ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 41
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 347/2008)
23 Ιανουαρίου 2012
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΛΑΙΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ,
Εφεσείοντες,
ΚΑΙ
ΑΝΔΡΕΑ ΜΙΧΑΗΛ,
Εφεσίβλητου.
Και ως ετροποποιήθη δυνάμει Διατάγματος του Δικαστηρίου
ημερ. 24.2.2009
MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO. LTD,
Εφεσείοντες,
ΚΑΙ
ΑΝΔΡΕΑ ΜΙΧΑΗΛ,
Εφεσίβλητου.
---------------------------------
Α. Ζαχαρίου με Γ. Ζαχαρίου (κα), για τους Εφεσείοντες.
Α. Μαθηκολώνης, για τον Εφεσίβλητο.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Με τη δέουσα εκτίμηση στην απόφαση της πλειοψηφίας, καταγράφω τη διαφορετική μου άποψη στο ζήτημα.
Κατ΄ αρχάς, κατά τη γνώμη μου, θα τίθετο εύλογα ζήτημα επάρκειας της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Και τούτο, ενόψει της κατ΄ απομόνωσης αξιολόγησης στοιχείων της μαρτυρίας του Νίκου Σοφοκλέους, Μ.Ε.2, για την οποία το Δικαστήριο τόνισε την καταγραφή στο έγγραφο ενοικιαγοράς ως διεύθυνση εργασίας την Καραϊβική και επάγγελμα «station manager» στην Louis Cruise Lines, χωρίς ταυτόχρονη όμως αναφορά και στη δηλωθείσα επί του ιδίου εγγράφου διεύθυνση κατοικίας, το Τσακκιλερό, Λάρνακας. Δεν συνυπολογίστηκε έτσι η πτυχή αυτή, αλλά θεωρήθηκε, λανθασμένα, η αναφορά στην Καραϊβική ως αναιρούσα τη θέση του Σοφοκλεόυς ότι ο εφεσίβλητος είχε επαναπατρισθεί, ενώ βέβαια το ένα δεν απέκλειε το άλλο. Ούτε έχει σημασία, κατά την άποψη μου, η θέση του Σοφοκλέους ότι ο εφεσίβλητος εξόπλισε, ή, ετοιμαζόταν να εξοπλίσει την οικία του, που κατά την άποψη του Δικαστηρίου δεν έδειχνε σταθερότητα στην τοποθέτηση του, υπό το φως του ότι ο εφεσίβλητος επί του εγγράφου ενοικιαγοράς δήλωσε ιδιοκτήτης και κάτοχος των εμπορευμάτων. Ως προς το αν ήταν ή όχι αυτά μεταχειρισμένα, στο οποίο επίσης έδωσε ανάλογη σημασία το Δικαστήριο, και πάλι οι διάφορες συνδυασμένες ρήτρες στη συμφωνία ενοικιαγοράς καταστούσαν σαφές ότι τα εμπορεύματα δεν είχαν δηλωθεί ως μεταχειρισμένα, διαφορετικά αυτό θα αναγραφόταν ρητώς επί του πίνακα εμπορευμάτων.
Ούτε προέκυπτε λόγος αναξιοπιστίας του μάρτυρα των εφεσειόντων λόγω της θεωρούμενης αδιαφορίας του για τη επακριβή αξία των εμπορευμάτων, εφόσον η συμφωνία ενοικιαγοράς περιείχε ρήτρα ότι η τράπεζα δεν είδε τα εμπορεύματα, ο δε εφεσίβλητος την καλούσε να λειτουργήσει επί των δικών του διαβεβαιώσεων, το ζητούμενο δε ήταν να καλυφθεί με ένα συνολικό ποσό η χρηματοδότηση των αντικειμένων, που θα έφθανε το επιδιωκόμενο ποσό δανειοδότησης. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης αναξιόπιστο τον Σοφοκλέους, διότι, «έδειχνε ενοχλημένος που του γίνονταν ερωτήσεις». Δεν αποτελεί όμως αυτό μέτρο κρίσης της αξιοπιστίας όπως έχει λεχθεί κατ΄ επανάληψη στις υποθέσεις Χρίστου ν. Ηροδότου κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676, Σάντη ν. Χατζηβασιλείου (2009) 1 Α.Α.Δ. 288, Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Παναγιώτη Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339. Η αξιολόγηση μαρτυρίας αποτελεί λεπτό και επίπονο έργο και η επάρκεια των λόγων αξιολόγησης συναρτάται προς την ουσία του πράγματος και όχι κατ΄ ανάγκην προς την εξωτερική εμφάνιση του μάρτυρα, (δέστε και Βούτουνος ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 71).
Η ορθή αξιολόγηση των γεγονότων από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι θεμελιακής σημασίας και σε παρόμοιες υποθέσεις (δέστε Χίνης ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2008) 1 Α.Α.Δ. 306), η αξιολόγηση ανατρέπει άρδην τα δεδομένα και κατ΄ επέκταση τα νομικά ζητήματα που συζητούνται.
Δεν χρειάζεται να επεκταθώ όμως αναλυτικότερα στο ζήτημα ενόψει της απόφασης της πλειοψηφίας, η οποία αφήνει αλώβητη την αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας.
Προχωρώ επί της ουσίας του θέματος. Έχοντας κατά νου την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η συμφωνία ενοικιαγοράς ήταν εικονική, τίθεται ζήτημα ως προς τη νομική ταξινόμηση της μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσας αυτής εικονικής ενοικιαγοράς. Ευθέως αναγνωρίζεται από έγκριτους συγγραφείς και από τα Δικαστήρια, ότι αυτός ο τομέας του δικαίου περιέχει εννοιολογικές ασάφειες και σύγχυση κατά τρόπο ώστε να παραμένει δύσβατη, νομικά, περιοχή. Η νομική κατηγοριοποίηση δεν είναι εύκολη και οι ακαδημαϊκοί σπάνια ακολουθούν ή εννοούν τα ίδια πράγματα, παρόλο που δεν υπάρχουν ριζοσπαστικές διαφορές ως προς το περιεχόμενο των δικαιϊκών κανόνων, (δέστε Ewan Mckendrick: Contract Law 6η έκδ. σελ. 328, παρ. 15.2, Treitel: The Law of Contract 8η έκδ. σελ. 377-378 και Koffman & Macdonald: The Law of Contract 6η έκδ. (2007), σελ. 425, παρ. 15.38-15.39).
Το Δικαστήριο στην υπό κρίση περίπτωση κατέληξε ότι η ενοικιαγορά δεν ήταν νόμιμη, αλλά εικονική και ότι:
«Οι διάδικοι υπογράφοντας το έγγραφο δεν είχαν πραγματικά την βούληση να συνάψουν σύμβαση ενοικιαγοράς αφού γνώριζαν και οι δύο ότι τα αντικείμενα ήταν ανύπαρκτα.»
Επί ανύπαρκτων αντικειμένων και με ταυτόσημη βούληση των διαδίκων να συνάψουν εικονική συμφωνία, προκύπτει ευθέως ακυρότητα από τα σπάργανα της.
Σύμφωνα με την απόφαση στην Snook v. London and West Riding Investment Ltd (1967) 2 Q.B. 786, για να θεωρηθούν πράξεις ή έγγραφα ως εικονικά («sham»), πρέπει όλα τα μέρη σ΄ αυτά να έχουν κοινή πρόθεση ότι οι πράξεις και τα έγγραφα δεν έχουν σκοπό να δημιουργήσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις κατά νόμο, που οι πράξεις και τα έγγραφα δίνουν προς τα έξω την εντύπωση ότι δημιουργούν, (δέστε και Chitty on Contracts 24η έκδ., Τόμος ΙΙ, σελ. 462-3, παρ. 3215 και Γεώργιος Σολωμού κ.ά. ν. Marfin Popular Bank Public Co. Ltd, Π.Ε. αρ. 184/07, ημερ. 21.1.2011).
Με τα πιο πάνω δεδομένα, εύλογα τίθεται θέμα ενεργοποίησης των διατάξεων του άρθρου 65 του Κεφ. 149, το οποίο κωδικοποιεί στην ουσία την αρχή περί μη αδικαιολόγητου πλουτισμού («unjust enrichment»), η οποία προωθείται, κατά ένα νομικά αποδεκτό τρόπο, με αξίωση για «money had and received» (σήμερα γνωστή ως «restitutionary claim»), η φιλοσοφία και η λειτουργία του οποίου απορρέει από οιονεί συμβατική σχέση που στοχεύει στην απόδοση ποσού στον ενάγοντα του οφέλους που απεκόμισε ο εναγόμενος σε βάρος του πρώτου, λόγω κάποιας λανθασμένης ή έκνομης πράξης. Κατά τον F.H. Lawson: Remedies of English Law, σελ. 173, η βάση της αξίωσης εδράζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό ή την ύπαρξη εξυπακουόμενης υπόσχεσης.
Το άρθρο 65 έχει ως εξής:
«Εάν η συμφωνία αποδειχθή εξ υπαρχής άκυρος, ή η σύμβασις καταστή άκυρος, ο προσπορισθείς οιονδήποτε όφελος δυνάμει της τοιαύτης συμφωνίας ή συμβάσεως υποχρεούται να αποκαταστήση το τοιούτον όφελος ή να καταβάλη αποζημίωσιν εις το πρόσωπον παρ΄ ου προσεπορίσθη τούτο.»
Συμφωνία αποδεικνύεται «εξ υπαρχής άκυρος» («void ab initio»), επί Δικαστηρίω, γι΄ αυτό στον Lawson - πιο πάνω - σελ. 275, αναγνωρίζεται ότι «a void act is better declared so by a Court». Σύμφωνα με το ίδιο σύγγραμμα, σελ. 54, «a void contract is no contract at all». Και μια συμφωνία ενοικιαγοράς που αποφασίζεται δικαστικά ότι είναι εικονική, δεν μπορεί παρά να καταταχθεί ως άκυρη. Στην Hitch and Others v. Stone (Inspector of Taxes (2001) EW CA Civ 63, (απόφαση του Αγγλικού Εφετίου), ειπώθηκε ότι:
«No authority has been cited to us which would suggest that a sham transaction, could on its own be other than a void transaction.»
Και στην Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2067, λέχθηκε ότι η εικονική συμφωνία είναι «παρεπόμενα άκυρη». Δεν υπάρχει κατά την αντίληψη μου, νομικό ή λογικό έρεισμα στη μη θεώρηση μιας εικονικής συμφωνίας ενοικιαγοράς, με τα πραγματικά δεδομένα όπως τα καθόρισε εδώ το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως άκυρης εξ υπαρχής.
Δυνάμει εξ υπαρχής ακύρου συμφωνίας, ο προσπορισθείς οφέλους υποχρεώνεται να αποκαταστήσει το όφελος ή να καταβάλει αποζημίωση προς το πρόσωπο από το οποίο έλαβε το όφελος. Το άρθρο 65, για το οποίο, κατά την άποψη μου, δεν έγινε οποιαδήποτε ιδιαίτερη ανάλυση στις υποθέσεις Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Χίνη (2008) 1 Α.Α.Δ. 818 και Κάστανος κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 1374, ώστε να εξηγηθεί ο αποκλεισμός του επί ακύρου συμφωνίας, λειτουργεί ανεξάρτητα από την όποια συμφωνία ή συμβόλαιο μεταξύ των διαδίκων, (εδώ τη σύμβαση ενοικιαγοράς), ακριβώς διότι τέτοια συμφωνία έχει διακηρυχθεί άκυρη εξ υπαρχής, ήτοι, ως μηδέποτε συνομολογηθείσα. Δεν είναι αναγκαία η εκ των υστέρων έλευση γεγονότος για να διαπιστωθεί η εξ υπαρχής ακυρότητα. Αυτή αποφασίζεται από το δικάζον Δικαστήριο και ανατρέχει στο χρόνο σύναψης της συμφωνίας. Η επί Δικαστηρίω διακήρυξη της ακυρότητας μιας συμφωνίας είναι ένας από τους τρόπους «απόδειξης» της ως τέτοιας, έχοντας δεδομένο ότι ο ένας των συμβαλλομένων, όπως εδώ οι εφεσείοντες, εγείρει την αγωγή προωθώντας αξίωση στη βάση γνήσιας ενοικιαγοράς, οπλισμένος με το τυπικό έγγραφο με το οποίο αυτή συνομολογήθηκε, (σχετική είναι και η παραπομπή στο αντίστοιχο άρθρο 65 του Indian Contract Law, όπως αναλύεται στους Pollock & Mulla: Indian Contract and Specific Refief Acts 11η έκδ. Τόμος 1 σελ. 705, όπου καταγράφεται παρόμοια άποψη από το Supreme Court of India).
Για αυτό το λόγο, το άρθρο 65 έρχεται αρωγός προς αποκατάσταση των διαδίκων στην προτέρα, ουσιαστικά, θέση τους με την απόδοση πίσω στον ένα συμβαλλόμενο του οφέλους που λήφθηκε από τον έτερο. Στα πλαίσια αυτά, ο διάδικος δεν θεωρείται ότι προωθεί την εφαρμογή του άκυρου συμβολαίου ή της άκυρης συμφωνίας, όπως και δεν θα μπορούσε βεβαίως εφόσον η συμφωνία θεωρείται ότι δεν υπάρχει, (δέστε και McKendrick: Contract Law - πιο πάνω - σελ. 329).
Στην A and C Antoniou Resort Ltd v. Eleonora Hotel Appartments Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 1321, σε διαφορετικά βέβαια γεγονότα, το Εφετείο επί συμβάσεως ενοικιάσεως που παρέβαινε το άρθρο 77(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, θεώρησε ότι τίθετο θέμα εφαρμογής του άρθρου 65, λόγω εξ υπαρχής ακυρότητας στη σύμβαση ενοικίασης και όχι απλής παρανομίας, με αποτέλεσμα να διαταχθεί επιστροφή ποσού που είχε ρευστοποιηθεί και εισπραχθεί δυνάμει τραπεζικής εγγύησης προς όφελος της εκεί εφεσίβλητης εταιρείας. Αυτή η είσπραξη ήταν απόκτηση οφέλους δυνάμει του άρθρου 65, και:
«Από άκυρη δε συμφωνία δεν νοείται ο προσπορισμός οφέλους εκ μέρους οποιουδήποτε των συμβαλλομένων. Δικαίωμα αποζημίωσης μπορεί να προκύψει από τη διάρρηξη έγκυρης συμφωνίας και όχι από συμφωνία εξ αρχής ατελέσφορη.»
Στην Maison Jenny Ltd v. Krashias Footwear Industry Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 1156, κρίθηκε ότι σύμβαση ενοικίασης το θεμέλιο της οποίας ήταν αβέβαιο, ώστε να μην είχε ποτέ η συμφωνία προσλάβει την εγκυρότητα σύμβασης, ήταν άκυρη κατά το άρθρο 56(2) του Κεφ. 149 και επομένως ορθά αποδόθηκε πίσω το καταβληθέν προς τους πωλητές ποσό εφόσον δόθηκε χωρίς αντάλλαγμα. Το ποσό των £20.000 που δόθηκε είχε ως αποκλειστικό λόγο τη μεταξύ των μερών συμφωνία. Λέχθηκε ότι:
«Εφόσον αυτή ήταν άκυρη προβάλλεται ευθέως ο λόγος για την παροχή θεραπείας στην επιστροφή του ποσού το οποίο δόθηκε χωρίς αντάλλαγμα.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε (και το εύρημα αυτό παραμένει αλώβητο), ότι με την υπογραφή της συμφωνίας ενοικιαγοράς και οι δύο διάδικοι δεν είχαν πραγματικά τη βούληση να συνάψουν σύμβαση ενοικιαγοράς. Τα αντικείμενα θεωρήθηκαν ανύπαρκτα. Έπεται ότι το όφελος το οποίο προσπορίσθηκε ο εφεσίβλητος προήλθε από εξ υπαρχής μη γενόμενη συμφωνία ή καλύτερα από συμφωνία που απεδείχθη μεταγενέστερα, στην ουσία, άκυρη. Το ζήτημα δεν εξαντλείται, κατά την άποψη μου, στη δικογραφική προώθηση της αγωγής στη βάση συμφωνίας ενοικιαγοράς που με την υπεράσπιση απεδείχθη εικονική. Το θεμέλιο της ίδιας της συμφωνίας ήταν ανύπαρκτο. Χρήματα ή περιουσία που δόθηκαν ως εξ αυτής της συμφωνίας δεν είναι δυνατόν να κατακρατηθούν από τον εφεσίβλητο. Ιδιαιτέρως διότι και ο ίδιος συνειδητά (κατά το εύρημα του Δικαστηρίου), συμμετείχε στη συμφωνία εν γνώσει του ότι δεν υπήρχαν αντικείμενα, αλλά και διότι αφού αποπλήρωσε στους εφεσείοντες από τις £30.000 που έλαβε, το ποσό των £13.894,50, υπερασπίστηκε την αγωγή όταν αυτή ηγέρθη από την τράπεζα, μετά τον εκ μέρους της τερματισμό της συμφωνίας ενοικιαγοράς αφού παρέμειναν απλήρωτες διάφορες δόσεις, προβάλλοντας μόνο τότε και για πρώτη φορά ζήτημα εικονικότητας επειδή, ως είπε και στην έγγραφη του δήλωση, Τεκμ. 8, παρ. 5.4, αλλά και ενόρκως, κατέρρευσε στο μεταξύ το Χ.Α.Κ. και υπέστη μεγάλη ζημιά.
Η ουσία της συναλλαγής ήταν η χορήγηση χρημάτων από τους εφεσείοντες στον εφεσίβλητο. Η θέση των εφεσειόντων τόσο δικογραφικά (όχι ομολογουμένως με τον καλύτερο δυνατό τρόπο), όσο και διά της μαρτυρίας του Σοφοκλέους, ανέδυε αυτή την πραγματικότητα και αυτή ήταν η έννοια της θέσης του ότι τα χρήματα δεν παραχωρήθηκαν ποτέ χαριστικά, αλλά υπό τη μορφή πιστωτικής διευκόλυνσης. Αυτή η ουσία του πράγματος, δεν μπορεί να παραγνωριστεί. Διαχρονικά τα Δικαστήρια προσπαθούν να εξισορροπήσουν δύο διαφορετικές και συγκρουόμενες καταστάσεις: από τη μια να αναχαιτίσουν τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και από την άλλη να αποτρέψουν την συνομολόγηση παρανόμων συμβάσεων. Στη γενική και παγίως ακολουθούμενη πολιτική των Δικαστηρίων να μην εφαρμόζουν παράνομες συμφωνίες, έχει επέλθει μια σταδιακή αναγνώριση της δημιουργίας ανεπιθύμητα επώδυνων ή σκληρών αποτελεσμάτων («harsh results»), με την κατακράτηση του οφέλους από τον εναγόμενο, ιδιαίτερα όπου ένας συμβαλλόμενος δυνατόν να είναι «ένοχος», χωρίς να υπέχει ηθική ευθύνη. Γι΄ αυτό, υπήρξε σταδιακά μετατόπιση σε μια πιο ρεαλιστική ή πραγματιστική θεώρηση των συμφωνιών αυτών, ώστε αν ο εναγόμενος δε παρέβηκε απλώς μια παράνομη συμφωνία, αλλά η συμπεριφορά του προδίδει ταυτόχρονα, για παράδειγμα, και αστικό αδίκημα, τότε θεωρείται ότι είναι πιο υπεύθυνος από πλευράς βαθμού ενοχής, από τον ενάγοντα, έτσι ώστε να είναι εύλογο να αποδοθεί θεραπεία στον τελευταίο. (Saunders v. Edwards (1987) 1 W.L.R. 1116 και Treitel - πιο πάνω - σελ. 428-429).
Περαιτέρω, ο γενικός κανόνας περί μη ανάκτησης των χρημάτων ή της περιουσίας που έχει μεταβιβαστεί ή δοθεί δυνάμει παράνομης συμφωνίας, ενίοτε κάμπτεται από την εξίσου αναγνωρισμένη πλέον αρχή ότι κάποτε η επιστροφή των χρημάτων ή της περιουσίας επενεργεί πλέον αποθαρρυντικά προς αποτροπή των παρανόμων συμφωνιών, παρά η μη επιστροφή. (Treitel - πιο πάνω - σελ. 436). Αν, για παράδειγμα, αναφέρεται στο εν λόγω σύγγραμμα, ληφθούν χρήματα από κάποιο ως αποτέλεσμα διεξαγωγής παράνομης επιχείρησης, είναι προτιμότερο και πιο αποτελεσματικό για την αναχαίτιση της παρανομίας, να εξαναγκασθεί να επιστρέψει τα χρήματα παρά να τα κατακρατήσει, επιτρέποντας του να βασιστεί στον κανόνα μη επιστροφής («non-recovery»).
Υπό το φως των ευρημάτων του Δικαστηρίου το δίκαιο, κατά την άποψη μου, είναι η απόδοση πίσω του υπολοίπου των χρημάτων που ο εφεσίβλητος έλαβε από τους εφεσείοντες. Ακριβώς διότι και ο ίδιος, γνωρίζοντας, όπως αποφάσισε το Δικαστήριο, ότι λάμβανε τα χρήματα κατ΄ ουσίαν ως δάνειο, και κατ΄ επίφαση και μόνο δυνάμει συμφωνίας ενοικιαγοράς, οφείλει να τα επιστρέψει. Άλλως καρπούται όφελος ενώ είναι και ο ίδιος in pari delicto, αν όχι και περισσότερο από τους εφεσείοντες εφόσον αποδεχόμενος την κατ΄ ουσίαν δανειοδότηση του, αποπλήρωσε με δόσεις σχεδόν το 1/3 του καθαρού ποσού που έλαβε. Με την απόδοση του υπόλοιπου πίσω στους εφεσείοντες επαναφέρονται τα πράγματα στην αρχική τους κατάσταση («restitutio in integrum»), χωρίς κατά την άποψη μου, να παραβιάζεται οποιοσδήποτε κανόνας δικαίου εφόσον εδώ έχει πιστοποιηθεί μια εξ υπαρχής άκυρος και όχι παράνομη συμφωνία. Επέρχεται έτσι ισομέρεια και ισονομία στα δικαιώματα και υποχρεώσεις των διαδίκων εκατέρωθεν.
Τέτοια κατάληξη δεν θα έπρεπε εν πάση περιπτώσει να εφησυχάζει τους εφεσείοντες οι οποίοι οφείλουν, ως χρηματοδοτικός οργανισμός, να διασφαλίζουν τη γνησιότητα κάθε ενοικιαγοράς, όχι μόνο με την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας με τις πολλαπλές ρήτρες που περιέχει τα εξωτερικά τυπικά γνωρίσματα, αλλά και να βεβαιώνονται για την ύπαρξη των αντικειμένων που χρηματοδοτούνται με οπτική και άλλη παρατήρηση και την καταγραφή της σχετικής μαρτυρίας. Βεβαίως, εδώ, οι εφεσείοντες λόγω της επενέργειας του άρθρου 65 και όχι δυνάμει της συμβατικής τους σχέσης , θα δικαιούνταν σε απόφαση μόνο για το υπόλοιπο επί του ποσού των £30.000 που δεν είχε ήδη αποπληρωθεί, ήτοι, £16.105,50 χωρίς τόκους και χωρίς οποιαδήποτε δικαιώματα ενοικιαγοράς.
Η επίδικη απόφαση εναντίον του εφεσίβλητου θα ενεργούσε κατά την εκτίμηση μου ικανοποιητικά ως αποτροπή στην κατάρτιση εικονικών συναλλαγών, ενώ θα στιγματιζόταν ταυτόχρονα επαρκώς και η ίδια η ανάμειξη των εφεσειόντων χωρίς να επέλθουν ιδιαίτερα ανεπιεική αποτελέσματα για τη μια ή την άλλη πλευρά, ενόψει ακύρου και όχι παρανόμου συμφωνίας.
Θα επέτρεπα λοιπόν την έφεση ως ανωτέρω, χωρίς την επιδίκαση οποιωνδήποτε εξόδων ενόψει και της αξιοκατάκριτης εμπλοκής των εφεσειόντων στη σύναψη της συμφωνίας.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ