ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Oρφανίδης Aνδρέας Στέλιου ν. Nίκης Aνδρέα Oρφανίδη (1998) 1 ΑΑΔ 179
Ντίνα Παπαϊωάννου ν. Γιάννης Παπαϊωάννου (2000) 1 ΑΑΔ 656
Χαραλάμπους Κυριακή άλλως Κούλλα ν. Χριστάκη Ζαχαρία (2002) 1 ΑΑΔ 1439
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Β. Φ. v. Ε. Α., ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 8/2022, 16/3/2023, ECLI:CY:DOD:2023:12
Μ.Κ.Τ. v. Ι.Χ.Z, Έφεση Αρ. 7/2019, 20/12/2021, ECLI:CY:DOD:2021:33
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ν. ΕΥΓΕΝΙΟΥ, Έφεση αρ.6/2017, 23/1/2020, ECLI:CY:DOD:2020:2
(2011) 1 ΑΑΔ 1867
24 Οκτωβρίου, 2011
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΕΛΕΝΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Εφεσείoυσα,
v.
ΙΑΚΩΒΟY ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΥΛΙΝΤΗΡΗ,
Εφεσιβλήτου.
(Έφεση Αρ. 31/2009)
Οικογενειακό Δίκαιο ― Περιουσιακές σχέσεις συζύγων ― Ο περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμος του 1991 (Ν. 232/91) ― Διεκδίκηση μεριδίου από τη σύζυγο επί της επαύξησης της περιουσίας του συζύγου της, που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου ως αποτέλεσμα της κατ' ισχυρισμό συνεισφοράς της ― Αύξηση κατ' έφεση του ποσού που επιδικάστηκε πρωτοδίκως υπέρ της εφεσείουσας και το οποίο αντανακλούσε τη συνεισφορά της ― Κατά πόσον ήταν ορθή η έκδοση διατάγματος επαναμεταβίβασης του μεριδίου της εφεσείουσας στον εφεσίβλητο ενόψει και της αποτυχίας της ανταπαίτησης του τελευταίου.
Οικογενειακό Δίκαιο ― Περιουσιακές διαφορές ― Το Δικαστήριο δεν περιορίζεται στην παροχή μόνο μιας ή περισσότερων εκ των επιδιωκομένων θεραπειών, αλλά έχει τη διακριτική ευχέρεια, εφόσον τα γεγονότα της υπόθεσης το επιτρέπουν, να εκδώσει οποιονδήποτε διάταγμα θεωρεί πρέπον και αναγκαίο.
Οικογενειακό Δίκαιο ― Ο Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμος του 1991 (Ν. 232/91) ― Η όλη φιλοσοφία του Νόμου, είναι ότι η αξίωση για ύπαρξη συνεισφοράς δεν αγγίζει την ιδιοκτησία του επιμέρους περιουσιακού στοιχείου, αλλά αποτελεί ενοχική αξίωση.
Το Οικογενειακό Δικαστήριο αποφασίζοντας επί αιτήσεως περιουσιακών διαφορών επιδίκασε υπέρ της εφεσείουσας ποσό £46.431,95 που έκρινε ότι αποτελούσε το ύψος της συνεισφοράς της στην ανέγερση της συζυγικής κατοικίας και εξέδωσε διάταγμα επανεγγραφής του ½ μεριδίου του κτήματος πίσω στον εφεσίβλητο, αφού πληρωνόταν το επιδικασθέν ποσό.
Ο εφεσίβλητος διεκδικούσε ανταπαιτητικώς την επαναμεταβίβαση του ½ μεριδίου στο συγκεκριμένο ακίνητο, η οποία και απερρίφθη.
Ασκήθηκε έφεση από την εφεσείουσα με την οποία αμφισβητήθηκε η ορθότητα αυτής της κατάληξης και περαιτέρω υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:
α) αποτελούσε σφάλμα η έκδοση διατάγματος επαναμεταβίβασης, κάτι για το οποίο δεν υπήρχε δυνατότητα, ιδιαιτέρως όταν το Δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση του εφεσίβλητου.
β) υπήρξε από πλευράς πρωτόδικου Δικαστηρίου παράλειψη ορθής αξιολόγησης της προσαχθείσας μαρτυρίας όπως επίσης και λανθασμένη αντίκριση του βάρους απόδειξης το οποίο, έπρεπε να βρίσκεται στους ώμους του εφεσίβλητου και όχι της εφεσείουσας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην πρωτόδικη απόφαση εξηγούνταν με επαρκή τρόπο, οι αντιφάσεις που υπήρχαν μεταξύ της δικογραφημένης θέσης της εφεσείουσας και της ένορκης μαρτυρίας της, από τη μια και των διαφορών που υπήρξαν μεταξύ της μαρτυρίας που είχε προσαχθεί από τον πατέρα της εφεσείουσας και την ίδια. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε πειστικούς λόγους γιατί δεν έκαμε αποδεκτή την εν λόγω μαρτυρία.
2. Ούτε υπήρχε έρεισμα στο παράπονο που προβλήθηκε ότι μια σειρά από αποδείξεις στις οποίες αναγραφόταν το όνομα του εφεσίβλητου έπρεπε να είχαν πιστωθεί στην εφεσείουσα ή στον πατέρα της. Εξηγεί το πρωτόδικο Δικαστήριο γιατί δεν έκαμε αποδεκτή αυτή τη μαρτυρία, όπως επίσης σχολίασε και την απουσία των υπολοίπων προσώπων οι οποίοι είχαν εκδώσει αποδείξεις, χωρίς οι ίδιοι να εμφανιστούν στο Δικαστήριο για να καταθέσουν, έτσι ώστε να τεκμηριωνόταν η εισήγηση της εφεσείουσας για τα εν λόγω ποσά.
3. Αποτελούσε εύρημα, το οποίο δεν αμφισβητήθηκε ότι κατά τη διάρκεια της ανέγερσης της οικοδομής οι διάδικοι είχαν προβεί σε δανεισμό για την εξασφάλιση χρημάτων τα οποία δαπανήθηκαν για την ανέγερση της οικοδομής ως επίσης και ότι την εποχή της διάστασης, υπήρχε υπόλοιπο προς εξόφληση ύψους £17.797. Το ποσό αυτό είχαν υποχρέωση να το πληρώσουν αμφότεροι οι διάδικοι και με δεδομένο ότι δαπανήθηκε εξ' ολοκλήρου για την ανέγερση της οικοδομής, ήταν ορθό και δίκαιο το ήμισυ του εν λόγω ποσού, που αναλογούσε στην εφεσείουσα να της καταβαλλόταν αφού το όφελος παρέμεινε στην περιουσία.
4. Συνακόλουθα, το ποσό το οποίο θα έπρεπε να επιδικαστεί στην εφεσείουσα, ως συνεισφορά, για την αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου, καθορίστηκε στις £55.431.
5. Παρόλο που δεν υπήρχε απόλυτη συμφωνία με τον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο χειρίστηκε το θέμα της επανεγγραφής του ½ μεριδίου του κτήματος στο όνομα του, ήταν δίκαιο και ορθό από τη στιγμή που το Δικαστήριο είχε ενώπιον του όλα τα δεδομένα περιλαμβανομένης και της διαζευκτικής αξίωσης της εφεσείουσας για καταβολή χρημάτων, όπως καταφαίνεται στην παράγραφο (Ε) της Απαίτησης της, να εκδώσει διάταγμα επανεγγραφής, υπό τον όρο βέβαια της καταβολής του ποσού της επιδικασθείσας συνεισφοράς.
Η έφεση πέτυχε μερικώς. Επιδικάστηκαν υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου το ½ των εξόδων της έφεσης.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χαραλάμπους v. Ζαχαρία (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1439,
Παπαϊωάννου κ.ά. v. Παπαϊωάννου (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 656,
Ορφανίδης v. Ορφανίδη (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 179.
Έφεση
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Oικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λιασίδης, Δ.), (Αίτηση Aρ. 93/03), ημερομ. 16.9.2009.
Λ. Βραχίμης, για την Εφεσείουσα.
Α. Eυτυχίου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Κ. Παμπαλλή.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο εκκινώντας από το δεδομένο ότι το κτήμα επί του οποίου είχε εγερθεί η κατοικία του ζεύγους, μεταβιβάστηκε στον εφεσίβλητο δια δωρεάς από τον πατέρα του στις 24 Μαΐου, 1993, πριν την τέλεση του γάμου των διαδίκων και ότι το ½ μερίδιο του κτήματος μεταβιβάστηκε στο όνομα της εφεσείουσας από τον τότε σύζυγο της, το 1998, πριν τη διάσταση, επιδίκασε προς όφελος της εφεσείουσας £46.431,95, που βρέθηκε ότι αποτελεί το ύψος της συνεισφοράς της, και εξέδωσε διάταγμα επανεγγραφής του ½ μεριδίου του κτήματος πίσω στον εφεσίβλητο, αφού βεβαίως πληρωθεί το πιο πάνω επιδικασθέν ποσό.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται από τη μια η ορθότητα αυτής της κατάληξης και αφετέρου προβάλλεται η έλλειψη εξουσίας για κάτι τέτοιο.
Οι διάδικοι, πριν την έναρξη της ακρόασης πρωτοδίκως, είχαν συμφωνήσει και δηλώθηκαν τα πιο κάτω παραδεκτά γεγονότα.
«1. Η διάσταση των διαδίκων επήλθε τον Οκτώβριο του 1998.
2. Κατά το χρόνο της διάστασης η αξία του οικοπέδου, πάνω στο οποίο κτίστηκε η επίδικη κατοικία, ήταν £22.000 και
3. Κατά το χρόνο της διάστασης, το κόστος της ανέγερσης της οικοδομής, ανήλθε στις £96.000 και ότι κατά το χρόνο της διάστασης, η ολική αξία οικοπέδου και κατοικίας ήταν £118.000.»
Προτού προχωρήσουμε να εξετάσουμε τα εγειρόμενα θέματα, θεωρούμε κατάλληλο στάδιο να σημειώσουμε ότι με το αιτητικό της αίτησης, η εφεσείουσα επεδίωξε, την έκδοση διακήρυξης και/ή διατάγματος του Δικαστηρίου ότι, πέραν από το ½ μερίδιο της περιουσίας που είναι εγγεγραμμένο επ' ονόματι της, να περιέλθουν στην κατοχή της τα 3/4 της εν λόγω περιουσίας, λόγω συνεισφοράς. Ως δεύτερο αίτημα ζήτησε να εγγραφεί ως ιδιοκτήτρια του πιο πάνω μεριδίου. Με το τρίτο αίτημα, ζήτησε την έκδοση διατάγματος με το οποίο να διατάττεται ο εφεσίβλητος να εγγράψει το μερίδιο επ' ονόματι της και τέλος με το τέταρτο αίτημα υπό διαζευκτική μορφή, την καταβολή ποσού £34.354,00 πλέον τόκους, ως συνεισφορά στην επαύξηση της αξίας της περιουσίας. Περαιτέρω σημειώνουμε ότι ο εφεσίβλητος διεκδικούσε ανταπαιτητικώς την επαναμεταβίβαση του ½ μεριδίου στο συγκεκριμένο ακίνητο, το οποίο όπως είναι αποδεκτό, μεταβιβάστηκε στην εφεσείουσα λίγους μήνες πριν τη διάσταση, ήτοι στις 21 Αυγούστου, 1998.
Από τη στιγμή που οι ίδιοι οι διάδικοι είχαν προσδιορίσει το κόστος ανέγερσης της οικοδομής, το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε αποκλειστικά και μόνο με το θέμα της επαύξησης και αφού έκαμε τους αναγκαίους υπολογισμούς κατέληξε στο επιδικασθέν ποσό των £46.431,95 και επίσης απέρριψε την ανταπαίτηση.
Με τον τρόπο με τον οποίο είχε διατυπωθεί το αιτητικό της αίτησης και τροχιοδρομήθηκε η προώθηση της υπόθεσης, έκδηλα αναφύεται η ορθότητα της προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ασχοληθεί με το σύνολο της συνεισφοράς της εφεσείουσας στην επαύξηση της περιουσίας που σε κάποιο στάδιο, όπως είναι παραδεκτό, ανήκε στον εφεσίβλητο. Η όλη μαρτυρία στόχευε στον προσδιορισμό του κόστους ανέγερσης της οικοδομής και σ' αυτή περιστράφηκε η προσοχή της εφεσείουσας κατά το στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας και με την έφεση την οποία προώθησε ενώπιόν μας. Με τους λόγους 2, 4 και 5 ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας ισχυρίστηκε ότι υπήρξε από πλευράς πρωτόδικου Δικαστηρίου παράλειψη ορθής αξιολόγησης της προσαχθείσας μαρτυρίας όπως επίσης και λανθασμένη αντίκριση του βάρους απόδειξης το οποίο, κατά την εισήγηση του κ. Βραχίμη, έπρεπε να βρίσκεται στους ώμους του εφεσίβλητου και όχι της εφεσείουσας.
Θα πρέπει επί του σημείου αυτού να σημειώσουμε ότι μελετώντας τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, και αντιπαραβάλλοντας τα ευρήματα αξιοπιστίας που έγιναν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρούμε ότι δεν υπάρχει πεδίο παρέμβασης. Στην πρωτόδικη απόφαση εξηγούνται με επαρκή, θα λέγαμε τρόπο, οι αντιφάσεις που υπήρχαν μεταξύ της δικογραφημένης θέσης της εφεσείουσας και της ένορκης μαρτυρίας της, από τη μια και των διαφορών που υπήρξαν μεταξύ της μαρτυρίας που είχε προσαχθεί από τον πατέρα της εφεσείουσας και την ιδία. Έδωσε πειστικούς λόγους το πρωτόδικο Δικαστήριο γιατί δεν έκαμε αποδεκτή τη πιο πάνω μαρτυρία. Ούτε επίσης βρίσκουμε έρεισμα στο παράπονο που προβλήθηκε ότι μια σειρά από αποδείξεις στις οποίες αναγραφόταν το όνομα του εφεσίβλητου έπρεπε να είχαν πιστωθεί στην εφεσείουσα ή στον πατέρα της. Εξηγεί το πρωτόδικο Δικαστήριο γιατί δεν έκαμε αποδεκτή αυτή τη μαρτυρία, όπως επίσης σχολιάζει και την απουσία των υπολοίπων προσώπων οι οποίοι είχαν εκδώσει αποδείξεις, χωρίς οι ίδιοι να εμφανιστούν στο Δικαστήριο για να καταθέσουν, έτσι ώστε να τεκμηριωθεί η εισήγηση της εφεσείουσας για τα εν λόγω ποσά. Ταυτοχρόνως, σημειώνουμε ότι το ίδιο το Δικαστήριο στην αρχή της απόφασης του, κατέστησε σαφές, ότι επίδικο θέμα στην εν λόγω υπόθεση ήταν το σύνολο της περιουσίας ήτοι το οικόπεδο, η κατοικία και ο εξοπλισμός της, κάτι το οποίο δεν έχει αμφισβητηθεί ενώπιόν μας, με τους λόγους έφεσης.
Η ύπαρξη συνεισφοράς εκ μέρους της εφεσείουσας για την επαύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου και συγκεκριμένα η συμμετοχή της με χρηματικό τρόπο ή άλλως πως, στην ανέγερση οικοδομής επί του κτήματος, που απέκτησε ο εφεσίβλητος δυνάμει δωρεάς από τον πατέρα του, δεν αμφισβητήθηκε σε κανένα στάδιο της διαδικασίας. Συνεπώς ξεκινούμε με το δεδομένο ότι όντως η εφεσείουσα έχει συνεισφέρει, άρα δικαιούται να της επιδικαστεί το ύψος της δικής της συνεισφοράς.
Από τη στιγμή που οι διάδικοι είχαν συμφωνήσει τη συνολική αξία της οικοδομής στο ποσό των £118.000 και ταυτόχρονα την αξία του οικοπέδου, κατά το χρόνο της διάστασης, σε £22.000, το Δικαστήριο προχώρησε σε υπολογισμό της συνεισφοράς της εφεσείουσας. Αποτελεί εύρημα, το οποίο δεν αμφισβητήθηκε ενώπιον μας, ότι κατά τη διάρκεια της ανέγερσης της οικοδομής οι διάδικοι είχαν προβεί σε δανεισμό από Συνεργατικό Ίδρυμα για την εξασφάλιση χρημάτων τα οποία δαπανήθηκαν για την ανέγερση της οικοδομής. Αυτό επιβεβαιώθηκε και από την εφεσείουσα, τον πατέρα της και τον εφεσίβλητο. Ταυτοχρόνως αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι την εποχή της διάστασης, που όπως έχουμε σημειώσει, ήταν ο Οκτώβριος του 1998, υπήρχε υπόλοιπο προς εξόφληση ύψους £17.797. Το ποσό αυτό έχουν υποχρέωση να το πληρώσουν αμφότεροι οι διάδικοι, όπως έχει αναφερθεί και δεν αμφισβητήθηκε. Έχοντας αυτό υπόψη, και το γεγονός ότι τα χρήματα του δανεισμού δαπανήθηκαν εξ ολοκλήρου για την ανέγερση της οικοδομής, θεωρούμε ότι είναι ορθό και δίκαιο το ήμισυ του εν λόγω ποσού, που αναλογεί στην εφεσείουσα να της καταβληθεί αφού το όφελος παρέμεινε στην περιουσία.
Συνακόλουθα, θεωρούμε ότι το ποσό το οποίο θα πρέπει να επιδικαστεί στην εφεσείουσα, ως συνεισφορά, για την αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου, θα πρέπει να καθοριστεί στις £55.431.
Το κρίσιμο ερώτημα που αναφύεται σε συνάρτηση με τον 1ο λόγο έφεσης είναι κατά πόσο το Δικαστήριο είχε εξουσία να διατάξει την επαναμεταβίβαση του ½ μεριδίου του κτήματος στο όνομα του εφεσίβλητου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας υποστήριξε ότι αποτελεί σφάλμα η έκδοση διατάγματος επαναμεταβίβασης, κάτι για το οποίο δεν υπάρχει δυνατότητα ιδιαιτέρως όταν το Δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση του εφεσίβλητου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου από την άλλη πλευρά, αναφερόμενος στην υπόθεση Χαραλάμπους v. Ζαχαρία (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1439, ανέφερε ότι το Δικαστήριο δεν περιορίζεται στην παροχή μόνο μιας ή περισσότερων εκ των επιδιωκομένων θεραπειών, αλλά έχει τη διακριτική ευχέρεια, εφόσον τα γεγονότα της υπόθεσης το επιτρέπουν, να εκδώσει οποιονδήποτε διάταγμα θεωρεί πρέπον και αναγκαίο.
Στην υπόθεση Παπαϊωάννου κ.ά. v. Παπαϊωάννου κ.ά. (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 656, συζητήθηκε σε έκταση, από την πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η έννοια του όρου συνεισφορά, όπως αυτή ρυθμίζεται στον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου, του 1991, Ν.232/91, («ο Νόμος») και ιδιαιτέρως η προσπάθεια φιλελεύθερης ερμηνείας των διατάξεων του παρόντος νόμου που στόχο έχουν την παροχή αφενός μεν θεραπείας προς ένα διάδικο και την παράλληλη επιδίωξη περιορισμού της βλάβης που μπορεί να υποστεί ο έτερος σύζυγος ως αποτέλεσμα της διακοπής της εγγάμου σχέσης, στη διάρκεια της οποίας αποκτήθηκε περιουσία ή επήλθε επαύξηση της. Στην ίδια διάταξη του νόμου και αναφερόμαστε στο εδάφιο 3 του Αρθρου 14 η αυτοτέλεια της περιουσίας των συζύγων διατηρείται. Ταυτοχρόνως, με βάση το Αρθρο 16 λαμβάνεται μεν υπόψη κατά την επιδίκαση του ποσού η παραχωρηθείσα δωρεά, αλλά όπως τονίστηκε στην υπόθεση Παπαϊωάννου κατά τον συνυπολογισμό των δωρεών που έγιναν κατά τη διάρκεια του γάμου η κυριότητα των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων διατηρείται από το δωρεοδόχο. Είναι η αξία των περιουσιακών στοιχείων που λαμβάνεται υπόψη ευθέως, για τον προσδιορισμό της αξίωσης του ενός των συζύγων έναντι του άλλου. Στο σημείο αυτό παρεμβάλλουμε το γεγονός ότι υπάρχει ήδη μεταβίβαση του ½ μεριδίου του ακινήτου στην εφεσείουσα πριν από τη διάσταση. Η όλη φιλοσοφία του Νόμου, όπως ερμηνεύτηκε σε σειρά αποφάσεων και αναφερόμαστε στην υπόθεση Ορφανίδης v. Ορφανίδη (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 179 και Παπαϊωάννου (που αναφέραμε πιο πάνω), είναι ότι η αξίωση για ύπαρξη συνεισφοράς δεν αγγίζει την ιδιοκτησία του επιμέρους περιουσιακού στοιχείου αλλά είναι μια ενοχική αξίωση.
Με γνώμονα αυτό το δεδομένο και τα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, θεωρούμε ότι, παρόλο που το πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε να αποδεχθεί την ανταπαίτηση του εφεσίβλητου και να εκδώσει διάταγμα επανεγγραφής του ½ μεριδίου του κτήματος στο όνομα του, προτίμησε να το συνδέσει και να το αλληλοεξαρτήσει με την καταβολή του ποσού της συνεισφοράς στην οποία είχε καταλήξει. Παρόλο που δεν μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε το θέμα θεωρούμε όμως, ότι είναι δίκαιο και ορθό από τη στιγμή που το Δικαστήριο είχε ενώπιον του όλα τα δεδομένα περιλαμβανομένης και της διαζευκτικής αξίωσης της εφεσείουσας για καταβολή χρημάτων, όπως καταφαίνεται στην παράγραφο (Ε) της Απαίτησης της, να εκδώσει διάταγμα επανεγγραφής, υπό τον όρο βέβαια της καταβολής του ποσού της επιδικασθείσας συνεισφοράς. Παράλληλα, η εφεσείουσα δεν έχει υποστεί οποιαδήποτε βλάβη από την ακολουθηθείσα διαδικασία, αφού υπερασπιζόταν την ανταπαίτηση. Άλλωστε, θα ήταν άδικο για την εφεσείουσα, να διατηρήσει την κυριότητα του ½ του κτήματος και να εισπράξει και το σύνολο των χρημάτων της δικής της συνεισφοράς για την ανέγερση της οικοδομής.
Με γνώμονα τα πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει μερικώς, και εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου για το ποσό £55.431 ή το ισάξιο σε €94.787. Το υπόλοιπο μέρος της απόφασης σε συνάρτηση με το χρόνο αποπληρωμής, τον τόκο και την επαναμεταβίβαση παραμένει αναλλοίωτο.
Ενόψει της μερικής επιτυχίας της έφεσης επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου το ½ των εξόδων της έφεσης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου το ½ των εξόδων της έφεσης.