ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2011) 1 ΑΑΔ 2312

28 Δεκεμβρίου, 2011

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

1.     ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΙΤΤΑΡΑ,

2.     ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

3.     ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

4.     ΜΥΡΟΦΟΡΑ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

   ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡIΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣIΑΣ ΤΟΥ

   ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑHΛ ΧΑΤΖΗΧΡΙΣΤΟΦH

   ΣΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ 667/97,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες 2, 6, 7 και 9,

v.

1. ΕΙΡΗΝΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΗΡΑΤΗ ΚΑΙ AΛΛΩΝ ΩΣ Ο ΣΥΝΗΜΜEΝΟΣ ΠIΝΑΚΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΣΤΑ ΟΝOΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛHΤΩΝ 13, 16 ΚΑΙ 26 ΩΣ ΑΚΟΛΟΥΘΩΣ:

13.   ΓΡΗΓΟΡΗ ΣΟΛΩΜΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤHΣ ΔΥΝAΜΕΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜEΝΟΥ ΠΑΡΑΧΩΡΗΤΗΡIΟΥ, ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣIAΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣAΣΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ ΣΤΗ ΔΙΑΧΕIΡΙΣΗ 493/2009,

16.   ΓΡΗΓΟΡΗ ΣΟΛΩΜΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤHΣ ΔΥΝAΜΕΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜEΝΟΥ ΠΑΡΑΧΩΡΗΤΗΡIΟΥ, ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣIAΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΜΗΝΑ ΧΡΙΣΤΟΦΗ ΣΤΗ ΔΙΑΧΕIΡΙΣΗ 492/2009,

26.   ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΖΗΣΙΜΟΥ ΚΑΙ ΝΙΚΟΛΑ ΙΩΑΝΝΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤEΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣIAΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣAΣΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ Ή ΕΙΡΗΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ Ή ΕΙΡΗΝΗΣ ΜΙΧΑΗΛ ΦΛΟΚΚΑ ΣΤΗ ΔΙΑΧΕIΡΙΣΗ 252/2009,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 42/2007)

 

Δικαιώματα διαδίκου ― Δίκαιη Δίκη ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αγωγή επί τω ότι δεν κατέστησαν αναγκαίοι διάδικοι όλα τα πρόσωπα τα οποία εμπλέκονταν στα πραγματικά γεγονότα και αξιώσεις στην επίδικη αγωγή.

Οι εφεσείοντες/ενάγοντες διεκδίκησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο την ακύρωση εγγραφών τριών τεμαχίων γης τα οποία σύμφωνα με την εισήγηση τους παρανόμως είχαν μεταβιβαστεί σε διάφορους, εκ των 36 τότε εναγομένων. Τα ρηθέντα τεμάχια ανήκαν, ως υποστήριξαν, σε πρόγονο τους, τέως από τον Λυθροδόντα ο οποίος απεβίωσε το 1897, χωρίς διαθήκη.

Οι ενάγοντες 1-8 ισχυρίζονταν ότι είναι συγγενείς μεταξύ τους και ότι συγκαταλέγονται μεταξύ των νομίμων κληρονόμων και απογόνων του αποβιώσαντα.

Σύμφωνα με τους ίδιους, τα τεμάχια ενεγράφησαν παρανόμως και κατόπιν πλάνης, δόλου και ψευδών παραστάσεων, στα ονόματα μη νομιμοποιημένων προσώπων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή μεταξύ άλλων και συνεπεία της αναντίλεκτης εκπνοής του κλητηρίου εντάλματος, χωρίς την αναγκαία επίδοση, σε συνολικά δεκαεφτά από τους τριάντα οχτώ εναγόμενους, που αποτελούσε στοιχείο καθοριστικό για την τύχη της αγωγής, αφού, όπως κρίθηκε, ήταν αναγκαίοι διάδικοι.

Περαιτέρω, σημείωσε και τη μεγάλη διάρκεια χρόνου που διέρρευσε από την καταχώρηση της αγωγής, (24/6/1997), μέχρι και την έναρξη της ακρόασης στις 5/4/2006 κάτι για το οποίο ευθύνονταν, όπως έκρινε, για το συντριπτικώς μεγαλύτερο μέρος, οι ενάγοντες.

Κατέληξε ενόψει τούτου, ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που οδήγησε σε εύρημα για μη δίκαιη δίκη με συνέπεια την απόρριψη της αγωγής και για το λόγο αυτό.

Με τους λόγους έφεσης υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

α)    Το Δικαστήριο μπορούσε να αποφασίσει τα εγειρόμενα θέματα, με τους υπάρχοντες διάδικους και αφετέρου για ένα συγκεκριμένο τεμάχιο υπήρχαν ενώπιον του Δικαστηρίου όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι.

β)    Ήταν εσφαλμένο το συμπέρασμα ότι επηρεάστηκαν τα δικαιώματα των εφεσιβλήτων για δίκαιη δίκη, δίδοντας παραδείγματα της απρόβλεπτης καθυστέρησης που παρατηρήθηκε και των εγγενών προβλημάτων, αφού η υπόθεση είχε να καλύψει γεγονότα μιας εκατονταετίας.

γ)    Ήταν εσφαλμένη η παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου, να προχωρήσει και να αξιολογήσει, ως όφειλε, την ενώπιον του τεθείσα μαρτυρία.

δ)    H ενέργεια του πρωτόδικου δικαστηρίου να μην προχωρήσει στην έκδοση απόφασης επί της ουσίας της αγωγής επηρέασε το δικό τους αντίστοιχο δικαίωμα για δίκαιη δίκη.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Στην προκείμενη υπό εκδίκαση υπόθεση αμφισβητείτο η κυριότητα και το ιδιοκτησιακό καθεστώς των επιδίκων κτημάτων. Είναι πασιφανές ότι δεν θα μπορούσε να στερηθεί ένας διάδικος της ιδιοκτησίας κτήματος χωρίς, όχι μόνο, να ακουστεί αλλά κατ'επέκταση να μη λάβει γνώση της υπάρχουσας εναντίον του δικαστικής διαδικασίας.

2. Ήταν ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστή, ότι θα ήταν οξύμωρο, σε αγωγή για ακύρωση εγγραφής ακίνητης ιδιοκτησίας βασιζόμενη σε, μεταξύ άλλων πλάνη, δόλο και ψευδείς παραστάσεις, να προχωρούσε η εκδίκαση σε συνάρτηση με τους νέους ιδιοκτήτες και να μην προωθείτο η αγωγή, ελλείψει επίδοσης, στους προγενέστερους εγγεγραμμένους ιδιοκτήτες.

3. Ενόψει αυτής της κατάληξης δεν εκρίθη απαραίτητη η ενασχόληση με τους υπόλοιπους λόγους, αφού η απουσία όλων των αναγκαίων διαδίκων στη διαδικασία εκρίθη ελάττωμα θεμελιακό που σφράγιζε την τύχη της υπόθεσης.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Οδυσσέως v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1372,

Μepa Underwriting Management Ltd κ.ά. v. Αγροτικής Ανώνυμης Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 772,

Χ"Θεοδοσίου v. Ιωάννου, ως νομίμου διαχειρίστριας της περουσίας του αποβιώσαντος Πέτρου Νικολάου κ.ά. (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 764.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σάντης, Α.E.Δ.), (Αγωγή Aρ. 8124/97), ημερομ. 29.12.2006.

Χρ. Ιωαννίδου (κα), για τους Εφεσείοντες.

Α. Πετουφάς, για τους Εφεσίβλητους αρ. 1, 2, 8, 9, 17, 19, 25, 27, 28, 29, 30, 31, 32 και 37.

Δ. Καλλής, για τους Εφεσίβλητους αρ. 33, 35 και 36.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Κ. Παμπαλλή.

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Σύμφωνα με τη δικογραφημένη θέση των εφεσειόντων, στο πλαίσιο της Αγωγής Aρ. 8124/97 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, τρία τεμάχια γης με αριθμούς εγγραφής 12816, τεμάχιο 68, Φ.Σχ.39/21 («το τεμάχιο 68»), 12815, τεμάχιο 69, Φ.Σχ.39/21 («το τεμάχιο 69») και 12817, τεμάχιο 233, Φ.Σχ.39/20 («το τεμάχιο 233»), που βρίσκονται στο Μαθιάτη, της Επαρχίας Λευκωσίας, στην τοποθεσία «Αμμοτάδες»), παρανόμως έχουν μεταβιβαστεί σε διάφορους, εκ των 36 τότε εναγομένων. Η πιο πάνω περιουσία ανήκε, ως προβάλλεται, στον πρόγονό τους, Χατζημιχαήλ Χατζηχριστοφή τέως από τον Λυθροδόντα.

Γίνεται εκτενής αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση για το ρόλο και εμπλοκή εκάστου των εναγομένων. Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση για σκοπούς πληρέστερης εικόνας και προσδιορισμού του τρόπου αντίκρισης των εγερθέντων θεμάτων, τόσο πρωτοδίκως στα πλαίσια αγωγής όσο και στην, ενώπιόν μας, έφεση.

«Είναι εκδοχή των εναγόντων ότι τα επίδικα τεμάχια ήσαν μέρος της περιουσίας του αποβιώσαντα Χατζημιχαήλ Χατζηχριστοφή, ο οποίος πέθανε το 1897, χωρίς διαθήκη. Οι ενάγοντες 1-8 ισχυρίζονται ότι είναι συγγενείς μεταξύ τους και ότι συγκαταλέγονται μεταξύ των νομίμων κληρονόμων και απογόνων του αποβιώσαντα ο οποίος καταγόταν από το Λυθροδόντα. Οι ενάγοντες 9 είναι οι διαχειριστές της περιουσίας του Χατζημιχαήλ Χατζηχριστοφή οι οποίοι διορίστηκαν με διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στα πλαίσια της διαχείρισης με αριθμό 677/97 (βλ. τεκμήριο 51). Οι εναγόμενοι 1-32, είναι συγγενείς μεταξύ τους και κληρονόμοι του Χριστοφή Μ. Μυλωνά, άλλως Μεττή, τέως από το Λυθροδόντα, ο οποίος απεβίωσε γύρω στο 1911, ενώ οι εναγόμενοι και ο πρόγονός τους Χριστοφής Μ. Μυλωνάς, άλλως Μεττής, δεν έχει οποιανδήποτε συγγένεια με τους ενάγοντες οι οποίοι δεν τυγχάνουν κληρονόμοι του Χατζημιχαήλ Χατζηχριστοφή, που φέρεται ως ιδιοκτήτης και δικαιούχος των τεμαχίων.  Τα τεμάχια 68 και 69, είναι γειτονικά μεταξύ τους και κατά τη γενική χωρομετρία και εκτίμηση που έγινε από το κτηματολόγιο το 1920, καταχωρίστηκαν στο όνομα «κληρονόμοι Χατζημιχαήλ Χατζηχριστοφή από το Λυθροδόντα». Οι εναγόμενοι 36, είναι νομίμως συσταθείσα εταιρεία με έδρα τη Λευκωσία, ενώ ο εναγόμενος 35, ένας από τους διευθυντές και μετόχους της. Η εναγόμενη 33, είναι σύζυγος του εναγόμενου 35 και εγγονή της εναγόμενης 11 η οποία, εκ λάθους, αναφέρεται και ως εναγομένη 34, αφού πρόκειται περί του ίδιου φυσικού προσώπου. Οι εναγόμενοι 37 και 38, υπήρξαν κατά τον ουσιώδη χρόνο κοινοτάρχες των κοινοτήτων Λυθροδόντα και Μαθιάτη, αντιστοίχως. Τα τεμάχια ενεγράφησαν παρανόμως και κατόπιν πλάνης, δόλου και ψευδών παραστάσεων, στα ονόματα μη νομιμοποιούμενων προς τούτο προσώπων και ειδικότερα των εναγομένων 1-32, αρχικώς και ακολούθως, ένα μόνο μερίδιο αυτών στους υπολοίπους εναγόμενους 33 και 35, για να καταλήξει, στο τέλος, το μεγαλύτερο μέρος των τεμαχίων να είναι εγγεγραμμένο στο όνομα των εναγομένων 36. Το τεμάχιο 162, παρουσιάζεται ως καταχωρισμένο στο όνομα «κληρονόμοι Χατζητουμάζου και κληρονόμοι Χατζημιχαήλ Χατζηχριστοφή», το οποίο ενεγράφη στα ονόματα των κατ' ισχυρισμόν νομίμων κληρονόμων του τελευταίου, με αποτέλεσμα τα τεμάχια να ανήκουν στον ίδιο αποβιώσαντα, με τους ενάγοντες να δικαιούνται σε αντίστοιχη επ' ονόματι τους εγγραφή. Δεν προέβηκαν σε οποιανδήποτε διαδικασία εγγραφής και τιτλοποίησης των τεμαχίων από το χρόνο της γενικής χωρομετρίας και εκτίμησης. Πληροφορήθηκαν τα περί της εγγραφής στα ονόματα των εναγομένων 1-32, στις αρχές του 1997. Η έκδοση τίτλων ιδιοκτησίας στο όνομα των εναγομένων αυτών, έγινε κατόπιν σχετικής διαδικασίας ενώπιον του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λευκωσίας κατά την 1.11.95, σε σχέση με τα τεμάχια 68 και 69 και την 15.11.95, σε σχέση με το τεμάχιο 233.  Οι εναγόμενοι 37 και 38, παρανόμως και ψευδώς προέβηκαν στην παραχώρηση αναληθών πιστοποιητικών και βεβαιώσεων προς τους εναγόμενους 1-32, ότι είναι νόμιμοι κληρονόμοι του Χατζημιχαήλ Χατζηχριστοφή και ότι οι ίδιοι και οι εναγόμενες 1 και 11, είναι κάτοχοι και καλλιεργούν για δεκαετίες τα τεμάχια αδιαφιλονικήτως.  Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η εγγραφή τους στο όνομα των εναγομένων 1-32, είναι αποτέλεσμα πλάνης και λάθους εκ μέρους του κτηματολογίου και ότι η εγγραφή έγινε σε αντίθεση με τις πρόνοιες του Περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή), Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, όπως τροποποιήθηκε και ως εκ τούτου είναι παράνομη.»

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατέθεσαν, δεκαεννέα μάρτυρες για τους ενάγοντες και για τους εναγομένους έξι. Μετά τη συμπλήρωση της υπόθεσης, με τη σύμφωνη γνώμη όλων των πλευρών, η προβληθείσα επιχειρηματολογία επικεντρώθηκε σε τρεις βασικές πτυχές, καθοριστικές, όπως αποδείχθηκε, για την τύχη της υπόθεσης, ήτοι:

Α) Η δικαιοδοτική βάση της αγωγής. Αφού ουσιαστικώς, όπως προβλήθηκε, αμφισβητείτο η ορθότητα της απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου, μια κατ' εξοχήν διοικητική πράξη, στερείτο το Επαρχιακό Δικαστήριο της δικαιοδοσίας να εκδικάσει το παράπονο των εναγόντων-εφεσειόντων, στο πλαίσιο της αγωγής. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από τη στιγμή που αμφισβητείτο το ιδιοκτησιακό καθεστώς των κτημάτων, αποκλειστική δικαιοδοσία εκδίκασης έχει το Επαρχιακό Δικαστήριο.

Β) Η αναντίλεκτη εκπνοή του κλητηρίου εντάλματος, χωρίς την αναγκαία επίδοση, σε συνολικά δεκαεφτά από τους τριάντα οχτώ εναγόμενους, θεωρήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, ως στοιχείο καθοριστικό για την τύχη της αγωγής, αφού, όπως κρίθηκε, ήταν αναγκαίοι διάδικοι.

Γ) Τέλος, το τρίτο προκαταρκτικό, όπως χαρακτηρίστηκε πρωτοδίκως, θέμα, ήταν η μεγάλη διάρκεια χρόνου που διέρρευσε από της καταχώρησης της αγωγής, (24 Ιουνίου, 1997), μέχρι και την έναρξη της ακρόασης που ήταν η 5η Απριλίου, 2006.

Ευθύνονται, για το συντριπτικώς μεγαλύτερο μέρος, «οι ενάγοντες» κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο, παραθέτοντας με λεπτομέρεια όλες τις διαδικασίες και εμφανίσεις που έγιναν. Ενόψει αυτής της διαπίστωσης θεώρησε ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και οδήγησε σε εύρημα για μη δίκαιη δίκη με συνέπεια την απόρριψη της αγωγής και για το λόγο αυτό.

Στο πλαίσιο της συζήτησης της έφεσης η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων, αναγνώρισε ότι η παρουσία όλων των αναγκαίων διαδίκων ήταν επιβεβλημένη, πλην όμως, επιχειρηματολογώντας για υποστήριξη του πρώτου λόγου έφεσης, πρόβαλε ότι αφενός μεν μπορούσε το Δικαστήριο να αποφασίσει τα εγειρόμενα θέματα, με τους υπάρχοντες διάδικους και αφετέρου για το τεμάχιο 233 υπήρχαν ενώπιον του Δικαστηρίου όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης αμφισβητείται το συμπέρασμα του Δικαστηρίου, ότι ενόψει της προκληθείσας καθυστέρησης στην έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, επηρεάστηκαν τα δικαιώματα των εφεσιβλήτων για δίκαιη δίκη, δίδοντας παραδείγματα της απρόβλεπτης καθυστέρησης που παρατηρήθηκε και των εγγενών προβλημάτων, αφού η υπόθεση είχε, όπως επίσης, να καλύψει γεγονότα μιας εκατονταετίας.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της παράλειψης του πρωτόδικου δικαστηρίου, να προχωρήσει και να αξιολογήσει, ως όφειλε, την ενώπιον του τεθείσα μαρτυρία.

Τέλος, με τον τέταρτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι η ενέργεια του πρωτόδικου δικαστηρίου να μην προχωρήσει στην έκδοση απόφασης επί της ουσίας της αγωγής επηρέασε το δικό τους αντίστοιχο δικαίωμα για δίκαιη δίκη, αφού έμειναν χωρίς αποτελεσματική θεραπεία, και το αγώγιμο τους δικαίωμα έμεινε μετέωρο.

Θεωρούμε επιτακτικό να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στο δεύτερο «προκαταρκτικό» ζήτημα που απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο, που ορθώς ερμηνεύοντας τη νομολογία θεώρησε ότι η παρουσία όλων των αναγκαίων διαδίκων, είναι απαραίτητη, ιδιαιτέρως όταν αμφισβητούνται περιουσιακά δικαιώματα, όπως στην προκείμενη περίπτωση.

Θα παραθέσουμε αυτούσια την ανάλυση του ρόλου που έκαστος από τους απόντες διάδικους, θα διαδραμάτιζε στην υπόθεση, όπως την κατέγραψε ο πρωτόδικος δικαστής ώστε να καταφανεί και η ορθότητα της κατάληξης του επί του προκειμένου.

«Η αγωγή, η οποία καταχωρίσθηκε στις 24.6.97, δεν επιδόθηκε στους εναγόμενους 3-6, 11, 12, 14, 15, 18, 20-24 και 34, με αποτέλεσμα το κλητήριο ένταλμα να εκπνεύσει στις 23.6.98. Από τότε δεν έγινε καμιά ενέργεια εκ πλευράς εναγόντων για ανανέωση και επίδοση της αγωγής στους εν λόγω εναγόμενους - με κανονική ή υποκατάσταση επίδοση - με αποτέλεσμα να μη βρίσκονται σήμερα ως διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου. Ούτε και δόθηκαν εξηγήσεις για την παράλειψη ή έστω, επιλογή αυτή. Οι υπό αναφορά εναγόμενοι αποτελούν αναγκαίους διάδικους στη διαφορά καθότι, συμφώνως του περιεχομένου των τεκμηρίων 1, 10-13, είναι τα πρόσωπα επί των οποίων ενεγράφησαν αρχικώς τα 124/252, μερίδια των τεμαχίων. Κάποιοι από αυτούς (δηλαδή, οι εναγόμενοι 7, 10, 12 και 14), παραμένουν μέχρι σήμερα εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες τους ενώ οι υπόλοιποι έχουν πουλήσει και μεταβιβάσει τα μερίδια τους στους εναγόμενους 36. Εκτός τούτου, θα αποτελούσε οξύμωρη προσέγγιση η έκδοση διαταγής για ακύρωση μιας τέτοιας μεταγενέστερης εγγραφής στο όνομα των εναγομένων 36, στην απουσία δυνατότητας ακύρωσης, σε πρώτο στάδιο, της αρχικής εγγραφής στο όνομα των περί ου ο λόγος εναγομένων οι οποίοι απέκτησαν τον τίτλο τους από την κατά τεκμήριο νόμιμη ιδιοκτησία των αντίστοιχων μεριδίων από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες - εναγόμενους (βλ. Χριστοδούλου v. Χριστοδούλου (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 579, 583).

Πέραν από αυτό, συμφώνως του περιεχομένου του τεκμηρίου 7, αίτηση Α95/95, έγινε εκ μέρους της εναγόμενης 11, η οποία όμως πέθανε μετά την καταχώριση της αγωγής, χωρίς να έχει γίνει μέχρι σήμερα οποιαδήποτε προσπάθεια για διορισμό διαχειριστή της περιουσίας της ή για αντικατάσταση του ονόματός της από έναν τέτοιο διαχειριστή.

Μετά την καταχώριση της αγωγής και επίδοσή της προς τους εναγόμενους 7 και 10, καθώς και την εκ μέρους τους καταχώριση σημειώματος εμφάνισης και Υπεράσπισης, οι εν λόγω εναγόμενοι απεβίωσαν. Ένεκα τούτου, θα έπρεπε να είχαν υποκατασταθεί από τους νόμιμους αντιπροσώπους ή διαχειριστές της περιουσίας τους (βλ. Polykarpou v. Polykarpou (1982) 1 C.L.R. 182, 189). Kανένα τέτοιο διάβημα δεν έγινε από το δικηγόρο των εναγόντων, αν και εκφράστηκε η πρόθεση για κάτι τέτοιο όπως διατυπώνεται στο σχετικό πρακτικό.

Καθίσταται αντιληπτό ότι η δια αντιπροσώπευσης εκπροσώπηση της εναγόμενης 11 ως διαδίκου στη διαδικασία δε μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως αναγκαία και ουσιώδης δεδομένου του ισχυρισμού για από μέρους της άσκηση δόλου, απάτης και ψευδών παραστάσεων με τις οποίες, φερόμενα, επιτεύχθηκε η εγγραφή των τεμαχίων.»

Το αν βρίσκονται όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου, αποτελεί «αυτόδηλο ζήτημα», όπως τονίστηκε στην υπόθεση Οδυσσέως v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1372, σελ. 1375, που εμπίπτει στη διακριτική του ευχέρεια «συναρτημένη προς τα επίδικα θέματα όπως προσδιορίζονται στις γραπτές προτάσεις».

Στην υπόθεση Μepa Underwriting Management Ltd κ.ά. v. Αγροτικής Ανώνυμης Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 772, όταν συζητήθηκε αίτηση για προσθήκη διάδικου, επανατονίστηκε η ευρεία διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες τροποποιήσεις, ως προς τους διάδικους, ώστε να καταστήσει δυνατή «την αποτελεσματική εκδίκαση όλων των επιδίκων θεμάτων».

Στην προκείμενη υπό εκδίκαση υπόθεση αμφισβητείται η κυριότητα και το ιδιοκτησιακό καθεστώς των επιδίκων κτημάτων. 

Είναι πασιφανές ότι δεν θα μπορούσε να στερηθεί ένας διάδικος της ιδιοκτησίας κτήματος χωρίς, όχι μόνο, να ακουστεί αλλά κατ' επέκταση να μη λάβει γνώση της υπάρχουσας εναντίον του δικαστικής διαδικασίας. Όπως σημειώνεται πρωτοδίκως, και δεν αμφισβητήθηκε, τα «124/252 των τεμαχίων» παραμένουν εγγεγραμμένα στο όνομα των εναγομένων 7, 10, 12 και 14, για τους οποίους δεν υπάρχει επίδοση επί του προκειμένου. H δε απουσία του νέου αγοραστή, σε διαδικασία απόκτησης δικαιώματος διόδου, κρίθηκε καταλυτική για την προώθηση σχετικής αίτησης (βλ. Χ"Θεοδοσίου v. Ιωάννου, ως νομίμου διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντος Πέτρου Νικολάου κ.ά. (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 764.

Παραλλήλως, εξίσου, κατά τη γνώμη μας, ορθή ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστή, ότι θα ήταν οξύμωρο, σε αγωγή για ακύρωση εγγραφής ακίνητης ιδιοκτησίας βασιζόμενη σε, μεταξύ άλλων πλάνη, δόλο και ψευδείς παραστάσεις, να προχωρήσει η εκδίκαση σε συνάρτηση με τους νέους ιδιοκτήτες (εναγομένους 36) και να μην προωθηθεί η αγωγή, ελλείψει επίδοσης, στους προγενέστερους εγγεγραμμένου ιδιοκτήτες.

Με γνώμονα τα πιο πάνω κρίνουμε ότι ο πρώτος λόγος έφεσης στερείται βάσης και απορρίπτεται. Ενόψει αυτής της κατάληξης θεωρούμε ότι δεν είναι απαραίτητο να ασχοληθούμε με τους υπόλοιπους λόγους, αφού η απουσία όλων των αναγκαίων διαδίκων στη διαδικασία είναι ελάττωμα θεμελιακό που σφραγίζει την τύχη της υπόθεσης.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Πίνακας Εφεσιβλήτων/Εναγομένων

  1.  Ειρήνης Γεωργίου Χηράτη,

  2.  Σάββα Γεωργίου Χηράτη,

  3.  Παρασκευούς Γεωργίου,

  4.  Λεωνίδα Γεωργίου,

  5.  Γεώργιου Γεωργίου,

  6.  Έλενας Γεωργίου,

  7.  Ιάκωβου Προκοπίου,

  8.  Κωνσταντίνου Προκοπίου,

  9.  Χρίστου Προκοπίου,

10.  Κυριάκου Προκοπίου,

11.  Θεοδοσίας Πολυβίου,

12.  Ανδρέα Παρασκευά,

13.  Πηνελόπης Παρασκευά,

14.  Πιερή Αναστάση,

15.  Θεογνωσίας Αναστάση,

16.  Χριστάκη Μηνά Χριστοφή,

17.  Χριστόδουλου Μηνά Μηναΐδη,

18.  Στέλλας Μηνά,

19.  Αγγέλας Μηνά,

20.  Μαρίας Μηνά,

21.  Μάριου Χριστοφίδη,

22.  Θέκλας Χριστοφίδη,

23.  Ελένης Χριστοφίδη,

24.  Αρτεμισίας Μιχαήλ Χριστοφή,

25.  Ανδρούλλας Μιχαήλ Χριστοφή,

26.  Ειρήνης Μιχαήλ Χριστοφή,

27.  Ελένης Μιχαήλ Χριστοφή,

28.  Ανθούλλας Μιχαήλ Χριστοφή,

29.  Κούλλας Μιχαήλ Χριστοφή,

30.  Χρίστου Μιχαήλ Χριστοφή,

31.  Χαράλαμπου Μιχαήλ Χριστοφή,

32.  Μόδεστου Μιχαήλ Χριστοφή,

33.  Θεοδοσίας Γεωργίου Ζησίμου,

34.  Θεοδοσίας Πολυβίου,

35.  Γεώργιου Χρήστου Ζησίμου,

36.  Α.Κ. & Μ.Κ. Κτηματικές Επιχειρήσεις Λτδ.,

37.  Ανδρέα Κλατσιά,

38.  Ιωάννη Τσιάτσιου.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο