ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 1 ΑΑΔ 2263

23 Δεκεμβρίου 2011

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΥΛΙΝΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

Εφεσείουσα-Εναγόμενη,

v.

1. ΝΙΚΟΛΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ,

2. ΑΝΝΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ,

3. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ,

4. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ

    ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ

    ΚΛΑΙΡΗΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 227/2008)

 

Κώλυμα ― Ιδιοκτησιακό κώλυμα ― Παραμερισμός πρωτόδικης απόφασης και πλειοψηφική απόφανση Εφετείου ότι οι αρχές της επιείκειας δημιουργούσαν συνθήκες εφαρμογής του κωλύματος διά συμπεριφοράς, που στην περίπτωση ελάμβαναν τη μορφή του ιδιοκτησιακού κωλύματος.

Δίκαιο Επιείκειας ― Πότε άτυπες περιουσιακές διευθετήσεις δίνουν τη δυνατότητα χρησιμοποίησης της ελαστικότητας της νομολογίας, όπως αυτή διαπλάθεται δικαστικά, ώστε να εξάγονται δίκαια, υπό τις περιστάσεις, αποτελέσματα.

Αστικά αδικήματα ― Παράνομη επέμβαση ― Αγωγή για επέμβαση χωρεί μόνο από τον ένα συνιδιοκτήτη εναντίον του άλλου, εάν ο πρώτος εξεδιώχθη από την περιουσία ή του αφαιρέθηκε το δικαίωμα κατοχής ― Μεταξύ συνιδιοκτητών δεν επιτρέπεται, ούτε χωρεί ανάκληση άδειας χρήσης ώστε να καθίσταται ο ένας εξ αυτών επεμβασίας τη στιγμή που στην πραγματικότητα είναι συνιδιοκτήτης.

Συμβάσεις ― Άδεια χρήσης ― Σε περιπτώσεις ανάκλησης συμβατικής άδειας, ο χρόνος που έχει διαρρεύσει μεταξύ της δημιουργίας μιας κατάστασης πραγμάτων με την άδεια ή την ανοχή του ενός των διαδίκων, προσμετρά στη δυνατότητα νόμιμης εκ των υστέρων ανάκλησης.

Δικαστική απόφαση ― Πότε υπάρχει σύγχυση επίδικων θεμάτων σε δικαστική απόφαση.

Εναντίον της εφεσείουσας εξεδόθη απόφαση με την οποία διατασσόταν από το πρωτόδικο Δικαστήριο να παραδώσει στους ενάγοντες ακώλυτη την κατοχή του σπιτιού στο οποίο διέμενε κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου της με τον αποβιώσαντα σύζυγό της.

Ζητήθηκαν ταυτόχρονα και αποζημιώσεις ίσες προς £600 μηνιαίως από 1.9.2000 μέχρι παραδόσεως της κατοχής, νόμιμος τόκος και έξοδα.

Η εφεσείουσα είχε κληθεί από το διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης πρώην συζύγου του αποβιώσαντα συζύγου της εφεσείουσας και μητέρας του να εγκαταλείψει την οικία στην οποία διέμενε.

Ήταν η δεύτερη σύζυγος του πατέρα των εφεσιβλήτων, η οποία μετά το θάνατό της πρώην συζύγου του, παντρεύτηκε το 1985 τον πατέρα τους, μέχρι το δικό του θάνατο στις 2.11.1993. Οι εφεσίβλητοι ήταν οι συνιδιοκτήτες της επίδικης οικίας που ανήκε στην αποβιώσασα μητέρα τους. Μετά το θάνατο και του πατέρα τους, η εφεσείουσα διέμενε στο σπίτι αυτό, το οποίο ενεγράφη με σχετική δήλωση μεταβίβασης στο όνομα του εφεσίβλητου 4, ως διαχειριστή, και στη συνέχεια επ' ονόματι όλων των εφεσιβλήτων.

Η εφεσείουσα είχε προβάλει με την υπεράσπιση της ότι η εν λόγω οικία είχε αγορασθεί από την πρώην σύζυγο του αποβιώσαντος συζύγου της, το 1/6 όμως της αξίας της, εξοφλήθη από τον αποβιώσαντα σύζυγο της μετά το θάνατο της πρώην συζύγου του.

Επομένως, πέραν του δικού της κληρονομικού μεριδίου στην ευρύτερη περιουσία του αποβιώσαντος συζύγου της Γαβριήλ Γρηγορίου, η οικία ανήκε και κατά 1/6 μερίδιο στην περιουσία του αποβιώσαντος Γαβριήλ Γρηγορίου.

Περαιτέρω, υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι η οικία της ανήκε δυνάμει ιδιοκτησιακού δικαιώματος και δυνάμει των αρχών της επιείκειας, εφόσον οι εφεσίβλητοι είχαν αποδεχθεί να παραμείνει αυτή μαζί με τη θυγατέρα της που απέκτησε με τον αποβιώσαντα σύζυγο της, στη συζυγική εστία ως σύζυγος του πατέρα τους και μετά ως η οικογένεια που αυτός απέκτησε λόγω του γάμου μαζί της.

Ανέφερε δε ότι προ τέλεσης του γάμου, ενώ διατηρούσε κατοικία στη Λευκωσία, την εγκατέλειψε για να συγκατοικήσει αρχικά με τον μετέπειτα σύζυγο της τον οποίο παντρεύτηκε το 1985. Κατά την εισήγηση της, είχε δημιουργηθεί σιωπηρό ή απολήγον καταπίστευμα προς όφελος της και ανταπαιτητικώς επεδίωξε διάταγμα του Δικαστηρίου εγγραφής επ' ονόματι της όλων των μεριδίων στην εν λόγω οικία ή τουλάχιστον του κληρονομικού μεριδίου του συζύγου της και δήλωση ότι οι εφεσίβλητοι κατείχαν αυτή ως καταπιστευματοδόχοι προς όφελος της ιδίας και της θυγατέρας της.

Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η ανταπαίτηση της και εκδόθηκε το σχετικό διάταγμα που αιτούνταν οι Ενάγοντες για παράδοση της οικίας, η εφεσείουσα άσκησε έφεση με την οποία μεταξύ άλλων υποστήριξε ότι:

α) Υπήρξε  λανθασμένη από το πρωτόδικο Δικαστήριο αντίληψη ως προς τη βάση των τοποθετήσεων της.

β) Ήταν λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα παρά το γεγονός ότι ήταν σύζυγος του Γαβριήλ Γρηγορίου, θεωρήθηκε απλώς ως «φιλοξενούμενη» ή ότι το δικαίωμα διαμονής στην οικία ήταν «προσωπογενές».

γ) Η απαίτηση για έξωση της εφεσείουσας δεν καλυπτόταν από την τροποποιημένη έκθεση απαίτησης και η μαρτυρία που δόθηκε δεν ήταν σύμφωνη με το δικογραφημένο πλαίσιο.

δ) Αποτελούσε σφάλμα του  πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι μπορούσε να εκδοθεί διάταγμα παράδοσης κατοχής, παρά το εύρημα του ότι οι εφεσίβλητοι είχαν σιωπηρά αναγνωρίσει την άδεια της εφεσείουσας να παραμένει στην επίδικη οικία. 

Αποφασίστηκε ότι:

Α. Υπό Ναθαναήλ, Δ., συμφωνούντος και του Πασχαλίδη, Δ.:

  

1.  Προσεκτική εξέταση του σκεπτικού της πρωτόδικης απόφασης αποκάλυπτε το λανθασμένο της τελικής κρίσης, αποτέλεσμα εσφαλμένης αντιμετώπισης τόσο των επιδίκων θεμάτων, όσο και της μαρτυρίας.

2.  Το Δικαστήριο (μέσα από μια όχι τόσο ευκρινή ή κατά, λογική αλληλουχία αναδίπλωση της σκέψης του), απέτυχε να εντοπίσει το πραγματικό και ουσιαστικό επίδικο θέμα, όπως αυτό είχε προωθηθεί στη βάση της έκθεσης απαιτήσεως.

3.    Στην έκθεση απαίτησης δεν αναφερόταν και δεν καταγράφονταν τα οποιαδήποτε κληρονομικά δικαιώματα της εφεσείουσας ως συζύγου του αποβιώσαντος, τα οποία κληρονομικά δικαιώματα επεκτείνονταν να καλύψουν και τη θυγατέρα της εφεσείουσας από τον εν λόγω γάμο της.

4.  Η υπεράσπιση ανέδειξε στη δικογραφία της το γεγονός αυτό ότι μετά το θάνατο του Γαβριήλ Γρηγορίου, η εφεσείουσα διέμενε στην οικία μαζί με την ανήλικη τότε θυγατέρα της και ετεροθαλή αδελφή των εφεσιβλήτων, υπό την ιδιότητα τους ως νομίμων κληρονόμων της περιουσίας του αποβιώσαντος.

5.  Εξ αυτού του ελάχιστου γεγονότος ανταπαίτησε δήλωση ότι τουλάχιστον δικαιούται να παραμένει στην οικία δυνάμει ιδιοκτησιακού δικαιώματος κατά το κληρονομικό μερίδιο του συζύγου της στο οποίο και δικαιούται σε εγγραφή επ' ονόματι της.  Η θέση αυτή, παρά τη δικογραφημένη άρνηση της με την απάντηση και υπεράσπιση στην ανταπαίτηση, δεν αμφισβητήθηκε βεβαίως τελικώς, με τη σχετική μαρτυρία που δόθηκε προς αυτό το σκοπό.

6.  Με αυτό το δεδομένο καθίστατο αμέσως εμφανές ότι η εκδοθείσα διαταγή του Δικαστηρίου ήταν λανθασμένη. Αυτό, διότι ενώ η πρώτη παράγραφος του διατάγματος, όπως verbatim καταγράφηκε πιο πάνω, διέτασσε την εφεσείουσα να παραδώσει στους εφεσίβλητους 1, 2 και 3, κατοχή του «μεριδίου του», στη συνέχεια το ίδιο το Δικαστήριο προχώρησε στη δεύτερη παράγραφο να εξηγήσει ότι η εφεσείουσα ήταν στην ουσία υπόχρεη να επιστρέψει σε κάθε ένα από τους εφεσίβλητους «χρήση ολόκληρης της επιδίκου κατοικίας».

7.  Το πιο πάνω διάταγμα, όπως διατυπώθηκε και εξηγήθηκε ως προς τη σημασία του από το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκτός του ότι ήταν αντιφατικό διότι η μια παράγραφος αντιμάχεται την άλλη, παραγνώριζε εντελώς το κληρονομικό μερίδιο της ίδιας της εφεσείουσας επί της οικίας με αποτέλεσμα η διαταγή είτε για παράδοση μεριδίου, είτε για επιστροφή ολόκληρης της χρήσης της οικίας, να είναι άνευ νοήματος και να είναι βεβαίως και πρακτικώς ανεφάρμοστη.

8.  Η δε απόρριψη της ανταπαίτησης από το Δικαστήριο έγινε με βάση τη λανθασμένη αντίληψη ότι δεν ήταν επίδικο ζήτημα διότι απέρρεε από τη διεκδίκηση της έναντι της περιουσίας του αποβιώσαντος συζύγου της. Αυτό, παρά το γεγονός ότι αναγνωρίστηκε πρωτοδίκως ότι δικαιούτο σε χρήση της επίδικης οικίας. Γεγονός που επίσης πιστοποιούσε την σύγχυση επί των επιδίκων θεμάτων.

9.    Εφόσον η βάση της αγωγής ήταν η ανάκληση της άδειας χρήσης της οικίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει κατά πόσο ήταν δυνατή τέτοια ανάκληση υπό το φως του αδιαμφισβήτητου γεγονότος ότι και η εφεσείουσα ήταν κληρονόμος μαζί με τους εφεσίβλητους στην οικία, ή εφόσον η εφεσείουσα εδώ ήταν συνιδιοκτήτρια της οικίας, έστω κατά μερίδιο. Οι εφεσίβλητοι δεν ηδύναντο να εγείρουν την αγωγή από μόνοι τους χωρίς την προσθήκη και των διαχειριστών του Γαβριήλ Γρηγορίου ως εγγεγραμμένων ιδιοκτητών των 3/18 μεριδίων της οικίας. Η αντίθετη θέση του Δικαστηρίου  ήταν πασιφανώς λανθασμένη ενόψει του γεγονότος ότι ανάκληση άδειας δεν μπορούσε εν πάση περιπτώσει να γίνει, ώστε η εφεσείουσα, εξ αιτίας αυτής τούτης της λεγόμενης ανάκλησης, να καταστεί επεμβασίας.

10.  Τη στιγμή που δικαιωματικά κατοικούσε στην οικία με τη θυγατέρα της, ως νόμιμη κληρονόμος του αποβιώσαντος συζύγου της, είχε, δηλαδή, κυριότητα, έστω εν μέρει.

11.  Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προσμέτρησε στη σκέψη του ότι επειδή η αγωγή ηγέρθηκε από τον διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης, που στη συνέχεια τροποποιήθηκε να περιλαμβάνει τους εφεσίβλητους 1, 2 και 3 ως συνιδιοκτήτες της οικίας, αυτοί μπορούσαν να στραφούν εναντίον της εφεσείουσας μετά το θάνατο του συζύγου της, τη στιγμή που αν είχαν οποιοδήποτε δικαίωμα έπρεπε να το αξίωναν εναντίον του πατέρα τους, πράγμα που δεν έκαμαν.

12.  Πρόσθετα, ακόμη και αν ήταν δυνατή η ανάκληση της άδειας, αυτή η ανάκληση έπρεπε να γίνει από τους κληρονόμους του αποβιώσαντα και όχι τους κληρονόμους της αποβιωσάσης πρώην συζύγου του.

13.  Στους κληρονόμους του πρώτου, περιλαμβάνονταν βεβαίως και η εφεσείουσα και η θυγατέρα της, οι οποίες εκ των πραγμάτων δεν θα ήταν δυνατόν να ανακαλέσουν τη δική τους διαμονή στην οικία, γεγονός το οποίο δείχνει το εσφαλμένο τόσο της όλης αξίωσης στηριζόμενης σε ανάκληση άδειας και παράνομη επέμβαση, όσο και της συλλογιστικής του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

14.  Αναμφίβολα, η εφεσείουσα δεν ήταν «φιλοξενούμενη» στην οικία ως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο πριν ή και μετά τον θάνατο του συζύγου της εφόσον ήταν σύζυγος αυτού.

15.  Η περίοδος παραμονής της εφεσείουσας στην οικία ήταν πολύ μεγαλύτερη όταν προστεθούν και τα έτη κατά τα οποία υπήρξε σύζυγος του αποβιώσαντος, δηλαδή, από το 1985. Σε αυτά τα πλαίσια αναμφίβολα δημιουργήθηκε μια κατάσταση πραγμάτων υπό τύπον άτυπης οικογενειακής διευθέτησης, κατά τρόπο ώστε οι εφεσίβλητοι να κωλύονται λόγω συμπεριφοράς να υπαναχωρήσουν από αυτή, ενεργώντας μετά από 15 συναπτά έτη κατά διαφορετικό τρόπο, ώστε η εφεσείουσα να θεωρείται τώρα επεμβασίας.

16.  Εάν οι εφεσίβλητοι είχαν όντως δικαίωμα να εκδιώξουν στην ουσία την εφεσείουσα και την ετεροθαλή αδελφή τους από την οικία, θα αναμενόταν να το έπρατταν ευθύς μετά το θάνατο του πατέρα τους και όχι να αφήσουν την κατάσταση πραγμάτων για λόγους που δεν εξήγησαν στο Δικαστήριο να συνεχίσει για επτά ολόκληρα έτη.

17.  Ακόμη εάν ήθελαν να εφαρμόσουν, (εάν κατά νόμο ηδύναντο), τα αυστηρά δικαιώματά τους, θα αναμενόταν όπως από τον θάνατο ακόμη της μητέρας τους να διεκδικούσαν την οικία κατά το κληρονομικό μερίδιο που τους αναλογούσε έναντι του πατέρα τους και της νέας συζύγου του, της εφεσείουσας.

18.  Εφόσον δεν προέβησαν σε καμιά από τις πιο πάνω ενέργειες, οι αρχές της επιείκειας έρχονται στο προσκήνιο ενδεχομένως βοηθητικά προς την εφεσείουσα ούτως ώστε να δημιουργούνται συνθήκες εφαρμογής του κωλύματος διά συμπεριφοράς («estoppel by conduct»), που στην περίπτωση λαμβάνουν τη μορφή του ιδιοκτησιακού κωλύματος («proprietary estoppel»).

19.  Περαιτέρω, δεν δόθηκε η πρέπουσα σημασία στην αλλαγή της θέσης της εφεσείουσας λόγω της σύναψης του γάμου της με τον αποβιώσαντα υπό το φως του γεγονότος ότι αυτή μετακόμισε από τη Λευκωσία στη Λεμεσό αφήνοντας το σπίτι και την επίπλωση που είχε, αλλά, όπως κατατέθηκε και κατά τη δίκη χωρίς ένσταση, και την εργασία της.

20.  Τέτοιου είδους διευθετήσεις θεωρούνται από το Δικαστήριο στις κατάλληλες βέβαια περιπτώσεις ως ικανές προς εξαγωγή μιας τουλάχιστον συμβατικής άδειας ή ενός εξυπακουόμενου συμβολαίου ώστε να μην αδικείται ο διάδικος, ο οποίος μετακινήθηκε από τη θέση του εξ αιτίας της υπόσχεσης ή των ενεργειών του ετέρου των διαδίκων. Τα ως άνω επισημάνθηκαν ανεξάρτητα από τα οποιαδήποτε κληρονομικά ή ιδιοκτησιακά δικαιώματα των ιδίων των εφεσιβλήτων επί της οικίας.

21.  Υπό το φως των ανωτέρω δεν κατέστη αναγκαίο να εξετάζονταν τα όσα αναφέρθηκαν αναφορικά με το κατά πόσο ο αποβιώσας  είχε όντως καταβάλει ή όχι το υπόλοιπο του τιμήματος αγοράς της επίδικης οικίας.

Β. Υπό Παπαδοπούλου Δ.:

1.  Δεν υπήρχε οποιοσδήποτε δικογραφημένος ισχυρισμός ότι η παραμονή της εφεσείουσας στην κατοικία ήταν με άδεια του Γαβριήλ ή στη βάση άτυπης οικογενειακής διευθέτησης με την εμπλοκή του. Δικογραφημένη θέση για παραχώρηση στην εφεσείουσα άδειας από τον αποβιώσαντα δεν υπήρχε.

2.  Το μόνο που προβαλλόταν ήταν ότι αυτή διέμενε στην κατοικία υπό την ιδιότητά της ως κληρονόμος του αποβιώσαντος συζύγου της, δηλαδή στη βάση προσωπικού δικαιώματος.

3.  Το κοινοδίκαιο, κατ' εφαρμογή των αρχών της επιείκειας, αναγνωρίζει, στα πλαίσια οικογενειακής διευθέτησης, δικαίωμα παραμονής σε κατοικία εφ' όρου ζωής, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι τα γεγονότα και οι περιστάσεις της υπόθεσης το δικαιολογούν.

4.  Το μόνο δικαίωμα το οποίο ο Γαβριήλ είχε και μπορούσε να παραχωρήσει στην εφεσείουσα, σε σχέση με την κατοικία, ήταν το δικαίωμά του επί του 1/6 μεριδίου που δικαιούταν ως κληρονόμος της Κλαίρης και τίποτε περισσότερο. Δεν είχε δικαίωμα ως διαχειριστής της περιουσίας της Κλαίρης, χωρίς τη ρητή συναίνεση των λοιπών κληρονόμων, δηλαδή των παιδιών τους, και περί τούτου μαρτυρία δεν υπήρχε, να παραχωρήσει άδεια εκ μέρους τους, για να παραμείνει στην κατοικία η εφεσείουσα μέχρι τέλους της ζωής της.

5.  Η διαπίστωση ότι η εφεσείουσα, μετά τον αρραβώνα και το γάμο της με το Γαβριήλ, διέμενε με σιωπηρή άδεια των εφεσιβλήτων, ως σύζυγός του, όχι, όμως, μέχρι τέλους της ζωής της, είναι ορθή.  Οι εφεσίβλητοι 1 - 3 - παιδιά των αποβιωσάντων- δεν είχαν θέση στην απόφαση του γάμου του πατέρα τους.

6.  Ούτε η άδεια που παραχωρήθηκε από το Γαβριήλ στην εφεσείουσα μπορεί να συσχετισθεί με τα οποιαδήποτε κληρονομικά δικαιώματά της επί του συνόλου της περιουσίας του, ώστε αυτή να μην μπορούσε να ανακληθεί, όπως ήταν η εισήγησή της.

7.  Δεν υπήρχε μαρτυρία τι, στα πλαίσια των καθηκόντων του, παρέλειψε να πράξει σε σχέση με τη διανομή της περιουσίας, ο εφεσίβλητος 4, διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης και, από το 1994, συνδιαχειριστής της περιουσίας του πατέρα του Γαβριήλ ώστε να ευσταθούσαν οι ισχυρισμοί για καθυστέρηση εκτέλεσης εκείνου που θα έπρεπε να εκτελέσει.

8.  Δεν ήταν τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης τέτοια που να  δικαιολογούσαν τη δημιουργία εξ επαγωγής καταπιστεύματος από σύζυγο προς σύζυγο.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Λάμπρου κ.ά. ν. Κεφάλα κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1516,

Stylianou a.o. v. Papakleovoulou a.o. (1982) 1 C.L.R. 542,

Tanner v. Tanner [1975] 3 All E.R. 776,

Παπαγεωργίου v. Κλάππα (Investments Services) Ltd (1991) 1 Α.Α.Δ. 24,

Chandler v. Kerley [1978] 2 All E.R. 942.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Mαλαχτός, Α.E.Δ.), (Αγωγή Aρ. 5813/00), ημερομ. 5.5.2008.

Μ. Τερψοπούλου (κα) για Α.Γ. Παφίτη και Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

Α. Ποιητής, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ με την οποία συμφωνεί και ο Δικαστής Πασχαλίδης. Η απόφαση της μειοψηφίας θα δοθεί από εμένα.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι, ως ενάγοντες, καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αγωγή εναντίον της εφεσείουσας, ως εναγομένης, στη βάση ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου με την οποία αξίωναν διάταγμα του Δικαστηρίου «.... διατάσσον την εναγομένη να παραδώσει ακώλυτη την κατοχή του πιο κάτω αναφερομένου σπιτιού στους ενάγοντες.». Ζητήθηκαν ταυτόχρονα και αποζημιώσεις ίσες προς £600 μηνιαίως από 1.9.2000 μέχρι παραδόσεως της κατοχής, νόμιμος τόκος και έξοδα.

Οι λεπτομέρειες που δόθηκαν με την καταχωρηθείσα αγωγή ήταν ιδιαίτερα συνοπτικές και αφορούσαν τη θέση ότι ο Δημήτρης Γρηγορίου, διαχειριστής με σχετικό διάταγμα ημερ. 15.12.1994 της περιουσίας της αποβιώσασας μητέρας του Κλαίρης Γρηγορίου, κάλεσε την εφεσείουσα με επιστολή του ημερ. 12.7.2000 να εγκαταλείψει την οικία στην οποία διέμενε, από 31.8.2000. Η εφεσείουσα ήταν η δεύτερη σύζυγος του πατέρα των εφεσιβλήτων, η οποία μετά το θάνατο της πρώην συζύγου του, παντρεύτηκε το 1985 τον πατέρα τους, διαμένοντας μαζί του στο σπίτι της οδού Μενελάου αρ. 6 στον Ποταμό Γερμασόγειας στη Λεμεσό, μέχρι το δικό του θάνατο στις 2.11.1993. Ως σημειώνεται στην παρ. 2 του κλητηρίου εντάλματος, οι εφεσίβλητοι είναι συνιδιοκτήτες αυτού του σπιτιού το οποίο ανήκε στην αποβιώσασα μητέρα τους. Μετά το θάνατο και του πατέρα τους, η εφεσείουσα διέμενε στο σπίτι αυτό το οποίο ενεγράφη με σχετική δήλωση μεταβίβασης από τις 15.5.2000 στο όνομα του εφεσίβλητου 4, ως διαχειριστή, ως κατατέθηκε κατά τη μαρτυρία του Κυριάκου Πόρακου, Μ.Ε.1, βοηθού κτηματολογικού λειτουργού, (σχετικό είναι το Τεκμ. 3) και μετέπειτα από 9.2.2001 στο όνομα όλων των εφεσιβλήτων ως παρουσιάστηκε στο πιστοποιητικό έρευνας, Τεκμ. 1. Σύμφωνα με τη θέση των εφεσιβλήτων μετά την επιστολή ημερ. 12.7.2000, με την οποία η εφεσείουσα καλείτο να εγκαταλείψει την οικία, και την οποία απέστειλε, ως ανεφέρθη, ο εφεσίβλητος 4 ως διαχειριστής, αυτή συνέχισε να διαμένει σ' αυτή ως «..... επεμβασίας προκαλώντας ζημιές στους ενάγοντες.». Σημειώνεται ότι η αγωγή αρχικά ηγέρθηκε την 1.9.2000, από τον εφεσίβλητο 4, ως διαχειριστή μόνο, μετέπειτα όμως η αγωγή τροποποιήθηκε με διάταγμα του Δικαστηρίου ημερ. 3.12.2003, ώστε ο τίτλος να αντανακλά τη μεταβίβαση της περιουσίας σ' όλους τους εφεσίβλητους.

Με την υπεράσπιση της η εφεσείουσα αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στο ιστορικό της ιδιοκτησίας αφενός της οικίας και αφετέρου στο δικό της ιστορικό του γάμου της με τον αποβιώσαντα πατέρα των εφεσιβλήτων, από τον οποίο γάμο και απέκτησε μια θυγάτερα, τη Στέφανη Γ. Γρηγορίου, της οποίας τότε, κατά την καταχώρηση της υπεράσπισης, είχε τη γονική μέριμνα και κηδεμονία της, ως ανήλικης. Η εφεσείουσα ισχυριζόταν με το δικόγραφο της ότι η εν λόγω οικία είχε αγορασθεί από την πρώην σύζυγο του αποβιώσαντος συζύγου της, Κλαίρη Γρηγορίου, μητέρα των εφεσιβλήτων, από την εταιρεία Swepco Constructions Ltd, το 1/6 όμως της αξίας της εξοφλήθη από τον αποβιώσαντα σύζυγο της μετά το θάνατο της Κλαίρης Γρηγορίου. Επομένως, πέραν του δικού της κληρονομικού μεριδίου στην ευρύτερη περιουσία του αποβιώσαντος συζύγου της Γαβριήλ Γρηγορίου, η οικία ανήκε και κατά 1/6 μερίδιο στην περιουσία του αποβιώσαντος Γαβριήλ Γρηγορίου.

Η υπεράσπιση επεκτάθηκε σε ισχυρισμούς ότι μετά το θάνατο της Κλαίρης Γρηγορίου είχε επέλθει συμφωνία μεταξύ του διαχειριστή της περιουσίας της, εφεσίβλητου 4, και του συνδιαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος Γαβριήλ Γρηγορίου, Λεύκιου Τσικκίνη, όπως εγγραφεί ολόκληρο το συμφέρον της οικίας επ' ονόματι του εφεσίβλητου 4, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός θα ενέγραφε το 1/6 μερίδιο ως επίτροπος («trustee»), της περιουσίας του αποβιώσαντος Γαβριήλ Γρηγορίου και υπό την ιδιότητα αυτή ο εφεσίβλητος 4 δεν θα προέβαινε σε οποιαδήποτε δικαστικά μέτρα για την εκδίωξη της εφεσείουσας και της ανήλικης τότε θυγατέρας της, μέχρι τη συμπλήρωση και ολοκλήρωση της διαχείρισης της περιουσίας του αποβιώσαντος Γαβριήλ Γρηγορίου.

Περαιτέρω, η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι η οικία της ανήκει δυνάμει ιδιοκτησιακού δικαιώματος, των εφεσιβλήτων κωλυομένων από το να απαιτούν την έξωση της λόγω συμφωνίας ρητής ή σιωπηρής και δυνάμει των αρχών της επιείκειας, εφόσον οι εφεσίβλητοι είχαν αποδεχθεί να παραμείνει αυτή μετά της θυγατέρας της στη συζυγική εστία ως σύζυγος του πατέρα τους και μετά ως η οικογένεια που αυτός απέκτησε λόγω του γάμου μαζί της. Η εφεσείουσα προς τέλεση του γάμου, ενώ διατηρούσε κατοικία στη Λευκωσία με επίπλωση, την εγκατέλειψε για να συγκατοικήσει αρχικά με τον μετέπειτα σύζυγο της τον οποίο παντρεύτηκε το 1985. Δημιουργήθη, επομένως, ως εκ των ανωτέρω, σιωπηρό ή απολήγον καταπίστευμα προς όφελος της. Ανταπαιτητικώς λοιπόν επεδίωξε δήλωση του Δικαστηρίου ή απόφαση ή διάταγμα εγγραφής επ' ονόματι της όλων των μεριδίων στην εν λόγω οικία ή τουλάχιστον του κληρονομικού μεριδίου του συζύγου της και δήλωση ότι οι  εφεσίβλητοι κατέχουν αυτή ως καταπιστευματοδόχοι προς όφελος της ιδίας και της θυγατέρας της.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε σχετική μαρτυρία από τον Κυριάκο Πόρακο, Βοηθό Κτηματολογικό Λειτουργό, ο οποίος εξήγησε το ιστορικό της ιδιοκτησίας της οικίας. Μαρτυρία έδωσε επίσης ο εφεσίβλητος 4, ως διαχειριστής της περιουσίας της μητέρας του, αλλά και ως ένας από τους κληρονόμους, ο οποίος εξήγησε τη θέση των εφεσιβλήτων που οδήγησε στην αποστολή της επιστολής προς την εφεσείουσα, καθώς και ο Σέργιος Σεργίου, κτηματομεσίτης και εκτιμητής, ο οποίος αναφέρθηκε στην ενοικιοστασιακή αξία της οικίας. Τέλος, εκ μέρους των εφεσιβλήτων έδωσε μαρτυρία και ο δικηγόρος Λάμπρος Πελεκάνος, δικηγόρος του διαχειριστή της περιουσίας της Κλαίρης Γρηγορίου. Εκ μέρους της εφεσείουσας έδωσε μαρτυρία, πέραν από την ίδια, η θυγατέρα της, Στέφανη Γρηγορίου, η Μαίρη Φαρλέκα, αδελφή της εφεσείουσας, και ο Μιχάλης Τύμβιος, ο οποίος κατέθεσε εκ μέρους της Swepco Constructions Ltd, στην οποία εργαζόταν τον ουσιώδη χρόνο.

Αφού αξιολογήθηκε η πρωτόδικη μαρτυρία από το Δικαστήριο και αναφέρθηκαν από νομικής πλευράς τα θέματα της άδειας και ανάκλησης αυτής, το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη θέση των εφεσιβλήτων, απορρίπτοντας την αντίθετη θέση της εφεσείουσας και των μαρτύρων της, εκδίδοντας διάταγμα που τη διέτασσε (διατηρώντας το επακριβές λεκτικό), ως εξής:

«Ως εκ των ανωτέρω εκδίδεται διάταγμα διατάττον την εναγομένη όπως παραδώσει στον κάθε ένα από τους ενάγοντες 1, 2 και 3 κατοχή του μεριδίου του στην επίδικη κατοικία.

Τούτο σημαίνει πως η εναγομένη διατάσσεται να επιστρέψει στον κάθε ένα από τους εναγομένους 1, 2 και 3 χρήση ολόκληρης της επιδίκου κατοικίας.»

Ως προς τις ζητηθείσες αποζημιώσεις, το Δικαστήριο, μη ικανοποιηθέν από τη μαρτυρία περί της αξίας της οικίας ή της ζημιάς που υπέστησαν οι εφεσίβλητοι, επιδίκασε αποζημιώσεις στο ονομαστικό ποσό των €10, στον εφεσίβλητο 4 για την περίοδο 1.9.2000 έως 8.2.2001 και στους εφεσίβλητους 1, 2 και 3 επίσης το ποσό των €10 για την περίοδο 9.2.2001 μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης στις 5.5.2008.

Ταυτόχρονα, απέρριψε την ανταπαίτηση της εφεσείουσας καταδικάζοντας την στα έξοδα, ενώ κρίνοντας ότι η περίπτωση ήταν «ιδιάζουσα», δεν επιδίκασε οποιαδήποτε έξοδα επί της ιδίας της αγωγής.

Επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης με δεκαέξι λόγους έφεσης εκ των οποίων απεσύρθη με το περίγραμμα, ο ένας εξ αυτών. Η ουσία τους έγκειται στη λανθασμένη από το πρωτόδικο Δικαστήριο αντίληψη ως προς τη βάση των τοποθετήσεων της εφεσείουσας. Κατά τη θέση της έπρεπε να είχε γίνει αποδεκτή η για δεκαέξι και πλέον χρόνια σιωπηρή οικογενειακή διευθέτηση, η οποία επέτρεπε σε αυτήν να παραμείνει στην οικία, αρχικά ως σύζυγος του Γαβριήλ Γρηγορίου και αργότερα ως κληρονόμος αυτού, έχουσα προς αυτό άδεια που δεν θα μπορούσε να ανακληθεί, παρά μόνο από όλα τα εμπλεκόμενα στην οικογενειακή ρύθμιση μέρη και όχι μόνο από τον εφεσίβλητο 4. Αυτό, διότι η ανάκληση θα έπρεπε να είχε λάβει χώραν και από τους υπόλοιπους εφεσίβλητους ως κληρονόμοι της επίδικης οικίας από τον πατέρα τους Γαβριήλ Γρηγορίου. Περαιτέρω, βάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα παρά το γεγονός ότι ήταν σύζυγος του Γαβριήλ Γρηγορίου, θεωρήθηκε απλώς ως «φιλοξενούμενη» ή ότι το δικαίωμα διαμονής στην οικία ήταν «προσωπογενές». Αντίθετα, η όλη συμπεριφορά των εφεσιβλήτων κληρονόμων ήταν τέτοια που δημιούργησε κώλυμα εκ συμπεριφοράς, ή, ακόμη, και ιδιοκτησιακό κώλυμα εφόσον στην ουσία δημιουργήθηκε υπέρ της εφεσείουσας καταπίστευμα δυνάμει των αρχών της επιείκειας. Υπήρχε επίσης δικαίωμα της εφεσείουσας να παραμείνει στην οικία ως δικαιούχος κληρονόμος μέρους αυτής από τον αποβιώσαντα σύζυγο της. Η εφεσείουσα και η θυγατέρα της ήταν συνιδιοκτήτες και δεν τίθετο θέμα ανάκλησης αδείας κατοχής του δικαιώματος παραμονής της.

Εγείρεται επίσης ζήτημα ότι η απαίτηση για έξωση της εφεσείουσας δεν καλυπτόταν από την τροποποιημένη έκθεση απαίτησης και η μαρτυρία που δόθηκε δεν ήταν σύμφωνη με το δικογραφημένο πλαίσιο, εφόσον δεν υπήρχε ποτέ πέμπτος ενάγοντας διαχειριστής, ως η παράγραφος 1 της έκθεσης απαίτησης, λανθασμένα δε το Δικαστήριο θεώρησε το θέμα διαφορετικά. Ως εκ των ανωτέρω, αποτελεί σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι μπορούσε να εκδοθεί διάταγμα παράδοσης κατοχής, παρά το εύρημα του ότι οι εφεσίβλητοι είχαν σιωπηρά αναγνωρίσει την άδεια της εφεσείουσας να παραμένει στην επίδικη οικία.

Προσεκτική εξέταση του σκεπτικού της πρωτόδικης απόφασης αποκαλύπτει το λανθασμένο της τελικής κρίσης, αποτέλεσμα εσφαλμένης αντιμετώπισης τόσο των επιδίκων θεμάτων, όσο και της μαρτυρίας. Το Δικαστήριο (μέσα από μια όχι τόσο ευκρινή ή κατά λογική αλληλουχία αναδίπλωση της σκέψης του), απέτυχε να εντοπίσει το πραγματικό και ουσιαστικό επίδικο θέμα, όπως αυτό είχε προωθηθεί στη βάση της έκθεσης απαιτήσεως. Η απαίτηση, όπως προαναφέρθηκε, κατά πολύ συνοπτικό τρόπο περιορίστηκε σε ορισμένα μόνο γεγονότα με νομική βάση την κατ' ισχυρισμόν επέμβαση της εφεσείουσας στην οικία, μετά που αυτή κλήθηκε από τον εφεσίβλητο 4 να την εγκαταλείψει με τη σχετική επιστολή του. Η έκθεση απαίτησης δεν αναφέρεται και δεν καταγράφει τα οποιαδήποτε κληρονομικά δικαιώματα της εφεσείουσας ως συζύγου του αποβιώσαντος Γαβριήλ Γρηγορίου, τα οποία κληρονομικά δικαιώματα επεκτείνονταν να καλύψουν και τη θυγατέρα της εφεσείουσας από τον εν λόγω γάμο της.

Η υπεράσπιση ανέδειξε στη δικογραφία της το γεγονός αυτό ισχυριζόμενη στην παρ. 8Α, ότι μετά το θάνατο του Γαβριήλ Γρηγορίου, η εφεσείουσα διέμενε στην οικία μαζί με την ανήλικη τότε θυγατέρα της και ετεροθαλή αδελφή των εφεσιβλήτων, υπό την ιδιότητα τους ως νομίμων κληρονόμων της περιουσίας του αποβιώσαντος. Εξ αυτού του ελάχιστου γεγονότος ανταπαίτησε δήλωση ότι τουλάχιστον δικαιούται να παραμένει στην οικία δυνάμει ιδιοκτησιακού δικαιώματος κατά το κληρονομικό μερίδιο του συζύγου της στο οποίο και δικαιούται σε εγγραφή επ' ονόματι της. Η θέση αυτή, παρά τη δικογραφημένη  άρνηση της με την απάντηση και υπεράσπιση στην ανταπαίτηση, δεν αμφισβητήθηκε βεβαίως τελικώς, με τη σχετική μαρτυρία που δόθηκε προς αυτό το σκοπό. Με αυτό το δεδομένο καθίσταται αμέσως εμφανές ότι η εκδοθείσα διαταγή του Δικαστηρίου ήταν λανθασμένη. Αυτό, διότι ενώ η πρώτη παράγραφος του διατάγματος, όπως verbatim καταγράφηκε πιο πάνω, διέτασσε την εφεσείουσα να παραδώσει στους εφεσίβλητους 1, 2 και 3, κατοχή του «μεριδίου του», στη συνέχεια το ίδιο το Δικαστήριο προχώρησε στη δεύτερη παράγραφο να εξηγήσει ότι η εφεσείουσα ήταν στην ουσία υπόχρεη να επιστρέψει σε κάθε ένα από τους εφεσίβλητους «χρήση ολόκληρης της επιδίκου κατοικίας». Το πιο πάνω διάταγμα, όπως διατυπώθηκε και εξηγήθηκε ως προς τη σημασία του από το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκτός του ότι είναι αντιφατικό διότι η μια παράγραφος αντιμάχεται την άλλη, παραγνωρίζει εντελώς το κληρονομικό μερίδιο της ίδιας της εφεσείουσας επί της οικίας με αποτέλεσμα η διαταγή είτε για παράδοση μεριδίου, είτε για επιστροφή ολόκληρης της χρήσης της οικίας, να είναι άνευ νοήματος και να είναι βεβαίως και πρακτικώς ανεφάρμοστη. Σε περίπτωση δε αιτήματος για παρακοή τόσο η εφεσείουσα, όσο και οι εφεσίβλητοι, θα βρίσκονταν προ νομικών και πραγματικών προβλημάτων ως προς αυτή καθαυτή την εφαρμογή του διατάγματος.

Έπεται ότι με δεδομένο το κληρονομικό μερίδιο της εφεσείουσας ως συζύγου του Γαβριήλ Γρηγορίου, κακώς απερρίφθη η σχετική ανταπαίτηση επ' αυτού τουλάχιστον του μέρους της, δηλωτική της νόμιμης μοίρας της.

Η απόρριψη της ανταπαίτησης από το Δικαστήριο έγινε με βάση τη λανθασμένη αντίληψη ότι δεν ήταν επίδικο ζήτημα διότι απέρρεε από τη διεκδίκηση της έναντι της περιουσίας του αποβιώσαντος συζύγου της. Αυτό, παρά το γεγονός ότι αναγνωρίστηκε πρωτοδίκως ότι δικαιούτο σε χρήση της επίδικης οικίας. Γεγονός που επίσης πιστοποιεί την σύγχυση επί των επιδίκων θεμάτων. Η ανταπαίτηση δεν είχε κατ' ανάγκην σκοπό την έκδοση διατάγματος εγγραφής του μεριδίου της εφεσείουσας, αλλά αποσκοπούσε κυρίως σε δηλωτική απόφαση ότι δικαιούτο σε τέτοιο μερίδιο. Έπεται ότι θα ακολουθούσε η νενομισμένη διαδικασία στα πλαίσια της διαχείρισης της περιουσίας του αποβιώσαντος συζύγου της για την απόδοση σ' αυτήν τουλάχιστον του κληρονομικού της μεριδίου.

Εφόσον η βάση της αγωγής ήταν η ανάκληση της άδειας χρήσης της οικίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει κατά πόσο ήταν δυνατή τέτοια ανάκληση υπό το φως του αδιαμφισβήτητου γεγονότος ότι και η εφεσείουσα ήταν κληρονόμος μαζί με τους εφεσίβλητους στην οικία. Μεταξύ συνιδιοκτητών δεν επιτρέπεται, ούτε χωρεί ανάκληση άδειας χρήσης ώστε να καθίσταται ο ένας εξ αυτών επεμβασίας τη στιγμή που στην πραγματικότητα είναι συνιδιοκτήτης. Αγωγή για επέμβαση χωρεί μόνο από τον ένα συνιδιοκτήτη εναντίον του άλλου, εάν ο πρώτος εξεδιώχθη από την περιουσία ή του αφαιρέθει το δικαίωμα κατοχής. Όπως αναφέρεται επί λέξει στο σύγγραμμα των Clerk & LIndsell on Torts, 16η έκδ. σελ. 1316, παρ. 23-18:

«Co-owners. One co-owner of land can only bring an action of trespass against the other if he has been actually ousted or dispossessed of the land. Each co-owner is entitled to possession of the whole land, so that if one turns the other off the land or part of it, it is a trespass. If the common property or part of it is destroyed, there is an ouster. So, trespass lies by one co-owner against another who digs and carries away the soil. It is not trespass, however, if one co-owner uses the land in the ordinary and natural way, as by cutting grass and making it into hay, or working a coal mine. In such a case the owner making the hay or working the mine must account for the profits. When there are co-owners of a wall, such as a party wall, one owner can maintain trespass against the other if there is a destruction of the wall.»

Εδώ βέβαια δεν τέθηκε ποτέ ζήτημα, ούτε και προσκομίστηκε τέτοια μαρτυρία από τους εφεσίβλητους, ότι η εφεσείουσα τους είχε ποτέ εκδιώξει από την οικία ή δεν τους επέτρεπε κατοχή.  Αντίθετα η μαρτυρία είχε καταδείξει ότι ο εφεσίβλητος 4 ζούσε μέχρι το 1990 στην Αμερική και μετέπειτα μέχρι το θάνατο του πατέρα τους τον επισκεπτόταν στην οικία όπου ζούσε με τη σύζυγο του, την εφεσείουσα. Μάλιστα όταν πρωτοήλθε στην Κύπρο από την Αμερική, έμεινε τους πρώτους μήνες εκεί.

Η απόφαση Λάμπρου κ.ά. v. Κεφάλα κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1516, που χρησιμοποιήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν σχετίζεται με τα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης. Τα γεγονότα στη Λάμπρου κ.ά. v. Κεφάλα κ.ά. ήταν πολύ διαφορετικά. Αφορούσαν σε αρχική συνοριακή διαφορά η οποία επιλύθηκε στα έτη 1985 και  1988, όταν τέθηκαν ορόσημα στα σύνορα μεταξύ των τεμαχίων των διαδίκων, και υπογράφηκε συμφωνία μεταξύ τους. Παρά ταύτα οι εναγόμενοι έκτισαν οικοδομή ήτοι αποθήκη και χώρο στάθμευσης οχημάτων μέσα στο τεμάχιο που αναλογούσε στους ενάγοντες ή τους τίτλω προκατόχους τους. Σε εγερθείσα προδικαστική ένσταση στην υπεράσπιση ότι η αγωγή δεν μπορούσε να προχωρήσει διότι όλοι οι ιδιοκτήτες του τεμαχίου δεν ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν ανάγκη να ήταν ενώπιον του όλοι οι συνιδιοκτήτες των επιδίκων τεμαχίων.

Κατ' έφεση, ένα από τα σημεία που αποφασίστηκαν ήταν κατά πόσο θα έπρεπε να συνενωθούν στην αγωγή ως διάδικοι όλοι οι συνιδιοκτήτες των επιδίκων κτημάτων και ιδιαιτέρως του τεμαχίου εντός του οποίου έγινε η επέμβαση. Η θεώρηση του Εφετείου με αναφορά στο σύγγραμμα των Clerk & LIndsell on Torts 14η έκδ. παρ. 212, καθώς και στο σύγγραμμα Bullen & Leake and Jacob's Precedents of Pleadings, ήταν ότι η συνένωση όλων των συνιδιοκτητών δεν ήταν αναγκαία παρά το ότι ως γενική αρχή σε υποθέσεις επέμβασης, ιδιοποίησης και αμέλειας, όλοι οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να συνενώνονται. Παρά ταύτα, δεν εναπόκειται στον αδικοπραγούντα να παραπονεθεί για μη συνένωση εφόσον εν πάση περιπτώσει ακόμη και ένας εκ των συνιδιοκτητών δύναται να εγείρει την αγωγή μόνος του για να ανακτήσει βέβαια το αναλογούν σ' αυτόν μερίδιο της αξίας της περιουσίας που έτυχε οικειοποίησης ή να λάβει την αντίστοιχη αποζημίωση για την ζημιά που επέφερε η επέμβαση του εναγομένου. Όπως λέχθηκε μάλιστα στην ίδια απόφαση, η παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία είναι αδίκημα εναντίον της κατοχής και όχι της κυριότητας.

Επομένως, λανθασμένα θεωρήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο η απόφαση Λάμπρου κ.ά. v. Κεφάλα κ.ά. ως βοηθητική σε αδίκημα επέμβασης, εφόσον η εφεσείουσα εδώ ήταν συνιδιοκτήτρια της οικίας, έστω κατά μερίδιο. Οι εφεσίβλητοι δεν ηδύναντο να εγείρουν την αγωγή από μόνοι τους χωρίς την προσθήκη και των διαχειριστών του Γαβριήλ Γρηγορίου ως εγγεγραμμένων ιδιοκτητών των 3/18 μεριδίων της οικίας. Η αντίθετη θέση του Δικαστηρίου  ήταν πασιφανώς λανθασμένη ενόψει του γεγονότος ότι ανάκληση άδειας δεν μπορούσε εν πάση περιπτώσει να γίνει, ώστε η εφεσείουσα, εξ αιτίας αυτής τούτης της λεγόμενης ανάκλησης, να καταστεί επεμβασίας. Τη στιγμή που δικαιωματικά κατοικούσε στην οικία με τη θυγατέρα της, ως νόμιμη κληρονόμος του αποβιώσαντος συζύγου της, είχε, δηλαδή, κυριότητα, έστω εν μέρει.  Παρόλο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην αρχή μέσα από το σύγγραμμα των Clerk & Lindsell 14η έκδ. παρ. 1328, ότι ένας συνιδιοκτήτης μπορεί να εγείρει αγωγή εναντίον άλλου συνιδιοκτήτη, σε περίπτωση εκδίωξης του από την περιουσία, εν τούτοις λανθασμένα προσμέτρησε στη σκέψη του ότι επειδή η αγωγή ηγέρθηκε από τον διαχειριστή της περιουσίας της Κλαίρης Γρηγορίου, που στη συνέχεια τροποποιήθηκε να περιλαμβάνει τους εφεσίβλητους 1, 2 και 3 ως συνιδιοκτήτες της οικίας, αυτοί μπορούσαν να στραφούν εναντίον της εφεσείουσας μετά το θάνατο του συζύγου της, τη στιγμή που αν είχαν οποιοδήποτε δικαίωμα έπρεπε να το αξίωναν εναντίον του πατέρα τους, πράγμα που δεν έκαμαν.

Πρόσθετα, ακόμη και αν ήταν δυνατή η ανάκληση της άδειας, αυτή η ανάκληση έπρεπε να γίνει από τους κληρονόμους του Γαβριήλ Γρηγορίου και όχι τους κληρονόμους της Κλαίρης Γρηγορίου. Στους κληρονόμους του πρώτου, περιλαμβάνονταν βεβαίως και η εφεσείουσα και η θυγατέρα της, οι οποίες εκ των πραγμάτων δεν θα ήταν δυνατόν να ανακαλέσουν τη δική τους διαμονή στην οικία, γεγονός το οποίο δείχνει το εσφαλμένο τόσο της όλης αξίωσης στηριζόμενης σε ανάκληση άδειας και παράνομη επέμβαση, όσο και της συλλογιστικής του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Παρόλον που τα πιο πάνω προοιονίζουν την κατάληξη της έφεσης, θα πρέπει σε συντομία να λεχθούν και τα εξής σε σχέση με τους άλλους λόγους έφεσης: Σε περιπτώσεις ανάκλησης συμβατικής άδειας, ο χρόνος που έχει διαρρεύσει μεταξύ της δημιουργίας μιας κατάστασης πραγμάτων με την άδεια ή την ανοχή του ενός των διαδίκων, προσμετρά στη δυνατότητα νόμιμης εκ των υστέρων ανάκλησης. Αναμφίβολα, η εφεσείουσα δεν ήταν «φιλοξενούμενη» στην οικία ως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο πριν ή και μετά τον θάνατο του συζύγου της εφόσον ήταν σύζυγος αυτού. Άλλωστε, αυτό το δέχθηκε και ο εφεσίβλητος 4 κατά την αντεξέταση του (σελ. 12 των πρακτικών). Ως τέτοια είχε παραμείνει στην οικία για σειρά ετών και αποκτούσε τη δική του σημασία το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι παρέμειναν σε απραξία από το 1993, όταν απεβίωσε ο Γαβριήλ Γρηγορίου, μέχρι το 2000 όταν ανακάλεσαν με επιστολή το δικαίωμα της εφεσείουσας να διαμένει στην οικία, με την επακολουθήσασα αγωγή που καταχωρήθηκε το 2000. Η περίοδος παραμονής της εφεσείουσας στην οικία ήταν πολύ μεγαλύτερη όταν προστεθούν και τα έτη κατά τα οποία υπήρξε σύζυγος του Γαβριήλ Γρηγορίου, δηλαδή, από το 1985. Σε αυτά τα πλαίσια αναμφίβολα δημιουργήθηκε μια κατάσταση πραγμάτων υπό τύπον άτυπης οικογενειακής διευθέτησης, κατά τρόπο ώστε οι εφεσίβλητοι να κωλύονται λόγω συμπεριφοράς να υπαναχωρήσουν από αυτή, ενεργώντας μετά από 15 συναπτά έτη κατά διαφορετικό τρόπο, ώστε η εφεσείουσα να θεωρείται τώρα επεμβασίας. Η μαρτυρία μάλιστα έδειξε ότι τα κίνητρα πίσω από τη διαδικασία ανάκλησης  δεν ήταν απαλλαγμένα από στοιχεία που τα καθιστούσαν ύποπτα εφόσον είχαν ήδη δημιουργηθεί προστριβές σε σχέση με ζητήματα που αφορούσαν την ευρύτερη κληρονομιά του αποβιώσαντος και είχαν εγερθεί αγωγές.

Εάν οι εφεσίβλητοι είχαν όντως δικαίωμα να εκδιώξουν στην ουσία την εφεσείουσα και την ετεροθαλή αδελφή τους από την οικία, θα αναμενόταν να το έπρατταν ευθύς μετά το θάνατο του πατέρα τους και όχι να αφήσουν την κατάσταση πραγμάτων για λόγους που δεν εξήγησαν στο Δικαστήριο να συνεχίσει για επτά ολόκληρα έτη. Ακόμη εάν ήθελαν να εφαρμόσουν, (εάν κατά νόμο ηδύναντο), τα αυστηρά δικαιώματά τους, θα αναμενόταν όπως από τον θάνατο ακόμη της μητέρας τους Κλαίρης Γρηγορίου διεκδικούσαν την οικία κατά το κληρονομικό μερίδιο που τους αναλογούσε έναντι του πατέρα τους και της νέας συζύγου του, της εφεσείουσας.

Εφόσον δεν προέβησαν σε καμιά από τις πιο πάνω ενέργειες, οι αρχές της επιείκειας έρχονται στο προσκήνιο ενδεχομένως βοηθητικά προς την εφεσείουσα ούτως ώστε να δημιουργούνται συνθήκες εφαρμογής του κωλύματος διά συμπεριφοράς («estoppel by conduct»), που στην περίπτωση λαμβάνουν τη μορφή του ιδιοκτησιακού κωλύματος («proprietary estoppel»), όπως αυτή η αρχή εξηγήθηκε στη Stylianou a.o. v. Papakleovoulou a.o. (1982) 1 C.L.R. 542. Περαιτέρω, δεν δόθηκε η πρέπουσα σημασία στην αλλαγή της θέσης της εφεσείουσας λόγω της σύναψης του γάμου της με τον αποβιώσαντα Γαβριήλ Γρηγορίου υπό το φως του γεγονότος ότι αυτή μετακόμισε από τη Λευκωσία στη Λεμεσό αφήνοντας το σπίτι και την επίπλωση που είχε, αλλά, όπως κατατέθηκε και κατά τη δίκη χωρίς ένσταση, και την εργασία της. Η μετακίνηση αυτή και η εγκατάλειψη της εργασίας της αποτελούσε λόγο που δικαίωνε την εφεσείουσα να πιστεύει (υπό το φως της σύναψης του γάμου και της μετέπειτα συμπεριφοράς των εφεσιβλήτων), ότι η κατάσταση αυτή δεν θα ανατρεπόταν σε βάρος της. Τέτοιου είδους διευθετήσεις θεωρούνται από το Δικαστήριο στις κατάλληλες βέβαια περιπτώσεις ως ικανές προς εξαγωγή μιας τουλάχιστον συμβατικής άδειας ή ενός εξυπακουόμενου συμβολαίου ώστε να μην αδικείται ο διάδικος, ο οποίος μετακινήθηκε από τη θέση του εξ αιτίας της υπόσχεσης ή των ενεργειών του ετέρου των διαδίκων.

Στην υπόθεση Tanner v. Tanner [1975] 3 All E.R. 776, θεωρήθηκε ότι η εγκατάλειψη ελεγχόμενης ενοικιασμένης κατοικίας από την εναγομένη για να μετακομίσει με τον ενάγοντα με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά και πήρε το επίθετό του, χωρίς όμως να τον παντρευτεί, δικαιολογούσε τη θέση ότι είχε αποκτηθεί τουλάχιστον συμβατική άδεια για να παραμένει στο σπίτι που αγόρασε ο ενάγων γι' αυτήν και τα παιδιά τους, όταν αργότερα ο ενάγων εγκατέλειψε  τη στέγη και ζήτησε την επανάκτηση της κατοχής του σπιτιού. Στο σύγγραμμα των Koffman & Macdonald: The Law of Contract 6η έκδ. (2007), σελ. 45 και 100, εξηγείται ακριβώς ότι οι άτυπες αυτές περιουσιακές διευθετήσεις δίνουν τη δυνατότητα χρησιμοποίησης της ελαστικότητας της νομολογίας, όπως αυτή διαπλάθεται δικαστικά, ώστε να εξάγονται δίκαια, υπό τις περιστάσεις, αποτελέσματα. Στην περίπτωση, η εφεσείουσα είχε αλλάξει τις δικές της συνθήκες ζωής μετά που της το είχε ζητήσει ο αποβιώσας σύζυγος της ώστε να μετακομίσει στην οικία του στη Λεμεσό από τον Οκτώβριο του 1984 (δέστε σελ. 10 και 43-44 των πρακτικών). Η διευθέτηση αυτή εξελίχθηκε πέραν της απλής συμβατικής άδειας ή σύμβασης, εφόσον το ζεύγος ενώθηκε με τα δεσμά του γάμου.

Τα όσα ανωτέρω επισημαίνονται σε σχέση με τυχόν δικαιώματα της εφεσείουσας ως απόρροια της επιείκειας, έχουν λεχθεί ανεξάρτητα από τα οποιαδήποτε κληρονομικά ή ιδιοκτησιακά δικαιώματα των ιδίων των εφεσιβλήτων επί της οικίας.

 

Υπό το φως των ανωτέρω δεν χρειάζεται στα πλαίσια της έφεσης να εξεταστούν και τα όσα το Δικαστήριο ανέφερε σε σχέση με το κατά πόσο ο αποβιώσας Γαβριήλ Γρηγορίου είχε όντως καταβάλει ή όχι το υπόλοιπο του τιμήματος αγοράς της οικίας που είχε παραμείνει από την Κλαίρη Γρηγορίου κατά τον θάνατο της, η οποία οικία και δεν είχε συμπεριληφθεί στην απογραφή της περιουσίας αυτής από τον διαχειριστή, εφεσίβλητο 4. Το γεγονός όμως ότι και ο ίδιος ο Γραβιήλ Γρηγορίου, ως ο αρχικός διαχειριστής της περιουσίας της πρώτης συζύγου του, Κλαίρης Γρηγορίου, δεν είχε περιλάβει στην τότε απογραφή την οικία, δεν σήμαινε ότι δεν δικαιούτο στο δικό του κληρονομικό μερίδιο ώστε να λειτουργούσε υπό τις συνθήκες το maxim της επιείκειας, ότι «equity looks on that as done which ought to be done».

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση, μαζί με τη διαταγή ως προς τα έξοδα επί της ανταπαιτήσεως, παραμερίζεται.

Τα έξοδα τόσον πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Εναντίον της εφεσείουσας - εναγομένης στην Αγωγή Αρ. 5813/00, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, εκδόθηκε Διάταγμα, με το οποίο αυτή διατάσσεται να επιστρέψει στον κάθε ένα από τους εφεσίβλητους 1 - 3 την κατοχή του μεριδίου του στην κατοικία η οποία ευρίσκεται στην οδό Μενελάου Αρ. 6, στον Ποταμό Γερμασόγειας, στη Λεμεσό, (η «κατοικία»). Όπως καταγράφεται στο Διάταγμα, η εφεσείουσα πρέπει να επιτρέψει στον κάθε ένα από τους εφεσίβλητους 1 - 3 να χρησιμοποιεί ολόκληρη την κατοικία. Επιδικάστηκαν, επίσης, υπέρ των εφεσιβλήτων ονομαστικές αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση· συγκεκριμένα, υπέρ του εφεσίβλητου Αρ. 4 €10,00, για την περίοδο από 1/9/2000 - 8/2/2001 και υπέρ ενός εκάστου των εφεσιβλήτων 1 - 3 €10,00 για την περίοδο από 9/2/2001 μέχρι την έκδοση της απόφασης - 5/5/2008.

Η ανταπαίτηση της εφεσείουσας, στην οποία θα αναφερθώ πιο κάτω, απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, ενώ, για την απαίτηση, λόγω της ιδιαιτερότητάς της και του μη αποκλεισμού της δυνατότητας η εφεσείουσα να παραμένει και η ίδια στην κατοικία, δεν εκδόθηκε διαταγή για έξοδα.

Η αγωγή στην οποία εκδόθηκε η υπό έφεση απόφαση καταχωρήθηκε από το διαχειριστή της περιουσίας της Κλαίρης Γρηγορίου - εφεσίβλητο 4. Αργότερα, όμως, όταν η κατοικία μεταβιβάστηκε από αυτόν στους κληρονόμους της Κλαίρης - τα παιδιά της, εφεσίβλητους 1 - 3 - (9/2/2001 - 5/18 μερίδια στον καθένα) - και επ' ονόματι των διαχειριστών της περιουσίας του συζύγου της Γαβριήλ Γρηγορίου, μετέπειτα, συζύγου της εφεσείουσας - (14/3/2001 - 3/18 μερίδια), ο τίτλος της αγωγής τροποποιήθηκε και προστέθηκαν ως ενάγοντες τα παιδιά της Κλαίρης.

Για να γίνουν οι θέσεις των διαδίκων, όπως αυτές προκύπτουν από τα δικόγραφα και τη μαρτυρία, καλύτερα αντιληπτές, θα παραθέσω μερικά από τα γεγονότα που αποτελούν κοινό έδαφος. Στην κατοικία, την οποία αγόρασε το 1981 η Κλαίρη, από την εταιρεία Swepco, αντί του ποσού των £52.000,00, κατοικούσαν μέχρι το 1983, που αυτή απέθανε, η ίδια και ο σύζυγός της Γαβριήλ. Τα παιδιά τους - εφεσίβλητοι 1 - 3 - ήταν μεγάλα και δεν κατοικούσαν μαζί τους.  Κατά την ημερομηνία θανάτου της, η κατοικία δεν είχε εξοφληθεί. Υπήρχε οφειλόμενο υπόλοιπο στη Swepco £11.900,965. Ο Γαβριήλ, ο οποίος μετά το θάνατο της Κλαίρης συνέχισε να διαμένει στην κατοικία, το 1984 αρραβωνιάστηκε την εφεσείουσα, η οποία μετακόμισε από τη Λευκωσία, όπου ζούσε και εργαζόταν, για να μείνει μαζί του στην κατοικία.  Στη συνέχεια, παντρεύτηκαν. Από το γάμο τους απέκτησαν τη Στέφανη, που γεννήθηκε στις 31/7/1987. Στις 2 Νοεμβρίου, 1993, ο Γαβριήλ απεβίωσε, στη δε κατοικία συνέχισε να διαμένει η εφεσείουσα με τη θυγατέρα της. Επτά χρόνια αργότερα και, συγκεκριμένα, στις 12/7/2000, ο εφεσίβλητος 4, με επιστολή του, κάλεσε την εφεσείουσα να εγκαταλείψει την κατοικία.

Οι εφεσίβλητοι, με την Έκθεση Απαίτησής τους, ισχυρίζονταν ότι η εφεσείουσα, μετά που ο εφεσίβλητος 4 την κάλεσε να εγκαταλείψει την κατοικία και εκείνη δε συμμορφώθηκε, διέμενε παράνομα σ' αυτήν και ζήτησαν διάταγμα παράδοσης ελεύθερης κατοχής της, όπως, επίσης, αποζημιώσεις ύψους £600,00 μηνιαίως, από 1/9/2000 μέχρι την παράδοση της κατοικίας.

Η εφεσείουσα, με την Υπεράσπισή και Ανταπαίτησή της, πρόβαλε ότι, κατά την ημέρα του θανάτου του συζύγου της Γαβριήλ, κληρονόμοι του δεν ήταν μόνο τα παιδιά του από το γάμο του με την Κλαίρη - εφεσίβλητοι 1 - 3 - αλλά και η ίδια και η θυγατέρα της Στέφανη.  Ισχυρίστηκε ότι στην κατοικία, τόσο κατά τη διάρκεια της συμβίωσής της με το Γαβριήλ όσο και μετά το θάνατό του, ζούσε η ίδια με τη θυγατέρα τους και ότι το 1/6 της αξίας της κατοικίας αποπληρώθηκε από το σύζυγό της μετά το θάνατο της Κλαίρης, έτσι ώστε αυτή ανήκει μόνο κατά τα 5/6 στην περιουσία της Κλαίρης, ενώ κατά το 1/6 στην περιουσία του αποβιώσαντα συζύγου της Γαβριήλ, γι' αυτό, άλλωστε, και το εν λόγω μέρος της έχει περιληφθεί από τους διαχειριστές της περιουσίας του συζύγου της - εφεσίβλητο Αρ. 4 και Λεύκιο Τσικκίνη - ως περιουσιακό στοιχείο της περιουσίας του. Υποστήριξε ότι η  εγγραφή επ' ονόματι του διαχειριστή της περιουσίας της Κλαίρης - εφεσίβλητου Αρ. 4 - ολόκληρου του συμφέροντος της κατοικίας έγινε υπό τον όρο ότι αυτός θα είχε εγγεγραμμένο επ' ονόματί του το 1/6 μερίδιο της κατοικίας, ως επίτροπος της περιουσίας του αποβιώσαντα συζύγου της, και ότι, μέχρι τη συμπλήρωση και/ή ολοκλήρωση της διαχείρισης της περιουσίας του, δε θα προέβαινε σε δικαστικά μέτρα για την εκδίωξη της ιδίας και της ανήλικης θυγατέρας της από αυτήν.  Οι εφεσίβλητοι, ουσιαστικά, κατέχουν το ακίνητο ως καταπιστευματοδόχοι της ίδιας και/ή της θυγατέρας της. Στην κατοικία, ισχυρίστηκε, διαμένουν - αυτή και η θυγατέρα της - ως νόμιμοι κληρονόμοι της περιουσίας του Γαβριήλ και οι εφεσίβλητοι, από το γεγονός αυτό, δεν έχουν υποστεί και ούτε υφίστανται οποιαδήποτε ζημιά. Περαιτέρω, πρόβαλε ότι οι εφεσίβλητοι, εφόσον ο εφεσίβλητος 4, από το 1994 που διορίστηκε διαχειριστής της περιουσίας της μητέρας του Κλαίρης, δεν προχώρησε στη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων εναντίον της, κωλύονται να εγείρουν την αγωγή. Σε ό,τι αφορά την απώλεια ενοικίου, που αυτοί προβάλλουν, ισχυρίστηκε ότι η κατάσταση της κατοικίας είναι τέτοια που δεν είναι δυνατό αυτή να ενοικιαστεί. Τέλος, υποστήριξε ότι η κατοικία της ανήκει και δικαιούται να διαμένει σ' αυτήν ως ιδιοκτήτρια, οι δε εφεσίβλητοι εμποδίζονται να απαιτούν την έξωσή της. Με τη συμπεριφορά τους, αποδέχτηκαν όπως αυτή διαμένει με τη θυγατέρα της στην κατοικία, υπό την ιδιότητά της ως σύζυγος του Γαβριήλ. Ρητά ή/και σιωπηρά αποδέχτηκαν να εγκαταλείψει την επιπλωμένη κατοικία που αυτή διατηρούσε στη Λευκωσία και, από τον αρραβώνα της, να συγκατοικήσει με το Γαβριήλ στην κατοικία. Η συμπεριφορά τους, κατέληξε, δημιουργεί σιωπηρό και/ή απολήγον καταπίστευμα προς όφελός της και ζήτησε ανταπαιτητικά δήλωση του Δικαστηρίου και/ή διάταγμα εγγραφής των μεριδίων, ή, τουλάχιστον, του κληρονομικού μεριδίου του συζύγου της στην κατοικία επ' ονόματί της, δυνάμει ιδιοκτησιακού δικαιώματος και ότι οι εφεσίβλητοι εμποδίζονται, στη βάση των αρχών της επιείκειας, να απαιτούν όπως τους παραδώσει την κατοχή της κατοικίας.

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατέθεσαν, για τους εφεσίβλητους, τέσσερις μάρτυρες - ο Κυριάκος Πόρακος, Βοηθός Κτηματολογικός Λειτουργός, ο οποίος αναφέρθηκε στο ιστορικό της ιδιοκτησίας της κατοικίας, ο εφεσίβλητος 4, υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστής της περιουσίας της Κλαίρης αλλά και ως κληρονόμος της, ο Σέργιος Σεργίου, εκτιμητής, σε σχέση με την ενοικιαστική αξία της κατοικίας και ο Λάμπρος Πελεκάνος, ως δικηγόρος του διαχειριστή, εφεσίβλητου 4 - και, για την εφεσείουσα, εκτός από την ίδια, η οποία αναφέρθηκε στα γεγονότα από το 1984 που αυτή αρραβωνιάστηκε το Γαβριήλ, η αδελφή της - Μαίρη Φαρλέκα, η θυγατέρα της Στέφανη και ο Μιχάλης Τύμβιος, υπάλληλος στην εταιρεία από την οποία αγοράστηκε η κατοικία. Ο τελευταίος αναφέρθηκε στο περιεχόμενο του φακέλου αγοράς από την Κλαίρη της κατοικίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση του συνόλου της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν του, υπό το φως πάντοτε των δικογραφημένων θέσεων των μερών, διαπίστωσε ότι ο Γαβριήλ, ως κληρονόμος της συζύγου του Κλαίρης, δικαιούταν 1/6 μερίδιο στην κατοικία, αφού, κατά το χρόνο θανάτου της, δεν ίσχυε η τροποποίηση που επέφερε ο περί Διαθηκών και Διαδοχής (Τροποποιητικός) Νόμος του 1989, (Ν. 100/1989) στο Άρθρο 44(α) του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, Κεφ. 195. Απέρριψε τη θέση της εφεσείουσας ότι ο Γαβριήλ κατέβαλε ο ίδιος το 1/6 της αξίας της κατοικίας και, συνεπώς, το δικαιούταν επιπλέον του κληρονομικού μεριδίου του, γιατί, καθώς έκρινε, οποιαδήποτε κυριότητα στην κατοικία θα έπρεπε να διεκδικηθεί από το διαχειριστή της περιουσίας της Κλαίρης και τέτοια μαρτυρία δεν υπήρχε. Ούτε ο Γαβριήλ, ενόσω ζούσε, ούτε οι κληρονόμοι του, μετά το θάνατό του, διεκδίκησαν κάτι τέτοιο. Σύμφωνα με την ενώπιόν του μαρτυρία - (η διαχείριση της περιουσίας της Κλαίρης δεν έκλεισε, εκκρεμούν αγωγές της εφεσείουσας για διεκδικήσεις στη βάση κληρονομικών μεριδίων σε σχέση με την κατοικία) - ο Γαβριήλ δεν είχε οποιαδήποτε απαίτηση στην κατοικία, ούτε παρουσιάστηκαν στοιχεία ότι πλήρωσε ο ίδιος χρήματα στην εταιρεία από την οποία αγοράστηκε η κατοικία. Ο Γαβριήλ, ο οποίος ήταν και ο πρώτος διαχειριστής της περιουσίας της Κλαίρης, στην απογραφή της περιουσίας της, δεν περιέλαβε την κατοικία. Αυτή εμφανίστηκε, για πρώτη φορά, στις 29/3/2000 σε ενδιάμεσους λογαριασμούς που υπέβαλε ο εφεσίβλητος 4 ως διαχειριστής. Η διεκδίκηση, κατέληξε, της εφεσείουσας σε μερίδιο 11/36 επί της κατοικίας, επειδή ο Γαβριήλ δικαιούταν πέραν του κληρονομικού μεριδίου του σ' αυτήν, λόγω συνεισφοράς στην αγορά της, εφόσον αυτή δεν προωθήθηκε από τους διαχειριστές της περιουσίας του, δεν μπορούσε να εξεταστεί. Η εφεσείουσα και η θυγατέρα της Στέφανη δικαιούνται, κατέληξε, η κάθε μια: από την περιουσία του Γαβριήλ, 1/5 μερίδιο και από την κατοικία 1/30 - (1/6 Χ 1/5), νοουμένου, βέβαια, ότι η διανομή της περιουσίας του Γαβριήλ στους κληρονόμους του, αφού αυτός έχει και άλλη περιουσία, δε γίνει με άλλο τρόπο. Δεδομένου, έκρινε, ότι στις 14/3/2001, δηλαδή πριν από την τροποποίηση του τίτλου της αγωγής - αυτή έγινε το Δεκέμβριο του 2003 - τα 3/18 μερίδια της κατοικίας, όπως προκύπτει από τον κτηματολογικό φάκελο, μεταβιβάστηκαν επ' ονόματι των διαχειριστών της περιουσίας του Γαβριήλ, ο διαχειριστής της περιουσίας της Κλαίρης - εφεσίβλητος 4 - δε διατηρεί οποιοδήποτε δικαίωμα επί της κατοικίας, ώστε να νομιμοποιείται στη διεκδίκηση διατάγματος παράδοσης κατοχής της. Το γεγονός ότι η περιουσία του Γαβριήλ, ιδιοκτήτρια του 1/6 μεριδίου της κατοικίας, δεν προστέθηκε ως διάδικος στην αγωγή, δεν αποτελεί εμπόδιο στην προώθηση των συμφερόντων των συνιδιοκτητών. Ενδεχόμενα, θεώρησε, η επιλογή αυτή να έγινε, επειδή ένας από τους διαχειριστές της περιουσίας του Γαβριήλ ορίστηκε από την εφεσείουσα, για σκοπούς προστασίας των συμφερόντων της.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως προς τη φύση της άδειας που παραχώρησε η Κλαίρη στο Γαβριήλ σε σχέση με την κατοικία και, στη συνέχεια, της άδειας που αυτός παραχώρησε στην εφεσείουσα, καθοδηγούμενο από νομολογία, κατέληξε ότι η Κλαίρη και, στη συνέχεια, τα παιδιά της ως κληρονόμοι της, είχαν παραχωρήσει στο σύζυγο και πατέρα τους, ο οποίος ήταν και ο διαχειριστής στης περιουσίας της, άδεια, γνωστή στο κοινοδίκαιο ως informal family arrangements, να διαμένει στην κατοικία για το υπόλοιπο της ζωής του. Με δεδομένο ότι η εφεσείουσα μετά το θάνατο του Γαβριήλ διέμενε στην κατοικία με την ανήλικη τότε θυγατέρα τους, θεώρησε ότι η διαμονή της σ' αυτήν μετά το θάνατο του Γαβριήλ φανερώνει ότι, εκτός από την άδεια του Γαβριήλ, είχε σιωπηρά και την άδεια των εφεσιβλήτων 1 - 3, στην έκταση του δικαιώματός τους ως κληρονόμοι της μητέρας τους Κλαίρης.  Ουσιαστικά, η εφεσείουσα διέμενε στην κατοικία στη βάση άδειας και/ή ανεπίσημης οικογενειακής διευθέτησης. Έκρινε ότι οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες η εφεσείουσα μετακόμισε στην κατοικία, για τις οποίες υπήρχε από μέρους της ισχυρισμός ότι αυτές οδήγησαν στη δημιουργία συμβατικής άδειας χρήσης, επειδή αυτή εγκατέλειψε το ενοικιαζόμενο διαμέρισμά της στη Λευκωσία και την εργασία της, αφορούν μόνο το Γαβριήλ και όχι τους εφεσίβλητους. Η ίδια γνώριζε πολύ καλά ότι η κατοικία δεν ανήκε μόνο στο Γαβριήλ. Διαφοροποίησε την άδεια που παραχώρησε ο Γαβριήλ στην εφεσείουσα ή ακόμα αυτήν που θα ήθελε να παραχωρήσει από την άδεια που παραχώρησαν οι εφεσίβλητοι, η οποία, έκρινε, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι δόθηκε για να παραμείνει η εφεσείουσα εφ' όρου ζωής. Η άδεια που παραχώρησε στην εφεσείουσα ο Γαβριήλ ήταν απόρροια του δικαιώματός του σε μερίδιο της περιουσίας της Κλαίρης και όχι κατάλοιπο της άδειας που ο ίδιος είχε από την Κλαίρη να διαμένει στην κατοικία μέχρι τέλους της ζωής του, αφού δε θα ήταν λογικό να αποδοθεί στην Κλαίρη διάθεση άλλη από την εξασφάλιση κατοικίας στο σύζυγό της και μόνο. Ο Γαβριήλ, στη βάση της άδειας που είχε, δεν μπορούσε να παραχωρήσει δικαίωμα να παραμείνει στην κατοικία μετά το θάνατό του άλλο πρόσωπο. Η κατά τη διάρκεια της ζωής του Γαβριήλ διαμονή της εφεσείουσας στην κατοικία ήταν ως σύντροφος και «φιλοξενούμενη» του δικαιούχου να διαμένει σ' αυτήν Γαβριήλ και όχι στη βάση προσωπικού δικαιώματός της. Το ότι ο Γαβριήλ ήταν κληρονόμος κατά το 1/6 μερίδιο στην κατοικία δεν του παρείχε δικαίωμα παραχώρησης άδειας παραμονής σ' αυτήν σε άλλο πρόσωπο, κατ' αποκλεισμό των υπολοίπων κληρονόμων. Ο Γαβριήλ, ενόσω ζούσε, δεν έγινε ιδιοκτήτης του 1/6 μεριδίου της κατοικίας, για να μπορεί να το παραχωρήσει στην εφεσείουσα και ούτε, ως διαχειριστής της περιουσίας της Κλαίρης, μπορούσε να το παραχωρήσει. Το καθήκον του, ως διαχειριστής, ήταν η προστασία της περιουσίας της, προς όφελος των κληρονόμων, δηλαδή και των εφεσιβλήτων 1 - 3.

Σε σχέση με το εάν η άδεια που παραχωρήθηκε στην εφεσείουσα ανακλήθηκε ορθά, επειδή αυτή δεν ανακλήθηκε από τους διαχειριστές της περιουσίας του Γαβριήλ, κατέληξε ότι, από τη στιγμή που δεν προωθήθηκε δικαίωμα του Γαβριήλ στην κατοικία άλλο από το κληρονομικό του μερίδιο, στις 12/7/2000, όταν γινόταν η ανάκληση της άδειας, μόνος αρμόδιος να το πράξει ήταν ο εφεσίβλητος 4 και κανένας άλλος. Δεν υπήρχε δικογραφημένη θέση για παραχώρηση άδειας από το Γαβριήλ, ώστε να τίθεται θέμα ανάκλησής της.

Απέρριψε τη θέση ότι η εφεσείουσα διαμένει στην κατοικία ως κληρονόμος σε ποσοστό 1/5 στην περιουσία του Γαβριήλ, στην οποία ανήκει το 1/6 της κατοικίας, αφού ενώπιόν του το ζήτημα, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά τη μεταβίβαση των 5/6 μεριδίων της κατοικίας στους εφεσίβλητους 1 - 3, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η ανάκληση της άδειας σε σχέση με αυτά. Ποια η σχέση της εφεσείουσας με την περιουσία του Γαβριήλ στο σύνολό της δεν ενδιέφερε, αλλά ούτε και μπορούσε να εκδοθεί διάταγμα για το ποσοστό του 1/6 στην κατοικία που ανήκει στην περιουσία του Γαβριήλ. Σε ό,τι αφορά τις επιδιορθώσεις, στις οποίες αναφέρθηκε η εφεσείουσα στη μαρτυρία της, αξίας £7.000,00 - £8.000,00, αυτές, κατέληξε, δεν υπήρχε μαρτυρία ότι έγιναν με ενθάρρυνση ή γνώση και ανοχή του διαχειριστή της περιουσίας της Κλαίρης, αλλά ούτε και υπήρχε δικογραφημένος ισχυρισμός γι' αυτές.

Η εφεσείουσα αμφισβητεί την πρωτόδικη απόφαση στην ολότητά της. Θα εξετάσουμε τους 15 λόγους έφεσης που παρέμειναν - ο λόγος έφεσης 8 απεσύρθη - κατά ομάδες, ανάλογα με τη συνάφειά τους.

Λόγος έφεσης 4

Με το λόγο έφεσης 4, πλήττεται η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για ανεπάρκεια δικογράφησης σε σχέση με την άδεια του Γαβριήλ προς την εφεσείουσα ή για την ύπαρξη ανεπίσημης οικογενειακής ρύθμισης για την κατοχή της κατοικίας.

Η εφεσείουσα, με αναφορά σε συγκεκριμένες παραγράφους της Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω διαπίστωση δεν είναι ορθή.

Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω αυτούσιες τις εν λόγω παραγράφους, οι οποίες, σύμφωνα με την εφεσείουσα, παρερμηνεύτηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο:-

«1. Η Εναγομένη αγνοεί και επομένως δεν παραδέχεται την παράγραφο 1 της Έκθεσης Απαίτησης και καλεί τον Ενάγοντα σε αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών του.

 2. Η Εναγομένη αρνείται το περιεχόμενο της παραγράφου 2 της Έκθεσης Απαίτησης και ισχυρίζεται ότι τα αληθή γεγονότα έχουν ως εξής:

      .................................................................................................

Γ. Η Εναγομένη ισχυρίζεται ότι κατά τη διάρκεια της συμβίωσης αυτής με τον ανωτέρω Γαβριήλ Γρηγορίου και/ή κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης αυτής μετά του εν λόγω μεταγενέστερα αποβιώσαντα Γαβριήλ Γρηγορίου εζούσαν στην κατοικία επί της οδού Μενελάου αρ. 9 στον Ποταμό Γερμασόγειας (Κατωτέρω αναφερομένη ως η 'οικία').

Δ. Η Εναγομένη ισχυρίζεται ότι η οικία επί της οδού Μενελάου αρ. 9 στον Ποταμό Γερμασόγειας αγοράστηκε από την πρώην σύζυγο του αποβιώσαντα αυτής, ήτοι την Κλαίρη Γρηγορίου, αλλά το 1/6 της αξίας της ανωτέρω οικίας εξοφλήθη και/ή επληρώθη από τον αποβιώσαντα σύζυγο της Εναγομένης μετά το θάνατο της ανωτέρω Κλαίρης Γρηγορίου. Η Εναγομένη κατά συνέπεια ισχυρίζεται ότι η επίδικη οικία κατά 5/6 ανήκει στην περιουσία της θανούσης Κλαίρης Γρηγορίου και κατά 1/6 μερίδιο ανήκει στην περιουσία του αποβιώσαντα Γαβριήλ Γρηγορίου.

Ε. Η Εναγομένη ισχυρίζεται ότι το 1/6 μερίδιο της οικίας έχει ήδη συμπεριληφθεί ως περιουσιακό στοιχείο της Διαχείρισης στις Απογραφές και/ή στους Ενδιαμέσους Λογαριασμούς που κατατέθηκαν από τους Διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντα Γαβριήλ Γρηγορίου ήτοι το Δημήτρη Γρηγορίου και το Λεύκιο Τσικκίνη.

...................................................................................................

5.  Εκτός του ότι ο πατέρας του Ενάγοντα ενυμφεύθη την Εναγομένη και έκτοτε διέμενε μαζί της στο σπίτι μέχρι την ημέρα του θανάτου του που συνέβη στις 02/11/1993 η Εναγομένη αρνείται το περιεχόμενο της παραγράφου 5 της Έκθεσης Απαίτησης και επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς που περιέχονται στην παράγραφο 2 της παρούσας και περαιτέρω ισχυρίζεται ότι τα αληθή γεγονότα έχουν ως ακολούθως:

Α. Η Εναγομένη ετέλεσε τον γάμο της μετά του αποβιώσαντα Γαβριήλ Γρηγορίου κατά ή περί τον Οκτώβριο 1984 και έκτοτε διέμενε μαζί του στην επίδικη οικία.

Β. Κατά ή περί την 31/07/1987 η Εναγομένη εγέννησε τη θυγατέρα του ανωτέρω αποβιώσαντα, η οποία είναι σήμερα ανήλικη η οποία και διέμενε και διαμένει μέχρι τώρα στην εν λόγω κατοικία του αποβιώσαντα πατέρα της μαζί με την μητέρα της, ήτοι την Εναγομένη.

...................................................................................................

8.  Η Εναγομένη δεν παραδέχεται το περιεχόμενο της παραγράφου 8 της Έκθεσης Απαίτησης και περαιτέρω ισχυρίζεται ότι τα αληθή γεγονότα έχουν ως ακολούθως:

Α. Η Εναγομένη διαμένει στην επίδικη οικία μαζί με την ανήλικη θυγατέρα της και ετεροθαλή αδελφή του Ενάγοντα υπό την ιδιότητα τους ως νόμιμοι κληρονόμοι της περιουσίας του ανωτέρω αποβιώσαντα Γαβριήλ Γρηγορίου.

Β. Ο Ενάγοντας καμία ζημία δεν υπέστη και/ή δεν υφίσταται και περαιτέρω κωλύεται να εγείρει την παρούσα αγωγή εφ' όσον από το 1994, έτος κατά το οποίο ως ο ίδιος ισχυρίζεται εδιορίστη Διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης μητέρας του, δεν εκαταχώρησε καμία αγωγή εναντίον της Εναγομένης για έξωση από την επίδικη οικία και/ή για είσπραξη ενοικίου.

...................................................................................................

11.(1)        Η Εναγόμενη θα ισχυριστεί ότι η κατοικία της ανήκει δυνάμει ιδιοκτησιακού δικαιώματος (proprietary estoppel) και συνεπώς δικαιούται να μένει στην κατοικία σαν ιδιοκτήτρια και ότι εμποδίζονται διά της συμπεριφοράς τους οι Ενάγοντες από του να απαιτούν την έξωση και ή ως η απαίτηση δυνάμει promissory estoppel ή estoppel by representation ή possessory estoppel. Οι ενάγοντες διά της όλης συμπεριφοράς τους αποδέχθηκαν ότι η Εναγόμενη είχε δικαίωμα να διαμένει στην συζυγική εστία υπό την ιδιότητα της ως συζύγου και μετά της νέας οικογένειας της και θυγατέρας του αποβιώσαντος.

  (2)          Οι ενάγοντες απεδέχθησαν ρητά ή σιωπηρά τούτο η δε Εναγόμενη ενώ διατηρούσε κατοικία στη Λευκωσία εγκατέλειψε αυτή με επίπλωση και προσωπικά αντικείμενα της και συγκατοίκησε μετά του αποβιώσαντα συζύγου της από τον αρραβώνα τους το 1984 και έπειτα γάμο της το 1985 εκ του οποίου το 1987 απέκτησαν θυγατέρα.

(3)           Οι Ενάγοντες υποσχέθηκαν ρητά και ή σιωπηρά ή διά της συμπεριφοράς ή διά των πράξεων και ή παραλείψεων τους απεδέχθησαν την κατοχή της Εναγομένης αδιαλείπτως και ή ανελλιπώς από το 1984 μέχρι καταχώρησης της αγωγής.

  (4)          Διαζευκτικά όλα τα ανωτέρω δημιουργούν εξ ερμηνείας και/ή σιωπηρό και/ή απολήγον καταπίστευμα προς όφελος της Εναγομένης.»

Όπως είναι καλά γνωστό, με τα δικόγραφα, δηλαδή τη βάση στην οποία διεξάγεται η δίκη, επιδιώκεται ο επακριβής προσδιορισμός των επιδίκων θεμάτων και ο αποκλεισμός αιφνιδιασμού του αντιδίκου.

Όπως λέχθηκε στην Παπαγεωργίου v. Κλάππα (Investments Services) Ltd (1991) 1 Α.Α.Δ. 24:- (σελ. 28-29)

«Οι αρχές του δικονομικού δικαίου περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα τα οποία προσδιορίζονται από τη δικογραφία· δηλαδή την απαίτηση, την υπεράσπιση και την απάντηση όπου υπάρχει. Ο επακριβής προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων συναρτάται άμεσα με το αντιπαραθετικό σύστημα δίκης που ισχύει στο δικαιϊκό μας σύστημα και απόρροια της φυσικής δικαιοσύνης που επιβάλλει τη διασφάλιση του δικαιώματος διαδίκου για ουσιαστική ευκαιρία απάντησης στις θέσεις και ισχυρισμούς του αντιδίκου του. Η δίκη δρομολογείται, όπως επιγραμματικά ανάφερε ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Βασιλειάδης στην υπόθεση Homeros Th. Courtis a.o. v. Panos K. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180, (βλέπε επίσης Christakis Loucaides v. C.D.Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.L.R. 134) κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία και η δίκη διατρέχει την ίδια πορεία όπως και το τραίνο κατά μήκος των προκαθορισμένων γραμμών της διαδρομής.»

Εξέταση των πιο πάνω σημείων, στα οποία οι συνήγοροι της εφεσείουσας παρέπεμψαν, αλλά και της Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, στο σύνολό της, δεν αποκαλύπτει όσα αυτοί εισηγούνται. Δεν υπάρχει οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι η παραμονή της εφεσείουσας στην κατοικία ήταν με άδεια του Γαβριήλ ή στη βάση άτυπης οικογενειακής διευθέτησης με την εμπλοκή του. Δικογραφημένη θέση για παραχώρηση στην εφεσείουσα άδειας από το Γαβριήλ δεν υπάρχει. Το μόνο που προβάλλεται είναι ότι αυτή διέμενε στην κατοικία υπό την ιδιότητά της ως κληρονόμος του Γαβριήλ, δηλαδή στη βάση προσωπικού δικαιώματος.

Όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο:-

«Ότι φαίνεται να παραμένει ως υποστηριζόμενη από μαρτυρία δικογραφημένη θέση είναι η προβαλλόμενη στην παράγραφο 11(3) της έκθεσης υπεράσπισης ότι υπό τας συνθήκας σιωπηρά παραχωρήθηκε άδεια από τους ενάγοντες προς την εναγομένη να διαμένει στην κατοικία, άδεια όμως που ανακλήθηκε με την επιστολή της 12.7.2000».

Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τη δικογραφημένη θέση της εφεσείουσας είναι απόλυτα ορθές.

Λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 5, 7, 12, 13, 15.

Με τους πιο πάνω λόγους, η εφεσείουσα αμφισβητεί σειρά διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, αμφισβητεί ότι η άδεια που της παραχωρήθηκε μετά το θάνατο του συζύγου της Γαβριήλ για διαμονή στην κατοικία μπορούσε να ανακληθεί από τους εφεσίβλητους 1 - 3, όπως και ότι η άδεια που αυτός της έδωσε, πριν το θάνατό του, για να διαμένει με την κόρη τους αφορούσε μόνο τον ίδιο και/ή ότι αυτή διέμενε στην κατοικία ως σύντροφος και φιλοξενούμενή του. Το εκδοθέν Διάταγμα, ισχυρίζεται, από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι αυτή, από το 1994 μέχρι το 2000, διέμενε στην κατοικία με άδεια των εφεσιβλήτων, δεν μπορούσε να εκδοθεί. Υπήρχε σιωπηρή οικογενειακή διευθέτηση για διαμονή της στην κατοικία, γνωστή στο κοινοδίκαιο ως informal family arrangement, κάτι που διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, και/ή συμβατική άδεια. Αμφισβητεί, επίσης, το έγκυρο της ανάκλησης της άδειας, επειδή αυτή δεν έγινε από όλα τα εμπλεκόμενα στη ρύθμιση μέρη, δηλαδή και τους διαχειριστές της περιουσίας του Γαβριήλ. Ούτε οι εφεσίβλητοι 1 - 3, ούτε οι μετέπειτα διαχειριστές της περιουσίας του συζύγου της ανακάλεσαν την άδεια ή τη σιωπηρή συγκατάθεση που αυτοί έδωσαν από το 1984, η οποία έλαβε τη μορφή συμβατικής άδειας για διαμονή της εφ' όρου ζωής. Η εγκατάλειψη από την ίδια, διατείνεται, το 1984, της κατοικίας της στη Λευκωσία και της εργασίας της για να συγκατοικήσει με το Γαβριήλ συνιστά αντάλλαγμα, το οποίο οδηγεί στη δημιουργία συμβατικής άδειας. Οι εφεσίβλητοι 1 - 3, οι οποίοι, μάλιστα, για κάποιο διάστημα, διέμεναν στην κατοικία με την ίδια και τον πατέρα τους, συγκατατέθηκαν και/ή με τη συμπεριφορά τους αποδέχτηκαν όπως αυτή διαμένει στην κατοικία, με τη θυγατέρα της. Με δεδομένη, ισχυρίζεται, την ύπαρξη άτυπης οικογενειακής διευθέτησης και/ή συμβατικής άδειας, η διαπίστωση ότι στην κατοικία η ίδια διέμενε όσο ζούσε ο Γαβριήλ, ως φιλοξενούμενή του, είναι εσφαλμένη. Διέμενε ως σύζυγός του, ιδιοκτήτη - κληρονόμου του 1/6 μεριδίου αυτής και, σύμφωνα με όσα αυτός της έλεγε, η κατοικία ήταν η συζυγική τους και θα την άφηνε στην ίδια και τη θυγατέρα τους.

Αποτελεί διαπίστωση, η οποία δεν αμφισβητείται, ότι οι εφεσίβλητοι 1 - 3 είναι οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες της κατοικίας κατά 5/18 μερίδια ο καθένας. Στο υπόλοιπο 1/6, δηλαδή το μερίδιο του Γαβριήλ, δικαιούχοι κατά το προβλεπόμενο από το νόμο ποσοστό, εκτός από τους εφεσίβλητους 1 - 3, είναι η εφεσείουσα και η θυγατέρα της από το γάμο της με το Γαβριήλ.

Το κοινοδίκαιο, κατ' εφαρμογή των αρχών της επιείκειας, αναγνωρίζει, στα πλαίσια οικογενειακής διευθέτησης, δικαίωμα παραμονής σε κατοικία εφ' όρου ζωής, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι τα γεγονότα και οι περιστάσεις της υπόθεσης το δικαιολογούν. Στο Σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, Seventeenth Edition, 1995, The Common Law Library Number 3, Κεφάλαιο 17, παράγραφος 17-51, αναφέρεται ότι:-

"The courts have been prepared to infer contractual licences to protect persons in occupation under informal family arrangements.  Of such cases Lord Scarman has said that 'if the legal relationship between the parties is such that the true arrangement envisaged by the parties will be frustrated if the parties are left to their rights and duties at law, inequity will arise which the courts can satisfy by appropriate equitable relief.'"

Η διαμονή της εφεσείουσας στην κατοικία, μετά τον αρραβώνα της - (1984) - και το γάμο της με το Γαβριήλ, ορθά κρίθηκε ότι έγινε με τη σιωπηρή άδεια των εφεσιβλήτων 1 - 3 όχι, όμως, για να παραμείνει σ' αυτήν μέχρι τέλους της ζωής της. Δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας προς αυτήν την κατεύθυνση. Όπως ορθά το έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο:-

«Δεν μπορεί να θεωρηθεί πως οι ενάγοντες 1-3 παραχώρησαν άδεια στην εναγομένη να παραμείνει στην επίδικη κατοικία εφ' όρου ζωής. Μόνο αν υφίστατο θετική προς τούτο μαρτυρία θα ήταν λογικό το Δικαστήριο να καταλήξει σε τέτοιο εύρημα (βλ. Chandler v. Kerley [1978] 2 All E.R. 942). Ο κάθε άνθρωπος τεκμαίρεται ότι διεκδικεί ότι περιουσία του ανήκει και δεν θα ήταν λογικό να θεωρηθεί πως οι ενάγοντες 1-3 θα ήταν διατεθειμένοι να παγοποιήσουν το περιουσιακό στοιχείο της επίδικης κατοικίας για το υπόλοιπο της ζωής της δεύτερης συζύγου του αποβιώσαντα πατέρα τους που ήταν και σχετικά νέα. Τουλάχιστον κάτι τέτοιο δεν έχει καταδειχθεί.

Η άδεια λοιπόν που είχε παραχωρηθεί μετά τον θάνατο του Γαβριήλ μπορούσε να ανακληθεί.»

Το μόνο δικαίωμα το οποίο ο Γαβριήλ είχε και μπορούσε να παραχωρήσει στην εφεσείουσα, σε σχέση με την κατοικία, ήταν το δικαίωμά του επί του 1/6 μεριδίου που δικαιούταν ως κληρονόμος της Κλαίρης και τίποτε περισσότερο. Δεν είχε δικαίωμα ως διαχειριστής της περιουσίας της Κλαίρης, χωρίς τη ρητή συναίνεση των λοιπών κληρονόμων, δηλαδή των παιδιών τους, και περί τούτου μαρτυρία δεν υπήρχε, να παραχωρήσει άδεια εκ μέρους τους, για να παραμείνει στην κατοικία η εφεσείουσα μέχρι τέλους της ζωής της. Μέχρι το θάνατο του Γαβριήλ, η εφεσείουσα διέμενε στην κατοικία με τη συγκατάθεση των εφεσιβλήτων, ως σύζυγος του πατέρα τους.  Στη μαρτυρία της η εφεσείουσα, για να στηρίξει τη θέση της για άτυπη οικογενειακή διευθέτηση, ανέφερε το τι η ίδια πίστευε, δηλαδή ότι ο Γαβριήλ συνεννοείτο με τα παιδιά του - εφεσίβλητους 1 - 3 - χωρίς, όμως, οτιδήποτε που να προέρχεται από τους ίδιους, ή, ακόμα, ότι κάτι τέτοιο της έλεγε ο Γαβριήλ. Συνεπώς, η διαπίστωση ότι η εφεσείουσα, μετά τον αρραβώνα και το γάμο της με το Γαβριήλ, διέμενε με σιωπηρή άδεια των εφεσιβλήτων, ως σύζυγός του, όχι, όμως, μέχρι τέλους της ζωής της, είναι ορθή.  Ούτε η διαπίστωση για έλλειψη αντιπαροχής βρίσκω να είναι εσφαλμένη ή αντίθετη με τη μαρτυρία. Η εγκατάλειψη και μόνο ενοικιαζόμενης κατοικίας, χωρίς να υπάρχει, ταυτόχρονα, εγκατάλειψη οποιουδήποτε ωφελήματος, δεν αρκεί, ώστε να μπορεί να γίνεται λόγος για συμβατική άδεια. Και αν ακόμη η εγκατάλειψη το 1984 από την εφεσείουσα της ενοικιαζόμενης κατοικίας της, για να ζήσει με το Γαβριήλ, θα μπορούσε να θεωρηθεί αντιπαροχή και πάλι αυτό δε βοηθά την υπόθεσή της, αφού δεν είναι δυνατό να αφορά τους εφεσίβλητους 1 - 3, όπως δε την βοηθά η εγκατάλειψη της εργασίας της.  Οι εφεσίβλητοι 1 - 3 - παιδιά της Κλαίρης και του Γαβριήλ - δεν είχαν θέση στην απόφαση του γάμου του Γαβριήλ.

Ούτε η άδεια που παραχωρήθηκε από το Γαβριήλ στην εφεσείουσα μπορεί να συσχετισθεί με τα οποιαδήποτε κληρονομικά δικαιώματά της επί του συνόλου της περιουσίας του, ώστε αυτή να μην μπορεί να ανακληθεί, όπως είναι η εισήγησή της. Το γεγονός ότι η εφεσείουσα είναι κληρονόμος του Γαβριήλ σε ποσοστό 1/5 επί του συνόλου της περιουσίας του και διέμενε στην κατοικία ως δικαιούχος του 1/30 μεριδίου αυτής, δεν καθιστά την άδεια που της παραχωρήθηκε ανέκκλητη. Ούτε το γεγονός ότι οι διαχειριστές της περιουσίας του Γαβριήλ δεν ανακάλεσαν την άδεια διαμονής της στην κατοικία επιδρά στην εγκυρότητα της αγωγής των εφεσιβλήτων 1 - 3, εγγεγραμμένων συνιδιοκτητών της κατοικίας. Στη Λάμπρου κ.ά. v. Κεφάλα κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1516, από την οποία και το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε, αποφασίστηκε ότι, στις περιπτώσεις του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης, η εγκυρότητα της αγωγής δεν επηρεάζεται, εάν από αυτήν απουσιάζουν ως ενάγοντες όλοι οι συνιδιοκτήτες.

Στις 12/7/2000, όταν ανακλήθηκε η άδεια της εφεσείουσας από το διαχειριστή της περιουσίας της Κλαίρης, αυτός που εκπροσωπούσε τους εφεσίβλητους 1 - 3 ήταν ο διαχειριστής της περιουσίας της - εφεσίβλητος 4 - και, συνεπώς, ο μόνος που θα μπορούσε να καταχωρίσει αγωγή. Στη συνέχεια, βέβαια, εφόσον οι εφεσίβλητοι 1 - 3 ενεγράφησαν ιδιοκτήτες του κληρονομικού μεριδίου τους, προστέθηκαν ως ενάγοντες στην αγωγή, αφού δεν τους εκπροσωπούσε πλέον ο διαχειριστής, δεν απαιτείτο, όμως, εκ νέου ανάκληση της άδειας από αυτούς, όπως δεν απαιτείτο ανάκληση της άδειας από τους διαχειριστές της περιουσίας του Γαβριήλ. Δικαίωμα του Γαβριήλ στην κατοικία πέραν του κληρονομικού του μεριδίου δε δικογραφήθηκε, όπως δεν υπήρχε δικογραφημένος ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι ο Γαβριήλ της παραχώρησε άδεια να παραμένει στην κατοικία εφ' όρου ζωής.

Λόγος Έφεσης 6.

Η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της διαπίστωσης ότι, ως δικαιούχος κληρονόμος μέρους της κατοικίας, μπορούσε να διαταχθεί να παραδώσει κατοχή του κληρονομικού της μεριδίου. Υποστηρίζει ότι, ως δικαιούχος μεριδίου επί της κατοικίας και δικαιούχος του 1/5 επί του συνόλου της περιουσίας του Γαβριήλ, στην οποία ανήκει το μερίδιό της στην κατοικία, δικαιούται σε χρήση της, εφόσον οι διαχειριστές της περιουσίας του συζύγου της παρέλειψαν να εκπληρώσουν το καθήκον τους και να μεταβιβάσουν επ' ονόματί της το μερίδιό της επί της περιουσίας του. Επικαλούμενη την αρχή ότι «Equity looks on that as done which ought to be done» - (βλ. Snell on Equity, 1966, σελ. 30 και 44) - και την αρχή ότι «Equity treats a contract to do a thing as if the thing were already done», υποστηρίζει ότι η πιο πάνω διαπίστωση είναι εσφαλμένη. Επίσης, ισχυρίζεται ότι, εφόσον η ίδια και η θυγατέρα της είναι συνιδιοκτήτριες, δεν μπορούσαν να εναχθούν. Ένας συνιδιοκτήτης - συγκάτοχος μπορεί να εγείρει αγωγή εναντίον του άλλου ή των άλλων συνιδιοκτητών μόνο όπου αυτός εκδιώκεται. Πρόσθετα, προβάλλει ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης και, ειδικότερα, η συγκατάθεση των εφεσιβλήτων για παραμονή της στην κατοικία για 16 χρόνια, δε δικαιολογούν την κατάληξη του Δικαστηρίου. Υπήρχε σιωπηρή συμφωνία για παραμονή της στην κατοικία.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Ο εφεσίβλητος 4, διαχειριστής της περιουσίας της Κλαίρης και, από το 1994, συνδιαχειριστής της περιουσίας του πατέρα του Γαβριήλ, δεν υπάρχει μαρτυρία τι, στα πλαίσια των καθηκόντων του, παρέλειψε να πράξει σε σχέση με τη διανομή της περιουσίας, ώστε να ευσταθούν οι ισχυρισμοί για καθυστέρηση εκτέλεσης εκείνου που θα έπρεπε να εκτελέσει. Εν πάση περιπτώσει, η εφεσείουσα, εάν διαπίστωνε παραλείψεις από μέρους του, είχε, στα πλαίσια της διαχείρισης της περιουσίας του συζύγου της, στη διάθεσή της μέσα θεραπείας.

Οι υπόλοιποι ισχυρισμοί για παράλειψη εκτέλεσης σύμβασης και νομιμοποίηση έγερσης αγωγής από συνιδιοκτήτη μόνο όταν αυτός εκδιώκεται, επίσης, δεν ευσταθούν. Ζητούμενο ήταν η φύση και το είδος της άδειας που παραχωρήθηκε στην εφεσείουσα και κατά πόσο αυτή μπορούσε να ανακληθεί.

Λόγος έφεσης 9.

Το εκδοθέν Διάταγμα, ισχυρίζεται η εφεσείουσα, είναι χωρίς περιεχόμενο ("in vain"), επειδή στην κατοικία διαμένει νόμιμα και η θυγατέρα της Στέφανη, της οποίας η άδεια δεν έχει ανακληθεί. Και αν ακόμη, υπέβαλε, θεωρηθεί ότι μετά τον τερματισμό της άδειάς της οι εφεσίβλητοι απέκτησαν κατοχή της κατοικίας - προϋπόθεση για καταχώριση αγωγής - (βλ. Αρτέμη και Ερωτοκρίτου «Αστικά Αδικήματα», Τόμος 1, (2003), σελ. 130-131) - και πάλι το Διάταγμα είναι χωρίς περιεχόμενο, γιατί η μόνη που θα μπορούσε να καταχωρίσει αγωγή είναι η Στέφανη.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η Στέφανη, δεδομένου ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ανήλικη, δεν είχε δικαίωμα διαμονής νόμιμης ή μη ανεξάρτητο από εκείνο της εφεσείουσας. Η διαμονή της στην κατοικία μετά την ενηλικίωσή της δεν μπορεί να διασυνδεθεί με τη διαμονή της εφεσείουσας. Εν πάση περιπτώσει, η Στέφανη, η οποία γεννήθηκε στις 31/7/1987, κατά το χρόνο έκδοσης του επίδικου Διατάγματος, είχε ενηλικιωθεί.

Λόφος έφεσης 10.

Ισχυρίζεται η εφεσείουσα ότι, καίτοι με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου δημιουργείται καταπίστευμα και/ή περιουσιακό δικαίωμα προς όφελός της  στην κατοικία, το Δικαστήριο δεν εξέτασε αυτό το θέμα και/ή προέβη σε λανθασμένα συμπεράσματα.  Με αναφορά στο Halsbury's Laws of England, Fourth Edition, Volume 48, Batterworths 1984, παράγραφος 584, όπου αναλύεται η έννοια του εξ επαγωγής καταπιστεύματος, εισηγήθηκε ότι δημιουργήθηκε τέτοιο καταπίστευμα στην κατοικία, που αποτελεί την οικογενειακή στέγη, για την οποία ο σύζυγός της κατέβαλε σχεδόν το 1/5 του τιμήματος αγοράς της. Οι αρχές της επιείκειας, καταλήγει, επιβάλλουν την αναγνώριση σ' αυτήν ιδιοκτησιακού καθεστώτος.

Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την άδεια η οποία παραχωρήθηκε στην εφεσείουσα από τους εφεσίβλητους 1 - 3 εν ζωή του Γαβριήλ, και από τον ίδιο, τις οποίες θεωρώ ορθές, επιδρούν και επί του πιο πάνω λόγου έφεσης. Η άδεια η οποία δόθηκε από τους εφεσίβλητους 1 - 3 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έγινε κατά τρόπο που να δημιουργεί εξ επαγωγής καταπίστευμα υπέρ της εφεσείουσας. Δεν υπάρχει μαρτυρία ότι οι εφεσίβλητοι 1 - 3 συμφώνησαν η εφεσείουσα να παραμείνει στην κατοικία μέχρι τέλους της ζωής της, αποποιούμενοι του κληρονομικού μεριδίου τους σ' αυτήν.  Ούτε υπάρχει μαρτυρία ως προς τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες ο Γαβριήλ κατέβαλε το ποσό του υπολοίπου του τιμήματος αγοράς της κατοικίας. Δεν προκύπτει από τη μαρτυρία εάν το ποσό ήταν από δικά του χρήματα και, σε τέτοια περίπτωση, εάν πρόθεσή του, όταν το κατέβαλλε, ήταν να το διεκδικήσει. Δεν είναι τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης τέτοια που να δικαιολογούν τη δημιουργία εξ επαγωγής καταπιστεύματος από σύζυγο προς σύζυγο.

Λόγος έφεσης 11.

Η απαίτηση, ισχυρίζεται η εφεσείουσα, δεν καλύπτεται από την τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης, με αποτέλεσμα η απόφαση και η μαρτυρία να είναι εκτός του δικογραφημένου πλαισίου. Στην τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης, γίνεται αναφορά σε ενάγοντα 5, ο οποίος κάλεσε την εφεσείουσα να εγκαταλείψει την κατοικία, στον τίτλο, όμως, αυτής δεν υπάρχει ενάγων 5. Ενώ, υπέβαλε η εφεσείουσα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε το ζήτημα και διαπίστωσε τη δημιουργία ερωτηματικών σε σχέση με αυτό, εσφαλμένα το θεώρησε ως πρόδηλο σφάλμα.

Ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί. Πρόκειται καθαρά για σφάλμα στις αναφορές της Έκθεσης Απαίτησης σε σχέση με τον αριθμό των εφεσιβλήτων. Παραθέτω το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με το οποίο και συμφωνώ:-

«Ανέτρεξα στην σχετική αίτηση τροποποίησης που καταχωρίστηκε στις 19.3.2003 και εβρίσκεται στον φάκελο της δικογραφίας. Δεν είχε ζητηθεί προσθήκη εναγόντων αλλά: 'Αντί ο ενάγων να φαίνονται σαν ενάγοντες οι κάτωθι', και αναφέρονταν οι τέσσερις ενάγοντες. Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε και υποστήριξε την αίτηση αναφερόταν στην παράγραφο 3 πως:

'3. Παρά ταύτα στις 9.2.01 ή και σ' οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία το κτήμα μετεβιβάσθη στους πιο κάτω ιδιοκτήτες:

(1)   ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΣ ΓΑΒΡΙΗΛ, (5/18 μερίδια)

(2)   ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΝΝΑ ΓΑΒΡΙΗΛ, (5/18 μερίδια)

(3)   ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ, (5/18 μερίδια)

(4)   ΔΗΜΗΤΡΗΣ Γ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΚΛΑΙΡΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ (3/18 μερίδια)'.

Είναι πρόδηλο πως υπήρξε σφάλμα. Τα 3/18 μερίδια δεν είχαν μεταβιβαστεί στον Δημήτρη ως διαχειριστή της Κλαίρης αλλά σε αυτόν μαζί με τον Λεύκιο Τσικκίνη ως διαχειριστές του Γαβριήλ (Τεκμήριο 1). Αυτή η τελευταία μεταβίβαση ήταν στις 14.3.2001 πριν δηλαδή την καταχώρηση της αίτησης για τροποποίηση.

Ίσως ενάγοντες 4 σκοπείτο να ήσαν οι 'Δημήτρης Γ. Γρηγορίου και Λεύκιος Τσικκίνης ως διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντα Γαβριήλ Δ. Γρηγορίου' και ο διαχειριστής της Κλαίρης να ήταν ο εναγόμενος 5.

Το αποτέλεσμα είναι πως οι διαχειριστές του Γαβριήλ, εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες των 3/18 μεριδίων της επίδικης κατοικίας, δεν προστέθησαν διάδικοι στην παρούσα αγωγή.»

Λόγος έφεσης 14.

Με το λόγο αυτό, αμφισβητείται η διαπίστωση ότι η δαπάνη για επιδιόρθωση το 1998 της κατοικίας δεν έγινε με υπόδειξη, ή ενθάρρυνση, ή ανοχή του εφεσίβλητου 4, τότε διαχειριστή της περιουσίας της Κλαίρης. Υποστηρίζει η εφεσείουσα, χωρίς, όμως, να παραπέμπει σε συγκεκριμένα σημεία της μαρτυρίας, ότι υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία για τις δαπάνες στις οποίες αυτή υποβλήθηκε και για τις οποίες οι εφεσίβλητοι 1 - 3 δεν αντέδρασαν, καίτοι έδειξαν να τις γνωρίζουν.

Ανεξάρτητα από την έλλειψη δικογράφησης της εν λόγω αξίωσης, εξέταση της μαρτυρίας της εφεσείουσας δεν αποκαλύπτει οποιεσδήποτε λεπτομέρειες για την ισχυριζόμενη δαπάνη, ή στοιχεία που να υποστηρίζουν τη γενική αναφορά της ότι δαπάνησε το ποσό που ισχυρίστηκε. Ελλείπει, επίσης, οποιαδήποτε μαρτυρία ότι οι εφεσίβλητοι συμφώνησαν, ή ανέχθηκαν αυτή να προβεί σε επιδιορθώσεις. Συμπεραίνει, όπως κατέθεσε, τη σύμφωνη γνώμη τους από τη δοθείσα σ' αυτήν άδεια παραμονής της στην κατοικία, η οποία, όμως, δεν οδηγεί και στην άνευ όρων άδεια για οικονομικές δαπάνες σ' αυτήν. Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης βρίσκω να ευσταθεί.

Λόγος έφεσης 16.

Με τον τελευταίο λόγο, η εφεσείουσα αμφισβητεί τη δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδικάσει την υπόθεση και τούτο, επειδή, υπέβαλε, σύμφωνα με τη μαρτυρία η οποία έγινε δεκτή, η αξία της κατοικίας το Σεπτέμβριο του 2007, όταν εκδικαζόταν η υπόθεση, ανερχόταν σε £300.000,00 και όχι £250.000,00, που ήταν κατά το χρόνο καταχώρισης της αγωγής.  Συνεπώς, δεν μπορούσε να εκδικαστεί από Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή.

Όπως ορθά απαντούν στα πιο πάνω οι εφεσίβλητοι, η αγωγή καταχωρήθηκε στην κλίμακα £50.000,00 - £250.000,00, η οποία εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Η μαρτυρία ως προς την αξία της κατοικίας, η οποία προσφέρθηκε και έγινε δεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ότι τον Ιανουάριο του 2007 η αξία της ήταν £250.000,00. Η αβέβαιη αναφορά του μάρτυρα ότι, κατά την ημέρα που κατέθετε, η αξία της μπορεί να είναι και £300.000,00 δεν επιδρά και ούτε επηρεάζει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, η οποία προσδιορίστηκε με την καταχώριση της αγωγής. Σε περιπτώσεις ανάκτησης κατοχής περιουσίας, εφαρμόζεται η Δ.2, θ.10, των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.

Με βάση τα πιο πάνω, θα απέρριπτα την έφεση.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο