ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 1916
2 Νοεμβρίου, 2011
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΕΦΑΛΑΣ,
Εφεσείων,
v.
1. PETEVIS & GEORGIADES ASSOCIATES,
2. ΜΟΝΙΚΑΣ ΠΕΤΕΒΗ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 369/2009)
Διαιτησία ― Αναστολή διαδικασίας προς το σκοπό παραπομπής σε διαιτησία συγκεκριμένης διαφοράς στη βάση συμφωνηθείσας ρήτρας διαιτησίας με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 8 του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ. 4 ― Δεν συνεπάγεται εγκατάλειψη της οφειλόμενης υποχρέωσης του δικαστηρίου για έλεγχο της πορείας της δικαστικής διαδικασίας ― Το θέμα της επιβολής όρων από το δικαστήριο στις περιπτώσεις όπου κρίνεται αναγκαία η αναστολή της διαδικασίας ανάγεται αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου ― Το ίδιο ισχύει και στην επιλογή των όρων που κατά την κρίση του δικαστηρίου, αρμόζει να επιβληθούν στην κάθε περίπτωση με κριτήριο τις περιστάσεις και ιδιαίτερες ανάγκες της κάθε υπόθεσης.
Στην αγωγή που ήγειραν οι εφεσίβλητοι σχετικά με διαφορά εκ συμβάσεως, οι εφεσείων αντέδρασε με αίτηση αναστολής της δικαστικής διαδικασίας ζητώντας την παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία, επικαλούμενος σχετική συμβατική ρήτρα. Οι Εφεσίβλητοι προέβαλαν ένσταση και ύστερα από Ακρόαση, το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση για αναστολή της διαδικασίας και παραπομπή για επίλυση της σε διαιτησία στο Ε.Τ.Ε.Κ., θέτοντας σειρά όρων.
Μεταξύ άλλων, καθόρισε όπως η υπόθεση ετίθετο ξανά ενώπιον του Δικαστηρίου προς έλεγχο, ενώ έδωσε περαιτέρω οδηγίες ούτως ώστε να παρεχόταν η δυνατότητα σε οποιοδήποτε από τους διαδίκους στο μεταξύ διάστημα να θέσει την υπόθεση ξανά ενώπιον του Δικαστηρίου για οποιοδήποτε ζήτημα που κατά την κρίση του θα ήθελε να λάβει γνώση το Δικαστήριο.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στην έκταση που αυτή αφορούσε στους όρους που έθεσε το πρωτόδικο δικαστήριο.
Υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι το δικαστήριο δεν είχε εκ του νόμου τέτοια εξουσία εφόσον η διαδικασία της διαιτησίας είναι ανεξάρτητη από τη δικαστική διαδικασία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η αναστολή της δικαστικής διαδικασίας προς το σκοπό παραπομπής σε διαιτησία συγκεκριμένης διαφοράς στη βάση συμφωνηθείσας ρήτρας διαιτησίας με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 8 του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ. 4 δεν συνεπάγεται εγκατάλειψη της οφειλόμενης υποχρέωσης του δικαστηρίου για έλεγχο της πορείας της δικαστικής διαδικασίας η οποία, εφόσον δεν διακόπτεται, εξακολουθεί να διατηρείται ζωντανή, όμως εκτός πινακίου.
2. Θα ήταν τελείως άτοπο αν δεν υπήρχε ανάλογος μηχανισμός ελέγχου της πορείας των υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ως η παρούσα όπου δεν παραπέμφθηκαν σε διαιτησία όλες οι διαφορές που προέκυψαν από την αγωγή.
3. Οι όροι που εν προκειμένω έθεσε το δικαστήριο εξυπηρετούσαν ακριβώς αυτό το σκοπό και καθόλου δεν μπορούσε να επηρεάσουν δυσμενώς είτε τη διεξαγωγή της διαιτησίας είτε το συμφέρον του εφεσείοντα.
4. Το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια και με βάση τα συμφωνηθέντα μεταξύ των διαδίκων.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Αποφάσεις:
Balkancarimpex F.T.O. v. Leasco Ltd (1994) 1 Α.Α.Δ. 815,
Scott v. Avery [1856] H.L.S. 392.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας-Aμμοχώστου (Φιλίππου, E.Δ.), (Αγωγή Aρ. 1337/09), ημερομ. 16.11.2009.
Α. Κεφάλας, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Γεωργιάδου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Μεταξύ των διαδίκων προέκυψε διαφορά που αφορούσε στην εφαρμογή συμφωνίας. Για την επίλυση της διαφοράς, οι εφεσίβλητοι κίνησαν αγωγή εναντίον του εφεσείοντα με την οποία αξίωσαν οφειλόμενο υπόλοιπο χρημάτων για εκτελεσθείσα εργασία, πλέον Φ.Π.Α., καθορισμένου ύψους και έξοδα.
Στα πλαίσια εκείνης της διαδικασίας ο εφεσείων, κατ' επίκληση συμφωνηθείσας ρήτρας διαιτησίας, υπέβαλε αίτηση για αναστολή της δικαστικής διαδικασίας και παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία. Οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν ένσταση. Κατά την ακρόαση της αίτησης, το δικαστήριο, στην προσπάθεια του να επιτύχει αμοιβαίως αποδεκτό διακανονισμό, συνόψισε, σε πρώτο στάδιο, τις θέσεις των διαδίκων όπως μπόρεσε να τις αντιληφθεί. Σημείωσε συναφώς ότι οι εφεσίβλητοι με βάση την παράγραφο 3 της ένστασής τους ουσιαστικά αποδέχονται το αίτημα για παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία, νοουμένου ότι η διεξαγωγή της θα περιοριστεί στο θέμα της αμοιβής του μηχανικού και όπως οριστεί ημερομηνία εκδίκασης των υπόλοιπων επίδικων θεμάτων. Αν όμως δεν υπάρξει απόφαση του διαιτητή μέχρι την ημέρα που θα οριστεί η αγωγή να ακυρωθεί η διαδικασία της διαιτησίας. Ο ευπαίδευτος δικαστής αφού ανέφερε πως δεν φαινόταν ότι υπάρχει διαφορά στο τι ζητά η μια πλευρά από ό,τι θέλει η άλλη, κάλεσε τους δικηγόρους των διαδίκων να εκφέρουν τις δικές τους απόψεις. Ο δικαστής, αφού άκουσε τους δικηγόρους, αποφάσισε την αναστολή της διαδικασίας και όπως η διαφορά των διαδίκων, όπως αυτή καθορίζεται στο τεκμ. Α υπό στοιχείο Δ παραπεμφθεί «για επίλυση της σε διαιτησία στο Ε.Τ.Ε.Κ. η οποία θα διεξαχθεί μετά από αίτηση που θα υποβληθεί από τα δυο μέρη και καταβολή, όπως είναι δίκαιο, από ένα δεύτερο των εξόδων στο Ε.Τ.Ε.Κ.. Η αίτηση θα πρέπει να υποβληθεί μέχρι τις 30.11.09. Ο φάκελος της υπόθεσης θα τεθεί ξανά ενώπιον του Δικαστηρίου στις 30.6.10 με σκοπό να ελεχθεί από το Δικαστήριο τότε, μέχρι πού έχει φτάσει η διαδικασία της επίλυσης της διαφοράς με διαιτησία. Σε περίπτωση που οποιοσδήποτε από τους διαδίκους στο μεταξύ διάστημα θελήσει να τεθεί η παρούσα υπόθεση ξανά ενώπιον του Δικαστηρίου για οποιοδήποτε ζήτημα που κατά την κρίση του θα ήθελε να λάβει γνώση το Δικαστήριο, τότε θα πρέπει να υποβληθεί σχετική αίτηση σύμφωνα με τους θεσμούς και τη νομοθεσία που διέπει αυτά τα θέματα. Τα έξοδα της παρούσας αίτησης επιφυλάσσονται για το τέλος της διαδικασίας».
Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στην έκταση που αυτή αφορά στους όρους που έθεσε το πρωτόδικο δικαστήριο. Η θέση του εφεσείοντα επί του προκειμένου είναι ότι το δικαστήριο δεν είχε εκ του νόμου τέτοια εξουσία εφόσον η διαδικασία της διαιτησίας είναι ανεξάρτητη από τη δικαστική (διαδικασία). Προς επίρρωση της θέσης του, ο εφεσείων επικαλέστηκε τη Balcancarimpex F.T.O. v. Leasco Ltd (1994) 1 Α.Α.Δ. 815 όπου το Εφετείο παραμερίζοντας την πρωτόδικη απόφαση, έκανε δεκτή την αίτηση των εναγομένων για αναστολή της διαδικασίας προς το σκοπό παραπομπής θέματος σε διαιτησία συμφώνως της μεταξύ των μερών σύμβασης χωρίς να θέσει οποιουσδήποτε όρους. Είναι γεγονός ότι δεν προκύπτει από το κείμενο της απόφασης Balcancarimpex (ανωτέρω) ότι το Εφετείο έθεσε όρους αναστολής της διαδικασίας. Το Εφετείο, κατά τρόπο γενικό, περιορίστηκε στην αποδοχή της αίτησης των εναγομένων χωρίς οποιαδήποτε αναφορά σε επί μέρους θέματα που ενδεχομένως υπήρχαν στην αίτηση όπως όροι αναστολής κλπ.. Η αίτηση έγινε γενικά δεκτή από το Εφετείο χωρίς να αποκαλύπτονται στην απόφαση οι λεπτομέρειες του αιτήματος. Ούτε βεβαίως προκύπτει ότι υπήρξε απόφαση του Εφετείου ότι το δικαστήριο δεν έχει εξουσία επιβολής όρων κατά την έκδοση διατάγματος αναστολής της διαδικασίας σε ανάλογες περιπτώσεις.
Το θέμα της επιβολής όρων από το δικαστήριο στις περιπτώσεις όπου κρίνεται αναγκαία η αναστολή της διαδικασίας ανάγεται αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Το ίδιο βεβαίως ισχύει και στην επιλογή των όρων που κατά την κρίση του δικαστηρίου αρμόζει να επιβληθούν στην κάθε περίπτωση με κριτήριο τις περιστάσεις και ιδιαίτερες ανάγκες της κάθε υπόθεσης. Η ρήτρα διαιτησίας, όπως αυτή που έχουμε στην παρούσα υπόθεση, είναι γνωστή ως ρήτρα Scott v. Avery [1856] H.L.S. 392 από την ομώνυμη υπόθεση, δεν καταργεί τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, αλλά παρέχει δυνατότητα αναστολής της διαδικασίας. Βλ. Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 2, παρ. 645-646. Η αναστολή της δικαστικής διαδικασίας προς το σκοπό παραπομπής σε διαιτησία συγκεκριμένης διαφοράς στη βάση συμφωνηθείσας ρήτρας διαιτησίας με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 8 του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, δεν συνεπάγεται εγκατάλειψη της οφειλόμενης υποχρέωσης του δικαστηρίου για έλεγχο της πορείας της δικαστικής διαδικασίας η οποία, εφόσον δεν διακόπτεται, εξακολουθεί να διατηρείται ζωντανή, όμως εκτός πινακίου. Θα ήταν τελείως άτοπο αν δεν υπήρχε ανάλογος μηχανισμός ελέγχου της πορείας των υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ως η παρούσα όπου δεν παραπέμφθηκαν σε διαιτησία όλες οι διαφορές που προέκυψαν από την αγωγή. Οι όροι που εν προκειμένω έθεσε το δικαστήριο εξυπηρετούσαν ακριβώς αυτό το σκοπό και καθόλου δεν μπορούσε να επηρεάσουν δυσμενώς είτε τη διεξαγωγή της διαιτησίας είτε το συμφέρον του εφεσείοντα.
Καθόσον αφορά τον όρο που τέθηκε για τα έξοδα ο κ. Κεφάλας, κατόπιν σχετικής υπόδειξης του δικηγόρου της άλλης πλευράς, δήλωσε ευθέως ότι η σχετική ρύθμιση της εξ ημισείας καταβολής των εξόδων του διαιτητή είχε συμφωνηθεί και ακολούθησε η επιβολή του σχετικού όρου περί πληρωμής των εξόδων.
Καταλήγοντας αποφαινόμαστε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια και με βάση τα συμφωνηθέντα μεταξύ των διαδίκων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται.