ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2011) 1 ΑΑΔ 2024

23 Νοεμβρίου, 2011

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟ 133(Ι)/2004,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΗ

ALEXANDRINA IANCU,

(Πολιτική Έφεση Αρ. 417/2011)

Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ― Ο περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νόμος αρ. 133(Ι)/2004 ― Απόφαση Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13ης Ιουνίου 2002 ― Κατά πόσον τα αδικήματα για τα οποία το εκζητούμενο πρόσωπο είχε δικαστεί και αθωωθεί στην Κύπρο, αφορούσαν στις ίδιες αξιόποινες πράξεις, οι οποίες περιγράφονταν στο Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ― Άρθρο 13(β) του Νόμου αρ. 133(Ι)/2004 ― Το Δικαστήριο υποχρεούται να αρνηθεί την εκτέλεση Ε.Ε.Σ. αν ο εκζητούμενος έχει δικασθεί τελεσιδίκως για τις ίδιες πράξεις από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ― Πότε το Δικαστήριο δεν έχει λόγο να εφαρμόσει τις πρόνοιες της υποχρεωτικής άρνησης εκτέλεσης του εντάλματος ― Το δόγμα ne bis in idem (double jeopardy) ― Ο όρος «ίδια πράξη» ερμηνεύεται από το Ε.Δ.Α.Δ. ότι αναφέρεται μόνο στη φύση των πράξεων και περιλαμβάνει σειρά ισχυρών περιστάσεων οι οποίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, ανεξάρτητα από τη νομική ταξινόμηση η οποία τους αποδίδεται, ή του νομικού συμφέροντος που χρήζει προστασίας.

Λέξεις και φράσεις ― "ίδιες πράξεις" ("same acts") στο Άρθρο 3(2) της Απόφασης Πλαίσιο και στο Άρθρο 54 της Συνθήκης του Shengen (CISA).

Εκζητουμένο πρόσωπο συνελήφθη και προσήχθη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για τη διενέργεια της διαδικασίας η οποία προβλέπεται από τον περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νόμο αρ. 133(Ι)/2004.

Ποινικό Δικαστήριο του Βουκουρεστίου εξέδωσε Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (Ε.Ε.Σ.) και οι αρμόδιες Αρχές της χώρας απέστειλαν για εκτέλεση, το ένταλμα στις αντίστοιχες Αρχές της Κύπρου, όπου διέμενε το εκζητούμενο πρόσωπο.

Ο σκοπός ήταν όπως παραδιδόταν στις Ρουμανικές Αρχές, έτσι ώστε να δικαζόταν από ποινικό δικαστήριο για αδικήματα σχετικά με εμπορία προσώπων και συμμετοχή και υποστήριξη παράνομης οργάνωσης.

Η εκζητουμένη μέσω του δικηγόρου της αρνήθηκε να συγκατατεθεί στην εκτέλεση του εντάλματος, εγείροντας το θέμα ότι είχε ήδη διωχθεί και δικασθεί στην Κύπρο για τις ίδιες αξιόποινες πράξεις, οι οποίες περιγράφονταν στο Ε.Ε.Σ.

Η πρωτόδικος Δικαστής η οποία επιλήφθηκε της διαδικασίας εξέτασε ενδελεχώς τόσο τη φύση των αδικημάτων όσο και τα όσα προέκυπταν από την απόφαση σε ποινική υπόθεση η οποία ηγέρθη εναντίον της εκζητούμενης στην Κύπρο.

Παρά τη διαπίστωση ότι η παραπονούμενη στην ποινική υπόθεση που εκδικάστηκε στην Κύπρο ήταν  ένα από τα παραπονούμενα πρόσωπα στην ασκηθείσα ποινική δίωξη στη Ρουμανία, η πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 13(β) του Νόμου αρ. 133(Ι)/2004 με τις οποίες το Δικαστήριο υποχρεούται να αρνηθεί την εκτέλεση Ε.Ε.Σ. αν ο εκζητούμενος έχει δικασθεί τελεσιδίκως για τις ίδιες πράξεις από Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν εφαρμόζονταν στην περίπτωση. Όπως απεφάνθη, τα αδικήματα που περιγράφονταν λεπτομερώς στο Ε.Ε.Σ. διέφεραν και διακρίνονταν από το μεμονωμένο περιστατικό που οδήγησε στην ποινική δίωξη της εκζητουμένης στην Κύπρο.

Συνακόλουθα, η πρωτόδικος Δικαστής διέταξε την εκτέλεση του Ε.Ε.Σ. και την παράδοση της εκζητουμένης στις αρμόδιες Αρχές της Ρουμανίας για τα περαιτέρω.

Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ. αμφισβητήθηκε με έφεση με την οποία υποστηρίχθηκε ειδικότερα ότι ήταν λανθασμένη η πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αρχή του δεδικασμένου.

Από την πλευρά της Δημοκρατίας, η συνήγορός της διαφώνησε με τη θέση ότι τα αδικήματα για τα οποία η εφεσείουσα δικάσθηκε στην Κύπρο ήταν τα ίδια με εκείνα για τα οποία ζητείτο η παραπομπή της ενώπιον της Ρουμανικής δικαιοσύνης, αφού τα γεγονότα τα οποία τα περιέβαλλαν δεν συνέπιπταν ούτε χρονικά, ούτε από απόψεως παραπονουμένων προσώπων ή τρόπου διάπραξής τους.

Αποφασίστηκε ότι:

1.            Τα αδικήματα που αναφέρονταν λεπτομερώς στο Ρουμανικό Ε.Ε.Σ. διέφεραν και διακρίνονταν από τα μεμονωμένα περιστατικά που είχαν καταστεί αντικείμενο εκδίκασης ποινικής υπόθεσης στην Κύπρο.

2.            Η διάπραξη των υπό δίωξη αδικημάτων παρουσιαζόταν να είχε συντελεσθεί κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ 2006-2007, ενώ τα αδικήματα τα οποία ήσαν αντικείμενο της Κυπριακής υπόθεσης εναντίον της εφεσείουσας, παρέθεταν όλα ως χρόνο επιτέλεσής τους την περίοδο μεταξύ Νοεμβρίου 2007 - Μαρτίου 2008. Πέραν τούτου ως παραπονούμενα πρόσωπα πέραν του κοινού προσώπου, η οποία πράγματι ήταν και παραπονουμένη στην εκδικασθείσα Κυπριακή υπόθεση, αναφέρονταν στο Ε.Ε.Σ. τέσσερις άλλες γυναίκες.

3.            Τα εκδικασθέντα ποινικά αδικήματα σε σχέση με τα οποία η εφεσείουσα αθωώθηκε, δεν κάλυπταν όλες τις πτυχές της καταλογιζόμενης από το Ε.Ε.Σ. αξιόποινης δραστηριότητας των υπό δίωξη στη Ρουμανία προσώπων.

4.            Από τη σύγκριση των στοιχείων που περιέβαλλαν από τη μια τα περιστατικά των αδικημάτων για τα οποία η εφεσείουσα είχε δικασθεί στην Κύπρο και από την άλλη τα περιστατικά των αδικημάτων για τα οποία εκζητείτο, ήταν ότι πολύ λίγα κοινά είχαν.

5.            Η δίωξη της εφεσείουσας στη Ρουμανία σε σχέση με τη διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία δικάστηκε και αθωώθηκε από το Κυπριακό Δικαστήριο θα έπρεπε ασφαλώς να αποφευχθεί.

6.            Πέραν όμως τούτου, δεν εδικαιολογείτο η εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 13(β) του Νόμου και ορθά διατάχθηκε πρωτόδικα η εκτέλεση του Ε.Ε.Σ. που εκδόθηκε στη Ρουμανία εναντίον της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

C-261/09 Criminal Proceeding against Mantello, ημερομηνίας 16.11.2010.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Tαλαρίδου-Kοντοπούλου, E.Δ.), (Αίτηση Aρ. 12/11), ημερομ. 10.11.2011.

M. Γεωργίου με Μ. Αγγελίδου, για την Εκζητουμένη-Εφεσείουσα.

Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τη Δημοκρατία.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Ποινικό Δικαστήριο του Βουκουρεστίου εξέδωσε Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (Ε.Ε.Σ.) εναντίον της Alexandrina Iancu, Ρουμανικής υπηκοότητας ("η εκζητουμένη"), και οι αρμόδιες Αρχές της χώρας απέστειλαν το ένταλμα στις αντίστοιχες Αρχές της Κύπρου, όπου διαμένει, για εκτέλεση. Η εκζητουμένη συνελήφθη και προσήχθη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για τη διενέργεια της διαδικασίας η οποία προβλέπεται από τον περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νόμο αρ. 133(Ι)/2004.

Παρά την αρχική εντύπωση η οποία επικράτησε στην αρχή της δικαστικής διαδικασίας στη βάση των διαθέσιμων τότε στοιχείων, ότι εζητείτο η παράδοση της εκζητουμένης προς το σκοπό έκτισης ποινής φυλάκισης στην οποία είχε καταδικασθεί στη χώρα της, μετά την παρουσίαση περαιτέρω εγγράφων στοιχείων από τη χώρα έκδοσης του εντάλματος, διακριβώθηκε ότι ο σκοπός ήταν όπως παραδοθεί στις Ρουμανικές Αρχές, έτσι ώστε να δικασθεί από ποινικό δικαστήριο για δύο αδικήματα:

1.            Εμπορία προσώπων.

2.            Συμμετοχή και υποστήριξη παράνομης οργάνωσης.

Η εκζητουμένη μέσω του δικηγόρου της αρνήθηκε να συγκατατεθεί στην εκτέλεση του εντάλματος, εγείροντας το θέμα ότι έχει ήδη διωχθεί και δικασθεί στην Κύπρο για τις ίδιες αξιόποινες πράξεις, οι οποίες περιγράφονται στο Ε.Ε.Σ.

Η πρωτόδικος Δικαστής η οποία επιλήφθηκε της διαδικασίας εξέτασε ενδελεχώς τόσο τη φύση των αδικημάτων για τα οποία εκδόθηκε το Ε.Ε.Σ. και τα περιβάλλοντα στοιχεία και μαρτυρίες που έχουν περιληφθεί σ' αυτό, όσο και τη φύση και περιβάλλοντα στοιχεία των αδικημάτων για τα οποία η εκζητουμένη είχε κατηγορηθεί στην Ποινική Υπόθεση αρ. 1502/2009 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Στην εν λόγω ποινική υπόθεση η εκζητουμένη αθωώθηκε και απαλλάγηκε σε τέσσερις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, ήτοι για Μαστροπεία, Εκμετάλλευση Πόρνης, Σεξουαλική Εκμετάλλευση Ενηλίκου Προσώπου και Εμπορία Ενηλίκου Προσώπου. Οι τέσσερις εκείνες κατηγορίες αφορούσαν και είχαν ως παραπονούμενη τη Loredana Gifei από τη Ρουμανία, η οποία όμως δεν παρουσιάστηκε ως μάρτυρας στο Δικαστήριο Λευκωσίας, οπότε η εκζητουμένη αθωώθηκε και απαλλάγηκε όλων των κατηγοριών, αφού δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της.

Παρά τη διαπίστωση ότι η προαναφερθείσα Loredana Gifei παρουσιάζεται να είναι και ένα από τα παραπονούμενα πρόσωπα στην ασκηθείσα ποινική δίωξη στη Ρουμανία, η πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι οι πρόνοιες του άρθρου 13(β) του Νόμου αρ. 133(Ι)/2004 με τις οποίες το Δικαστήριο υποχρεούται να αρνηθεί την εκτέλεση Ε.Ε.Σ. αν ο εκζητούμενος έχει δικασθεί τελεσιδίκως για τις ίδιες πράξεις από Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν εφαρμόζονταν στην περίπτωση. Όπως αποφάνθηκε, τα αδικήματα που περιγράφονται λεπτομερώς στο Ε.Ε.Σ. διαφέρουν και διακρίνονται από το μεμονωμένο περιστατικό που οδήγησε στην ποινική δίωξη της εκζητουμένης στην Κύπρο. Ούτε οι πράξεις της ως κατ' ισχυρισμό μέλους εγκληματικής οργάνωσης που ασχολείται με εμπορία προσώπων, οι οποίες αναφέρονται στο Ε.Ε.Σ., είναι οι ίδιες με εκείνες που περιλαμβάνονταν στο κατηγορητήριο στην Κυπριακή υπόθεση στην οποία η εκζητουμένη αθωώθηκε. Υπ΄ αυτές τις συνθήκες τις οποίες διακρίβωσε, η πρωτόδικος Δικαστής διέταξε την εκτέλεση του Ε.Ε.Σ. και την παράδοση της εκζητουμένης στις αρμόδιες Αρχές της Ρουμανίας για τα περαιτέρω.

Με την παρούσα έφεσή της, η εκζητουμένη αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ. Με την Ειδοποίηση Έφεσης, η εφεσείουσα προέβαλε ένα περιεκτικό λόγο έφεσης σύμφωνα με τον οποίο η πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αρχή του δεδικασμένου, είναι λανθασμένη και ανεδαφική. Με λεπτομερέστερη αιτιολόγηση του λόγου έφεσης, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η αθώωση της ίδιας και συγκατηγορουμένων της στην Κυπριακή υπόθεση δημιούργησε δεδικασμένο. Το δε πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το δόγμα autre fois acquit δεν ίσχυε εδώ, αφού τα γεγονότα και αδικήματα στα οποία στηρίζεται το Ε.Ε.Σ., είναι τα ίδια με εκείνα της Κυπριακής ποινικής υπόθεσης. Ότι περαιτέρω, η αρχή του autre fois acquit δεν εφαρμόζεται μόνο εκεί όπου τα αδικήματα για τα οποία αθωώθηκε ένας κατηγορούμενος είναι ακριβώς τα ίδια με εκείνα για τα οποία επιζητείται όπως δικασθεί, αλλ' εφαρμόζεται και σε σχέση με αδικήματα για τα οποία θα μπορούσε να είχε δικασθεί και καταδικασθεί και τα οποία πηγάζουν από τα ίδια γεγονότα. Βρισκόμενοι σ΄ αυτό το σημείο, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο συνήγορος της εφεσείουσας δήλωσε ενώπιον του Εφετείου κατά την ακρόαση της αίτησης, ότι αποσύρει τον τελευταίο αυτό ισχυρισμό ως προς την εφαρμογή του δόγματος autre fois acquit, αφού δεν ισχυρίζεται ότι τα αδικήματα για τα οποία επιδιώκεται όπως δικασθεί στη Ρουμανία η εφεσείουσα, είναι αδικήματα τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν και δεν περιλήφθηκαν στο κατηγορητήριο της Κυπριακής υπόθεσης, αλλά θέση της είναι ότι τα πρώτα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τα δεύτερα και καλύπτονται από το ευρύ φάσμα γεγονότων που περιλαμβάνονταν στην Κυπριακή ποινική υπόθεση.

Αυτή τη θέση προώθησε και ανέπτυξε περαιτέρω ενώπιόν μας ο κ. Γεωργίου, προβαίνοντας σε παραπομπές και συγκρίσεις γεγονότων που παρατίθενται στο κατηγορητήριο στην Κυπριακή υπόθεση αφενός και στα γεγονότα που παρατέθηκαν στο Ε.Ε.Σ. που εκδόθηκε στη Ρουμανία αφετέρου, εισηγούμενος ότι τα γεγονότα και οι λεπτομέρειες αδικημάτων στο πρώτο κάλυπταν πολύ ευρύτερα γεγονότα σε σχέση με το δεύτερο, οπότε, εάν παραπεμφθεί για νέα δίκη στη Ρουμανία, ουσιαστικά η εφεσείουσα θα δικασθεί ξανά για τα ίδια πράγματα. Το ότι χρησιμοποιείται διαφορετική ορολογία στο ένα νομικό σύστημα από το άλλο, πρόσθεσε, δεν διαφοροποιεί αυτό το γεγονός, όπως π.χ. στη Ρουμανία οι κατηγορίες για συμμετοχή κλπ. σε εγκληματική οργάνωση αντιστοιχούν προς την κατηγορία στην Κύπρο για συνωμοσία.

Από την πλευρά της Δημοκρατίας, η συνήγορός της διαφώνησε με τη θέση ότι τα αδικήματα για τα οποία η εφεσείουσα δικάσθηκε στην Κύπρο είναι τα ίδια με εκείνα για τα οποία ζητείται η παραπομπή της ενώπιον της Ρουμανικής δικαιοσύνης, αφού τα γεγονότα τα οποία τα περιβάλλουν δεν συμπίπτουν ούτε χρονικά, ούτε από απόψεως παραπονουμένων προσώπων ή τρόπου διάπραξής τους. Παρέπεμψε δε τόσο σε αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση, όσο και σε σημεία από τα παρατιθέμενα στο Ε.Ε.Σ. γεγονότα, καθώς επίσης και σε αυθεντίες προς υποστήριξη της γενικότερης θέσης της ως προς τη μη εφαρμογή της προαναφερθείσας πρόνοιας του Νόμου στην παρούσα περίπτωση όπου τα αδικήματα δεν είναι τα ίδια.

Η σχετική νομοθετική διάταξη, η οποία περιλήφθηκε στο άρθρο 13(β) του προαναφερθέντα Νόμου αρ. 133(Ι)/2004, όπως ορθά υπέδειξε και η συνήγορος της Δημοκρατίας, εισήγαγε στο εθνικό μας δίκαιο τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) της Απόφασης Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13ης Ιουνίου, 2002.

Το κείμενο του άρθρου 13(β) του Νόμου αρ. 133(Ι)/2004 έχει ως εξής:

"13. Η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αρνείται την εκτέλεση του εντάλματος στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) ........................................................................................................

 

(β) αν από τις πληροφορίες που διαθέτει η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος προκύπτει ότι ο εκζητούμενος έχει δικασθεί τελεσιδίκως για τις ίδιες πράξεις από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση,"

Σχετική με το εδώ εξεταζόμενο θέμα είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση C-261/09 Criminal Proceeding against Mantello, ημερομηνίας 16.11.2010, υπόθεση στην οποία αναφέρθηκαν οι συνήγοροι και των δύο πλευρών. Στην υπόθεση εκείνη, Ιταλός υπήκοος είχε καταδικασθεί κατά το 2005 από το Δικαστήριο της Κατάνια σε φυλάκιση για παράνομη κατοχή κοκαΐνης. Το ίδιο Δικαστήριο κατά το 2008 εξέδωσε νέο ένταλμα σύλληψης εναντίον του ιδίου ατόμου σε σχέση με μαρτυρία σύμφωνα με την οποία μεταξύ 2004-2005, αυτός είχε συμμετάσχει σε οργανωμένη εμπορία ναρκωτικών μεταξύ Ιταλίας και Γερμανίας. Προς το σκοπό της εκτέλεσης του εντάλματος σύλληψης, ο ύποπτος συνελήφθη στη Γερμανία και προσήχθη ενώπιον Δικαστηρίου. Το Γερμανικό Δικαστήριο, όμως, παρέπεμψε το θέμα της εκτέλεσης του εντάλματος στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αναφερόμενο στη γνωστή αρχή ne bis in idem (double jeopardy), δηλώνοντας αμφιβολία ως προς την εκτέλεση ή μη του εντάλματος λόγω της προηγηθείσας καταδίκης του εκζητουμένου για το προαναφερθέν αδίκημα. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επιβεβαίωσε την ισχύ του δόγματος ne bis in idem, σύμφωνα με το οποίο κανένας δεν μπορεί να καταδικασθεί δύο φορές για την ίδια πράξη. Όμως, όπως παρατήρησε, εφόσον ο σκοπός της Απόφασης Πλαίσιο ήταν η επίτευξη ομοιομορφίας στην υποχρεωτική εκτέλεση Ε.Ε.Σ. μεταξύ των Κρατών-Μελών, η έννοια του όρου "ίδιες πράξεις" ("same acts") στο άρθρο 3(2) της Απόφασης Πλαίσιο, δεν μπορεί να αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια των δικαστικών αρχών εκάστου Κράτους-Μέλους, στη βάση του εθνικού δικαίου. Επομένως, στον όρο αυτό θα πρέπει να δίδεται μια αυτόνομη και ομοιόμορφη ερμηνεία σε όλη την επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο όρος "ίδιες πράξεις" παρουσιάζεται στο άρθρο 54 της Συνθήκης του Shengen (CISA). Επομένως, θα πρέπει να δοθεί στον όρο αυτό στην Απόφαση Πλαίσιο, η ίδια ερμηνεία που είχε δοθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στον ίδιο όρο στη CISA, δηλαδή ερμηνεύεται ότι αναφέρεται μόνο στη φύση των πράξεων και περιλαμβάνει σειρά ισχυρών περιστάσεων οι οποίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, ανεξάρτητα από τη νομική ταξινόμηση η οποία τους αποδίδεται, ή του νομικού συμφέροντος που χρήζει προστασίας. Σε σχέση με τις ιδιαίτερες ανάγκες της υπόθεσης Mantello, η οποία παραπέμφθηκε ενώπιόν του, το Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον οι δικαστικές αρχές της χώρας εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ. ζήτησαν και πήραν πληροφορίες από τις αρχές της χώρας που το εξέδωσε, σύμφωνα με τις οποίες κατ' εφαρμογή του εθνικού τους δικαίου και των προνοιών του Άρθρου 3(2) της Απόφασης Πλαίσιο η δικαστική απόφαση που εκδόθηκε δεν συνιστούσε τελεσίδικη απόφαση η οποία κάλυπτε τις πράξεις που αναφέρονταν στο Ε.Ε.Σ. που εξέδωσαν, και επομένως δεν εμπόδιζαν την ποινική δίωξη για τις πράξεις εκείνες, τότε οι δικαστικές αρχές της χώρας εκτέλεσης του εντάλματος δεν είχαν λόγο να εφαρμόσουν τις πρόνοιες της υποχρεωτικής άρνησης εκτέλεσης του εντάλματος που παρατίθενται στο Άρθρο 3(2). Σημειώνεται ότι στην υπόθεση Mantello, όπως είχε πληροφορήσει η αρμόδια Ιταλική δικαστική αρχή την δικαστική αρχή της Γερμανίας, ο εκζητούμενος είχε τελεσίδικα δικασθεί κάτω από το Ιταλικό δίκαιο σε σχέση με συγκεκριμένες πράξεις οι οποίες συνιστούσαν παράνομη κατοχή ναρκωτικών, αλλά τα ποινικά αδικήματα που παρατέθηκαν στο Ε.Ε.Σ. βασίζονταν σε διαφορετικές πράξεις που αφορούσαν σε αδικήματα οργανωμένου εγκλήματος και παράνομης κατοχής ναρκωτικών με πρόθεση εμπορίας, που δεν καλύπτονταν από την εκδοθείσα δικαστική απόφαση.

Επανερχόμενοι στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας διαδικασίας, δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με την πρωτόδικη κρίση, σύμφωνα με την οποία τα αδικήματα που αναφέρονται λεπτομερώς στο Ρουμανικό Ε.Ε.Σ. διαφέρουν και διακρίνονται από τα μεμονωμένα περιστατικά που είχαν καταστεί αντικείμενο εκδίκασης της Ποινικής Υπόθεσης Αρ. 1502/2008 στην Κύπρο, για τους ακόλουθους λόγους:

•   Κατ' αρχάς, στο Ε.Ε.Σ. η διάπραξη των υπό δίωξη αδικημάτων παρουσιάζεται να είχε συντελεσθεί κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ 2006-2007, ενώ τα αδικήματα τα οποία ήσαν αντικείμενο της Κυπριακής υπόθεσης εναντίον της εφεσείουσας, παρέθεταν όλα ως χρόνο επιτέλεσής τους την περίοδο μεταξύ Νοεμβρίου 2007 - Μαρτίου 2008.

•   Περαιτέρω, ως παραπονούμενα πρόσωπα πέραν της Loredana Gifei, η οποία πράγματι ήταν και παραπονουμένη στην εκδικασθείσα Κυπριακή υπόθεση, αναφέρονται στο Ε.Ε.Σ. τέσσερις άλλες γυναίκες οι οποίες, κατά τον ισχυρισμό, εργοδοτήθηκαν δόλια και αποστάληκαν στην Κύπρο όπου παραλήφθηκαν από την εκζητουμένη και άλλο πρόσωπο και πρόσφεραν διάφορες υπηρεσίες κατά παράβαση των όρων της σύμβασής τους.

•   Στο Ε.Ε.Σ. περιγράφονται κατ' ισχυρισμό τελεσθείσες πράξεις στις οποίες συμμετείχαν φυσικά και νομικά πρόσωπα προς το σκοπό της διεξαγωγής οργανωμένης επιχείρησης για εργοδότηση με δόλο και εκμετάλλευση στην Κύπρο γυναικών, στην οποία παρουσιάζεται να είχε παίξει κάποιο επικουρικό ρόλο και η εφεσείουσα. Σε σχέση με τούτο, δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του συνηγόρου της εφεσείουσας ότι ο μόνος ρόλος ο οποίος καταλογίζεται σ' αυτήν μέσα στα γεγονότα του Ε.Ε.Σ. ήταν απλά και μόνο η παραλαβή των παραπονούμενων γυναικών από το αεροδρόμιο, αλλά διαφαίνεται μέσα από το σύνολο των γεγονότων, η κατ' ισχυρισμό εμπλοκή της στις γενικότερες δραστηριότητες ενός οργανωμένου δικτύου εκμετάλλευσης γυναικών.

•   Ακόμα και σε σχέση με την παραπονούμενη Loredana Gifei, η οποία αναφερόταν στις κατηγορίες στην Κυπριακή ποινική υπόθεση, τα εκδικασθέντα ποινικά αδικήματα σε σχέση με τα οποία η εφεσείουσα αθωώθηκε, δεν κάλυπταν όλες τις πτυχές της καταλογιζόμενης από το Ε.Ε.Σ. αξιόποινης δραστηριότητας των υπό δίωξη στη Ρουμανία προσώπων, όπως είναι η δόλια επιστράτευση της παραπονούμενης, οι απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσής της στην Κύπρο κλπ.

Το συμπέρασμα το οποίο εύκολα εξάγεται από τη σύγκριση των στοιχείων που περιβάλλουν από τη μια τα περιστατικά των αδικημάτων για τα οποία η εφεσείουσα έχει δικασθεί στην Κύπρο και από την άλλη τα περιστατικά των αδικημάτων για τα οποία εκζητείται η εφεσείουσα από τις Ρουμανικές αρχές, είναι ότι πολύ λίγα κοινά έχουν, τα οποία περιορίζονται μόνο στα περιστατικά γύρω από την κατ' ισχυρισμό εκμετάλλευση ενός προσώπου στην Κύπρο. Διαφωνούμε με την εισήγηση του συνηγόρου της εφεσείουσας ότι τα περιστατικά της Κυπριακής υπόθεσης είναι ευρύτερα και καλύπτουν και εκείνα τα οποία είναι αντικείμενο δίωξης στη Ρουμανία. Έκδηλα, τα πρώτα αφορούσαν σε μια μεμονωμένη περίπτωση κατ' ισχυρισμό διάπραξης αδικημάτων από τρία πρόσωπα εις βάρος μιας παραπονουμένης, ενώ τα δεύτερα αφορούσαν σε μια κατ' ισχυρισμό λειτουργία ενός δικτύου οργανωμένου εγκλήματος με συμμετοχή φυσικών και νομικών προσώπων και με άλλα, διαφορετικά πρόσωπα υποκείμενα σε εκμετάλλευση. Το μόνο το οποίο θα μπορεί κάποιος να δεχθεί είναι ότι ασφαλώς κατ΄ εφαρμογή του προαναφερθέντος δόγματος ne bis in idem, η δίωξη της εφεσείουσας στη Ρουμανία σε σχέση με τη διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία δικάστηκε και αθωώθηκε από το Κυπριακό Δικαστήριο σε σχέση με την παραπονουμένη Loredana Gifei, θα πρέπει ασφαλώς να αποφευχθεί.

Πέραν όμως τούτου, δεν εδικαιολογείτο η εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 13(β) του Νόμου και ορθά διατάχθηκε πρωτόδικα η εκτέλεση του Ε.Ε.Σ. που εκδόθηκε στη Ρουμανία εναντίον της εφεσείουσας.

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο