ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 2179
21 Δεκεμβρίου, 2011
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ Ν. 33/1964,
ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ
ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ ΑΡ. 97/1970,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ
GRISHANENKO IGOR NIKOLAY
ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΑ ΣΤΗΝ ΡΩΣΣΙΑ,
ΚΑΤΟΧΟΥ ΡΩΣΣΙΚΟΥ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟΥ
ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS,
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟN ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟ ΑΡ. 97/1970 ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ (ΚΥΡΩΤΙΚΟΣ) ΝΟΜΟΣ ΑΡ. 95/1970,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΜΒΑΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΣΣΔ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ (ΚΥΡΩΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ) ΑΡ. 172/1986,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡ. 16.11.2011 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΟΥ ΑΡ. 4/2010.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 145/2011)
Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Αίτηση προς αμφισβήτηση της νομιμότητας έκδοσης εκζητούμενου προσώπου.
Φυγόδικοι ― Άρθρο 28 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδοσης Φυγοδίκων που κυρώθηκε με το Νόμο 95/1970 ― Οι διμερείς συμβάσεις για έκδοση φυγοδίκων που είχαν συνομολογηθεί μεταξύ δύο συμβαλλόμενων μερών (στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση) έχουν μόνο συμπληρωματικό και επικουρικό χαρακτήρα προς τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης ― Οι πρόνοιες των διμερών συμφωνιών τότε μόνο υπερισχύουν έναντι των προνοιών της Σύμβασης όταν το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν έχει προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση.
Ο αιτητής επεδίωκε την έκδοση εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus με το οποίο να διατασσόταν η προσαγωγή του ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να ελεγχθεί η νομιμότητα της κράτησης του και διαταχθεί η απόλυσή του.
Αμφισβητούσε τη νομιμότητα απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία εκρίθη ότι πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις που ο νόμος προβλέπει για τη έκδοση του αιτητή που ήταν εκζητούμενο πρόσωπο και διετάχθη η έκδοσή του στη Ρωσική Ομοσπονδία. Διατάχθηκε επίσης η κράτηση του αιτητή μέχρι την έκδοση και παράδοση του στις ρωσικές αρχές.
Σύμφωνα με τον αιτητή, η απόφαση έπασχε νομικά για τους πιο κάτω λόγους:
(α) Το δικαστήριο λανθασμένα εφάρμοσε τις πρόνοιες του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδοσης Φυγοδίκων (Κυρωτικού) Νόμου του 1970, Ν. 95/1970, αντί τις πρόνοιες του Κυρωτικού της Συνθήκης μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για Παροχή Νομικής Συνδρομής σε Θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου Νόμου του 1986, Ν. 172/1986.
(β) Η απόφαση με την οποία διατάχθηκε η έκδοση του καθ' ου στη Ρωσική Ομοσπονδία» ήταν εσφαλμένη και/ή αυθαίρετη και/ή καθ' υπέρβαση εξουσίας και/ή δικαιοδοσίας.
(γ) Ήταν εσφαλμένη η κρίση ότι ικανοποιείτο η αρχή της διπλής εγκληματικότητας (double criminality).
Αποφασίστηκε ότι:
1. Τόσο η Κύπρος όσο και η Ρωσική Ομοσπονδία έχουν προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων που κυρώθηκε με το Νόμο 95/1970 και η μόνη σημασία που έχει η προϋπάρχουσα συμφωνία μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (Κυρωτικός Νόμος 172 του 1986) είναι ότι έχει μόνο συμπληρωματικό και επικουρικό χαρακτήρα προς τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Ορθά ο πρωτόδικος δικαστής εφάρμοσε τις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων.
2. Στην υπό κρίση υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι συνέτρεχαν οι σχετικές προϋποθέσεις και καταληκτικά διέταξε, ίσως εκ του περισσού την έκδοση του αιτητή στη Ρωσική Ομοσπονδία. Αυτή ωστόσο η διαταγή ουδόλως επηρέαζε το κύρος της απόφασης αφού το δικαστήριο προχώρησε και διέταξε την κράτηση του αιτητή.
3. Ο λόγος περί εσφαλμένης ερμηνείας της αρχής της διπλής εγκληματικότητας (double criminality) δεν προωθήθηκε. Θα ήταν παρακινδυνευμένο οποιοδήποτε εγχείρημα εξέτασης του συγκεκριμένου λόγου χωρίς να υπήρχε σαφώς καθορισμένη η θέση της πλευράς που επικαλείτο το σφάλμα διά της παράθεσης των λεπτομερειών και διευκρινίσεων που λογικά απαιτούνται για την τεκμηρίωση του ισχυρισμού που θα οδηγούσε στον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης.
Η αίτηση απορρίφθηκε χωρίς διαταγή για έξοδα.
Aίτηση.
Γ. Γεωργίου, για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, για την Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Κατόπιν αιτήματος των Ρωσικών Αρχών, εξουσιοδοτήθηκε αρμοδίως η έναρξη διαδικασίας εκδόσεως υπό του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας του αιτητή Grishanenko Igor Nikolay στη Ρωσική Ομοσπονδία για να δικαστεί από ρωσικό δικαστήριο σχετικά με υπόθεση διάπραξης αδικημάτων απόπειρας απόσπασης με δόλο και ψευδείς παραστάσεις ακίνητης περιουσίας στην περιφέρεια της Μόσχας.
Κατόπιν ακροάσεως, δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, διαπίστωσε ότι πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις που ο νόμος προβλέπει για την έκδοση του αιτητή και διέταξε την έκδοσή του στη Ρωσική Ομοσπονδία. Διατάχθηκε επίσης η κράτηση του αιτητή μέχρι την έκδοση και παράδοση του στις ρωσικές αρχές.
Με την αίτηση αυτή ο αιτητής ζητά την έκδοση εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus με το οποίο να διατάσσεται η προσαγωγή του ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να ελεγχθεί η νομιμότητα της κράτησης του και διαταχθεί η απόλυσή του.
Η θέση του αιτητή είναι ότι η πρωτόδικη απόφαση ημερ. 16.11.2011 με την οποία διατάχθηκε η έκδοση του στη Ρωσική Ομοσπονδία πάσχει νομικά για τους πιο κάτω λόγους:
(α) Το δικαστήριο λανθασμένα εφάρμοσε τις πρόνοιες του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων (Κυρωτικού) Νόμου του 1970 Ν. 95/1970 αντί τις πρόνοιες του Κυρωτικού της Συνθήκης μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για Παροχή Νομικής Συνδρομής σε Θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου Νόμου του 1986 Ν. 172/1986, στη βάση του οποίου ο Υπουργός, δυνάμει του Αρθρου 7 του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 Ν. 97/1970 εξουσιοδότησε την έναρξη και διεξαγωγή της διαδικασίας έκδοσης.
(β) Η απόφαση ότι «διατάσσεται η έκδοση του καθ' ου στη Ρωσική Ομοσπονδία» (σελ. 57 απόφασης) είναι εσφαλμένη και/ή αυθαίρετη και/ή καθ' υπέρβαση εξουσίας και/ή δικαιοδοσίας καθότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του Αρθρου 9 του Ν. 97/1970 το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να διατάξει την έκδοση του εκζητούμενου, αλλά μόνο να διατάξει την προφυλάκιση του μέχρι να χωρίσει η έκδοση. Διάταγμα για έκδοση του εκζητούμενου σύμφωνα με το Αρθρο 11(1) του Ν. 97/1970 έχει ο Υπουργός και όχι το Δικαστήριο.
(γ) Η απόφαση ότι ικανοποιείται η αρχή της διπλής εγκληματικότητας (double criminality) (σελ. 44 της απόφασης) είναι εσφαλμένη. Το Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι τυχόν διενέργεια στην Κύπρο των πράξεων που αποδίδονται στον αιτητή είναι παράνομες και συνιστούν το αδίκημα που περιγράφονται στην εξουσιοδότηση του Υπουργού, ενώ η προσαχθείσα μαρτυρία δεν υποστηρίζει ένα τέτοιο εύρημα.
Η θέση του αιτητή όπως αυτή διατυπώνεται στην αίτηση είναι ότι το Δικαστήριο ερμήνευσε αυθαίρετα τις πρόνοιες του ρωσικού νόμου, όπως επίσης ερμήνευσε εσφαλμένα τις πρόνοιες του κυπριακού νόμου για να καταλήξει ότι οι αποδιδόμενες στον αιτητή πράξεις συνιστούν αδίκημα τόσο κάτω από τον ρωσικό όσο και κάτω από τον κυπριακό νόμο.
Οι καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της πρωτόδικης απόφασης την οποία θεωρούν νόμιμη και ορθή από κάθε άποψη. Υποβάλλουν ότι ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής ορθά ακολούθησε και εφάρμοσε τις σχετικές πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων που κυρώθηκε με το Νόμο 95/1970.
Στην προαναφερόμενη Ευρωπαϊκή Σύμβαση έχει προσχωρήσει η Ρωσική Ομοσπονδία από τις 9.3.2000 και από τότε, ισχύει για τη χώρα αυτή η εν λόγω Σύμβαση και τα Πρόσθετα Πρωτόκολλα, εξαιρουμένων των επιφυλάξεων/δηλώσεων/ενστάσεων που διατύπωσε. Το εδάφιο 5 του Αρθρου 9 των περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμων του 1970 έως 2011 περιέχει την εξής επιφύλαξη:
«(γ) Νοείται ότι σε περίπτωση εκδόσεως δυνάμει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων που κυρώθηκε από τη Δημοκρατία με το Νόμο 95 του 1970 εφαρμόζονται οι διατάξεις της ειρημένης Σύμβασης αντί των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου 5 του Αρθρου 9 του παρόντος Νόμου.»
Σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενο του Αρθρου 28 της προαναφερόμενης Ευρωπαϊκής Σύμβασης, κάτω από την επικεφαλίδα «ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΔΙΜΕΡΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ», ότι οι διμερείς συμβάσεις για έκδοση φυγοδίκων που είχαν συνομολογηθεί μεταξύ δύο συμβαλλόμενων μερών (στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση) έχουν μόνο συμπληρωματικό και επικουρικό χαρακτήρα προς τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Αυτό σημαίνει πως οι πρόνοιες των διμερών συμφωνιών τότε μόνο υπερισχύουν έναντι των προνοιών της Σύμβασης όταν το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν έχει προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Εδώ, όπως έχει ήδη ειπωθεί, τόσο η Κύπρος όσο και η Ρωσική Ομοσπονδία έχουν προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση και συνεπώς η μόνη σημασία που έχει η προϋπάρχουσα συμφωνία μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (Κυρωτικός Νόμος 172 του 1986) είναι αυτή που έχει ήδη αναφερθεί δηλαδή, ότι έχει μόνο συμπληρωματικό και επικουρικό χαρακτήρα προς τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.
Ενόψει των πιο πάνω αποφαίνομαι ότι ορθά ο πρωτόδικος δικαστής εφάρμοσε τις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων. Το γεγονός ότι η εν λόγω εξουσιοδότηση για έναρξη της διαδικασίας έκδοσης παραπέμπει ταυτόχρονα και στη Συνθήκη μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για την έκδοση φυγοδίκων ουδόλως μπορεί να ερμηνευθεί ότι η εν λόγω διμερής Συνθήκη έπρεπε να αποτελέσει την αποκλειστική νομική βάση της διαδικασίας έκδοσης του αιτητή. Ο κ. Σταυρινός ευστόχως υπέδειξε πως ούτε ο περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμος ούτε η Διοικητική Πράξη 49/72 η οποία καθορίζει τον τύπο της εξουσιοδότησης του Υπουργού προβλέπουν ότι στην εξουσιοδότηση του Υπουργού πρέπει να καταγράφεται η νομική βάση επί της οποίας η αιτούσα χώρα στηρίζει το αίτημα της ούτε προβλέπεται ότι ο Υπουργός υποχρεούται να καθορίζει τη νομική βάση επί της οποίας θα προχωρήσει η δικαστική διαδικασία της έκδοσης με βάση την εξουσιοδότηση.
Η πρωτόδικη απόφαση βάλλεται επίσης και για το λόγο ότι το δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να διατάξει την έκδοση του εκζητούμενου αλλά μόνο να διατάξει την προφυλάκισή του μέχρι να χωρίσει η έκδοση. Ο συγκεκριμένος λόγος άνκαι δεν φαίνεται να έχει προωθηθεί εντούτοις επιγραμματικά σημειώνω ότι η διαδικασία εκδόσεως όπως αυτή καθορίζεται δυνάμει του Αρθρου 9 του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου είναι μια καθαρά δικαστική διαδικασία η οποία στοχεύει στη διακρίβωση του κατά πόσο συντρέχουν οι εκ του νόμου προϋποθέσεις για την έκδοση συγκεκριμένου προσώπου στη χώρα που υποβάλλει το σχετικό αίτημα. Στην υπό κρίση υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις και καταληκτικά διέταξε, ίσως εκ του περισσού την έκδοση του αιτητή στη Ρωσική Ομοσπονδία. Αυτή ωστόσο η διαταγή ουδόλως επηρεάζει το κύρος της απόφασης αφού το δικαστήριο προχωρεί και διατάσσει την κράτηση του αιτητή «.... μέχρι την έκδοση και παράδοσή του στις Ρωσικές Αρχές αφού ακολουθήσουν όλες οι αναγκαίες νόμιμες διαδικασίες προς αυτό το σκοπό.»
Ο τρίτος λόγος για τον οποίο ο αιτητής θεωρεί ότι η πρωτόδικη απόφαση πάσχει νομικά και ζητά τον παραμερισμό της, αναφέρεται στη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ικανοποιείται η αρχή της διπλής εγκληματικότητας (double criminality). Είναι η θέση του αιτητή ότι αυτή η διαπίστωση είναι λανθασμένη. Έχω την άποψη πως ούτε αυτός ο λόγος έχει προωθηθεί. Στη γραπτή αγόρευσή του ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή δεν αναφέρει ο,τιδήποτε σχετικά με αυτό το θέμα ενώ ο τρόπος με τον οποίο εκτίθεται στην αίτηση ο συγκεκριμένος λόγος δεν παρέχει καμιά δυνατότητα δικαστικού ελέγχου. Νομίζω θα ήταν παρακινδυνευμένο οποιοδήποτε εγχείρημα εξέτασης του συγκεκριμένου λόγου χωρίς να υπάρχει σαφώς καθορισμένη η θέση της πλευράς που επικαλείται το σφάλμα διά της παράθεσης των λεπτομερειών και διευκρινίσεων που λογικά απαιτούνται για την τεκμηρίωση του ισχυρισμού που θα οδηγούσε στον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης.
Η αίτηση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για έξοδα.
Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.