ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2011) 1 ΑΑΔ 2350
28 Δεκεμβρίου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΣΤΑΥΡΟΥΛΛΑ ΑΛΚΙΒΙΑΔΟΥ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
2. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΚΟΥΡΟΥΣΙΔΗ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 404/2008)
Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Ο περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμος του 2002, Ν.205(Ι)/2002 ― Κατά πόσον είχε παραγραφεί το δικαίωμα εργοδοτουμένης να προσφύγει στο Εργατικό Δικαστήριο αναφορικά με αξιώσεις που προέκυπταν από υπόθεση σεξουαλικής παρενόχλησης.
Η εφεσείουσα προσέβαλε απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με την οποία απορρίφθηκε αίτηση της ως παραγεγραμμένη.
Με την αίτηση αξίωνε αποζημιώσεις για σεξουαλική παρενόχληση και/ή παράλειψη παροχής προστασίας έναντι σεξουαλικής παρενόχλησης, βάσει του περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμου του 2002, Ν.205(Ι)/2002.
Το Εργατικό Δικαστήριο απέρριψε ισχυρισμό για έλλειψη δικαιοδοσίας αλλά δέχτηκε την προδικαστική ένσταση ότι η αίτηση ήταν εκπρόθεσμη και την απέρριψε.
Εναντίον της πιο πάνω κατάληξης η εφεσείουσα καταχώρησε έφεση.
Υποστήριξε ότι:
Το πρωτόδικο δικαστήριο, υπό πλάνη, ερμήνευσε το Άρθρο 27 του Νόμου 205(Ι)/2002, αποφασίζοντας ότι η αίτηση της εφεσείουσας είχε παραγραφεί και ότι η αιτήτρια δεν μπορούσε να επικαλείται την παράλειψη εξέτασης της καταγγελίας από τον Αρχιεπιθεωρητή για να επιτύχει αναστολή της περιόδου παραγραφής.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ρητά το εδάφιο (2) του Άρθρου 27 προβλέπει ότι τυχόν ισχύουσα προθεσμία προσφυγής, καθώς και ισχύουσα περίοδος παραγραφής της απαίτησης, διακόπτεται από την ημέρα της υποβολής καταγγελίας μέχρι την ημέρα σύνταξης του πρακτικού από τον Αρχιεπιθεωρητή.
2. Ήταν δεδομένο ότι έγινε καταγγελία και ο Αρχιεπιθεωρητής δεν έχει συντάξει το αναφερόμενο στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου, πρακτικό.
3. Δεν ήταν ορθή η θέση ότι δεν ενδιέφερε ο λόγος για τον οποίο το συγκεκριμένο πρακτικό δεν είχε συνταχθεί.
4. Η προσέγγιση του Αρχιεπιθεωρητή να μην εξετάσει το παράπονο της εφεσείουσας επειδή η εφεσείουσα είχε προσφύγει ενώπιον της Επιτρόπου Διοικήσεως, δεν φαίνεται να βασίζεται σε οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια.
5. Δεν υπήρχε λόγος γιατί η παράδοξη, αντιμετώπιση της υπόθεσης από τον Αρχιεπιθεωρητή να επενεργούσε εναντίον της εφεσείουσας η οποία άσκησε τα παρεχόμενα από το νόμο δικαιώματά της.
6. Για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας δεν απαιτείτο ακύρωση της απόφασης του Αρχιεπιθεωρητή. Αρκεί μόνο ότι η καταγγελία στον Αρχιεπιθεωρητή ανέστειλε, σύμφωνα με το Άρθρο 27(2) την οποιαδήποτε τυχόν ισχύουσα περίοδο παραγραφής, ενώ δεν έχει συνταχθεί το απαραίτητο πρακτικό το οποίο θα ενεργοποιούσε την περίοδο παραγραφής.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα. Διατάχθηκε επανεκδίκαση από άλλο αρμόδιο Δικαστήριο.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Λάρνακος (Ζαμπακίδου-Μουρτουβάνη, Π.), (Αίτηση Aρ. 758/08), ημερομ. 17.11.2008.
Γ. Γεωργιάδης, για την Εφεσείουσα.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσίβλητο 1.
Χρ. Χριστοφίδης με Γ. Βαλιαντή και Α. Κορφιώτη (κα) για Λ. Παπαφιλίππου, για τον Εφεσίβλητο 2.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα καταχώρισε στις 23.12.2005 αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, με την οποία αξίωνε αποζημιώσεις για σεξουαλική παρενόχληση και/ή παράλειψη παροχής προστασίας έναντι σεξουαλικής παρενόχλησης, βάσει του περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμου του 2002, Ν.205(Ι)/2002. Στις 19.9.2006, ύστερα από σχετικό διάταγμα του δικαστηρίου, καταχώρισε τροποποιημένη αίτηση με την προσθήκη ως δεύτερου καθ' ου η αίτηση κάποιου Χαράλαμπου Κουρουσίδη.
Η εφεσείουσα είναι νοσηλευτική λειτουργός στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, ενώ ο εφεσίβλητος-καθ' ου η αίτηση 2 ήταν προϊστάμενός της.
Σύμφωνα με την εφεσείουσα, από το Μάρτιο του 2003 ο εφεσίβλητος 2 άρχισε να την παρενοχλεί σεξουαλικά και αυτό συνεχίστηκε μέχρι το Μάρτιο του 2004, οπότε η εφεσείουσα ενημέρωσε το σύζυγό της. Όταν περί τα τέλη του 2004 η εφεσείουσα πληροφορήθηκε ότι ο εφεσίβλητος 2 ασκούσε σεξουαλική παρενόχληση εις βάρος άλλων νοσηλευτριών, κατήγγειλε την υπόθεση στην Ανώτερη Προϊσταμένη του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, καθώς και στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας, ενώ προέβη και σε καταγγελία στην Επίτροπο Διοικήσεως.
Απαντώντας σε προδικαστική ένσταση του καθ' ου η αίτηση 1, το Δικαστήριο απέρριψε ισχυρισμό για έλλειψη δικαιοδοσίας αλλά δέχτηκε την προδικαστική ένσταση ότι η αίτηση ήταν εκπρόθεσμη. Εναντίον της πιο πάνω κατάληξης η εφεσείουσα καταχώρησε την παρούσα έφεση.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως εκτίθενται από το πρωτόδικο δικαστήριο, το δικαίωμα της εφεσείουσας προέκυψε από τον Ιούλιο του 2003 μέχρι το Μάρτιο του 2004 και αυτό σύμφωνα με δικό της ισχυρισμό. Η αίτηση συνεπώς θα έπρεπε να καταχωρηθεί σύμφωνα με το Νόμο, το αργότερο εντός ενός έτους από το Μάρτιο του 2004. Το δικαστήριο διαπιστώνει ότι η μόνη περίπτωση να ανασταλεί η περίοδος παραγραφής είναι η συνδρομή των προϋποθέσεων που θέτει ο Νόμος, κάτι το οποίο ελλείπει στην παρούσα υπόθεση.
Η αιτήτρια, εκτός από την προσφυγή της ενώπιον της Επιτρόπου Διοικήσεως, κατέθεσε στις 31.8.2004 και καταγγελία στον Αρχιεπιθεωρητή του Υπουργείου Εργασίας, σύμφωνα με το Αρθρο 27 του Νόμου. Ο Αρχιεπιθεωρητής στις 3.9.2004 απάντησε στην εφεσείουσα ότι δεν θα διεξάγει έρευνα εφ' όσον εκκρεμούσε η καταγγελία της ενώπιον της Επιτρόπου Διοικήσεως.
Σύμφωνα με το Αρθρο 27 του Νόμου ο Αρχιεπιθεωρητής και ο Επιθεωρητής δέχονται καταγγελίες σχετικά με οποιαδήποτε παράβαση του Νόμου από οποιοδήποτε πρόσωπο θεωρεί ότι θίγεται από την παράβαση και αμέσως ερευνά με κάθε πρόσφορο τρόπο τα καταγγελλόμενα και επιχειρεί να διευθετήσει τη διαφορά. Εφ' όσον επιτυγχάνει τη διευθέτηση της διαφοράς, συντάσσει πρακτικό συμβιβασμού. Αν, πάλιν, δεν επιτευχθεί διευθέτηση, επίσης συντάσσει πρακτικό στο οποίο αναγράφει όλα όσα έπραξε και διαπίστωσε. Το πρακτικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενώπιον δικαστηρίου.
Σύμφωνα με το εδάφιο (2), τηρουμένων των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, από την ημέρα της υποβολής της καταγγελίας προς τον Αρχιεπιθεωρητή και μέχρι τη σύνταξη του προβλεπόμενου πρακτικού, διακόπτεται η τυχόν ισχύουσα προθεσμία προσφυγής στο δικαστήριο του προσώπου που υπέβαλε την καταγγελία, καθώς και η τυχόν ισχύουσα περίοδος παραγραφής της απαίτησής του.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι μετά την καταγγελία στον Αρχιεπιθεωρητή, η εφεσείουσα παρέλειψε να λάβει οποιοδήποτε μέτρο για να προχωρήσει ο Αρχιεπιθεωρητής στην εξέταση της καταγγελίας, παρά το γεγονός ότι την πληροφόρησε ότι ο ίδιος δεν σκόπευε να προχωρήσει στην εξέταση του παραπόνου της. Αντ' αυτού, καταχώρησε την αίτηση που είναι η βάση της παρούσας έφεσης, στην οποία ήγειρε και θέμα της αναστολής της παραγραφής λόγω του ότι δεν ετοιμάστηκε το πρακτικό από τον Αρχιεπιθεωρητή. Τέτοιο πρακτικό όμως, σημειώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν έγινε, ούτε πρόκειται να γίνει, αφού ο Αρχιεπιθεωρητής δεν προέβη σε εξέταση της καταγγελίας.
Η εφεσείουσα, σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο δικαστήριο, επέλεξε αντί να λάβει οποιοδήποτε μέτρο εναντίον του Αρχιεπιθεωρητή, να προχωρήσει στην καταχώρηση της αίτησης. Το δικαστήριο επισημαίνει ότι μια από τις προϋποθέσεις για να προχωρήσει ο Αρχιεπιθεωρητής στην εξέταση καταγγελίας σύμφωνα με το νόμο, είναι να μην έχει καταχωρηθεί υπόθεση σε δικαστήριο.
Στην παρούσα περίπτωση η εφεσείουσα καταχώρησε αίτηση στο δικαστήριο και συνεπώς από την ημερομηνία καταχώρησης αποκλείεται η εξέταση της από τον Αρχιεπιθεωρητή. Δεν μπορεί, σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο δικαστήριο, η εφεσείουσα να επικαλείται τώρα τη μη εξέταση της καταγγελίας της από τον Αρχιεπιθεωρητή και την παράλειψη ετοιμασίας πρακτικού, για να επιτύχει αναστολή της περιόδου παραγραφής, εφ' όσον με την εισαγωγή της υπόθεσής της στο δικαστήριο, απέκλεισε αυτό το ενδεχόμενο. Το δικαστήριο κατέληξε ότι συνεπώς η αξίωση της εφεσείουσας έχει παραγραφεί. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση.
Η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, υπό πλάνη, ερμήνευσε λανθασμένα το Αρθρο 27 του Νόμου 205(Ι)/2002, όταν αποφάσισε ότι η αίτηση της εφεσείουσας είχε παραγραφεί και ότι δεν μπορούσε να επικαλείται την παράλειψη εξέτασης της καταγγελίας από τον Αρχιεπιθεωρητή για να επιτύχει αναστολή της περιόδου παραγραφής.
Η έφεση θα πρέπει να επιτύχει. Ρητά το εδάφιο (2) του Αρθρου 27 προβλέπει ότι τυχόν ισχύουσα προθεσμία προσφυγής, καθώς και ισχύουσα περίοδος παραγραφής της απαίτησης, διακόπτεται από την ημέρα της υποβολής καταγγελίας μέχρι την ημέρα σύνταξης του πρακτικού από τον Αρχιεπιθεωρητή. Είναι δεδομένο ότι έγινε καταγγελία και ο Αρχιεπιθεωρητής δεν έχει συντάξει το αναφερόμενο στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου, πρακτικό.
Δεν συμφωνούμε ότι δεν ενδιαφέρει ο λόγος για τον οποίο το συγκεκριμένο πρακτικό δεν έχει συνταχθεί. Η εφεσείουσα προέβη σε σχετική καταγγελία προς τον Αρχιεπιθεωρητή και όπως είχε κάθε δικαίωμα προσέφυγε και ενώπιον της Επιτρόπου Διοικήσεως. Η προσέγγιση του Αρχιεπιθεωρητή να μην εξετάσει το παράπονο της εφεσείουσας επειδή η εφεσείουσα είχε προσφύγει ενώπιον της Επιτρόπου Διοικήσεως, δεν φαίνεται να βασίζεται σε οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια.
Δεν βλέπουμε το λόγο γιατί η παράδοξη, θα λέγαμε, αντιμετώπιση της υπόθεσης από τον Αρχιεπιθεωρητή να επενεργήσει εναντίον της εφεσείουσας η οποία άσκησε τα παρεχόμενα από το νόμο δικαιώματά της.
Βρίσκουμε ότι η παράλειψη της εφεσείουσας να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο εναντίον της πιο πάνω απόφασης του Αρχιεπιθεωρητή δεν επηρεάζει την υπόθεση. Για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας δεν απαιτείται ακύρωση της απόφασης του Αρχιεπιθεωρητή. Αρκεί μόνο ότι η καταγγελία στον Αρχιεπιθεωρητή ανέστειλε, σύμφωνα με το Αρθρο 27(2) την οποιαδήποτε τυχόν ισχύουσα περίοδο παραγραφής, ενώ δεν έχει συνταχθεί το απαραίτητο πρακτικό το οποίο θα ενεργοποιούσε την περίοδο παραγραφής.
Θεωρούμε επίσης άστοχη την επιχειρούμενη αναφορά από το πρωτόδικο δικαστήριο στο Sex Discrimination Act του 1975, νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου και τη σχετική νομολογία που παρατίθεται. Όπως είναι γνωστό, κανένα νομοθέτημα άλλης χώρας δεν μπορεί να επηρεάζει την επικρατούσα νομική μας πραγματικότητα. Εξ άλλου, εν όψει των ξεκάθαρων νομοθετικών μας ρυθμίσεων, δεν βλέπουμε πού οδηγεί η καταφυγή σε νομοθεσία άλλων κρατών.
Καταλήγουμε ότι η έφεση θα πρέπει να επιτύχει και η πρωτόδικη απόφαση να παραμεριστεί. Κρίνεται ότι η προδικαστική ένσταση που έχει εγερθεί για το εκπρόθεσμο της αίτησης που καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, θα έπρεπε να είχε απορριφθεί.
Η έφεση επιτυγχάνει και η υπόθεση παραπέμπεται στο αρμόδιο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών προς συνέχιση της εκδίκασής της, από άλλο βέβαια δικαστή. Τα έξοδα της παρούσας έφεσης θα βαρύνουν τους εφεσίβλητους 1, ενώ τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα υπολογιστούν στο τέλος της διαδικασίας και σύμφωνα με το αποτέλεσμα.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Διατάσσεται επανεκδίκαση από άλλο αρμόδιο Δικαστήριο.