ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 2337
28 Δεκεμβρίου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
PETROLINA (HOLDINGS) PUBLIC LTD,
Εφεσείoντες-Εναγόμενοι Αρ. 1,
v.
ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΤΑΛΙΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 383/2008)
Διαιτησία ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης με την οποία απορρίφθηκε αίτηση αναστολής διαδικασίας ― Κατά πόσον υπήρχε έγκυρη συμφωνία διαιτησίας η οποία να κάλυπτε τις επίδικες διαφορές έτσι που να ήταν επιτρεπτό να εκδοθεί διάταγμα αναστολής της διαδικασίας.
Εφεσίβλητη και εφεσείοντες απέτυχαν να συμφωνήσουν στην ανανέωση της εκμίσθωσης ακινήτου ιδιοκτησίας της εφεσίβλητης.
Σύμφωνα με τη σύμβαση οι εφεσείοντες είχαν το δικαίωμα να υποβάλουν γραπτή πρόταση στην ιδιοκτήτρια για ανανέωση του συμβολαίου 12 μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου εκμίσθωσης.
Με τη λήξη ανεπιτυχών προσπαθειών για ανανέωση και την εκπνοή της σύμβασης, η εφεσίβλητη καταχώρισε αγωγή με την οποία αξιωνόταν δήλωση του δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες επεμβαίνουν στο τεμάχιο ιδιοκτησίας της, διάταγμα για παράδοση ελεύθερης κατοχής του τεμαχίου και αποζημίωση για παράνομη επέμβαση.
Οι εφεσείοντες κατέθεσαν αίτηση με την οποία αξίωσαν διάταγμα αναστολής της διαδικασίας λόγω όπως υποστήριξαν, ύπαρξης στη σύμβαση ενοικίασης, ρήτρας διαιτησίας.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι ο όρος περί διαιτησίας δεν εφαρμοζόταν στη συγκεκριμένη περίπτωση και απέρριψε την αίτηση για αναστολή της διαδικασίας.
Με την έφεση προσβλήθηκε η πιο πάνω κατάληξη και υποστηρίχθηκε κυρίως ότι το κατά πόσο οι εφεσείοντες διέπραξαν το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης ή όχι, ήταν θέμα που μπορούσε να καλύπτεται από τη ρήτρα διαιτησίας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Για να εκδοθεί διάταγμα αναστολής της διαδικασίας απαιτείται, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη έγκυρης συμφωνίας για διαιτησία η οποία να καλύπτει τις επίδικες διαφορές. Στην επίδικη υπόθεση εξέλιπε ακριβώς η προϋπόθεση αυτή. Ήταν ορθή η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
2. Η αξίωση της εφεσίβλητης-ενάγουσας στηριζόταν στην παράνομη κατοχή του ακινήτου από τους εφεσείοντες μετά την εκπνοή της σύμβασης. Βάση της αξίωσης, ήταν η παράνομη κατοχή του ακινήτου και όχι η συμβατική σχέση μεταξύ των διαδίκων ή οποιαδήποτε παραβίαση όρων της μεταξύ τους συμφωνίας. Στην αγωγή που κατατέθηκε, επίδικο θέμα προς επίλυση δεν ήταν ποια ήταν επακριβώς τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών αναφορικά με τον τρόπο ανανέωσης της μεταξύ τους συμφωνίας ενοικίασης, αλλά κατά πόσο υπήρχε παράνομη επέμβαση και παράνομη κατοχή του ακινήτου από τους εφεσείοντες.
3. Το περιεχόμενο της σύμβασης ενδιέφερε μόνο στο βαθμό που θα βοηθούσε να αποφασιστεί κατά πόσο οι εφεσείοντες κατείχαν παράνομα ή όχι το συγκεκριμένο ακίνητο.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Σταματίου, Π.E.Δ.), (Αγωγή Aρ. 3500/07), ημερομ. 7.11.2008.
Α. Ζαχαρίου, για τους Εφεσείοντες.
Αχ. Δημητριάδης, για την Εφεσιβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη είναι ιδιοκτήτρια ακινήτου το οποίο απέκτησε από κάποια Μαρία Χριστοδούλου, η οποία με γραπτή συμφωνία ημερομηνίας 7.9.1990 συμφώνησε με τους εφεσείοντες την εκμίσθωσή του για περίοδο 16 ετών, δηλαδή μέχρι το Σεπτέμβρη του 2006. Σύμφωνα με τη σύμβαση οι εφεσείοντες είχαν το δικαίωμα να υποβάλουν γραπτή πρόταση στην ιδιοκτήτρια για ανανέωση του συμβολαίου 12 μήνες πριν τη λήξη της περιόδου εκμίσθωσης.
Πριν από τη λήξη της σύμβασης και για ένα περίπου χρόνο έγιναν διάφορες ανεπιτυχείς προσπάθειες για ανανέωση του συμβολαίου, όμως τελικά η σύμβαση εξέπνευσε στις 7.9.2006.
Η εφεσίβλητη καταχώρισε αγωγή με την οποία αξιώνεται δήλωση του δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες επεμβαίνουν στο τεμάχιο ιδιοκτησίας της, διάταγμα για παράδοση ελεύθερης κατοχής του τεμαχίου και αποζημίωση για παράνομη επέμβαση. Οι εφεσείοντες σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας και πριν την καταχώρηση υπεράσπισης κατέθεσαν αίτηση με την οποία αξιώνουν διάταγμα αναστολής της διαδικασίας λόγω ύπαρξης στη σύμβαση ενοικίασης ρήτρας διαιτησίας. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι ο όρος περί διαιτησίας δεν εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση και έτσι απέρριψε την αίτηση για αναστολή της διαδικασίας.
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται ακριβώς η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι λανθασμένα αποφασίστηκε ότι η διαδικασία δεν μπορούσε να ανασταλεί γιατί η διαφορά των μερών δεν καλύπτεται από την κατ' ισχυρισμόν ρήτρα διαιτησίας. Υποστηρίζουν ακόμα ότι το κατά πόσο οι εφεσείοντες διέπραξαν το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης ή όχι είναι θέμα που προκύπτει από τις υποχρεώσεις των μερών όπως καθορίζονται στη μεταξύ τους συμφωνία και συνεπώς κάτι τέτοιο αποτελεί θέμα που καλύπτεται από τη ρήτρα διαιτησίας.
Η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί. Δεν βρίσκουμε οτιδήποτε τρωτό στον τρόπο αντιμετώπισης του θέματος από το πρωτόδικο δικαστήριο.
Σύμφωνα με τον όρο 12 της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων ημερομηνίας 7.9.1990, αν προκύψει οποιοδήποτε θέμα ή διαφορά μεταξύ των συμβαλλομένων εν σχέσει με τη σύμβαση ενοικίασης ή την ερμηνεία αυτής ή των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών, σύμφωνα με τη σύμβαση ή ως προς οιονδήποτε άλλο θέμα το οποίο καθ' οιονδήποτε τρόπο προκύπτει ή συνδέεται με το αντικείμενο της σύμβασης, θα παραπέμπονται κάτω από τις πρόνοιες του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, σε διαιτησία διαιτητού ο οποίος θα συμφωνηθεί μεταξύ των μερών ή σε περίπτωση ασυμφωνίας, από πρόσωπο το οποίο θα καθοριστεί από τον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ή οιουδήποτε άλλου αρμόδιου δικαστηρίου.
Σύμφωνα με το Αρθρο 8 του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, πάνω στο οποίο βασίζεται η αίτηση, αν οποιοσδήποτε συμβαλλόμενος σε συνυποσχετικό ή οποιοδήποτε πρόσωπο που προβάλλει αξίωση μέσω του ή βάσει οδηγιών του, αρχίζει οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου κατά οποιουδήποτε άλλου προσώπου που είναι συμβαλλόμενο στο συνυποσχετικό ή κατά οποιουδήποτε προσώπου που προβάλλει αξίωση μέσω ή βάσει οδηγιών του, αναφορικά με οποιοδήποτε από τα θέματα που συμφωνήθηκε να παραπεμφθούν σε διαιτησία, τότε οποιοσδήποτε από τους διαδίκους δύναται οποτεδήποτε μετά την εμφάνιση και πριν παραδώσει οποιεσδήποτε γραπτές προτάσεις να αποταθεί στο δικαστήριο για αναστολή της διαδικασίας. Το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα για αναστολή της διαδικασίας αν ικανοποιηθεί ότι δεν υπάρχει λόγος που να δικαιολογεί τη μη παραπομπή του θέματος σε διαιτησία σύμφωνα με το συνυποσχετικό και ότι ο αιτητής ήταν, όταν άρχισε η διαδικασία και εξακολουθεί να είναι έτοιμος και πρόθυμος να πράξει οτιδήποτε το αναγκαίο για την κανονική διεξαγωγή της διαιτησίας. «Συνυποσχετικό» σύμφωνα με το Αρθρο 2(1) του ίδιου Νόμου σημαίνει γραπτή συμφωνία για την υποβολή υφιστάμενων ή μελλοντικών διαφορών σε διαιτησία, είτε ο διαιτητής κατονομάζεται σ' αυτή είτε όχι.
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι για να εκδοθεί διάταγμα αναστολής της διαδικασίας απαιτείται, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη έγκυρης συμφωνίας για διαιτησία η οποία να καλύπτει τις επίδικες διαφορές. Στην παρούσα υπόθεση ελλείπει ακριβώς η προϋπόθεση αυτή. Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά, αρκεί να σημειώσουμε ότι συμφωνούμε με την κατατοπιστική ανάλυση στην οποία προέβη το πρωτόδικο δικαστήριο. Η αξίωση της εφεσίβλητης-ενάγουσας στηρίζεται στην παράνομη κατοχή του ακινήτου από τους εφεσείοντες μετά την εκπνοή της σύμβασης. Βάση δηλαδή της αξίωσης, όπως σημειώνει και το πρωτόδικο δικαστήριο, είναι η παράνομη κατοχή του ακινήτου και όχι η συμβατική σχέση μεταξύ των διαδίκων ή οποιαδήποτε παραβίαση όρων της μεταξύ τους συμφωνίας. Στην αγωγή που κατατέθηκε, επίδικο θέμα προς επίλυση δεν είναι ποια είναι επακριβώς τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών αναφορικά με τον τρόπο ανανέωσης της μεταξύ τους συμφωνίας ενοικίασης, αλλά κατά πόσο υπάρχει παράνομη επέμβαση και παράνομη κατοχή του ακινήτου από τους εφεσείοντες. Το περιεχόμενο της σύμβασης ενδιαφέρει μόνο στο βαθμό που θα βοηθήσει να αποφασιστεί κατά πόσο οι εφεσείοντες κατέχουν παράνομα ή όχι το συγκεκριμένο ακίνητο.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά κατέληξε στην απόρριψη της αίτησης και συνεπώς η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.