότι δεν βρήκε οποιαδήποτε παρανομία ή άλλο λόγο ακυρότητας της. 

 

(γ)  Το κατά πόσον ορθά ή λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι οι εφεσείοντες δεν προώθησαν οποιαδήποτε άλλη διαζευκτική βάση αγωγής, εκτός από εκείνη της ενοικιαγοράς και ιδιαίτερα τη διαζευκτική τους απαίτηση για επιστροφή χρημάτων που δόθηκαν αχρεωστήτως και/ή για επιστροφή χρημάτων που δόθηκαν υπό μορφή δανείου.    Συναφώς εγείρεται και ζήτημα θεραπείας υπέρ των εφεσειόντων στη βάση του άρθρου 65 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.   

 

(δ)   Επιπρόσθετα, με την έφεση αυτή, τίθεται και ζήτημα ευθυγράμμισης και διασαφήνισης της νομολογίας αναφορικά με το ζήτημα του κατά πόσον ένας ενάγων που προωθεί την υπόθεση του στη βάση μιας μόνο από τις δικογραφημένες αιτίες αγωγής του, έχει δικαίωμα, μετά την απόρριψη της εκδοχής του από το δικαστήριο, να διεκδικήσει θεραπεία, στη βάση άλλης αιτίας αγωγής, δικογραφημένης μεν αλλά μη προωθηθείσας.

 

Αναφορικά με το ζήτημα της αξιοπιστίας, παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, για καλούς λόγους τους οποίους και σημείωσε, απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Ε. 2 και δέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Υ. 1-εφεσίβλητου.  Δέχθηκε δηλαδή ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε έπιπλα δικά του καθότι αυτός εργαζόταν στο εξωτερικό και όταν διέμενε στην Κύπρο έμενε στο σπίτι των γονέων του, σε προσφυγικό συνοικισμό.  Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, εφόσον δεν υπήρχαν στην κατοχή του εφεσίβλητου έπιπλα, τα οποία αυτός θα πωλούσε στους εφεσείοντες και οι εφεσείοντες θα του τα επέστρεφαν πίσω υπό τύπον ενοικιαγοράς, η εκδοχή του εφεσίβλητου περί εικονικής (ψεύτικης) ενοικιαγοράς ήταν η αληθινή εκδοχή και εκείνη των εφεσειόντων, που δόθηκε στο δικαστήριο με τη μαρτυρία του Μ.Ε. 2, για γνήσια και πραγματική σύμβαση ενοικιαγοράς, ήταν μη αληθινή.  Είναι γνωστές οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης του Εφετείου στα συμπεράσματα αυτά, τα οποία κρίνουμε ως εύλογα και αιτιολογημένα.

 

Η διαπίστωση ότι η σύμβαση ενοικιαγοράς ήταν εικονική (ψεύτικη) βασίστηκε  κυρίως στο ότι δεν υπήρχαν οποιαδήποτε αντικείμενα ενοικιαγοράς και επομένως η συναλλαγή των διαδίκων, από τη σκοπιά της ενοικιαγοράς, ήταν ανύπαρκτη.  Εξάλλου ο Μ.Ε.2,  κ. Σοφοκλέους, παραδέχθηκε ότι ο επίδικος κατάλογος των επίπλων, που επισυνάπτεται στη σύμβαση ενοικιαγοράς, τεκμήριο 1, ήταν σχεδόν πανομοιότυπος με άλλους καταλόγους αντικειμένων ενοικιαγοράς (τεκμήρια 8 α-δ) αφού χρησιμοποιείτο πρότυπο που υπήρχε σε όλους τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές των εφεσειόντων και επισυνάπτετο σ΄ όλα τα συμβόλαια ενοικιαγοράς στα οποία ο πελάτης δεν παρουσίαζε δικό του κατάλογο.  Κατά την κρίση μας ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο, καθοδηγούμενο από την απόφαση Χίνη (ανωτέρω) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για εικονική (ψεύτικη) σύμβαση ενοικιαγοράς, της οποίας το αντικείμενο ήταν ανύπαρκτη συναλλαγή.    Η εικονικότητα της σύμβασης ενοικιαγοράς συναρτάται με το γεγονός ότι αντικείμενο της σύμβασης ήταν ανύπαρκτη συναλλαγή και δεν υπεισέρχεται ζήτημα παράβασης των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων.

 

Αναφορικά με το ζήτημα της προώθησης άλλης διαζευκτικής βάσης αγωγής, εκτός από εκείνη της ενοικιαγοράς, η θέση των εφεσειόντων είναι ότι αυτοί, εκτός από το ότι δικογράφησαν δεόντως διαζευκτικές βάσεις αγωγής, τις προώθησαν, ταυτόχρονα με την εκδοχή της ενοικιαγοράς και ειδικά με τη μαρτυρία του Μ.Ε. 2 κ. Σοφοκλέους.  Στην προαναφερόμενη κατάθεση-δήλωση του κ. Σοφοκλέους (τεκμήριο 6) αυτός αναφέρει ότι ο εφεσίβλητος έλαβε τα χρήματα, τα οφείλει στους εφεσείοντες εφόσον αυτοί ποτέ δεν του τα χάρισαν.  Άρα έχει υποχρέωση να επιστρέψει το οφειλόμενο ποσό των £16.115,50.-, στο οποίο αν προστεθούν και τα δικαιώματα ενοικιαγοράς και οι τόκοι, ανέρχεται σε £23.090,50.-   Ο μάρτυρας ακόμα πρόσθεσε ότι οι ενάγοντες ζήτησαν αυτά τα χρήματα από τον εναγόμενο διότι του τα παραχώρησαν και αυτός τα εισέπραξε υπό μορφή πιστωτικών διευκολύνσεων, δεν του τα χάρισαν, αυτός πήρε το όφελος των χρημάτων και οφείλει να τα επιστρέψει.

Δεν συμφωνούμε με τη θέση των εφεσειόντων.  Όπως υποδείχθηκε στη Χίνη (ανωτέρω) αλλά και σε άλλες αποφάσεις, όπως την απόφαση στην υπόθεση Κάστανος κ.α. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 1374 , αλλά και στην παλαιότερη απόφαση στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2067,  ένας διάδικος ο οποίος απευθύνεται στο δικαστήριο, προτείνοντας και προωθώντας μια πλαστή εκδοχή, σε περίπτωση απόρριψης της εκδοχής αυτής, δεν μπορεί να επιζητεί απονομή δικαιοσύνης, σε βάση άλλη από εκείνη που κάλεσε το δικαστήριο να αποδεχθεί (Δέστε:  Κάστανος, ανωτέρω).  Όπως τέθηκε το ζήτημα στη Χίνη (ανωτέρω) αν, μετά την κατάρρευση της μόνης προωθηθείσας αξίωσης τους, επιτρεπόταν στους εφεσείοντες να προβάλουν τις άλλες δικογραφηθείσες διαζευκτικές αξιώσεις τους, που δεν συναρτώνται προς δικό τους υπόβαθρο γεγονότων και οι οποίες δεν έχουν υποστηριχθεί από μαρτυρία, αυτό θα ήταν και αντινομικό αλλά και άδικο για τον εφεσίβλητο ο οποίος ουδέποτε είχε την ευκαιρία να αντικρούσει τις άλλες διαζευκτικές εκδοχές όπως π.χ. την παροχή δανείου, πιστωτικών διευκολύνσεων ή την ύπαρξη χρέους, εφόσον ουδέποτε προβλήθησαν με μαρτυρία, κατά τη δίκη .  Στην παρούσα υπόθεση ο Μ.Ε. 2 έκαμε μεν αναφορά σε χρήματα που δόθηκαν από τους εφεσείοντες στον εφεσίβλητο, χωρίς χαριστική διάθεση, καθώς και σε πιστωτικές διευκολύνσεις, όμως  δεν  μπορεί να θεωρηθεί ότι, με αυτή την, παρεμφερή και ατεκμηρίωτη,  αναφορά προωθήθηκαν αυτές οι διαζευκτικές βάσεις αγωγής.  Συναφώς παρατηρούμε ότι δεν έγινε μνεία σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη σύμβαση δανείου ή παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων.  Ούτε και έγινε μνεία για παροχή χρημάτων από τους εφεσείοντες στον εφεσίβλητο, κατά τρόπον ασύνδετο με τη σύμβαση ενοικιαγοράς και με ρητή ή εξυπακουόμενη πρόθεση των μερών, τα χρήματα να επιστραφούν.  Αντίθετα, εκείνο στο οποίο επέμειναν οι εφεσείοντες, καθόλη την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, αλλά και ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, στην παρούσα διαδικασία, με τον λόγο έφεσης 4, είναι ότι τα χρήματα που έδωσαν στον εφεσίβλητο δόθηκαν λόγω της σύναψης έγκυρης και γνήσιας συμφωνίας ενοικιαγοράς, με υπάρχοντα αντικείμενα ενοικιαγοράς.    Επομένως, κατά την κρίση μας, με την κατάρρευση αυτής της εκδοχής των εφεσειόντων, η αξίωση τους για επιστροφή χρημάτων, που δόθηκαν αχρεωστήτως ή υπό  μορφή δανείου  στον εφεσίβλητο, παραμένει μετέωρη, χωρίς πραγματικό και νομικό υπόβαθρο και είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

 

Είναι θεμελιωμένη αρχή ότι ένας διάδικος δικαιούται να προβάλει στο δικόγραφο του διαζευκτικούς ισχυρισμούς, αλλά οφείλει, κατά την ακροαματική διαδικασία, να επιλέξει την εκδοχή που θα προωθήσει.   Οι εφεσείοντες, στην παρούσα υπόθεση, επέλεξαν την εκδοχή της σύμβασης ενοικιαγοράς και απέτυχαν.

 

Όσον αφορά το Άρθρο 65 του Κεφ. 149 παρατηρούμε ότι αυτό εφαρμόζεται όταν μια συμφωνία αποδειχτεί εξ υπαρχής άκυρη ή η σύμβαση καταστεί άκυρη δυνάμει των αρχών του περί Συμβάσεων Νόμου, οπότε το πρόσωπο που προσπορίστηκε όφελος δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας ή σύμβασης, υποχρεούται να αποκαταστήσει το όφελος αυτό ή να καταβάλει αποζημίωση στο πρόσωπο από το οποίο προσπορίστηκε το όφελος.  Στην προκείμενη περίπτωση δεν εφαρμόζεται το Άρθρο 65 καθότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε εξ υπαρχής άκυρη συμφωνία ή σύμβαση που κατέστη άκυρη δυνάμει των αρχών του περί Συμβάσεων Νόμου.   Η περίπτωση αυτή αφορά σε χρήματα που δόθηκαν από τους εφεσείοντες στον εφεσίβλητο, δυνάμει κατ΄ ισχυρισμό γνήσιας και έγκυρης σύμβασης ενοικιαγοράς, η οποία, όπως έκρινε το δικαστήριο, ήταν εικονική, δηλαδή ψεύτικη, επειδή το αντικείμενο της ήταν ανύπαρκτη συναλλαγή.   Δεν έδωσαν δηλαδή, οι εφεσείοντες χρήματα, στη βάση εξ υπαρχής άκυρης συμφωνίας ή στη βάση σύμβασης που κατέστη, μεταγενέστερα, άκυρη.  Ο ισχυρισμός τους, αντίθετα, ήταν ότι επρόκειτο για έγκυρη και νόμιμη, καθ΄ όλον τον ουσιώδη χρόνο, σύμβαση, δυνάμει της οποίας πλήρωσαν  χρήματα στον εφεσίβλητο. Όμως ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε, επειδή η μαρτυρία που προσφέρθηκε κρίθηκε ως αναξιόπιστη.   Υπό αυτές τις περιστάσεις δεν είναι δυνατόν οι εφεσείοντες να διεκδικήσουν την επιστροφή των χρημάτων τους, ούτε δυνάμει του Άρθρου 65.  

 

Μας ζητήθηκε επίσης να προβούμε σε διασαφήνιση και ευθυγράμμιση της νομολογίας μας.  

 

Θεωρούμε ότι στις αποφάσεις Κωνσταντίνου, Χίνη και Κάστανου (ανωτέρω) τέθηκαν οι ορθές αρχές με σαφήνεια.    Στις αποφάσεις αυτές τονίστηκε, με κάπως διαφορετικό τρόπο στην κάθε μια, ότι εφόσον η υπόθεση των εναγόντων βασίζεται αποκλειστικά στον  ισχυρισμό για ύπαρξη έγκυρης συμφωνίας ενοικιαγοράς, όταν κριθεί ότι η συμφωνία είναι εικονική, δηλαδή ψεύτικη, το αποτέλεσμα είναι η απόρριψη της αγωγής (Κωνσταντίνου, ανωτέρω).    Στην Χίνη (ανωτέρω) επεξηγήθηκε ότι η αναφορά, στην υπόθεση Κωνσταντίνου, σε συμφωνία εικονική και «παρεπόμενα άκυρη» σχετίζεται με τη διαπίστωση του δικαστηρίου, σε εκείνη την υπόθεση, ότι η εικονική ενοικιαγορά είχε γίνει προς απόκρυψη παράνομου σκοπού και δεν συναρτόταν με την παροχή οποιασδήποτε θεραπείας δυνάμει του άρθρου 65.     Όπως επεξηγήθηκε στη Χίνη, δεν ετίθετο θέμα εξ υπαρχής άκυρης συμφωνίας ή σύμβασης που κατέστη άκυρη λόγω κάποιου γεγονότος.  Το μόνο που υπήρχε ενώπιον του δικαστηρίου (σ΄ εκείνη την υπόθεση) ήταν η μαρτυρία για συμφωνία ενοικιαγοράς, η οποία απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη, αφήνοντας τους εφεσείοντες χωρίς οποιαδήποτε πιθανότητα για παροχή θεραπείας ή για αποκατάσταση.    Στην Κάστανου (ανωτέρω) διασαφηνίστηκε ότι το πρόβλημα των εναγόντων-εφεσιβλήτων (στην υπόθεση εκείνη) ήταν ότι, εν γνώσει τους, είχαν καταρτίσει όχι μόνο νομικά αλλά και πραγματικά ανύπαρκτη συμφωνία με ανύπαρκτα αντικείμενα.  Δεν έθεσαν δηλαδή οποιοδήποτε άλλο πραγματικό υπόβαθρο γεγονότων από εκείνο της γνήσιας σύμβασης ενοικιαγοράς, και όταν το υπόβαθρο εκείνο κατέρρευσε, δεν παρέμεινε οτιδήποτε άλλο επί του οποίου να εφαρμοστεί οποιαδήποτε αρχή περί αποκατάστασης, άδικου πλουτισμού κλπ..   Επρόκειτο δηλαδή περί ανυπαρξίας υποβάθρου γεγονότων στα οποία θα μπορούσε να εφαρμοστεί άλλη διαζευκτική βάση αγωγής  και να δοθεί ανάλογη θεραπεία.  Και στην υπόθεση Κάστανου το δικαστήριο έκρινε ότι οι ενάγοντες δεν προώθησαν, ως διαζευκτική βάση αγωγής αυτή της σύμβασης δανείου, της παροχής τραπεζικών διευκολύνσεων ή άλλη συναφή.  Αντίθετα παρατηρήθηκε ότι ο ενάγων οργανισμός (που ήταν ο ίδιος με τους εφεσείοντες στην παρούσα υπόθεση πριν γίνει τροποποίηση) δεν διεξήγαγε τραπεζικές εργασίες, ώστε να παραχωρεί δάνεια ή πιστωτικές διευκολύνσεις και ότι το μόνο που μπορούσε να πράττει ήταν η σύναψη συμβάσεων ενοικιαγοράς.   Αναφορικά με το Άρθρο 65 του Κεφ. 149, στην υπόθεση Κάστανου, κρίθηκε πως,    με βάση τα γεγονότα (της υπόθεσης εκείνης), δεν μπορούσε να παρασχεθεί θεραπεία δυνάμει του άρθρου εκείνου.  Σ΄ αυτή την κατάληξη οδηγήθηκε το Εφετείο, με πλήρη επίγνωση ότι, σύμφωνα με τα ενώπιον του παραδεκτά γεγονότα, οι εναγόμενοι-εφεσείοντες είχαν ενσυνείδητα και αυτοί συμμετάσχει στην κατάρτιση της εικονικής-πλαστής σύμβασης ενοικιαγοράς και καρπώθηκαν απ΄  αυτή ένα σημαντικό ποσό χρημάτων το οποίο και δεν θα επέστρεφαν.    Αυτό όμως το γεγονός δεν ήταν ικανό να στρεβλώσει νομικές αρχές και να αποδώσει θεραπείες σε διάδικο, ο οποίος απευθύνεται στο δικαστήριο, προτείνοντας και  προωθώντας μια πλαστή εκδοχή και όταν αποτύχει, επιζητεί απονομή δικαιοσύνης σε βάση άλλη απ΄ εκείνη που κάλεσε το δικαστήριο να αποδεχθεί.

Οι προαναφερόμενες αποφάσεις εκφράζουν τις ορθές νομικές θέσεις επί του θέματος που μας απασχολεί.  Η πάγια νομολογία μας επιτρέπει τη δικογράφηση και προώθηση διαζευκτικών νομικών ισχυρισμών, αλλά όχι την προώθηση διαζευκτικών γεγονότων.    Στην προκείμενη περίπτωση οι εφεσείοντες, καταχρηστικά θα λέγαμε, επινόησαν μιαν ψεύτικη και εικονική σύμβαση ενοικιαγοράς στην οποία βάσισαν τις απαιτήσεις τους.  Όταν αυτή η εκδοχή τους απέτυχε και απορρίφθηκε δεν υπήρχε οποιονδήποτε άλλο πραγματικό υπόβαθρο στο οποίο να μπορούν να θεμελιώσουν τις άλλες διαζευκτικές θεραπείες που αξίωναν. 

 

Στην αγγλική υπόθεση North Central Wagon (ανωτέρω), στην οποία έγινε αναφορά, αποφασίστηκε ότι χρήματα που είχαν πληρωθεί στη βάση πωλητηρίου εγγράφου ενός φορτηγού (bill of sale), που δεν ενεγράφη σύμφωνα με το νόμο και γι΄ αυτό ήταν άκυρο, μπορούσαν να διεκδικηθούν, ως χρήματα πληρωθέντα και παραληφθέντα (money had and received).  Στην υπόθεση εκείνη υπήρχε και σύμβαση ενοικιαγοράς, όμως, στην ουσία, η συναλλαγή ήταν δάνειο, με το αντικείμενο της ενοικιαγοράς (το φορτηγό, το οποίο ήταν υπαρκτό) να αποτελεί την εξασφάλιση του δανείου.   Το δικαστήριο έκρινε ότι η συναλλαγή μπορούσε να θεωρηθεί  ως έγκυρη συμφωνία δανείου, παρά την ακυρότητα του πωλητηρίου εγγράφου, και οι ενάγοντες μπορούσαν να διεκδικήσουν την επιστροφή των χρημάτων τους.   Η απόφαση εκείνη κρίθηκε στη βάση γεγονότων που δικογραφήθηκαν, προωθήθηκαν και θεμελιώθηκαν, παρέχοντας έτσι δικαίωμα σε διαζευκτική θεραπεία.   Αντίθετα, στην  παρούσα υπόθεση δεν προωθήθηκαν ούτε θεμελιώθηκαν τέτοια γεγονότα που να παρέχουν δικαίωμα, στους εφεσείοντες, για διαζευκτική θεραπεία.  Η καταβολή χρημάτων από τους εφεσείοντες στον εφεσίβλητο δεν έγινε για οποιονδήποτε άλλο σκοπό παρά μόνο στα πλαίσια της κατ΄ ισχυρισμό έγκυρης και γνήσιας σύμβασης ενοικιαγοράς, η οποία αποδείχθηκε εικονική και ψεύτικη εφόσον η υποτιθέμενη συναλλαγή, μεταξύ των διαδίκων, ήταν ανύπαρκτη.

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους και με τις προαναφερόμενες διαπιστώσεις και παρατηρήσεις  η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.

 

 

                                                     ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.

                                  

                                                      ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.

                                                     

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.

                                                     

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

                                                      ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

                                                     

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

                                                     

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

                                                     

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.

                                                     

                                                      ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο